Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
20-12-2009
Όταν αποβιώσει κάποιος που έχει χρήματα στην τράπεζα και ο λογαριασμός του είναι ατομικός και όχι κοινός, τότε τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στην τράπεζα δικαιούνται να τα λάβουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος καταθέτη.
Εάν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού του αποβιώσαντος ήταν μικρό, δηλαδή περίπου έως 5.000 ή 10.000 ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες συνήθως δεν απαιτούν από τους κληρονόμους την έκδοση από το δικαστήριο κληρονομητηρίου. Ακόμα όμως και όταν πρόκειται για μικρά σχετικώς ποσά, απαιτείται πάντοτε ληξιαρχική πράξη θανάτου του καταθέτη, πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου ότι δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη του θανόντος και βεβαίωση της αρμόδιας εφορίας ότι το ποσό της καταθέσεως έχει δηλωθεί ως κληρονομιά και ότι είτε κατεβλήθησαν οι φόροι, είτε ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομίας, λόγω προφανώς του αφορολογήτου.
Εάν ο θανών καταθέτης άφησε διαθήκη, τότε απαιτείται επικυρωμένο αντίγραφο της διαθήκης και πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου ότι δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη. Εάν η διαθήκη δημοσιεύθηκε εκτός Ελλάδος, απαιτείται η διαθήκη να μεταφρασθεί επισήμως στην ελληνική γλώσσα και να καταχωρηθεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εάν το ποσό της καταθέσεως είναι σχετικώς μεγάλο, η τράπεζα θα ζητήσει και κληρονομητήριο, δηλαδή δικαστική απόφαση από ελληνικό δικαστήριο, που θα έχει μελετήσει όλα τα ανωτέρω και άλλα έγγραφα και θα έχει πιστοποιήσει ποιος ή ποιοι και σε ποιο ποσοστό έκαστος είναι οι κληρονόμοι του θανόντος κυρίου του τραπεζικού λογαριασμού.
Εάν οι υπάλληλοι της τράπεζας δεν ζητήσουν από τον φερόμενο ως κληρονόμο όλα τα ανωτέρω νομιμοποιητικά έγγραφα και καταβάλουν το υπόλοιπο του λογαριασμοί σε κάποιον που εμφανίσθηκε ως κληρονόμος, ενώ αργότερα απεδείχθη ότι δεν ήταν ή ότι δεν ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, μπορεί οι υπάλληλοι της τράπεζας να κριθεί ότι επέδειξαν βαριά αμέλεια και η τράπεζα να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τους κληρονόμους που έχασαν το μερίδιό τους, επειδή η τράπεζα έδωσε τα χρήματα σε κάποιον που δεν ήταν κληρονόμος.
Στην υπ΄αριθ. 1439/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος, επί παρομοίας υποθέσεως, έκρινε ότι το γεγονός ότι η τράπεζα δεν ζήτησε από τον κληρονόμο να προσκομίσει ελληνική δικαστική απόφαση που να επικυρώνει την εκτελεστότητα Καναδικής απόφασης περί διαχειρίσεως κληρονομίας, δεν συνιστά βαριά αμέλεια εκ μέρους της τράπεζας.
Το Εφετείο στην ίδια υπόθεση είχε κρίνει το κατάστημα της τράπεζας στην Ύδρα, που έδωσε όλα τα χρήματα σε έναν κληρονόμο, ενώ υπήρχε κι άλλος κληρονόμος, που εδικαιούτο το 1/2, επέδειξε βαριά αμέλεια, διότι για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό δεν ζήτησε ούτε κληρονομητήριο, ούτε ελληνική δικαστική απόφαση περί εκτελεστότητας της καναδικής δικαστικής αποφάσεως.
Μετά όμως την απόφαση του Αρείου Πάγου, που έκρινε ότι δεν αποτελεί βαριά αμέλεια το ότι δεν ζητήθηκε ελληνική δικαστική απόφαση που να επικυρώνει την καναδική απόφαση, δεδομένης της ισχύος του άρθρου 780 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η υπόθεση παρεπέμφθη για να δικασθεί εκ νέου από το Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους αυτή τη φορά εφέτες.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, December 21, 2009
Thursday, December 17, 2009
Μυστικά της αγοράς ακινήτου στην Ελλάδα
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Η διαδικασία αγοράς ενός ακινήτου στην Ελλάδα περιλαμβάνει διάφορα στάδια, που μερικά είναι ίδια ή μοιάζουν με την διαδικασία αγοράς ακινήτου σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ. Υπάρχουν ωστόσο μικρές λεπτομέρειες, που καλό είναι κάθε υποψήφιος αγοραστής ακινήτου να τις γνωρίζει, διότι έτσι μπορεί να γλιτώσει χρήματα, απώλεια χρόνου και ταλαιπωρία.
Μία βασική προϋπόθεση για την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι η σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, που συμβουλεύει τον τον αγοραστή για τη νομική κατάσταση των τίτλων του ακινήτου και για άλλα ζητήματα της αγοραπωλησίας.
Μία άλλη θεμελιώδης παράμετρος είναι ότι η αγορά ακινήτου γίνεται μόνο στον συμβολαιογράφο, με υπογραφή εγγράφου συμβολαίου, το οποίο πρέπει ακολούθως να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο της περιοχής, άλλως η αγορά δεν ισχύει και ο αγοραστή μπορεί και τα χρήματά του να δώσει και ακίνητο να μην έχει στο όνομά του. Η υπόμνηση αυτή γίνεται διότι σε μερικές χώρες, όπου ζουν Έλληνες ομογενείς και έχουν γεννηθεί τα παιδιά και το εγγόνια τους, ισχύουν ελαφρώς διαφορετικά δεδομένα και μπορεί να προκληθεί σύγχυση με αυτό που ισχύει στην Ελλάδα.
Κάθε αγοραστής ακινήτου στην Ελλάδα, που δεν μένει μονίμως στην Ελλάδα, άρα κατά τεκμήριο δεν δηλώνει στην εφορία εισόδημα, πρέπει να μπορεί να αποδείξει με έγγραφα πού βρήκε τα χρήματα και αγόρασε το ακίνητο.
Επαρκής απόδειξη για το πού βρήκε τα χρήματα είναι η εισαγωγή συναλλάγματος από το εξωτερικό προς ελληνική τράπεζα στην Ελλάδα, που τακμηριώνεται με το λεγόμενο ροζ χαρτάκι, δηλαδή με την μοναδική απόδειξη εισαγωγής συναλλάγματος. Το έγγραφο αυτό, που εκδίδεται μόνο μία φορά από την τράπεζα στην Ελλάδα, κατατίθεται στην εφορία την επόμενη χρονιά από εκείνη της αγοράς του ακινήτου και με αυτό αποδεικνύεται ότι ο ομογενής εισήγαγε στην Ελλάδα συνάλλαγμα από την χωρα διαμονής του στο εξωτερικό.
Εάν ο ομογενής - αγοραστής του ακινήτου δεν έχει εισαγάγει συνάλλαγμα από το εξωτερικό, ούτε έχει επαρκές δηλωθέν εισόδημα τα προηγούμενα έτη στην Ελλάδα, που να καλύπτει το ποσό αγοράς του ακινήτου, καθώς και τον φόρο και τα έξοδα δικηγόρου και συμβολαιογράφου, τότε διατρέχει τον κίνδυνο η εφορία να θεωρήσει ότι αγόρασε το ακίνητο με μη δηλωθέν εισόδημα που είχε στην Ελλάδα και να του επιβάλει φόρο εισοδήματος και πρόστιμο.
Μία δεύτερη σημαντική λεπτομέρεια στην αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι ότι ισχύει η απαλλαγή του φόρου μεταβιβάσεως, λόγω πρώτης κατοικίας. Κανονικά ο φόρος που καταβάλει ο αγοραστής όταν αγοράζει ένα ακίνητο είναι περίπου 10%, μπορεί όμως να είναι και ΦΠΑ 19% για νεόδηματα ακίνητα. Εάν όμως ο αγοραστής αποκτά την πρώτη του κατοικία και δεν έχει οικόπεδο, διαμερίσμα ούτε μονοκατοικία στο όνομά του, μπορεί να απαλλαγεί από τον φόρο.
Την ίδια απαλλαγή δικαιούνται και οι ομογενείς, έστω κι αν δεν μένουν μονίμως στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι εγγεγραμμένοι σε Δημοτολόγιο κάποιου Δήμου στην Ελλάδα. Αυτό έχει σημασία, διότι αρκετοί είναι οι ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς, που ως γεννηθέντες εκτός Ελλάδος και μη δηλωθέντες στο Προξενείο, δεν είναι εγγεγραμμένοι σε Δήμο στην Ελλάδα, πράγμα που μπορεί να τους στερήσει την απαλλαγή, που σημαίνει καταβολή φόρου μεταβιβάσεως ή ΦΠΑ αρκετών χιλιάδων ευρώ, που θα μπορούσαν να έχουν γλιτώσει.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Η διαδικασία αγοράς ενός ακινήτου στην Ελλάδα περιλαμβάνει διάφορα στάδια, που μερικά είναι ίδια ή μοιάζουν με την διαδικασία αγοράς ακινήτου σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ. Υπάρχουν ωστόσο μικρές λεπτομέρειες, που καλό είναι κάθε υποψήφιος αγοραστής ακινήτου να τις γνωρίζει, διότι έτσι μπορεί να γλιτώσει χρήματα, απώλεια χρόνου και ταλαιπωρία.
Μία βασική προϋπόθεση για την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι η σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, που συμβουλεύει τον τον αγοραστή για τη νομική κατάσταση των τίτλων του ακινήτου και για άλλα ζητήματα της αγοραπωλησίας.
Μία άλλη θεμελιώδης παράμετρος είναι ότι η αγορά ακινήτου γίνεται μόνο στον συμβολαιογράφο, με υπογραφή εγγράφου συμβολαίου, το οποίο πρέπει ακολούθως να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο της περιοχής, άλλως η αγορά δεν ισχύει και ο αγοραστή μπορεί και τα χρήματά του να δώσει και ακίνητο να μην έχει στο όνομά του. Η υπόμνηση αυτή γίνεται διότι σε μερικές χώρες, όπου ζουν Έλληνες ομογενείς και έχουν γεννηθεί τα παιδιά και το εγγόνια τους, ισχύουν ελαφρώς διαφορετικά δεδομένα και μπορεί να προκληθεί σύγχυση με αυτό που ισχύει στην Ελλάδα.
Κάθε αγοραστής ακινήτου στην Ελλάδα, που δεν μένει μονίμως στην Ελλάδα, άρα κατά τεκμήριο δεν δηλώνει στην εφορία εισόδημα, πρέπει να μπορεί να αποδείξει με έγγραφα πού βρήκε τα χρήματα και αγόρασε το ακίνητο.
Επαρκής απόδειξη για το πού βρήκε τα χρήματα είναι η εισαγωγή συναλλάγματος από το εξωτερικό προς ελληνική τράπεζα στην Ελλάδα, που τακμηριώνεται με το λεγόμενο ροζ χαρτάκι, δηλαδή με την μοναδική απόδειξη εισαγωγής συναλλάγματος. Το έγγραφο αυτό, που εκδίδεται μόνο μία φορά από την τράπεζα στην Ελλάδα, κατατίθεται στην εφορία την επόμενη χρονιά από εκείνη της αγοράς του ακινήτου και με αυτό αποδεικνύεται ότι ο ομογενής εισήγαγε στην Ελλάδα συνάλλαγμα από την χωρα διαμονής του στο εξωτερικό.
Εάν ο ομογενής - αγοραστής του ακινήτου δεν έχει εισαγάγει συνάλλαγμα από το εξωτερικό, ούτε έχει επαρκές δηλωθέν εισόδημα τα προηγούμενα έτη στην Ελλάδα, που να καλύπτει το ποσό αγοράς του ακινήτου, καθώς και τον φόρο και τα έξοδα δικηγόρου και συμβολαιογράφου, τότε διατρέχει τον κίνδυνο η εφορία να θεωρήσει ότι αγόρασε το ακίνητο με μη δηλωθέν εισόδημα που είχε στην Ελλάδα και να του επιβάλει φόρο εισοδήματος και πρόστιμο.
Μία δεύτερη σημαντική λεπτομέρεια στην αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι ότι ισχύει η απαλλαγή του φόρου μεταβιβάσεως, λόγω πρώτης κατοικίας. Κανονικά ο φόρος που καταβάλει ο αγοραστής όταν αγοράζει ένα ακίνητο είναι περίπου 10%, μπορεί όμως να είναι και ΦΠΑ 19% για νεόδηματα ακίνητα. Εάν όμως ο αγοραστής αποκτά την πρώτη του κατοικία και δεν έχει οικόπεδο, διαμερίσμα ούτε μονοκατοικία στο όνομά του, μπορεί να απαλλαγεί από τον φόρο.
Την ίδια απαλλαγή δικαιούνται και οι ομογενείς, έστω κι αν δεν μένουν μονίμως στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι εγγεγραμμένοι σε Δημοτολόγιο κάποιου Δήμου στην Ελλάδα. Αυτό έχει σημασία, διότι αρκετοί είναι οι ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς, που ως γεννηθέντες εκτός Ελλάδος και μη δηλωθέντες στο Προξενείο, δεν είναι εγγεγραμμένοι σε Δήμο στην Ελλάδα, πράγμα που μπορεί να τους στερήσει την απαλλαγή, που σημαίνει καταβολή φόρου μεταβιβάσεως ή ΦΠΑ αρκετών χιλιάδων ευρώ, που θα μπορούσαν να έχουν γλιτώσει.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Wednesday, December 9, 2009
Monday, December 7, 2009
20ετής η προθεσμία διεκδίκησης ακινήτου
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να χρειασθεί κάποιος να διεκδικήσει στα δικαστήρια το δικό του ακίνητο, επειδή κάποιος άλλος το έχει παρανόμως καταλάβει.
Είτε επειδή λείπει εδώ και δεκαετίες το κτηματολόγιο ως οργανισμός ακριβούς καταγραφής των ιδιωτικών και δημοσίων ακινήτων και των ιδιοκτητών τους, είτε επειδή οι Έλληνες είναι «κολλημένοι» με τα ακίνητα, είτε επειδή το ελληνικό κράτος από της ιδρύσεώς του το 1830 έως σήμερα δεν δίνει την εντύπωση μίας πλήρως οργανωμένης και ευνομούμενης πολιτείας, πράγμα που ενθαρρύνει κάθε είδους καταπατητές και καιροσκόπους, είτε για όλους τους ανωτέρω λόγους μαζί, η πραγματικότητα είναι ότι οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι έριδες αναφορικώς με την κυριότητα, τα όρια και την έκταση των ακινήτων στην Ελλάδα είναι πολύ συχνότερες από ό,τι συμβαίνει σε άλλες πολιτισμένες χώρες.
Ο βασικός κανόνας που πρέπει να γνωρίζει κάποιος μη νομικός σχετικά με την δυνατότητα προστασίας από τα δικαστήρια της περιουσίας του είναι ότι ο νόμος του παρέχει μεν μία πολύ μεγάλη προθεσμία για να διεκδικήσει την περιουσία του, που κάποιος άλλος του έχει πάρει, αλλά η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να παρατείνεται για πάντα.
Γι’ αυτό και ο νόμος παρέχει στις περισσότερες περιπτώσεις, (διότι υπάρχουν και πολλές εξαιρέσεις), προθεσμία είκοσι ετών στον κύριο ενός ακινήτου για να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ώστε να ανακτήσει το ακίνητό του που έχει καταπατηθεί από κάποιον ξένο, μη δικαιούχο.
Ο χρόνος αυτός, δηλαδή μία ολόκληρη εικοσαετία, κρίνεται ως επαρκής για τον κύριο του ακινήτου ώστε να διαπιστώσει την καταπάτηση, να βεβαιωθεί για τις συνθήκες αυτής, να λάβει νομικές συμβουλές από δικηγόρο και τελικώς να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο.
Εάν ο κύριος του καταπατημένου ακινήτου δεν αντιδράσει με άσκηση των νομικών μέσων που του παρέχει ο νόμος εντός είκοσι ετών από την έναρξη της καταπάτησης, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου, εάν μάλιστα ο αντίδικός του αποδείξει στο δικαστήριο ότι κατέχει το ακίνητο με την πεποίθηση ότι είναι δικό του, για διάστημα πάνω από 20 έτη, (έκτακτη χρησικτησία).
Το συμπέρασμα για κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο δε για όσους ζουν μονίμως εκτός Ελλάδος και διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην Πατρίδα, είναι ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ εμπίστου αντιπροσώπου, πρέπει να ελέγχουν και να εποπτεύουν τα ακίνητά τους. Πρέπει να επισκέπτονται τα ακίνητά τους τουλάχιστον κάθε λίγα χρόνια ή να αναθέτουν σε φίλους ή συγγενείς που εμπιστεύονται την παρακολούθηση και τον έλεγχο της περιουσίας τους.
Εάν παραλείψουν επί μακρόν την επιμέλεια και τον έλεγχο των ακινήτων τους, μπορεί να βρεθούν προ της δυσαρέστου εκπλήξεως κάποιος ξένος, μη δικαιούχος, να διεκδικεί το δικό τους ακίνητο, χωρίς συμβόλαια, αλλά με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή κατοχή διανοία κυρίου. (Άρειος Πάγος, απόφαση υπ’ αριθ. 492/2009).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να χρειασθεί κάποιος να διεκδικήσει στα δικαστήρια το δικό του ακίνητο, επειδή κάποιος άλλος το έχει παρανόμως καταλάβει.
Είτε επειδή λείπει εδώ και δεκαετίες το κτηματολόγιο ως οργανισμός ακριβούς καταγραφής των ιδιωτικών και δημοσίων ακινήτων και των ιδιοκτητών τους, είτε επειδή οι Έλληνες είναι «κολλημένοι» με τα ακίνητα, είτε επειδή το ελληνικό κράτος από της ιδρύσεώς του το 1830 έως σήμερα δεν δίνει την εντύπωση μίας πλήρως οργανωμένης και ευνομούμενης πολιτείας, πράγμα που ενθαρρύνει κάθε είδους καταπατητές και καιροσκόπους, είτε για όλους τους ανωτέρω λόγους μαζί, η πραγματικότητα είναι ότι οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι έριδες αναφορικώς με την κυριότητα, τα όρια και την έκταση των ακινήτων στην Ελλάδα είναι πολύ συχνότερες από ό,τι συμβαίνει σε άλλες πολιτισμένες χώρες.
Ο βασικός κανόνας που πρέπει να γνωρίζει κάποιος μη νομικός σχετικά με την δυνατότητα προστασίας από τα δικαστήρια της περιουσίας του είναι ότι ο νόμος του παρέχει μεν μία πολύ μεγάλη προθεσμία για να διεκδικήσει την περιουσία του, που κάποιος άλλος του έχει πάρει, αλλά η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να παρατείνεται για πάντα.
Γι’ αυτό και ο νόμος παρέχει στις περισσότερες περιπτώσεις, (διότι υπάρχουν και πολλές εξαιρέσεις), προθεσμία είκοσι ετών στον κύριο ενός ακινήτου για να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ώστε να ανακτήσει το ακίνητό του που έχει καταπατηθεί από κάποιον ξένο, μη δικαιούχο.
Ο χρόνος αυτός, δηλαδή μία ολόκληρη εικοσαετία, κρίνεται ως επαρκής για τον κύριο του ακινήτου ώστε να διαπιστώσει την καταπάτηση, να βεβαιωθεί για τις συνθήκες αυτής, να λάβει νομικές συμβουλές από δικηγόρο και τελικώς να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο.
Εάν ο κύριος του καταπατημένου ακινήτου δεν αντιδράσει με άσκηση των νομικών μέσων που του παρέχει ο νόμος εντός είκοσι ετών από την έναρξη της καταπάτησης, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου, εάν μάλιστα ο αντίδικός του αποδείξει στο δικαστήριο ότι κατέχει το ακίνητο με την πεποίθηση ότι είναι δικό του, για διάστημα πάνω από 20 έτη, (έκτακτη χρησικτησία).
Το συμπέρασμα για κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο δε για όσους ζουν μονίμως εκτός Ελλάδος και διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην Πατρίδα, είναι ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ εμπίστου αντιπροσώπου, πρέπει να ελέγχουν και να εποπτεύουν τα ακίνητά τους. Πρέπει να επισκέπτονται τα ακίνητά τους τουλάχιστον κάθε λίγα χρόνια ή να αναθέτουν σε φίλους ή συγγενείς που εμπιστεύονται την παρακολούθηση και τον έλεγχο της περιουσίας τους.
Εάν παραλείψουν επί μακρόν την επιμέλεια και τον έλεγχο των ακινήτων τους, μπορεί να βρεθούν προ της δυσαρέστου εκπλήξεως κάποιος ξένος, μη δικαιούχος, να διεκδικεί το δικό τους ακίνητο, χωρίς συμβόλαια, αλλά με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή κατοχή διανοία κυρίου. (Άρειος Πάγος, απόφαση υπ’ αριθ. 492/2009).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, November 30, 2009
Ο υπολογισμός της νομίμου μοίρας
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Σύμφωνα με το δίκαιο της Ελλάδος, που ισχύει για τον κληρονομούμενο που είχε κατά τον θάνατό του την ελληνική ιθαγένεια (έστω κι αν κατά την διάρκεια της ζωής του είχε αποκτήσει και άλλη ιθαγένεια), εάν ο σύζυγος, τα παιδιά ή οι γονείς του κληρονομουμένου έχουν παραλειφθεί στην διαθήκη του, εάν δηλαδή ο θανών δεν τους άφησε τίποτα με την διάταξη τελευταίας βουλήσεώς του, μπορούν να διεκδικήσουν το μισό από εκείνο το ποσοστό που θα εδικαιούντο εάν δεν υπήρχε η διαθήκη.
Με απλά λόγια, εάν αποβιώσει ο σύζυγος, αφήνοντας πλησιεστέρους συγγενείς του την σύζυγο και τα δύο τους παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, η σύζυγος λαμβάνει τα 2/8 και το καθένα από τα δύο παιδιά λαμβάνει τα 3/8 της κληρονομίας. Εάν ο σύζυγος αφήσει διαθήκη με την οποία αφήνει όλη την περιουσία του στον αδελφό του, η σύζυγος δικαιούται νομίμου μοίρας 2/16, δηλ. το μισό του 2/8 και το καθένα από τα παιδιά 3/16, δηλ. το μισό του 3/8.
Δικαστικές διαμάχες προκύπτουν κατά τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, επί της οποίας ο κάθε μεριδούχος δικαιούται ποσοστού νομίμου μοίρας. Συγκεκριμένα, στην κληρονομία δεν υπολογίζονται μόνο όσα περιουσιακά στοιχεία υπήρχαν στο όνομα του θανόντος κατά τον χρόνο θανάτου του, αλλά υπό προϋποθέσεις, ακόμα και περιουσιακά στοιχεία που ο θανών είχε εν ζωή μεταβιβάσει άνευ ανταλλάγματος σε μεριδούχο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν η αξία της περιουσίας του θανόντος κατά τον θάνατό του είναι 120.000 ευρώ, αλλά εν ζωή η κληρονομούμενος είχε μεταβιβάσει άνευ ανταλλάγματος σε κάποιο από τα παιδιά του ή στην σύζυγό του ένα ακίνητο αξίας 40.000 ευρώ, τότε η νόμιμη μοίρα υπολογίζεται επί του συνόλου των 120.000 + 40.000 = 160.000 ευρώ. Εάν δηλαδή τη νόμιμη μοίρα διεκδικεί στο παράδειγμά μας το ένα από τα παιδιά του θανόντος, που δικαιούται ως νόμιμη μοίρα τα 3/16, θα λάβει τα 3/16 επί των 160.000 ευρώ, δηλαδή 30.000 ευρώ.
Το παιδί αυτό θα δικαιούται συνεπώς να λάβει μέρος της κληρονομίας, έστω κι αν ο πατέρας του δεν του άφησε τίποτα στην διαθήκη του. Η αξία των 30.000 ευρώ που δικαιούται ως νόμιμη μοίρα θα αφαιρεθεί από την περιουσία αξίας 120.000 ευρώ, που στο παράδειγμά μας αξίζουν όσα περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν κατά τον χρόνο του θανάτου.
Πώς όμως θα υπολογισθεί στην πράξη το ποσοστό της νομίμου μοίρας σε καθένα από τα ακίνητα που άφησε ο θανών; Εάν, επί παραδείγματι, άφησε τρία ακίνητα, το σύνολο της αξίας των οποίων είναι 120.000 ευρώ, πόσο ποσοστό επί κάθε ακινήτου θα πάρει ο νόμιμος μεριδούχος, που έχει μείνει άνευ μεριδίου κατά την διαθήκη;
Στο παραπάνω ερώτημα απάντηση δίνει η νομολογία του Αρείου Πάγου, όπως αναφέρεται ενδεικτικώς και στην υπ’ αριθ. 207/2008 απόφασή του. Για τον υπολογισμό του ποσοστού που λαμβάνει ο νόμιμος μεριδούχος (τέκνο) επί της πραγματικής κληρονομίας του πατρός του, σχηματίζεται ένα κλάσμα, με αριθμητή το ποσό της νομίμου μοίρας του (στο παράδειγμά μας 30.000 ευρώ) και με παρανομαστή την αξία της πραγματικής κληρονομίας (στο παράδειγμά μας ήταν 120.000 ευρώ). Άρα, το κλάσμα στο παράδειγμά μας είναι 30.000/120.000, δηλαδή τελικώς το παιδί θα λάβει νόμιμη μοίρα τα 3/12 ή το 1/4 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τα ακίνητα που υπήρχαν στο όνομα του πατρός του, όταν ο τελευταίος απεβίωσε.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Σύμφωνα με το δίκαιο της Ελλάδος, που ισχύει για τον κληρονομούμενο που είχε κατά τον θάνατό του την ελληνική ιθαγένεια (έστω κι αν κατά την διάρκεια της ζωής του είχε αποκτήσει και άλλη ιθαγένεια), εάν ο σύζυγος, τα παιδιά ή οι γονείς του κληρονομουμένου έχουν παραλειφθεί στην διαθήκη του, εάν δηλαδή ο θανών δεν τους άφησε τίποτα με την διάταξη τελευταίας βουλήσεώς του, μπορούν να διεκδικήσουν το μισό από εκείνο το ποσοστό που θα εδικαιούντο εάν δεν υπήρχε η διαθήκη.
Με απλά λόγια, εάν αποβιώσει ο σύζυγος, αφήνοντας πλησιεστέρους συγγενείς του την σύζυγο και τα δύο τους παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, η σύζυγος λαμβάνει τα 2/8 και το καθένα από τα δύο παιδιά λαμβάνει τα 3/8 της κληρονομίας. Εάν ο σύζυγος αφήσει διαθήκη με την οποία αφήνει όλη την περιουσία του στον αδελφό του, η σύζυγος δικαιούται νομίμου μοίρας 2/16, δηλ. το μισό του 2/8 και το καθένα από τα παιδιά 3/16, δηλ. το μισό του 3/8.
Δικαστικές διαμάχες προκύπτουν κατά τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, επί της οποίας ο κάθε μεριδούχος δικαιούται ποσοστού νομίμου μοίρας. Συγκεκριμένα, στην κληρονομία δεν υπολογίζονται μόνο όσα περιουσιακά στοιχεία υπήρχαν στο όνομα του θανόντος κατά τον χρόνο θανάτου του, αλλά υπό προϋποθέσεις, ακόμα και περιουσιακά στοιχεία που ο θανών είχε εν ζωή μεταβιβάσει άνευ ανταλλάγματος σε μεριδούχο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν η αξία της περιουσίας του θανόντος κατά τον θάνατό του είναι 120.000 ευρώ, αλλά εν ζωή η κληρονομούμενος είχε μεταβιβάσει άνευ ανταλλάγματος σε κάποιο από τα παιδιά του ή στην σύζυγό του ένα ακίνητο αξίας 40.000 ευρώ, τότε η νόμιμη μοίρα υπολογίζεται επί του συνόλου των 120.000 + 40.000 = 160.000 ευρώ. Εάν δηλαδή τη νόμιμη μοίρα διεκδικεί στο παράδειγμά μας το ένα από τα παιδιά του θανόντος, που δικαιούται ως νόμιμη μοίρα τα 3/16, θα λάβει τα 3/16 επί των 160.000 ευρώ, δηλαδή 30.000 ευρώ.
Το παιδί αυτό θα δικαιούται συνεπώς να λάβει μέρος της κληρονομίας, έστω κι αν ο πατέρας του δεν του άφησε τίποτα στην διαθήκη του. Η αξία των 30.000 ευρώ που δικαιούται ως νόμιμη μοίρα θα αφαιρεθεί από την περιουσία αξίας 120.000 ευρώ, που στο παράδειγμά μας αξίζουν όσα περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν κατά τον χρόνο του θανάτου.
Πώς όμως θα υπολογισθεί στην πράξη το ποσοστό της νομίμου μοίρας σε καθένα από τα ακίνητα που άφησε ο θανών; Εάν, επί παραδείγματι, άφησε τρία ακίνητα, το σύνολο της αξίας των οποίων είναι 120.000 ευρώ, πόσο ποσοστό επί κάθε ακινήτου θα πάρει ο νόμιμος μεριδούχος, που έχει μείνει άνευ μεριδίου κατά την διαθήκη;
Στο παραπάνω ερώτημα απάντηση δίνει η νομολογία του Αρείου Πάγου, όπως αναφέρεται ενδεικτικώς και στην υπ’ αριθ. 207/2008 απόφασή του. Για τον υπολογισμό του ποσοστού που λαμβάνει ο νόμιμος μεριδούχος (τέκνο) επί της πραγματικής κληρονομίας του πατρός του, σχηματίζεται ένα κλάσμα, με αριθμητή το ποσό της νομίμου μοίρας του (στο παράδειγμά μας 30.000 ευρώ) και με παρανομαστή την αξία της πραγματικής κληρονομίας (στο παράδειγμά μας ήταν 120.000 ευρώ). Άρα, το κλάσμα στο παράδειγμά μας είναι 30.000/120.000, δηλαδή τελικώς το παιδί θα λάβει νόμιμη μοίρα τα 3/12 ή το 1/4 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τα ακίνητα που υπήρχαν στο όνομα του πατρός του, όταν ο τελευταίος απεβίωσε.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Higher inheritance taxes expected in Greece
By Christos ILIOPOULOS*
The new government of Greece is expected to increase the inheritance taxes within the next few months. The increase will also apply to the transfer tax for real estate property from parents to children (parental donation or “goniki parohi”, in Greek).
The last few years the inheritance and parental donation taxes have been slashed to record lows, as an incentive of the Greek state for people in and out of Greece, who own or claim properties and inheritances, to settle their estate and family affairs. At the moment the inheritance tax is only 1% of the tax value of the properties of the estate. This covers the inheritances of those who passed away from 1-1-2008 and onwards with regards to their first degree heirs, usually children, the spouse and the parents of the deceased.
It is noteworthy that the very low inheritance tax of 1% for the close relatives is only applied after the first 95,000 euros worth of inheritance share is deducted, for which there is no inheritance tax at all!
As a simple example we take the estate of someone who passed away in March 2008 and left as closer relatives his two children and his spouse. The deceased left property located in Greece, at a tax value of 800,000 euros, which usually means that the real value of the estate is much higher that the tax value of 800,000. Provided the deceased left no Will, he is inherited by his spouse at 1/4 of his estate (which is worth 200,000 euros), while each of his children inherits 3/8 of his estate, meaning each of his children is entitled to a share worth of 300,000 euros.
The spouse, with whom the deceased was married for a period of at least five years prior to his passing, will pay no tax at all, since her tax – free threshold is 300,000 euros. Each of the children will deduct from their share the amount of 95,000 euros, for which they pay no inheritance tax at all, and they will pay 1% inheritance tax for the next 205,000 euros of their share.
The new Greek administration is in dire economic straights urgently needing money to stabilize its finances. Within this economic context, among many other measures regarding a more strict tax system, the government is likely to announce within the next couple of months the significant increase of the inheritance and parental donation taxes.
The details of the new system and especially what tax rates will be applied is something which has not been decided yet. However, it is widely expected that the resulting taxes will be much higher compared to what they are today.
One can expect that the new, increased inheritance and parental donation taxes will apply from 1-1-2010 or even later, as it would be extremely unlikely the new system to have retroactive effect. As a result of such speculation about the imminent increase of this type of taxes, many people who own properties in Greece turn to their lawyers and notaries, to safeguard a quick transfer of some of their real estate assets to their children, taking advantage of the present favorable tax system, which nobody knows for how many more weeks will be in force.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
The new government of Greece is expected to increase the inheritance taxes within the next few months. The increase will also apply to the transfer tax for real estate property from parents to children (parental donation or “goniki parohi”, in Greek).
The last few years the inheritance and parental donation taxes have been slashed to record lows, as an incentive of the Greek state for people in and out of Greece, who own or claim properties and inheritances, to settle their estate and family affairs. At the moment the inheritance tax is only 1% of the tax value of the properties of the estate. This covers the inheritances of those who passed away from 1-1-2008 and onwards with regards to their first degree heirs, usually children, the spouse and the parents of the deceased.
It is noteworthy that the very low inheritance tax of 1% for the close relatives is only applied after the first 95,000 euros worth of inheritance share is deducted, for which there is no inheritance tax at all!
As a simple example we take the estate of someone who passed away in March 2008 and left as closer relatives his two children and his spouse. The deceased left property located in Greece, at a tax value of 800,000 euros, which usually means that the real value of the estate is much higher that the tax value of 800,000. Provided the deceased left no Will, he is inherited by his spouse at 1/4 of his estate (which is worth 200,000 euros), while each of his children inherits 3/8 of his estate, meaning each of his children is entitled to a share worth of 300,000 euros.
The spouse, with whom the deceased was married for a period of at least five years prior to his passing, will pay no tax at all, since her tax – free threshold is 300,000 euros. Each of the children will deduct from their share the amount of 95,000 euros, for which they pay no inheritance tax at all, and they will pay 1% inheritance tax for the next 205,000 euros of their share.
The new Greek administration is in dire economic straights urgently needing money to stabilize its finances. Within this economic context, among many other measures regarding a more strict tax system, the government is likely to announce within the next couple of months the significant increase of the inheritance and parental donation taxes.
The details of the new system and especially what tax rates will be applied is something which has not been decided yet. However, it is widely expected that the resulting taxes will be much higher compared to what they are today.
One can expect that the new, increased inheritance and parental donation taxes will apply from 1-1-2010 or even later, as it would be extremely unlikely the new system to have retroactive effect. As a result of such speculation about the imminent increase of this type of taxes, many people who own properties in Greece turn to their lawyers and notaries, to safeguard a quick transfer of some of their real estate assets to their children, taking advantage of the present favorable tax system, which nobody knows for how many more weeks will be in force.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Κτήση μη αρτίου οικοπέδου με χρησικτησία
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Σύμφωνα με το Ν.651/1977 «απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδων επαγομένη τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστον εμβαδόν, είτε κατά το ελάχιστον πρόσωπον ή βάθος», και, «πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, έχουσα αντικείμενον απαγορευμένην κατά τας προηγουμένας παραγράφους μεταβίβασιν κυριότητος, είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος».
Από το νόμο προκύπτει ότι ένα οικόπεδο που ανήκει σε περισσοτέρους κυρίους (συγκυριότητα) δεν μπορεί να κατατμηθεί εις τρόπον ώστε να μην προκύπτουν άρτια οικόπεδα και εάν παρά τον εν λόγω νόμο συνταχθεί συμβόλαιο (διανομής, πωλήσεως, δωρεάς κλπ.) που έχει ως συνέπεια την κατάτμηση οικοπέδου με δημιουργία μη αρτίου οικοπέδου, το συμβόλαιο αυτό είναι άκυρο.
Επί παραδείγματι, εάν σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 400 τ.μ., δηλ. το ελάχιστο εμβαδό που πρέπει να έχει ένα οικόπεδο για να είναι οικοδομήσιμο είναι 400 τ.μ., υπάρχει οικόπεδο εμβαδού 650 τ.μ. που έχει περιέλθει λόγω κληρονομίας σε δύο αδέλφια από 50% στον καθένα, το εν λόγω οικόπεδο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο φυσικής διανομής σε συμβολαιογράφο, διότι είναι προφανές ότι δεν μπορεί να μοιρασθεί σε ίσα δύο τμήματα, έκαστο των οποίων να είναι τουλάχιστον 400 τ.μ.
Ωστόσο, η φυσική διανομή του εν λόγω οικοπέδου των 650 τ.μ. μπορεί να καταστεί δυνατή και νόμιμη, δηλαδή αναγνωρίσιμη από τα δικαστήρια, εάν προκύψει από υπερεικοσαετή νομή τμήματος του οικοπέδου (χρησικτησία).
Μπορεί δηλαδή ο ένας από τους δύο αδελφούς στο παραπάνω παράδειγμά μας, να ισχυρισθεί ότι από το έτος 1970, που κληρονόμησαν με τον αδελφό του από 50% του οικοπέδου, αυτός, ο ένας δηλαδή αδελφός, άρχισε να καλλιεργεί και να χρησιμοποιεί σαν δικό του ένα τμήμα εμβαδού 350 τ.μ. από το ολόκληρο οικόπεδο των 650 τ.μ. Επίσης θα ισχυρισθεί ότι η αποκλειστική χρήση αυτού του τμήματος των 350 τ.μ. από το έτος 1970 ήταν γνωστή στον αδελφό του, ο οποίος συνήνεσε σιωπηρώς από τότε μη αντιδρώντας με κάποιο τρόπο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμερα, το έτος 2009, δηλ. μετά πάραδο 39 ετών από την έναρξη της νομής το 1970, μπορεί να δημιουργηθεί οικόπεδο επιφανείας 350 τ.μ., προερχόμενο από κατάτμηση μεγαλυτέρου οικοπέδου επιφανείας 650 τ.μ., σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 400 τ.μ., όχι δυνάμει συμβολαίου διανομής, που κατά το νόμο θα ήταν άκυρο, αλλά δυνάμει επικληθείσας και αποδειχθείσας (πιθανώς στο δικαστήριο) χρησικτησίας τμήματος 350 τ.μ. επί συνολικού οικοπέδου 650 τ.μ. και παρά την αρτιότητα στα 400 τ.μ.
Την παραπάνω κρίση, σε άλλα βεβαίως πραγματικά περιστατικά, διετύπωσε η υπ’ αριθ. 333/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, διαλαμβάνοντας ότι «από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι μόνο η δικαιοπραξία με την οποία μεταβιβάζεται οικόπεδο και εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται μη άρτια οικόπεδα είναι άκυρη. Συνεπώς, δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση από τρίτο της κυριότητας τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία (Ολ.ΑΠ 606/1976)».
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Σύμφωνα με το Ν.651/1977 «απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδων επαγομένη τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστον εμβαδόν, είτε κατά το ελάχιστον πρόσωπον ή βάθος», και, «πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, έχουσα αντικείμενον απαγορευμένην κατά τας προηγουμένας παραγράφους μεταβίβασιν κυριότητος, είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρος».
Από το νόμο προκύπτει ότι ένα οικόπεδο που ανήκει σε περισσοτέρους κυρίους (συγκυριότητα) δεν μπορεί να κατατμηθεί εις τρόπον ώστε να μην προκύπτουν άρτια οικόπεδα και εάν παρά τον εν λόγω νόμο συνταχθεί συμβόλαιο (διανομής, πωλήσεως, δωρεάς κλπ.) που έχει ως συνέπεια την κατάτμηση οικοπέδου με δημιουργία μη αρτίου οικοπέδου, το συμβόλαιο αυτό είναι άκυρο.
Επί παραδείγματι, εάν σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 400 τ.μ., δηλ. το ελάχιστο εμβαδό που πρέπει να έχει ένα οικόπεδο για να είναι οικοδομήσιμο είναι 400 τ.μ., υπάρχει οικόπεδο εμβαδού 650 τ.μ. που έχει περιέλθει λόγω κληρονομίας σε δύο αδέλφια από 50% στον καθένα, το εν λόγω οικόπεδο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο φυσικής διανομής σε συμβολαιογράφο, διότι είναι προφανές ότι δεν μπορεί να μοιρασθεί σε ίσα δύο τμήματα, έκαστο των οποίων να είναι τουλάχιστον 400 τ.μ.
Ωστόσο, η φυσική διανομή του εν λόγω οικοπέδου των 650 τ.μ. μπορεί να καταστεί δυνατή και νόμιμη, δηλαδή αναγνωρίσιμη από τα δικαστήρια, εάν προκύψει από υπερεικοσαετή νομή τμήματος του οικοπέδου (χρησικτησία).
Μπορεί δηλαδή ο ένας από τους δύο αδελφούς στο παραπάνω παράδειγμά μας, να ισχυρισθεί ότι από το έτος 1970, που κληρονόμησαν με τον αδελφό του από 50% του οικοπέδου, αυτός, ο ένας δηλαδή αδελφός, άρχισε να καλλιεργεί και να χρησιμοποιεί σαν δικό του ένα τμήμα εμβαδού 350 τ.μ. από το ολόκληρο οικόπεδο των 650 τ.μ. Επίσης θα ισχυρισθεί ότι η αποκλειστική χρήση αυτού του τμήματος των 350 τ.μ. από το έτος 1970 ήταν γνωστή στον αδελφό του, ο οποίος συνήνεσε σιωπηρώς από τότε μη αντιδρώντας με κάποιο τρόπο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμερα, το έτος 2009, δηλ. μετά πάραδο 39 ετών από την έναρξη της νομής το 1970, μπορεί να δημιουργηθεί οικόπεδο επιφανείας 350 τ.μ., προερχόμενο από κατάτμηση μεγαλυτέρου οικοπέδου επιφανείας 650 τ.μ., σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 400 τ.μ., όχι δυνάμει συμβολαίου διανομής, που κατά το νόμο θα ήταν άκυρο, αλλά δυνάμει επικληθείσας και αποδειχθείσας (πιθανώς στο δικαστήριο) χρησικτησίας τμήματος 350 τ.μ. επί συνολικού οικοπέδου 650 τ.μ. και παρά την αρτιότητα στα 400 τ.μ.
Την παραπάνω κρίση, σε άλλα βεβαίως πραγματικά περιστατικά, διετύπωσε η υπ’ αριθ. 333/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, διαλαμβάνοντας ότι «από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι μόνο η δικαιοπραξία με την οποία μεταβιβάζεται οικόπεδο και εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται μη άρτια οικόπεδα είναι άκυρη. Συνεπώς, δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση από τρίτο της κυριότητας τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία (Ολ.ΑΠ 606/1976)».
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, November 16, 2009
Πώς γίνεται η διανομή ακινήτου
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Την κυριότητα ενός ακινήτου μπορεί να έχουν περισσότερα του ενός πρόσωπα, οπότε στο ελληνικό δίκαιο ομιλούμε περί κοινωνίας δικαιώματος ή συγκυριότητος, (tenants in common, είναι ο πλησιέστερος αγγλοσαξωνικός όρος) καθώς έκαστος των συγκυρίων έχει από ένα εξ αδιαιρέτου μερίδιο επί του κοινού ακινήτου (undivided shares ή στην λατινική, δικαιώματα ab indivisio).
Σε μία τέτοια περίπτωση, καθένας από τους κοινωνούς, δηλαδή τους συγκυρίους του ιδίου ακινήτου, έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού ακινήτου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει την σύγχρηση των λοιπών. Εάν κάποιος συγκύριος αποστερεί τον άλλο παρανόμως από την χρήση του κοινού ακινήτου και την απόλαυση των από αυτό ωφελειών, όπως όταν αυθαιρέτως εμποδίζει τον συγκοινωνό στην χρήση του κοινού, ο κοινωνός που κατ’ αυτόν τον τρόπο κάνει αποκλειστική χρήση του ακινήτου υποχρεούται να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη συγκύριο, ώς ενδεικτικώς έχει κρίνει η υπ΄αριθ. 953/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Εξάλλου, καθένας από τους συγκυρίους, ακόμα κι αν το μερίδιό του είναι πολύ μικρό, π.χ. μόνο το 10% ή το 20% του ακινήτου, δύναται να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί κάποιον συγκεκριμένο λόγο, ζητώντας την λύση της κοινωνίας με την διανομή του κοινού ακινήτου. Η διανομή είναι αυτούσια, εάν αυτό είναι δυνατόν και εάν επιτρέπεται από τους πολεοδομικούς και λοιπούς κανόνες. Η διανομή, αντιθέτως από την αυτούσια, μπορεί να είναι και πώληση με πλειστηριασμό και διανομή του εκπλειστηριάσματος, δηλαδή των χρημάτων, αναλόγως της μερίδας εκάστου συγκυρίου, όταν η αυτούσα διανομή δεν είναι δυνατή.
Μπορεί ο ένας συγκύριος να άσκησε αγωγή διανομής κατά των λοιπών συγκυρίων, ζητώντας την διανομή με πλειστηριασμό, όμως κάποιος από τους άλλους συγκυρίους να ζήτησε από το δικαστήριο την αυτούσια διανομή, εφόσον αυτή είναι δυνατή. Το δικαστήριο σε μία τέτοια περίπτωση είναι ελεύθερο είτε να δεχθεί το αίτημα του ενάγοντος για πλειστηριασμό, ή να δεχθεί το αίτημα κάποιου εκ των εναγομένων, για αυτούσια διανομή. Εάν δεχθεί την αυτούσια διανομή, δεν σημαίνει ότι παραβιάζει το νόμο, επειδή ο ενάγων με την αγωγή του δεν είχε ζητήσει την αυτούσια διανομή, αλλά μόνο πλειστηριασμό.
Επί παραδείγματι, το κοινό ακίνητο μπορεί να είναι ένα οικόπεδο επιφανείας 900 τ.μ., το οποίο το έχουν τρία αδέλφια από 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστο. Εάν ο ένας αδελφός ζητήσει την διανομή, όπως δικαιούται, εφόσον στην περιοχή το ελάχιστο εμβαδόν ενός οικοπέδου είναι τα 500 τ.μ., μπορεί να υποστηρίξει ότι η αυτούσια διανομή δεν είναι δυνατή, διότι τα 900 τ.μ. δεν μπορούν να κατατμηθούν σε τρία ίσα οικόπεδα που να είναι ταυτοχρόνως άρτια και οικοδομήσημα, δεδομένης της αρτιότητος στα 500 τ.μ. Επομένως, στην αγωγή διανομής θα ζητάσει την διανομή με πλειστηριασμό.
Οι άλλοι αδελφοί, όμως, δύνανται να αντιλέξουν στο δικαστήριο ότι μπορεί να μην είναι δυνατή η κατάτμηση του συγκεκριμένου οικοπέδου τους σε τρία ξεχωριστά άρτια οικόπεδα, μπορούν όμως να δημιουργηθούν τρεις κάθετες ιδιοκτησίες, από 300 τ.μ. εκάστη, ώστε το οικόπεδο να παραμείνει κοινό, καθένας όμως από τους τρεις συγκυρίους να μπορεί να οικοδομήσει στο δικό του αποκλειστικό τμήμα των 300 τ.μ., οικοδομώντας το 1/3 του συντελεστή δομήσεως που επιτρέπεται για ολόκληρο το οικόπεδο των 900 τ.μ.
Το δικαστήριο μπορεί να επιλέξει να δεχθεί αυτή την λύση και δεν είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την πώληση με πλειστηριασμό, όπως ζητάει ο ενάγων, εάν κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό το ακίνητο διανέμεται, εξασφαλίζεται όμως καλύτερα το συμφέρον των κοινωνών με την διατήρηση του κοινού περιουσιακού τους στοιχείου και την καλύτερη οικονομική εκμετάλλευσή του από τους συνιδιοκτήτες του. Παρόμοιο θέμα έχει κριθεί με την υπ’αριθ. 1709/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Την κυριότητα ενός ακινήτου μπορεί να έχουν περισσότερα του ενός πρόσωπα, οπότε στο ελληνικό δίκαιο ομιλούμε περί κοινωνίας δικαιώματος ή συγκυριότητος, (tenants in common, είναι ο πλησιέστερος αγγλοσαξωνικός όρος) καθώς έκαστος των συγκυρίων έχει από ένα εξ αδιαιρέτου μερίδιο επί του κοινού ακινήτου (undivided shares ή στην λατινική, δικαιώματα ab indivisio).
Σε μία τέτοια περίπτωση, καθένας από τους κοινωνούς, δηλαδή τους συγκυρίους του ιδίου ακινήτου, έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού ακινήτου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει την σύγχρηση των λοιπών. Εάν κάποιος συγκύριος αποστερεί τον άλλο παρανόμως από την χρήση του κοινού ακινήτου και την απόλαυση των από αυτό ωφελειών, όπως όταν αυθαιρέτως εμποδίζει τον συγκοινωνό στην χρήση του κοινού, ο κοινωνός που κατ’ αυτόν τον τρόπο κάνει αποκλειστική χρήση του ακινήτου υποχρεούται να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη συγκύριο, ώς ενδεικτικώς έχει κρίνει η υπ΄αριθ. 953/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Εξάλλου, καθένας από τους συγκυρίους, ακόμα κι αν το μερίδιό του είναι πολύ μικρό, π.χ. μόνο το 10% ή το 20% του ακινήτου, δύναται να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί κάποιον συγκεκριμένο λόγο, ζητώντας την λύση της κοινωνίας με την διανομή του κοινού ακινήτου. Η διανομή είναι αυτούσια, εάν αυτό είναι δυνατόν και εάν επιτρέπεται από τους πολεοδομικούς και λοιπούς κανόνες. Η διανομή, αντιθέτως από την αυτούσια, μπορεί να είναι και πώληση με πλειστηριασμό και διανομή του εκπλειστηριάσματος, δηλαδή των χρημάτων, αναλόγως της μερίδας εκάστου συγκυρίου, όταν η αυτούσα διανομή δεν είναι δυνατή.
Μπορεί ο ένας συγκύριος να άσκησε αγωγή διανομής κατά των λοιπών συγκυρίων, ζητώντας την διανομή με πλειστηριασμό, όμως κάποιος από τους άλλους συγκυρίους να ζήτησε από το δικαστήριο την αυτούσια διανομή, εφόσον αυτή είναι δυνατή. Το δικαστήριο σε μία τέτοια περίπτωση είναι ελεύθερο είτε να δεχθεί το αίτημα του ενάγοντος για πλειστηριασμό, ή να δεχθεί το αίτημα κάποιου εκ των εναγομένων, για αυτούσια διανομή. Εάν δεχθεί την αυτούσια διανομή, δεν σημαίνει ότι παραβιάζει το νόμο, επειδή ο ενάγων με την αγωγή του δεν είχε ζητήσει την αυτούσια διανομή, αλλά μόνο πλειστηριασμό.
Επί παραδείγματι, το κοινό ακίνητο μπορεί να είναι ένα οικόπεδο επιφανείας 900 τ.μ., το οποίο το έχουν τρία αδέλφια από 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστο. Εάν ο ένας αδελφός ζητήσει την διανομή, όπως δικαιούται, εφόσον στην περιοχή το ελάχιστο εμβαδόν ενός οικοπέδου είναι τα 500 τ.μ., μπορεί να υποστηρίξει ότι η αυτούσια διανομή δεν είναι δυνατή, διότι τα 900 τ.μ. δεν μπορούν να κατατμηθούν σε τρία ίσα οικόπεδα που να είναι ταυτοχρόνως άρτια και οικοδομήσημα, δεδομένης της αρτιότητος στα 500 τ.μ. Επομένως, στην αγωγή διανομής θα ζητάσει την διανομή με πλειστηριασμό.
Οι άλλοι αδελφοί, όμως, δύνανται να αντιλέξουν στο δικαστήριο ότι μπορεί να μην είναι δυνατή η κατάτμηση του συγκεκριμένου οικοπέδου τους σε τρία ξεχωριστά άρτια οικόπεδα, μπορούν όμως να δημιουργηθούν τρεις κάθετες ιδιοκτησίες, από 300 τ.μ. εκάστη, ώστε το οικόπεδο να παραμείνει κοινό, καθένας όμως από τους τρεις συγκυρίους να μπορεί να οικοδομήσει στο δικό του αποκλειστικό τμήμα των 300 τ.μ., οικοδομώντας το 1/3 του συντελεστή δομήσεως που επιτρέπεται για ολόκληρο το οικόπεδο των 900 τ.μ.
Το δικαστήριο μπορεί να επιλέξει να δεχθεί αυτή την λύση και δεν είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την πώληση με πλειστηριασμό, όπως ζητάει ο ενάγων, εάν κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό το ακίνητο διανέμεται, εξασφαλίζεται όμως καλύτερα το συμφέρον των κοινωνών με την διατήρηση του κοινού περιουσιακού τους στοιχείου και την καλύτερη οικονομική εκμετάλλευσή του από τους συνιδιοκτήτες του. Παρόμοιο θέμα έχει κριθεί με την υπ’αριθ. 1709/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Wednesday, October 28, 2009
Αναπροσαρμογή μισθώματος λόγω αλλαγής συνθηκών
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται, δηλαδή pacta sunt servanda, στην λατινική. Όσα υπογράφουμε σε έγγραφες συμφωνίες πρέπει να εφαρμόζονται για να υπάρχει ασφάλεια των συναλλαγών, δηλαδή καθένας που συναλλάσσεται, είτε στο εμπόριο είτε σε άλλου είδους δικαιοπραξίες, πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι οι συμφωνίες έχουν νομική αξία και την τήρησή τους μπορεί να εγγυηθούν εν τέλει τα δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις εκτελούνται με την δύναμη του κράτους.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συνθήκες που ίσχυαν κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών παύουν να ισχύουν ή αλλάζουν. Όταν τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο υπογραφής μίας συμφωνίας αλλάζουν, τότε μπορεί να υπάρξει ανάγκη να αλλάξουν και κάποιοι όροι της συμφωνίας, διότι εάν δεν αλλάξουν, τότε η εφαρμογή της συμβάσεως μπορεί να καθίσταται άδικη για έναν από τους συναλλασσομένους.
Όταν ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, π.χ. καταστήματος, το εκμισθώνει στον μισθωτή (ενοικιαστή), υπολογίζει την μισθωτική αξία του μισθίου δυνάμει των συνθηκών εκείνης της χρονικής στιγμής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον μισθωτή, ο οποίος εκτιμά τις εμπορικές του ανάγκες και τον προϋπλογισμό του, στον αυτόν χρόνο. Συνήθως οι μελλοντικές αλλαγές δεν είναι τέτοιες που να δικαιολογούν μεγάλες τροποποιήσεις στην μισθωτική σύμβαση. Η κυριότερη αλλαγή που αναμένεται είναι ο πληθωρισμός, τον οποίο τα μέρη προϋπολογίζουν και θέτουν ειδικό όρο για την ετήσια αναπροσαρμογή του μισθώματος.
Κάποιες φορές όμως η οικονομική και κοινωνική ζωή αλλάζει με απρόβλεπτους ρυθμούς, ώστε να παρίσταται ανάγκη να αλλάξει και το μηνιαίο μίσθωμα, είτε προς τα πάνω, εάν αυξήθηκε η μισθωτική αξία του ακινήτου από εξαιρετικές και μη προβλέψιμες αρχικώς περιστάσεις, είτε προς τα κάτω, εάν συνέβησαν απρόβλεπτες αρνητικές αλλαγές στην περιοχή του ακινήτου ή στην γενικώτερη οικονομική ζωή.
Στην υπ΄αριθ. 423/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία ο ιδιοκτήτης του ακινήτου ζήτησε με αγωγή του στο δικαστήριο την σημαντική αύξηση του μηνιαίου μισθώματος, διότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί τόσο πολύ, ώστε να καθίσταται δυσανάλογα μικρό το ενοίκιο, σε σχέση προς την αυξηθείσα μισθωτική αξία του καταστήματος.
Ειδικώς, ο ιδιοκτήτης επικαλέσθηκε γεγονότα όπως η δημιουργία κεντρικού σταθμού του ΜΕΤΡΟ των Αθηνών πλησίον του μισθίου, η πεζοδρόμηση της οδού επί της οποίας βρίσκεται το κατάστημα και η γενικώτερη αναβάθμιση της περιοχής, για να ζητήσει μεγάλη αύξηση του μισθώματος, πολύ μεγαλύτερη φυσικά της αρχικώς συμφωνηθείσας, ακόμα και με τις ετήσιες αναπροσαρμογές που προβλέποντο από την σύμβαση.
Ο ιδιοκτήτης προσκόμισε επίσης και συγκριτικά στοιχεία, δηλ. μισθωτήρια παρακειμένων καταστημάτων, που ισχυρίσθηκε ότι το μίσθωμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Ο ενοικιαστής από την πλευρά του προσκόμισε άλλα στοιχεία, που ενίσχυαν τον ισχυρισμό του ότι το μίσθωμα ήταν δίκαιο και ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της αγοράς της περιοχής του καταστήματος.
Μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου, το Εφετείο έκανε δεκτή την αγωγή και αναπροσάρμοσε το μηνιαίο μίσθωμα, αυξάνοντάς το κατά πολύ. Ωστόσο, ο ενοικιαστής άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο, ο οποίος την έκανε δεκτή, κρίνοντας ότι οι αιτιολογίες της αποφάσεως του Εφετείου δεν ήταν επαρκείς, για να δικαιολογήσουν την μεγάλη αύξηση του μισθώματος. Η υπόθεση τελικώς επεστράφη στο Εφετείο, για να ξαναδικασθεί από άλλους δικαστές.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται, δηλαδή pacta sunt servanda, στην λατινική. Όσα υπογράφουμε σε έγγραφες συμφωνίες πρέπει να εφαρμόζονται για να υπάρχει ασφάλεια των συναλλαγών, δηλαδή καθένας που συναλλάσσεται, είτε στο εμπόριο είτε σε άλλου είδους δικαιοπραξίες, πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι οι συμφωνίες έχουν νομική αξία και την τήρησή τους μπορεί να εγγυηθούν εν τέλει τα δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις εκτελούνται με την δύναμη του κράτους.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συνθήκες που ίσχυαν κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών παύουν να ισχύουν ή αλλάζουν. Όταν τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο υπογραφής μίας συμφωνίας αλλάζουν, τότε μπορεί να υπάρξει ανάγκη να αλλάξουν και κάποιοι όροι της συμφωνίας, διότι εάν δεν αλλάξουν, τότε η εφαρμογή της συμβάσεως μπορεί να καθίσταται άδικη για έναν από τους συναλλασσομένους.
Όταν ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, π.χ. καταστήματος, το εκμισθώνει στον μισθωτή (ενοικιαστή), υπολογίζει την μισθωτική αξία του μισθίου δυνάμει των συνθηκών εκείνης της χρονικής στιγμής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον μισθωτή, ο οποίος εκτιμά τις εμπορικές του ανάγκες και τον προϋπλογισμό του, στον αυτόν χρόνο. Συνήθως οι μελλοντικές αλλαγές δεν είναι τέτοιες που να δικαιολογούν μεγάλες τροποποιήσεις στην μισθωτική σύμβαση. Η κυριότερη αλλαγή που αναμένεται είναι ο πληθωρισμός, τον οποίο τα μέρη προϋπολογίζουν και θέτουν ειδικό όρο για την ετήσια αναπροσαρμογή του μισθώματος.
Κάποιες φορές όμως η οικονομική και κοινωνική ζωή αλλάζει με απρόβλεπτους ρυθμούς, ώστε να παρίσταται ανάγκη να αλλάξει και το μηνιαίο μίσθωμα, είτε προς τα πάνω, εάν αυξήθηκε η μισθωτική αξία του ακινήτου από εξαιρετικές και μη προβλέψιμες αρχικώς περιστάσεις, είτε προς τα κάτω, εάν συνέβησαν απρόβλεπτες αρνητικές αλλαγές στην περιοχή του ακινήτου ή στην γενικώτερη οικονομική ζωή.
Στην υπ΄αριθ. 423/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία ο ιδιοκτήτης του ακινήτου ζήτησε με αγωγή του στο δικαστήριο την σημαντική αύξηση του μηνιαίου μισθώματος, διότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί τόσο πολύ, ώστε να καθίσταται δυσανάλογα μικρό το ενοίκιο, σε σχέση προς την αυξηθείσα μισθωτική αξία του καταστήματος.
Ειδικώς, ο ιδιοκτήτης επικαλέσθηκε γεγονότα όπως η δημιουργία κεντρικού σταθμού του ΜΕΤΡΟ των Αθηνών πλησίον του μισθίου, η πεζοδρόμηση της οδού επί της οποίας βρίσκεται το κατάστημα και η γενικώτερη αναβάθμιση της περιοχής, για να ζητήσει μεγάλη αύξηση του μισθώματος, πολύ μεγαλύτερη φυσικά της αρχικώς συμφωνηθείσας, ακόμα και με τις ετήσιες αναπροσαρμογές που προβλέποντο από την σύμβαση.
Ο ιδιοκτήτης προσκόμισε επίσης και συγκριτικά στοιχεία, δηλ. μισθωτήρια παρακειμένων καταστημάτων, που ισχυρίσθηκε ότι το μίσθωμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Ο ενοικιαστής από την πλευρά του προσκόμισε άλλα στοιχεία, που ενίσχυαν τον ισχυρισμό του ότι το μίσθωμα ήταν δίκαιο και ανταποκρινόμενο στις συνθήκες της αγοράς της περιοχής του καταστήματος.
Μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου, το Εφετείο έκανε δεκτή την αγωγή και αναπροσάρμοσε το μηνιαίο μίσθωμα, αυξάνοντάς το κατά πολύ. Ωστόσο, ο ενοικιαστής άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο, ο οποίος την έκανε δεκτή, κρίνοντας ότι οι αιτιολογίες της αποφάσεως του Εφετείου δεν ήταν επαρκείς, για να δικαιολογήσουν την μεγάλη αύξηση του μισθώματος. Η υπόθεση τελικώς επεστράφη στο Εφετείο, για να ξαναδικασθεί από άλλους δικαστές.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Thursday, October 15, 2009
Τυφλή και αργή η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Βρισκόμαστε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στην Αθήνα, όπου δικάζονται πολύ σοβαρά αδικήματα, δηλαδή κακουργήματα. Η επίσημη έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον των δικαστών έχει ορισθεί στις 9 π.μ. Οι δικαστές είναι τρεις και βρίσκονται στην θέση τους. Το ίδιο και ο Εισαγγελέας και η Γραμματέας.
Περί τους δέκα τον αριθμό κατηγορούμενοι, διαφόρων εθνικοτήτων, που είναι ήδη κρατούμενοι, είτε ως προφυλακισθέντες, είτε ως φυλακισθέντες για άλλα αδικήματα, κάθονται αριστερά της έδρας, όπως κοιτάμε από τις θέσεις του ακροατηρίου, ενώ άλλοι κατηγορούμενοι που είναι ελεύθεροι κάθονται στο ακροατήριο, αναμένοντας την υπόθεσή τους.
Περίπου δεκαπέντε δικηγόροι κάθονται στα έδρανα, ενώ καμιά δεκαπενταριά αστυνομικοί επιτηρούν τους κρατούμενους κατηγορούμενους, τους δεσμεύουν και τους αποδεσμεύουν (διότι όταν γίνεται η δίκη τους δεν επιτρέπεται να φέρουν χειροπέδες) και διασφαλίζουν την τάξη στο ακροατήριο.
Περιπου εξήντα άτομα κάθονται στις θέσεις του ακροατηρίου, συγγενείς και φίλοι των συμμετεχόντων στις δίκες, μάρτυρες που είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν για να καταθέσουν κ.α., καθώς οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι εκ του Συντάγματος κατά κανόνα δημόσιες.
Η ουσιαστική διαδικασία, ωστόσο, δεν αρχίζει στις 9 π.μ., ως έχει προγραμματισθεί, διότι οι δικαστές διαπιστώνουν σειρά παραλείψεων ή τυπικών διαδικασιών που ανακύπτουν εκείνη την στιγμή. Πολύ συχνά δεν υπάρχουν διερμηνείς για να μεταφράζουν στην γλώσσα του κατηγορουμένου. Οι κατηγορούμενοι είναι συχνά αλλοδαποί, δεν μιλούν ελληνικά και γι’ αυτό χρειάζεται διερμηνέας της κινεζικής, αλβανικής, αραβικής, πακιστανικής κλπ, γλώσσας. Το Δικαστήριο διορίζει διερμηνείς, αλλά μέχρι αυτοί να ειδοποιηθούν και να γίνουν οι απαραίτητες συνεννοήσεις η ώρα περνάει.
Αρκετοί κατηγορούμενοι, ή οι δικηγόροι τους, ζητούν αναβολή, για διάφορούς λόγους και μέχρι το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν θα γίνει αναβολή κάθε δίκης ή όχι, περνάει κι άλλο η ώρα. Εν τω μεταξύ οι κατηγορούμενοι έρχονται και φεύγουν από το εδώλιο, ενώ συχνά το Δικαστήριο διακόπτει την διαδικασία και αποσύρεται για να εξετάσει ένα διαδικαστικό ζήτημα.
Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η ουσαστική εξέταση των υποθέσεων δεν αρχίζει πριν από τις 11.30 π.μ. ή ακόμα και τις 12.00. Η συνεδρίαση όμως του Δικαστηρίου δεν μπορεί να παραταθεί πέραν της 3ης μεσημβρινής, οπότε λίγες από τις δίκες ολοκληρώνονται. Οι υπόλοιπες είτε θα συνεχισθούν σε δύο ή τρεις ημέρες, ενώ πολλές αναβάλλονται για μετά από έξι ή οκτώ μήνες. Οι περισσότεροι των περευρισκομένων έχουν χάσει τον χρόνο τους αντιπαραγωγικά.
Σε άλλη περίπτωση, δικηγόρος Αθηνών καταθέτει στις αρχές Οκτωβρίου 2009 αγωγή πελάτη του για την προστασία του ακινήτου του από καταπατητές. Η πρώτη ημερομηνία που το Δικαστήριο του ορίζει για την συζήτηση της υποθέσεως είναι Φεβρουάριος του 2012! Εάν δε τότε, τον Φεβρουάριο του 2012 υπάρχει απεργία των δημοσίων υπαλλήλων ή των δικαστών, ή των δικηγόρων, ή έχει χιόνια και κακοκαιρία, ή έχουν προκηρυχθεί εκλογές, τότε θα γίνει μία ακόμα αναβολή για το 2013.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας, (Σ.τ.Ε.) το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Ελλάδος, πολλές δίκες αναβάλλονται για πέντε ή και δέκα φορές, κυρίως λόγω φόρτου εργασίας των δικαστών, που δεν προλαβαίνουν να μελετήσουν τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί. Δηλαδή από την ημέρα που κατατίθεται η υπόθεση στο Σ.τ.Ε., μπορεί να παρέλθουν τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια μέχρι να δικασθεί η υπόθεση και να εκδοθεί απόφαση.
Κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθένας έχει δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη. Δίκαιη δίκη δεν είναι μόνο αυτή που γίνεται από αμερόληπτους δικαστές και με την δυνατότητα η κάθε πλευρά να παρουσιάσει ελεύθερα και επί ίσοι όροις τις απόψεις της, αλλά είναι και δίκη που ολοκληρώνεται σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Διαφορετικά οδηγούμαστε στην αρνησιδικία, δηλαδή στην μη απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, κάτι που απαγορεύεται από το Σύνταγμα και όλες τις διεθνείς συμβάσεις.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Βρισκόμαστε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στην Αθήνα, όπου δικάζονται πολύ σοβαρά αδικήματα, δηλαδή κακουργήματα. Η επίσημη έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον των δικαστών έχει ορισθεί στις 9 π.μ. Οι δικαστές είναι τρεις και βρίσκονται στην θέση τους. Το ίδιο και ο Εισαγγελέας και η Γραμματέας.
Περί τους δέκα τον αριθμό κατηγορούμενοι, διαφόρων εθνικοτήτων, που είναι ήδη κρατούμενοι, είτε ως προφυλακισθέντες, είτε ως φυλακισθέντες για άλλα αδικήματα, κάθονται αριστερά της έδρας, όπως κοιτάμε από τις θέσεις του ακροατηρίου, ενώ άλλοι κατηγορούμενοι που είναι ελεύθεροι κάθονται στο ακροατήριο, αναμένοντας την υπόθεσή τους.
Περίπου δεκαπέντε δικηγόροι κάθονται στα έδρανα, ενώ καμιά δεκαπενταριά αστυνομικοί επιτηρούν τους κρατούμενους κατηγορούμενους, τους δεσμεύουν και τους αποδεσμεύουν (διότι όταν γίνεται η δίκη τους δεν επιτρέπεται να φέρουν χειροπέδες) και διασφαλίζουν την τάξη στο ακροατήριο.
Περιπου εξήντα άτομα κάθονται στις θέσεις του ακροατηρίου, συγγενείς και φίλοι των συμμετεχόντων στις δίκες, μάρτυρες που είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν για να καταθέσουν κ.α., καθώς οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι εκ του Συντάγματος κατά κανόνα δημόσιες.
Η ουσιαστική διαδικασία, ωστόσο, δεν αρχίζει στις 9 π.μ., ως έχει προγραμματισθεί, διότι οι δικαστές διαπιστώνουν σειρά παραλείψεων ή τυπικών διαδικασιών που ανακύπτουν εκείνη την στιγμή. Πολύ συχνά δεν υπάρχουν διερμηνείς για να μεταφράζουν στην γλώσσα του κατηγορουμένου. Οι κατηγορούμενοι είναι συχνά αλλοδαποί, δεν μιλούν ελληνικά και γι’ αυτό χρειάζεται διερμηνέας της κινεζικής, αλβανικής, αραβικής, πακιστανικής κλπ, γλώσσας. Το Δικαστήριο διορίζει διερμηνείς, αλλά μέχρι αυτοί να ειδοποιηθούν και να γίνουν οι απαραίτητες συνεννοήσεις η ώρα περνάει.
Αρκετοί κατηγορούμενοι, ή οι δικηγόροι τους, ζητούν αναβολή, για διάφορούς λόγους και μέχρι το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν θα γίνει αναβολή κάθε δίκης ή όχι, περνάει κι άλλο η ώρα. Εν τω μεταξύ οι κατηγορούμενοι έρχονται και φεύγουν από το εδώλιο, ενώ συχνά το Δικαστήριο διακόπτει την διαδικασία και αποσύρεται για να εξετάσει ένα διαδικαστικό ζήτημα.
Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η ουσαστική εξέταση των υποθέσεων δεν αρχίζει πριν από τις 11.30 π.μ. ή ακόμα και τις 12.00. Η συνεδρίαση όμως του Δικαστηρίου δεν μπορεί να παραταθεί πέραν της 3ης μεσημβρινής, οπότε λίγες από τις δίκες ολοκληρώνονται. Οι υπόλοιπες είτε θα συνεχισθούν σε δύο ή τρεις ημέρες, ενώ πολλές αναβάλλονται για μετά από έξι ή οκτώ μήνες. Οι περισσότεροι των περευρισκομένων έχουν χάσει τον χρόνο τους αντιπαραγωγικά.
Σε άλλη περίπτωση, δικηγόρος Αθηνών καταθέτει στις αρχές Οκτωβρίου 2009 αγωγή πελάτη του για την προστασία του ακινήτου του από καταπατητές. Η πρώτη ημερομηνία που το Δικαστήριο του ορίζει για την συζήτηση της υποθέσεως είναι Φεβρουάριος του 2012! Εάν δε τότε, τον Φεβρουάριο του 2012 υπάρχει απεργία των δημοσίων υπαλλήλων ή των δικαστών, ή των δικηγόρων, ή έχει χιόνια και κακοκαιρία, ή έχουν προκηρυχθεί εκλογές, τότε θα γίνει μία ακόμα αναβολή για το 2013.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας, (Σ.τ.Ε.) το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Ελλάδος, πολλές δίκες αναβάλλονται για πέντε ή και δέκα φορές, κυρίως λόγω φόρτου εργασίας των δικαστών, που δεν προλαβαίνουν να μελετήσουν τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί. Δηλαδή από την ημέρα που κατατίθεται η υπόθεση στο Σ.τ.Ε., μπορεί να παρέλθουν τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια μέχρι να δικασθεί η υπόθεση και να εκδοθεί απόφαση.
Κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθένας έχει δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη. Δίκαιη δίκη δεν είναι μόνο αυτή που γίνεται από αμερόληπτους δικαστές και με την δυνατότητα η κάθε πλευρά να παρουσιάσει ελεύθερα και επί ίσοι όροις τις απόψεις της, αλλά είναι και δίκη που ολοκληρώνεται σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Διαφορετικά οδηγούμαστε στην αρνησιδικία, δηλαδή στην μη απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, κάτι που απαγορεύεται από το Σύνταγμα και όλες τις διεθνείς συμβάσεις.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Wednesday, October 14, 2009
Παροχή διόδου σε περίκλειστο ακίνητο
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Η διαμόρφωση των ρυμοτομικών σχεδίων και γενικώς η χάραξη των ορίων των ακινήτων πρέπει να εξασφαλίζουν ότι κάθε ακίνητο έχει πρόσβαση σε δημόσια οδό. Ωστόσο στην πράξη, λόγω των τοπογραφικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδος, των μικρών συχνά ιδιοκτησιών, αλλά και της σχετικής «αναρχίας» με την οποία δημιουργούνται ακίνητα στην χώρα μας, ιδίως στις εκτός σχεδίου περιοχές, υπάρχουν διαμορφωμένα ακίνητα χωρίς πρόσβαση σε δρόμο, γεγονός που μειώνει την χρήση και την αξία τους.
Ο νόμος ορίζει ότι αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς τον δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης. Η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση. Κατά τον Άρειο Πάγο (απόφαση υπ’ αριθ. 1704/2008), από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται τα εξής: α) ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. β) η έκταση του δικαιώματος προς χρήση διόδου, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται προς την οικονομική χρησιμότητα του, καθώς και η επάρκεια της διόδου, κρίνονται αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής συγκεκριμένες συνθήκες, ενόψει και των αναγκών του ακινήτου, του προορισμού του και της θέσης ή της περιοχής αυτού και γ) στο δικαστήριο της ουσίας παρέχεται η εξουσία να καθορίζει τις διαστάσεις της διόδου και την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί αυτή, με την επιλογή της προσφορότερης διελεύσεως, η οποία θα έχει ως κριτήριο την όσο το δυνατό μικρότερη ζημία των γειτονικών ακινήτων.
Στην εν λόγω υπόθεση, οι ιδιοκτήτες δύο όμορων ακινήτων ζήτησαν με αγωγή τους στο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Ακράτας) από τον κύριο ενός συνεχομένου με αυτά ακινήτου, παροχή διόδου, καθώς αυτά ήταν περίκλειστα. Μετά την πρώτη απόφαση ασκήθηκε έφεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαβρύτων, το οποίο, αφού περιέγραψε τα όρια των τριών ακινήτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να δοθεί δικαίωμα διόδου στα δύο περίκλειστα ακίνητα, έναντι αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη του γειτονικού ακινήτου.
Συγκεκριμένα, έκρινε ότι τα ακίνητα των εναγόντων είναι περίκλειστα, υπό την έννοια ότι δεν έχουν πρόσβαση στο δρόμο και σε κάθε περίπτωση η τυχόν πρόσβαση σε αυτόν είναι δυσχερής και εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες τους. Το όμορο ακίνητο του εναγομένου έχει πρόσβαση στον βορείως αυτού υπάρχοντα αγροτικό δρόμο και συνεπώς οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν από τον εναγόμενο την παροχή διόδου, προκειμένου να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους. Η αναγκαία δίοδος, που πρέπει να παραχωρήσει ο εναγόμενος, είναι επί εδαφικής λωρίδας του ακινήτου του, συνολικού εμβαδού 20,80 τ.μ., η οποία αρχίζει από ... και καταλήγει στον προαναφερθέντα αγροτικό δρόμο, έχει δε πλάτος ... και μήκος ... Από αυτήν θα διέρχονται οι ενάγοντες για να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους, ο δε δεύτερος ενάγων θα συνεχίζει μέσω του ακινήτου του πρώτου ενάγοντος μέχρι να εισέλθει στο δικό του ακίνητο. Πρόκειται για την πιο ενδεδειγμένη λύση, αν ληφθεί υπόψη ότι η εν λόγω δίοδος αφενός παρέχει στους ενάγοντες την πιο εύκολη και σύντομη πρόσβαση στον αγροτικό δρόμο και αφετέρου δεν προκαλεί ζημία στο ακίνητο του εναγομένου, του οποίου η αρτιότητα δεν θίγεται, διότι η παροχή της διόδου δεν προκαλεί κατάτμηση του ακινήτου του, ούτε περιορίζει το δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου στο ακίνητο του, επί του οποίου, άλλωστε, υπάρχει ήδη οικοδομημένη οικία. Εξάλλου, οι ενάγοντες πρέπει να καταβάλουν στον εναγόμενο, εφάπαξ και πριν από τη χρήση της ως άνω διόδου, αποζημίωση, η οποία, ενόψει της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου ακινήτου, πρέπει να ορισθεί σε 25 ευρώ ανά τετραγ. μέτρο και συνολικά στο ποσό των 520 ευρώ.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος ανήρεσε την εν λόγω απόφαση, κρίνοντας ότι η απόφαση δεν διευκρίνισε εάν η λύση που έδωσε για την δίοδο ήταν και η λιγότερο επαχθής για το βαρυνόμενο ακίνητο και παρέπεμψε την υπόθεση να ξαναδικασθεί στο ίδιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικειό Καλαβρύτων), από άλλους δικαστές.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Η διαμόρφωση των ρυμοτομικών σχεδίων και γενικώς η χάραξη των ορίων των ακινήτων πρέπει να εξασφαλίζουν ότι κάθε ακίνητο έχει πρόσβαση σε δημόσια οδό. Ωστόσο στην πράξη, λόγω των τοπογραφικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδος, των μικρών συχνά ιδιοκτησιών, αλλά και της σχετικής «αναρχίας» με την οποία δημιουργούνται ακίνητα στην χώρα μας, ιδίως στις εκτός σχεδίου περιοχές, υπάρχουν διαμορφωμένα ακίνητα χωρίς πρόσβαση σε δρόμο, γεγονός που μειώνει την χρήση και την αξία τους.
Ο νόμος ορίζει ότι αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς τον δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης. Η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση. Κατά τον Άρειο Πάγο (απόφαση υπ’ αριθ. 1704/2008), από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται τα εξής: α) ως ακίνητο στερούμενο την αναγκαία δίοδο προς την οδό θεωρείται εκείνο που στερείται κάθε επικοινωνία με δημόσια, δημοτική ή κοινοτική οδό, αναγκαία για την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και εκείνο που έχει μεν δίοδο, πλην όμως αυτή εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ακίνητο αστικό ή αγροτικό, οικοδομημένο εν μέρει ή ασκεπή χώρο, εντός ή εκτός σχεδίου. β) η έκταση του δικαιώματος προς χρήση διόδου, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται προς την οικονομική χρησιμότητα του, καθώς και η επάρκεια της διόδου, κρίνονται αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής συγκεκριμένες συνθήκες, ενόψει και των αναγκών του ακινήτου, του προορισμού του και της θέσης ή της περιοχής αυτού και γ) στο δικαστήριο της ουσίας παρέχεται η εξουσία να καθορίζει τις διαστάσεις της διόδου και την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθεί αυτή, με την επιλογή της προσφορότερης διελεύσεως, η οποία θα έχει ως κριτήριο την όσο το δυνατό μικρότερη ζημία των γειτονικών ακινήτων.
Στην εν λόγω υπόθεση, οι ιδιοκτήτες δύο όμορων ακινήτων ζήτησαν με αγωγή τους στο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Ακράτας) από τον κύριο ενός συνεχομένου με αυτά ακινήτου, παροχή διόδου, καθώς αυτά ήταν περίκλειστα. Μετά την πρώτη απόφαση ασκήθηκε έφεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαβρύτων, το οποίο, αφού περιέγραψε τα όρια των τριών ακινήτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να δοθεί δικαίωμα διόδου στα δύο περίκλειστα ακίνητα, έναντι αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη του γειτονικού ακινήτου.
Συγκεκριμένα, έκρινε ότι τα ακίνητα των εναγόντων είναι περίκλειστα, υπό την έννοια ότι δεν έχουν πρόσβαση στο δρόμο και σε κάθε περίπτωση η τυχόν πρόσβαση σε αυτόν είναι δυσχερής και εξυπηρετεί ατελώς τις ανάγκες τους. Το όμορο ακίνητο του εναγομένου έχει πρόσβαση στον βορείως αυτού υπάρχοντα αγροτικό δρόμο και συνεπώς οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν από τον εναγόμενο την παροχή διόδου, προκειμένου να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους. Η αναγκαία δίοδος, που πρέπει να παραχωρήσει ο εναγόμενος, είναι επί εδαφικής λωρίδας του ακινήτου του, συνολικού εμβαδού 20,80 τ.μ., η οποία αρχίζει από ... και καταλήγει στον προαναφερθέντα αγροτικό δρόμο, έχει δε πλάτος ... και μήκος ... Από αυτήν θα διέρχονται οι ενάγοντες για να μεταβαίνουν στα ακίνητα τους, ο δε δεύτερος ενάγων θα συνεχίζει μέσω του ακινήτου του πρώτου ενάγοντος μέχρι να εισέλθει στο δικό του ακίνητο. Πρόκειται για την πιο ενδεδειγμένη λύση, αν ληφθεί υπόψη ότι η εν λόγω δίοδος αφενός παρέχει στους ενάγοντες την πιο εύκολη και σύντομη πρόσβαση στον αγροτικό δρόμο και αφετέρου δεν προκαλεί ζημία στο ακίνητο του εναγομένου, του οποίου η αρτιότητα δεν θίγεται, διότι η παροχή της διόδου δεν προκαλεί κατάτμηση του ακινήτου του, ούτε περιορίζει το δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου στο ακίνητο του, επί του οποίου, άλλωστε, υπάρχει ήδη οικοδομημένη οικία. Εξάλλου, οι ενάγοντες πρέπει να καταβάλουν στον εναγόμενο, εφάπαξ και πριν από τη χρήση της ως άνω διόδου, αποζημίωση, η οποία, ενόψει της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου ακινήτου, πρέπει να ορισθεί σε 25 ευρώ ανά τετραγ. μέτρο και συνολικά στο ποσό των 520 ευρώ.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος ανήρεσε την εν λόγω απόφαση, κρίνοντας ότι η απόφαση δεν διευκρίνισε εάν η λύση που έδωσε για την δίοδο ήταν και η λιγότερο επαχθής για το βαρυνόμενο ακίνητο και παρέπεμψε την υπόθεση να ξαναδικασθεί στο ίδιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικειό Καλαβρύτων), από άλλους δικαστές.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Το animus domini στην χρησικτησία ακινήτου
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος κτήσεως της κυριότητος ενός ακινήτου στην Ελλάδα είναι η αγορά αυτού ή η απόκτησή του με δωρεά ή γονική παροχή με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Για τη νόμιμη απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου είναι αναγκαίο να συνταχθεί συμβόλαιο σε συμβολαιογράφο, συνήθως με την συμμετοχή δικηγόρων, αφού πρώτα έχει γίνει ο αναγκαίος έλεγχος τίτλων στο υποθηκοφυλακείο ή/και στο κτηματολογικό γραφείο και έχει διακριβωθεί η έλλειψη βαρών και άλλων νομικών προβλημάτων της προς μεταβίβαση ιδιοκτησίας.
Συχνά όμως η μακροχρόνια χρήση ενός ακινήτου από κάποιον που δεν είναι και ο κατά τους τίτλους ιδιοκτήτης του, μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση κυριότητας επ’αυτού του ακινήτου, έστω κι αν δεν υπάρχουν συμβόλαια.
Για να αποκτήσει κάποιος την κυριότητα ακινήτου χωρίς να έχει συνάψει συμβόλαιο, δηλαδή για την εφαρμογή των διατάξεων κατ’ αρχάς της εκτάκτου χρησικτησίας, απαιτείται η επί εικοσαετία τουλάχιστον άσκηση της φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου. Διάνοια κυρίου σημαίνει ότι αυτός που κατέχει το ακίνητο, το χρησιμοποιεί με την πεποίθηση ότι είναι δικό του ή ότι θέλει να το κάνει δικό του κατά κυριότητα.
Κατά την υπ΄αριθ. 1589/2008 απόφαση του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου, «προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος: η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus)».
Αυτό σημαίνει ότι ο επιστάτης ενός κτήματος στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, που προσέχει, περιποιείται και ποτίζει το κτήμα, το οποίο όμως ανήκει σε κάποιον που διαμένει μονίμως στην Αυστραλία, δεν δικαιούται κατ’ αρχάς να επικαλεσθεί κτήση κυριότητας με χρησικτησία, έστω κι αν είναι επιστάτης για πάνω από είκοσι χρόνια. Ο επιστάτης δεν έχει την διάνοια κυρίου, δεν έχει βούληση εξουσίασης του κτήματος ως κύριος αυτού.
Αντιθέτως, εάν ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής του κτήματος εκδηλώσει συμπεριφορά από την οποία προκύπτει ότι αλλάζει στάση και αρχίζει να θεωρεί ότι το κτήμα του ανήκει κατά κυριότητα, τότε θα πρέπει να περάσουν είκοσι χρόνια από την αλλαγή στάσης του χωρίς ο ιδιοκτήτης από την Αυστραλία να πράξει τίποτα, για να το διεκδικήσει ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής με χρησικτησία.
Εάν, ωστόσο, υφίσταται έγγραφο στο οποίο ο επιστάτης συνομολογεί έναντι του κυρίου ότι είναι απλώς επιστάτης, τότε δεν θα μπορέσει να το διεκδικήσει με χρησικτησία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπάρχει έγγραφο μεταξύ ιδιοκτήτη και μισθωτή (ενοικιαστή). Ο μισθωτής δεν θα μπορέσει να επικαλεσθεί χρησικτησία, έστω κι αν χρησιμοποιεί το κτήμα για πάνω από είκοσι έτη, διότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε το animus domini.
Για να μπορέσει να διεκδικήσει ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής το κτήμα ως δικό του, πρέπει να προβεί σε αντιποίηση της νομής, δηλ. κάποια μέρα να αρχίσει να ισχυρίζεται προς τον ιδιοκτήτη ότι το κτήμα του ανήκει κατά κυριότητα και ότι δεν είναι απλώς επιστάτης ή μισθωτής. Εάν ο κύριος του ακινήτου δεν πράξει τίποτα για είκοσι χρόνια, στο διάστημα των οποίων ο επιστάτης ή ο μισθωτής συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι το κτήμα είναι δικό του και να ενεργεί πράξεις ως ιδιοκτήτης, τότε είναι δυνατόν να ισχύσει η κτήση κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία.
Η ίδια γνωστοποίηση απαιτείται και μεταξύ συγκυρίων ακινήτου. Για να αρχίσει να μετράει η εικοσαετία της εκτάκτου χρησικτησίας πρέπει ο συγκύριος, που τότε θα ονομάζεται χρησιδεσπόζων, να γνωστοποιήσει στον άλλο συγκύριο ότι δεν χρησιμοποιεί το κοινό ακίνητο για λογαριασμό και των δύο, αλλά αποκλειστικώς μόνο για τον εαυτό του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος κτήσεως της κυριότητος ενός ακινήτου στην Ελλάδα είναι η αγορά αυτού ή η απόκτησή του με δωρεά ή γονική παροχή με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Για τη νόμιμη απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου είναι αναγκαίο να συνταχθεί συμβόλαιο σε συμβολαιογράφο, συνήθως με την συμμετοχή δικηγόρων, αφού πρώτα έχει γίνει ο αναγκαίος έλεγχος τίτλων στο υποθηκοφυλακείο ή/και στο κτηματολογικό γραφείο και έχει διακριβωθεί η έλλειψη βαρών και άλλων νομικών προβλημάτων της προς μεταβίβαση ιδιοκτησίας.
Συχνά όμως η μακροχρόνια χρήση ενός ακινήτου από κάποιον που δεν είναι και ο κατά τους τίτλους ιδιοκτήτης του, μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση κυριότητας επ’αυτού του ακινήτου, έστω κι αν δεν υπάρχουν συμβόλαια.
Για να αποκτήσει κάποιος την κυριότητα ακινήτου χωρίς να έχει συνάψει συμβόλαιο, δηλαδή για την εφαρμογή των διατάξεων κατ’ αρχάς της εκτάκτου χρησικτησίας, απαιτείται η επί εικοσαετία τουλάχιστον άσκηση της φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου. Διάνοια κυρίου σημαίνει ότι αυτός που κατέχει το ακίνητο, το χρησιμοποιεί με την πεποίθηση ότι είναι δικό του ή ότι θέλει να το κάνει δικό του κατά κυριότητα.
Κατά την υπ΄αριθ. 1589/2008 απόφαση του Γ’ τμήματος του Αρείου Πάγου, «προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος: η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus)».
Αυτό σημαίνει ότι ο επιστάτης ενός κτήματος στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, που προσέχει, περιποιείται και ποτίζει το κτήμα, το οποίο όμως ανήκει σε κάποιον που διαμένει μονίμως στην Αυστραλία, δεν δικαιούται κατ’ αρχάς να επικαλεσθεί κτήση κυριότητας με χρησικτησία, έστω κι αν είναι επιστάτης για πάνω από είκοσι χρόνια. Ο επιστάτης δεν έχει την διάνοια κυρίου, δεν έχει βούληση εξουσίασης του κτήματος ως κύριος αυτού.
Αντιθέτως, εάν ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής του κτήματος εκδηλώσει συμπεριφορά από την οποία προκύπτει ότι αλλάζει στάση και αρχίζει να θεωρεί ότι το κτήμα του ανήκει κατά κυριότητα, τότε θα πρέπει να περάσουν είκοσι χρόνια από την αλλαγή στάσης του χωρίς ο ιδιοκτήτης από την Αυστραλία να πράξει τίποτα, για να το διεκδικήσει ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής με χρησικτησία.
Εάν, ωστόσο, υφίσταται έγγραφο στο οποίο ο επιστάτης συνομολογεί έναντι του κυρίου ότι είναι απλώς επιστάτης, τότε δεν θα μπορέσει να το διεκδικήσει με χρησικτησία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπάρχει έγγραφο μεταξύ ιδιοκτήτη και μισθωτή (ενοικιαστή). Ο μισθωτής δεν θα μπορέσει να επικαλεσθεί χρησικτησία, έστω κι αν χρησιμοποιεί το κτήμα για πάνω από είκοσι έτη, διότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε το animus domini.
Για να μπορέσει να διεκδικήσει ο επιστάτης ή ο ενοικιαστής το κτήμα ως δικό του, πρέπει να προβεί σε αντιποίηση της νομής, δηλ. κάποια μέρα να αρχίσει να ισχυρίζεται προς τον ιδιοκτήτη ότι το κτήμα του ανήκει κατά κυριότητα και ότι δεν είναι απλώς επιστάτης ή μισθωτής. Εάν ο κύριος του ακινήτου δεν πράξει τίποτα για είκοσι χρόνια, στο διάστημα των οποίων ο επιστάτης ή ο μισθωτής συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι το κτήμα είναι δικό του και να ενεργεί πράξεις ως ιδιοκτήτης, τότε είναι δυνατόν να ισχύσει η κτήση κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία.
Η ίδια γνωστοποίηση απαιτείται και μεταξύ συγκυρίων ακινήτου. Για να αρχίσει να μετράει η εικοσαετία της εκτάκτου χρησικτησίας πρέπει ο συγκύριος, που τότε θα ονομάζεται χρησιδεσπόζων, να γνωστοποιήσει στον άλλο συγκύριο ότι δεν χρησιμοποιεί το κοινό ακίνητο για λογαριασμό και των δύο, αλλά αποκλειστικώς μόνο για τον εαυτό του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Εικονική πώληση ακινήτου
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Οι συναλλασσόμενοι στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις εφευρίσκουν συνεχώς τρόπους για να προωθούν τα συμφέροντά τους, συχνά κινούμενοι στα όρια του νόμου. Πολλές φορές τα έγγραφα που υπογράφονται δεν ανταποκρίνονται στις αληθείς εμπορικές ή οικονομικές σχέσεις των συμβαλλομένων, αλλά συντάσσονται με σκοπό είτε να παραπλανηθούν τρίτοι (άλλοι συναλλασσόμενοι, το κράτος κλπ.), είτε να καταστρατηγηθεί ο νόμος.
Η πρακτική ότι άλλα υπογράφουμε και άλλα έχουμε κρυφά συμφωνήσει είναι αρκετά διαδεδομένη στα αξιόγραφα (π.χ. επιταγές). Πιο σπάνια, αλλά όχι πρωτάκουστη, είναι η περίπτωση της εικονικής μεταβίβασης ακινήτου, δηλαδή της πώλησης ακινήτου όχι με την πραγματική βούληση αυτό να περιέλθει αληθώς στην κυριότητα του αγοραστή, αλλά με άλλους, υποκρυπτόμενους σκοπούς, όπως η καταδολίευση δανειστών, η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων κλπ.
Η εικονικότητα αποκαλύπτεται συνήθως από έναν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες στην εικονική συναλλαγή, όταν προκύπτουν διαφωνίες μεταξύ τους.
Στην υπ’ αριθ. 6181/2005 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε υπόθεση στην οποία κάποιος είχε πωλήσει εικονικώς τρία ακίνητά του σε αγοράστρια, η οποία στην πραγματικότητα δεν είχε καταβάλει τίμημα για να τα αγοράσει, όπως θα γινόταν εάν η αγορά ήταν αληθινή και όχι εικονική.
Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης τριών αγροτεμαχίων, στα οποία υπάρχουν κτίσματα (επιχείρηση καταστήματος και κατοικία του ιδιοκτήτη), υπέγραψε συμβόλαιο πωλήσεως των ακινήτων προς την φίλη του, στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, λόγω του δεσμού τους. Η φερόμενη ως αγοράστρια των ακινήτων δεν κατέβαλε στον πωλητή τίμημα, πράγμα που κατατείνει στην αποδοχή του ισχυρισμού ότι η πώληση ήταν εικονική, δεδομένου ότι στις πραγματικές πωλήσεις ο αγοραστής καταβάλει τίμημα για την αγορά ακινήτου.
Η εικονική πώληση των ακινήτων έγινε διότι ο ιδιοκτήτης τους όφειλε χρήματα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητος και κινδύνευε με κατάσχεση των ακινήτων του από πιστωτές, τράπεζες και το δημόσιο. Αργότερα, όμως, οι σχέσεις του αρχικού ιδιοκτήτη των ακινήτων με την φίλη του, προς την οποία αυτός είχε μεταβιβάσει εικονικώς τα ακίνητα, διαρρήχθηκαν, με αποτέλεσμα τώρα η φερόμενη ως αγοράστρια να μην παραδέχεται ότι η πώληση ήταν εικονική και να αξιώνει την απόδοση της νομής των ακινήτων σ’ αυτήν, καθώς μέχρι εκείνη την στιγμή, παρά την τυπική μεταβίβαση, τα ακίνητα εξακολουθούσε να τα χρησιμοποιεί ο αρχικός ιδιοκτήτης τους.
Όταν λοιπόν διεκόπη ο δεσμός μεταξύ αληθούς κυρίου των ακινήτων και εικονικής αγοράστριας, αμφότεροι προσέφυγαν στα δικαστήρια, η μεν φερόμενη ως αγοράστρια, για να της αναγνωρισθεί η νομή των ακινήτων, ο δε πωλητής, για να αποδείξει την ακυρότητα του συμβολαίου πωλήσεως, λόγω εικονικότητας και έτσι να πάρει πίσω τα ακίνητα.
Σύμφωνα με το ιστορικό και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν, το δικαστήριο απεφάσισε ότι πράγματι είχε υπάρξει εικονική συναλλαγή και ότι η πώληση των ακινήτων έπρεπε να κηρυχθεί άκυρη, διότι οι δικαστές επείσθησαν ότι η αγοράστρια δεν κατέβαλε τίμημα για την αγορά σημαντικής αξίας ακινήτων και ότι η μεταβίβαση δεν έγινε σπουδαίως, δηλαδή αληθώς, αλλά μόνο εικονικώς, για να εξυπηρετηθεί ο αρχικός ιδιοκτήτης των ακινήτων, που ήθελε να τα προστατεύσει από πιθανά δικαστικά μέτρα εναντίον του από τους δανειστές του.
Εδώ, βεβαίως, προκύπτει το ηθικό ερώτημα κατά πόσον μπορεί ένα δικαστήριο, έστω πειθόμενο ότι η πώληση δεν ήταν πραγματική, αλλά εικονική, να επιβραβεύει στην ουσία την συμπαιγνία δύο εικονικώς συμβληθέντων, ώστε να επιτευχθεί καταδολίευση των δανειστών του ενός εξ αυτών. Από την άλλη πλευρά, οι ηθικές ισορροπίες που πρέπει να κρατήσει το δικαστήριο είναι λεπτές, διότι εάν δεν δεχόταν την εικονικότητα, δηλαδή την ακύρωση της πωλήσεως, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν η αγοράστρια να αποκτήσει την κυριότητα ακινήτων για τα οποία δεν κατέβαλε ούτε ένα ευρώ, πράγμα που επίσης θα ήταν ηθικώς αποδοκιμαστέο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Οι συναλλασσόμενοι στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις εφευρίσκουν συνεχώς τρόπους για να προωθούν τα συμφέροντά τους, συχνά κινούμενοι στα όρια του νόμου. Πολλές φορές τα έγγραφα που υπογράφονται δεν ανταποκρίνονται στις αληθείς εμπορικές ή οικονομικές σχέσεις των συμβαλλομένων, αλλά συντάσσονται με σκοπό είτε να παραπλανηθούν τρίτοι (άλλοι συναλλασσόμενοι, το κράτος κλπ.), είτε να καταστρατηγηθεί ο νόμος.
Η πρακτική ότι άλλα υπογράφουμε και άλλα έχουμε κρυφά συμφωνήσει είναι αρκετά διαδεδομένη στα αξιόγραφα (π.χ. επιταγές). Πιο σπάνια, αλλά όχι πρωτάκουστη, είναι η περίπτωση της εικονικής μεταβίβασης ακινήτου, δηλαδή της πώλησης ακινήτου όχι με την πραγματική βούληση αυτό να περιέλθει αληθώς στην κυριότητα του αγοραστή, αλλά με άλλους, υποκρυπτόμενους σκοπούς, όπως η καταδολίευση δανειστών, η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων κλπ.
Η εικονικότητα αποκαλύπτεται συνήθως από έναν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες στην εικονική συναλλαγή, όταν προκύπτουν διαφωνίες μεταξύ τους.
Στην υπ’ αριθ. 6181/2005 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε υπόθεση στην οποία κάποιος είχε πωλήσει εικονικώς τρία ακίνητά του σε αγοράστρια, η οποία στην πραγματικότητα δεν είχε καταβάλει τίμημα για να τα αγοράσει, όπως θα γινόταν εάν η αγορά ήταν αληθινή και όχι εικονική.
Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης τριών αγροτεμαχίων, στα οποία υπάρχουν κτίσματα (επιχείρηση καταστήματος και κατοικία του ιδιοκτήτη), υπέγραψε συμβόλαιο πωλήσεως των ακινήτων προς την φίλη του, στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, λόγω του δεσμού τους. Η φερόμενη ως αγοράστρια των ακινήτων δεν κατέβαλε στον πωλητή τίμημα, πράγμα που κατατείνει στην αποδοχή του ισχυρισμού ότι η πώληση ήταν εικονική, δεδομένου ότι στις πραγματικές πωλήσεις ο αγοραστής καταβάλει τίμημα για την αγορά ακινήτου.
Η εικονική πώληση των ακινήτων έγινε διότι ο ιδιοκτήτης τους όφειλε χρήματα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητος και κινδύνευε με κατάσχεση των ακινήτων του από πιστωτές, τράπεζες και το δημόσιο. Αργότερα, όμως, οι σχέσεις του αρχικού ιδιοκτήτη των ακινήτων με την φίλη του, προς την οποία αυτός είχε μεταβιβάσει εικονικώς τα ακίνητα, διαρρήχθηκαν, με αποτέλεσμα τώρα η φερόμενη ως αγοράστρια να μην παραδέχεται ότι η πώληση ήταν εικονική και να αξιώνει την απόδοση της νομής των ακινήτων σ’ αυτήν, καθώς μέχρι εκείνη την στιγμή, παρά την τυπική μεταβίβαση, τα ακίνητα εξακολουθούσε να τα χρησιμοποιεί ο αρχικός ιδιοκτήτης τους.
Όταν λοιπόν διεκόπη ο δεσμός μεταξύ αληθούς κυρίου των ακινήτων και εικονικής αγοράστριας, αμφότεροι προσέφυγαν στα δικαστήρια, η μεν φερόμενη ως αγοράστρια, για να της αναγνωρισθεί η νομή των ακινήτων, ο δε πωλητής, για να αποδείξει την ακυρότητα του συμβολαίου πωλήσεως, λόγω εικονικότητας και έτσι να πάρει πίσω τα ακίνητα.
Σύμφωνα με το ιστορικό και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν, το δικαστήριο απεφάσισε ότι πράγματι είχε υπάρξει εικονική συναλλαγή και ότι η πώληση των ακινήτων έπρεπε να κηρυχθεί άκυρη, διότι οι δικαστές επείσθησαν ότι η αγοράστρια δεν κατέβαλε τίμημα για την αγορά σημαντικής αξίας ακινήτων και ότι η μεταβίβαση δεν έγινε σπουδαίως, δηλαδή αληθώς, αλλά μόνο εικονικώς, για να εξυπηρετηθεί ο αρχικός ιδιοκτήτης των ακινήτων, που ήθελε να τα προστατεύσει από πιθανά δικαστικά μέτρα εναντίον του από τους δανειστές του.
Εδώ, βεβαίως, προκύπτει το ηθικό ερώτημα κατά πόσον μπορεί ένα δικαστήριο, έστω πειθόμενο ότι η πώληση δεν ήταν πραγματική, αλλά εικονική, να επιβραβεύει στην ουσία την συμπαιγνία δύο εικονικώς συμβληθέντων, ώστε να επιτευχθεί καταδολίευση των δανειστών του ενός εξ αυτών. Από την άλλη πλευρά, οι ηθικές ισορροπίες που πρέπει να κρατήσει το δικαστήριο είναι λεπτές, διότι εάν δεν δεχόταν την εικονικότητα, δηλαδή την ακύρωση της πωλήσεως, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν η αγοράστρια να αποκτήσει την κυριότητα ακινήτων για τα οποία δεν κατέβαλε ούτε ένα ευρώ, πράγμα που επίσης θα ήταν ηθικώς αποδοκιμαστέο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Αναγνώριση στην Ελλάδα διαζυγίου εξωτερικού
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Οι άνθρωποι σήμερα ταξειδεύουν, μετακινούνται, συνάπτουν συναλλαγές και μεταναστεύουν ευκολώτερα από ό,τι στο παρελθόν. Αλλά και κατά το παρελθόν πολλοί Έλληνες ανεζήτησαν μία καλύτερη τύχη σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότιος Αφρική κλπ. Συχνά λοιπόν παρίσταται η ανάγκη να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα μία δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί εκτός Ελλάδος και εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δηλαδή στις χώρες όπου μετανάστευσαν και έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους πριν γυρίσουν στην Πατρίδα ή εκεί όπου εξακολουθούν να ζουν ακόμα.
Ένας Έλληνας μπορεί να είχε νυμφευθεί στην Ελλάδα και αφού μετανάστευσε στην Αυστραλία, χώρισε εκεί με απόφαση διαζυγίου από Αυστραλιανό δικαστήριο. Αργότερα ξανανυμφεύθηκε στην Αυστραλία και έκανε παιδιά. Τα παιδιά του θέλουν να αποκτήσουν σήμερα την ελληνική ιθαγένεια. Όταν απευθυνθούν στις ελληνικές αρχές για το θέμα της ιθαγενείας τους, δηλ. στο Προξενείο, στον Δήμο στην Ελλάδα, στην Περιφέρεια και στη Νομαρχία, τότε θα αντιληφθούν ότι για να προχωρήσει η διαδικασία πρέπει να αναγνωρισθεί η δικαστική απόφαση του διαζυγίου που είχε εκδοθεί στην Αυστραλία.
Αυτό συμβαίνει διότι στην Ελλάδα ο πατέρας των παιδιών φαίνεται ακόμα νυμφευμένος με την πρώτη σύζυγό του, αφού ο γάμος τους είχε γίνει στην Ελλάδα. Τα παιδιά του από τον δεύτερο γάμο του έχουν φυσικά μητέρα την δεύτερη και όχι την πρώτη σύζυγο του Έλληνα. Άρα, για να τακτοποιηθεί η εγγραφή των παιδιών και να λάβουν αυτά ελληνικό διαβατήριο, πρέπει η απόφαση του αλλοδαπού (Αυστραλιανού) δικαστηρίου να αποκτήσει εκτελεστότητα στην Ελλάδα, να εγγραφεί ακολούθως το διαζύγιο στον Δήμο στην Ελλαδα και μετά να εγγραφεί και ο δεύτερος γάμος του.
Για να γίνει αυτό απαιτείται πρώτα απ’ όλα ένα επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αυστραλιανού δικαστηρίου. Μετά, η απόφαση αυτή πρέπει να μεταφρασθεί επισήμως στην ελληνική γλώσσα. Η μετάφραση πρέπει να γίνει από μεταφραστή που γνωρίζει καλώς και τη νομική ορολογία στην αγγλική και στην ελληνική, διότι αρκετοί όροι στην αυστραλιανή δικαστική απόφαση διαζυγίου δεν πρέπει να μεταφρασθούν απλώς στην ελληνική, αλλά πρέπει να ερμηνευούν. Εάν δηλ. το κείμενο στην αγγλική γλώσσα γράφει ότι η απόφαση είναι final, η ερμηνεία στην ελληνική δεν θα πρέπει να είναι ότι η απόφαση είναι «τελική», αλλά ότι είναι τελεσίδικη ή αμετάκλητη, αναλόγως των υπολοίπων στοιχείων της αποφάσεως.
Εκτός από την απόφαση του αυστραλιανού δικαστηρίου, επικυρωμένη και επισήμως μεταφρασμένη στην ελληνική, από μεταφραστή του Προξενείου ή από δικηγόρο στην Ελλάδα, απαιταίται και ένα πιστοποιητικό ή βεβαίωση από το δικαστήριο της Αυστραλίας (από τον δικαστή ή την γραμματεία του δικαστηρίου) ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη και ότι δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με ένδικο μέσο, δηλαδή με έφεση ή άλλη αντίρρηση.
Τα δικαστήρια του εξωτερικού (και της Αυστραλίας) δεν εκδίδουν εύκολα τέτοια πιστοποιητικά, διότι κάτι τέτοιο δεν ανήκει στις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες του διαζυγίου εκεί. Ωστόσο, τα ελληνικά δικαστήρια απαιτούν τέτοια πιστοποιητικά τελεσιδικίας ή αμετακλήτου της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, επειδή αυτό προβλέπει ο νόμος στην Ελλάδα για την αντίστοιχη ελληνική απόφαση. Η βεβαίωση ότι η απόφαση του διαζυγίου από το εξωτερικό είναι αμετάκλητη μπορεί να μην είναι ξεχωριστό έγγραφο, αλλά μπορεί να ακολουθεί ως κείμενο στο τέλος του επικυρωμένου αντιγράφου της αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου.
Για να αναγνωρισθεί στην Ελλάδα η αλλοδαπή δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί στις ΗΠΑ ή στην Αυστραλία, χρειάζεται το έγγραφο της απόφασης να φέρει και την επισημείωση της Συμβάσεως της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 (Αποστίλλη – Apostille). Εάν όμως η δικαστική απόφαση είναι από τον Καναδά δεν χρειάζεται Αποστίλλη.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Οι άνθρωποι σήμερα ταξειδεύουν, μετακινούνται, συνάπτουν συναλλαγές και μεταναστεύουν ευκολώτερα από ό,τι στο παρελθόν. Αλλά και κατά το παρελθόν πολλοί Έλληνες ανεζήτησαν μία καλύτερη τύχη σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότιος Αφρική κλπ. Συχνά λοιπόν παρίσταται η ανάγκη να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα μία δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί εκτός Ελλάδος και εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δηλαδή στις χώρες όπου μετανάστευσαν και έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους πριν γυρίσουν στην Πατρίδα ή εκεί όπου εξακολουθούν να ζουν ακόμα.
Ένας Έλληνας μπορεί να είχε νυμφευθεί στην Ελλάδα και αφού μετανάστευσε στην Αυστραλία, χώρισε εκεί με απόφαση διαζυγίου από Αυστραλιανό δικαστήριο. Αργότερα ξανανυμφεύθηκε στην Αυστραλία και έκανε παιδιά. Τα παιδιά του θέλουν να αποκτήσουν σήμερα την ελληνική ιθαγένεια. Όταν απευθυνθούν στις ελληνικές αρχές για το θέμα της ιθαγενείας τους, δηλ. στο Προξενείο, στον Δήμο στην Ελλάδα, στην Περιφέρεια και στη Νομαρχία, τότε θα αντιληφθούν ότι για να προχωρήσει η διαδικασία πρέπει να αναγνωρισθεί η δικαστική απόφαση του διαζυγίου που είχε εκδοθεί στην Αυστραλία.
Αυτό συμβαίνει διότι στην Ελλάδα ο πατέρας των παιδιών φαίνεται ακόμα νυμφευμένος με την πρώτη σύζυγό του, αφού ο γάμος τους είχε γίνει στην Ελλάδα. Τα παιδιά του από τον δεύτερο γάμο του έχουν φυσικά μητέρα την δεύτερη και όχι την πρώτη σύζυγο του Έλληνα. Άρα, για να τακτοποιηθεί η εγγραφή των παιδιών και να λάβουν αυτά ελληνικό διαβατήριο, πρέπει η απόφαση του αλλοδαπού (Αυστραλιανού) δικαστηρίου να αποκτήσει εκτελεστότητα στην Ελλάδα, να εγγραφεί ακολούθως το διαζύγιο στον Δήμο στην Ελλαδα και μετά να εγγραφεί και ο δεύτερος γάμος του.
Για να γίνει αυτό απαιτείται πρώτα απ’ όλα ένα επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αυστραλιανού δικαστηρίου. Μετά, η απόφαση αυτή πρέπει να μεταφρασθεί επισήμως στην ελληνική γλώσσα. Η μετάφραση πρέπει να γίνει από μεταφραστή που γνωρίζει καλώς και τη νομική ορολογία στην αγγλική και στην ελληνική, διότι αρκετοί όροι στην αυστραλιανή δικαστική απόφαση διαζυγίου δεν πρέπει να μεταφρασθούν απλώς στην ελληνική, αλλά πρέπει να ερμηνευούν. Εάν δηλ. το κείμενο στην αγγλική γλώσσα γράφει ότι η απόφαση είναι final, η ερμηνεία στην ελληνική δεν θα πρέπει να είναι ότι η απόφαση είναι «τελική», αλλά ότι είναι τελεσίδικη ή αμετάκλητη, αναλόγως των υπολοίπων στοιχείων της αποφάσεως.
Εκτός από την απόφαση του αυστραλιανού δικαστηρίου, επικυρωμένη και επισήμως μεταφρασμένη στην ελληνική, από μεταφραστή του Προξενείου ή από δικηγόρο στην Ελλάδα, απαιταίται και ένα πιστοποιητικό ή βεβαίωση από το δικαστήριο της Αυστραλίας (από τον δικαστή ή την γραμματεία του δικαστηρίου) ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη και ότι δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με ένδικο μέσο, δηλαδή με έφεση ή άλλη αντίρρηση.
Τα δικαστήρια του εξωτερικού (και της Αυστραλίας) δεν εκδίδουν εύκολα τέτοια πιστοποιητικά, διότι κάτι τέτοιο δεν ανήκει στις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες του διαζυγίου εκεί. Ωστόσο, τα ελληνικά δικαστήρια απαιτούν τέτοια πιστοποιητικά τελεσιδικίας ή αμετακλήτου της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, επειδή αυτό προβλέπει ο νόμος στην Ελλάδα για την αντίστοιχη ελληνική απόφαση. Η βεβαίωση ότι η απόφαση του διαζυγίου από το εξωτερικό είναι αμετάκλητη μπορεί να μην είναι ξεχωριστό έγγραφο, αλλά μπορεί να ακολουθεί ως κείμενο στο τέλος του επικυρωμένου αντιγράφου της αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου.
Για να αναγνωρισθεί στην Ελλάδα η αλλοδαπή δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί στις ΗΠΑ ή στην Αυστραλία, χρειάζεται το έγγραφο της απόφασης να φέρει και την επισημείωση της Συμβάσεως της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 (Αποστίλλη – Apostille). Εάν όμως η δικαστική απόφαση είναι από τον Καναδά δεν χρειάζεται Αποστίλλη.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Thursday, September 17, 2009
Αύξηση φόρου κληρονομίας και γονικής παροχής
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Πριν από δέκα περίπου χρόνια το αφορολόγητο όριο για τους κοντικούς συγγενείς (τέκνα και σύζυγο του αποβιώσαντος) ήταν περίπου πέντε εκατομμύρια δρχ., ήτοι 15.000 ευρώ. Για περιουσία ή μερίδιο κληρονομίας που ελάμβανε ο κληρονόμος μέχρι του ποσού αυτού δεν πλήρωνε φόρο. Λίγο αργότερα το αφορολόγητο έγινε έξι εκατομμύρια δρχ. (περί τα 20.000 ευρώ).
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια το αφορολόγητο για την πρώτη κατηγορία κληρονόμων αυξήθηκε πάρα πολύ, από τα 20.000 στα 80.000 ευρώ, ενώ από 1-1-2008 το ελληνικό κράτος έδειξε το πλέον χαμογελαστό πρόσωπό του στον κληρονόμο (και σε πολλούς ομογενείς που κληρονομούν περιουσία στην Ελλάδα), καθώς κατήργησε εντελώς τον φόρο κληρονομίας, για την πρώτη κατηγορία κληρονόμων, έως 80.000 ευρώ, ενώ από τα 80.000 ευρώ και πάνω, ο φόρος γι’ αυτήν την κατηγορία των πιο στενών συγγενών, έγινε μόνο 1% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή σχεδόν ασήμαντος, εάν υπολογίσουμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των ακινήτων ανά την Ελλάδα, η αντικειμενική αξία είναι χαμηλώτερη της πραγματικής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για τους συγγενείς της πρώτης κατηγορίας (συνήθως τέκνα και σύζυγο του κληρονομουμένου), που κληρονομούν μετά την 1-1-2008, για ακίνητο αντικειμενικής αξίας 80.000 ευρώ ο κληρονόμος δεν πληρώνει καθόλου φόρο κληρονομίας, ενώ η πραγματική αξία του εν λόγω ακινήτου μπορεί να ειναι και διπλάσια, δηλ. 160.000 ευρώ.
Με την οικονομική κρίση που έχει προσφάτως χτυπήσει την πόρτα και της Ελλάδος το κράτος αναζητεί τρόπους για να αυξήσει τα έσοδά του, χωρίς ωστόσο να δυσαρεστήσει τους πολίτες. Ένας τομέας που έχει συζητηθεί τους τελευταίους μήνες όπου θα μπορούσε να αυξηθεί ο φόρος είναι και ο φόρος κληρονομίας, ο οποίος, κατά την γνώμη μερικών, είναι πολύ μικρός.
Αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες έχει υποστηριχθεί ότι θα αυξηθεί και πάλι ο φόρος κληρονομίας, στην προσπάθεια του κράτους να εξεύρει χρήματα, όμως μέχρι τώρα το σημαντικό αφορολόγητο, δηλαδή ένα πολύ ευνοϊκό μέτρο για τους κληρονόμους, έχει αντέξει και ο αρμόδιος υπουργός έχει δηλώσει ότι δεν θα καταργήσει το αφορολόγητο ως έχει σήμερα.
Στις 4 Οκτωβρίου, όμως, θα γίνουν στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές και αρκετοί βλέπουν ότι η αντιπολίτευση (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), μπορεί να τις κερδίσει. Σ’ αυτήν την περίπτωση φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση θα καταργήσει το σημαντικό αυτό αφορολόγητο. Ο αρχηγός του κόμματος μάλιστα Γιώργος Παπανδρέου στην ομιλία του στις 12-9-2009 στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αναλύοντας το οικονομικό πρόγραμμα της κυβερνήσεως, εάν κερδίσει τις εκλογές, ανακοίνωσε ότι θα αλλάξει τον τρόπο φορολογίας των κληρονομιών και ότι θα καταργήσει το σημαντικό αφορολόγητο. Στην ομιλία δεν δόθηκαν λεπτομέριες, όμως είναι κοινό μυστικό ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σκοπεύει να καταργήσει το εξαιρετικά αυτό ευνοϊκό καθεστώς για όσους κληρονομούν, αλλά και για όσους θέλουν να κάνουν γονική παροχή στα παιδιά τους, αντικαθιστώντας το με ένα σύστημα που θα έχει επίσης αφορολόγητο όριο, αλλά απ’ ότι φαίνεται, πολύ χαμηλώτερο εκείνου που ισχύει σήμερα.
Ενόψει των δεδομένων αυτών, καλό θα είναι όσοι σκοπεύουν να αποδεχθούν κληρονομία στην Ελλάδα, αλλά και εκείνοι που σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους με γονική παροχή, να ενεργήσουν γρήγορα, διότι κανείς δεν μπορεί να τους εγγυηθεί ότι το εξαιρετικά θετικό και ευνοϊκό καθεστώς στην φορολογία κληρονομιών και στις γονικές παροχές, που ισχύει σήμερα, θα ισχύει και λίγους μήνες αργότερα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Πριν από δέκα περίπου χρόνια το αφορολόγητο όριο για τους κοντικούς συγγενείς (τέκνα και σύζυγο του αποβιώσαντος) ήταν περίπου πέντε εκατομμύρια δρχ., ήτοι 15.000 ευρώ. Για περιουσία ή μερίδιο κληρονομίας που ελάμβανε ο κληρονόμος μέχρι του ποσού αυτού δεν πλήρωνε φόρο. Λίγο αργότερα το αφορολόγητο έγινε έξι εκατομμύρια δρχ. (περί τα 20.000 ευρώ).
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια το αφορολόγητο για την πρώτη κατηγορία κληρονόμων αυξήθηκε πάρα πολύ, από τα 20.000 στα 80.000 ευρώ, ενώ από 1-1-2008 το ελληνικό κράτος έδειξε το πλέον χαμογελαστό πρόσωπό του στον κληρονόμο (και σε πολλούς ομογενείς που κληρονομούν περιουσία στην Ελλάδα), καθώς κατήργησε εντελώς τον φόρο κληρονομίας, για την πρώτη κατηγορία κληρονόμων, έως 80.000 ευρώ, ενώ από τα 80.000 ευρώ και πάνω, ο φόρος γι’ αυτήν την κατηγορία των πιο στενών συγγενών, έγινε μόνο 1% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή σχεδόν ασήμαντος, εάν υπολογίσουμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των ακινήτων ανά την Ελλάδα, η αντικειμενική αξία είναι χαμηλώτερη της πραγματικής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για τους συγγενείς της πρώτης κατηγορίας (συνήθως τέκνα και σύζυγο του κληρονομουμένου), που κληρονομούν μετά την 1-1-2008, για ακίνητο αντικειμενικής αξίας 80.000 ευρώ ο κληρονόμος δεν πληρώνει καθόλου φόρο κληρονομίας, ενώ η πραγματική αξία του εν λόγω ακινήτου μπορεί να ειναι και διπλάσια, δηλ. 160.000 ευρώ.
Με την οικονομική κρίση που έχει προσφάτως χτυπήσει την πόρτα και της Ελλάδος το κράτος αναζητεί τρόπους για να αυξήσει τα έσοδά του, χωρίς ωστόσο να δυσαρεστήσει τους πολίτες. Ένας τομέας που έχει συζητηθεί τους τελευταίους μήνες όπου θα μπορούσε να αυξηθεί ο φόρος είναι και ο φόρος κληρονομίας, ο οποίος, κατά την γνώμη μερικών, είναι πολύ μικρός.
Αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες έχει υποστηριχθεί ότι θα αυξηθεί και πάλι ο φόρος κληρονομίας, στην προσπάθεια του κράτους να εξεύρει χρήματα, όμως μέχρι τώρα το σημαντικό αφορολόγητο, δηλαδή ένα πολύ ευνοϊκό μέτρο για τους κληρονόμους, έχει αντέξει και ο αρμόδιος υπουργός έχει δηλώσει ότι δεν θα καταργήσει το αφορολόγητο ως έχει σήμερα.
Στις 4 Οκτωβρίου, όμως, θα γίνουν στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές και αρκετοί βλέπουν ότι η αντιπολίτευση (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), μπορεί να τις κερδίσει. Σ’ αυτήν την περίπτωση φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση θα καταργήσει το σημαντικό αυτό αφορολόγητο. Ο αρχηγός του κόμματος μάλιστα Γιώργος Παπανδρέου στην ομιλία του στις 12-9-2009 στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αναλύοντας το οικονομικό πρόγραμμα της κυβερνήσεως, εάν κερδίσει τις εκλογές, ανακοίνωσε ότι θα αλλάξει τον τρόπο φορολογίας των κληρονομιών και ότι θα καταργήσει το σημαντικό αφορολόγητο. Στην ομιλία δεν δόθηκαν λεπτομέριες, όμως είναι κοινό μυστικό ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σκοπεύει να καταργήσει το εξαιρετικά αυτό ευνοϊκό καθεστώς για όσους κληρονομούν, αλλά και για όσους θέλουν να κάνουν γονική παροχή στα παιδιά τους, αντικαθιστώντας το με ένα σύστημα που θα έχει επίσης αφορολόγητο όριο, αλλά απ’ ότι φαίνεται, πολύ χαμηλώτερο εκείνου που ισχύει σήμερα.
Ενόψει των δεδομένων αυτών, καλό θα είναι όσοι σκοπεύουν να αποδεχθούν κληρονομία στην Ελλάδα, αλλά και εκείνοι που σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους με γονική παροχή, να ενεργήσουν γρήγορα, διότι κανείς δεν μπορεί να τους εγγυηθεί ότι το εξαιρετικά θετικό και ευνοϊκό καθεστώς στην φορολογία κληρονομιών και στις γονικές παροχές, που ισχύει σήμερα, θα ισχύει και λίγους μήνες αργότερα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Wednesday, September 9, 2009
Κληρονομικό καταπίστευμα του Χρήστου Ηλιόπουλου
Μπορεί κάποιος να μην γίνει κληρονόμος αμέσως μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, αλλά αργότερα, σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο; Η απάντηση είναι καταφατική. Στο ελληνικό δίκαιο υπάρχει η δυνατότητα αυτή σε δύο κύριως περιπτώσεις. Η μία είναι η περίπτωση της αποποίησης της κληρονομίας από τον αρχικό κληρονόμο, οπότε κάποιος άλλος μπορεί να γίνει κληρονόμος, ο οποίος αρχικώς δεν είχε κληρονομικό δικαίωμα.
Επί παραδείγματι, εάν αποβιώσει η σύζυγος και αφήσει τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, οι τελευταίοι μπορούν να αποποιηθούν της κληρονομίας, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τον θάνατο, εκτός εάν είναι κάτοικοι εξωτερικού, οπότε η προθεσμία είναι ένα έτος. Μετά την αποποίηση του συζύγου και των παιδιών της θανούσης, κληρονόμοι καθίστανται τα αδέλφια ή και οι γονείς της θανούσης, εάν υπάρχουν.
Η άλλη περίπτωση κατά την οποία κάποιος γίνεται κληρονόμος, όχι όμως από την αρχή, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο είναι το κληρονομικό καταπίστευμα. Ο σύζυγος αφήνει διαθήκη, σύμφωνα με την οποία, επιθυμεί το σπίτι στο οποίο κατοικεί να μεταβιβασθεί στην σύζυγό του, η οποία όμως δεν θα έχει δικαίωμα να το πουλήσει ή να το διαθέσει κατ’ άλλον τρόπο (π.χ. δωρεά), χωρίς την συναίνεση της θυγατέρας τους, στην οποία και θα περιέλθει το σπίτι μετά τον θάνατο της συζύγου του διαθέτη. Χρονικό σημείο μπορεί να ορισθεί όχι μόνο ο θάνατος του αρχικού κληρονόμου (εδώ, της χήρας του διαθέτη), αλλά και άλλα γεγονότα, π.χ. όταν η θυγατέρα τους γίνει 18 ετών.
Η θυγατέρα του διαθέτη δεν καθίσταται κληρονόμος από την αρχή, από τον θάνατο δηλαδή του πατρός της. Αρχικώς, κληρονόμος γίνεται η σύζυγος (χήρα) του διαθέτη, η οποία όμως έχει έναν περιορισμό. Δεν δύναται να πωλήσει ή να μεταβιβάσει με άλλον τρόπο το σπίτι, διότι ο διαθέτης ορίζει ρητώς στην διαθήκη του ότι η επιθυμία του είναι μετά τον θάνατο και της συζύγου του, που είναι η αρχική κληρονόμος, το σπίτι να περιέλθει στην θυγατέρα τους, η οποία ονομάζεται καταπιστευματοδόχος.
Εννοείται ότι όσο ζει η αρχική κληρονόμος, σύζυγος του διαθέτη, αυτή δύναται να μεταβιβάσει το σπίτι, εφόσον συναινέσει σ’ αυτό και η θυγατέρα τους, εφόσον εκείνη, ως καταπιστευματοδόχος, δηλαδή απώτερη δικαιούχος που έχει δικαίωμα προσδοκίας στο ακίνητο, δικαιούται να συναινέσει στην μεταβίβαση και κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικώς να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της από το καταπίστευμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ζει η κληρονόμος, δηλ, η σύζυγος του διαθέτη, όλες οι αγωγές και γενικώς οι δικαστικές πράξεις που αφορούν την κληρνομία πρέπει να επιδίδονται σ’ αυτήν και όχι στην θυγατέρα, η οποία δεν είναι ακόμα κληρονόμος, αλλά έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας κτήσεως της κληρονομίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν κάποιος θέλει να ενάγει τους κληρονόμους του διαθέτη, θα στραφεί εναντίον και θα κοινοποιήσει το δικόγραφο στην κληρονόμο, δηλαδή στην χήρα του διαθέτη, ενώ εάν το κοινοποιήσει και στην θυγατέρα του, που είναι καταπιστευματοδόχος, η κοινοποιήση σ’ εκείνην δεν θα έχει νομικό αποτέλεσμα, διότι η θυγατέρα δεν είναι ακόμα κληρονόμος. (Σχετική η υπ’ αριθ. 1361/2008 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Επί παραδείγματι, εάν αποβιώσει η σύζυγος και αφήσει τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, οι τελευταίοι μπορούν να αποποιηθούν της κληρονομίας, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τον θάνατο, εκτός εάν είναι κάτοικοι εξωτερικού, οπότε η προθεσμία είναι ένα έτος. Μετά την αποποίηση του συζύγου και των παιδιών της θανούσης, κληρονόμοι καθίστανται τα αδέλφια ή και οι γονείς της θανούσης, εάν υπάρχουν.
Η άλλη περίπτωση κατά την οποία κάποιος γίνεται κληρονόμος, όχι όμως από την αρχή, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο είναι το κληρονομικό καταπίστευμα. Ο σύζυγος αφήνει διαθήκη, σύμφωνα με την οποία, επιθυμεί το σπίτι στο οποίο κατοικεί να μεταβιβασθεί στην σύζυγό του, η οποία όμως δεν θα έχει δικαίωμα να το πουλήσει ή να το διαθέσει κατ’ άλλον τρόπο (π.χ. δωρεά), χωρίς την συναίνεση της θυγατέρας τους, στην οποία και θα περιέλθει το σπίτι μετά τον θάνατο της συζύγου του διαθέτη. Χρονικό σημείο μπορεί να ορισθεί όχι μόνο ο θάνατος του αρχικού κληρονόμου (εδώ, της χήρας του διαθέτη), αλλά και άλλα γεγονότα, π.χ. όταν η θυγατέρα τους γίνει 18 ετών.
Η θυγατέρα του διαθέτη δεν καθίσταται κληρονόμος από την αρχή, από τον θάνατο δηλαδή του πατρός της. Αρχικώς, κληρονόμος γίνεται η σύζυγος (χήρα) του διαθέτη, η οποία όμως έχει έναν περιορισμό. Δεν δύναται να πωλήσει ή να μεταβιβάσει με άλλον τρόπο το σπίτι, διότι ο διαθέτης ορίζει ρητώς στην διαθήκη του ότι η επιθυμία του είναι μετά τον θάνατο και της συζύγου του, που είναι η αρχική κληρονόμος, το σπίτι να περιέλθει στην θυγατέρα τους, η οποία ονομάζεται καταπιστευματοδόχος.
Εννοείται ότι όσο ζει η αρχική κληρονόμος, σύζυγος του διαθέτη, αυτή δύναται να μεταβιβάσει το σπίτι, εφόσον συναινέσει σ’ αυτό και η θυγατέρα τους, εφόσον εκείνη, ως καταπιστευματοδόχος, δηλαδή απώτερη δικαιούχος που έχει δικαίωμα προσδοκίας στο ακίνητο, δικαιούται να συναινέσει στην μεταβίβαση και κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικώς να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της από το καταπίστευμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ζει η κληρονόμος, δηλ, η σύζυγος του διαθέτη, όλες οι αγωγές και γενικώς οι δικαστικές πράξεις που αφορούν την κληρνομία πρέπει να επιδίδονται σ’ αυτήν και όχι στην θυγατέρα, η οποία δεν είναι ακόμα κληρονόμος, αλλά έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας κτήσεως της κληρονομίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν κάποιος θέλει να ενάγει τους κληρονόμους του διαθέτη, θα στραφεί εναντίον και θα κοινοποιήσει το δικόγραφο στην κληρονόμο, δηλαδή στην χήρα του διαθέτη, ενώ εάν το κοινοποιήσει και στην θυγατέρα του, που είναι καταπιστευματοδόχος, η κοινοποιήση σ’ εκείνην δεν θα έχει νομικό αποτέλεσμα, διότι η θυγατέρα δεν είναι ακόμα κληρονόμος. (Σχετική η υπ’ αριθ. 1361/2008 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Tuesday, August 25, 2009
Συνδιαχείριση κοινού ακινήτου του Χρήστου Ηλίοπουλου
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, όπου τα περισσότερεα ζευγάρια μετά βίας κάνουν ένα παιδί, παλαιότερα οι Έλληνες αποκτούσαν περισσότερα από ένα παιδιά σε κάθε οικογένεια, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι πολλές οι υποθέσεις συγκυριότητος ακινήτων, δεδομένου ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός κληρονόμοι της περιουσίας κάποιου που απεβίωσε. Οι συγκύριοι είναι συνήθως μεταξύ τους αδέλφια, ή αδέλφια και γονέας (σύζυγος του αποβιώσαντος), υπάρχουν όμως και υποθέσεις όπου οι συγκύριοι ενός ακινήτου είναι ξαδέρφια, θείοι και ανήψια κλπ.
Ο νόμος στην Ελλάδα, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συγκυρίων, αντιμετωπίζει διαφορετικά την περίπτωση της διαφωνίας για την πώληση/μεταβίβαση και διαφορετικά την διαφωνία για την τακτική διαχείριση του ακινήτου. Με απλά λόγια, η πλειοψηφία των μεριδίων δεν μπορεί να υποχρεώσει την μειοψηφία να πωλήσει ή να μην πωλήσει το μερίδιό της. Έστω κι αν κάποιος έχει ένα μικρό μερίδιο ενός κοινού ακινήτου, η πλειοψηφία δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να προβεί σε μία πράξη μεταβιβάσεως του μεριδίου του, εάν αυτός δεν το επιθυμεί.
Η ιδιοκτησία είναι ένα από τα προστατευόμενα δικαιώματα, τόσο από το άρθρο 17 του Συντάγματος, όσο και από σειρά διεθνών συνθηκών που έχει κυρώσει η Ελλάδα και κανείς δεν μπορεί να την στερηθεί χωρίς την θέλησή του, εκτός από την κρατική απαλλοτρίωση, που γίνεται όμως υπό προϋποθέσεις και πάντα με δίκαιη αποζημίωση.
Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν κάποιος έχει μόνο το 10% ενός ακινήτου, οι κύριοι του υπολοίπου 90% του ακινήτου δεν μπορούν νομικώς να τον υποχρεώσουν να πωλήσει ή να μεταβιβάσει, εάν αυτός δεν θέλει. Το ότι υπάρχει η δυνατότητα αγωγής διανομής είναι άλλο θέμα, που μπορεί να οδηγήσει σε λύση της διαφωνίας των συγκυρίων.
Αντιθέτως, όταν πρόκειται για αποφάσεις τακτικής διαχείρισης, δηλαδή εάν θα νοικιάσουμε το κοινό ακίνητο σε τρίτον, ή εάν θα μείνουμε μέσα εμείς οι ιδιοκτήτες του, ή εάν κάποιος μόνο από τους συνιδιοκτήτες θα το χρησιμοποιεί, καταβάλλοντας αποζημίωση χρήσεως στους άλλους, είναι ένα θέμα επί του οποίου, σε περίπτωση διαφωνίας, αποφασίζει η πλειοψηφία.
Εάν συνεπώς, την κυριότητα μίας οικίας μετά της αυλής της, που βρίσκεται στην Μυτιλήνη, έχει κατά τα 4/5 η αδελφή και κατά το 1/5 ο αδελφός της, η απόφαση για το ποιός θα χρησιμοποιεί το ακίνητο ανήκει, σε περίπτωση διαφωνίας, στην πλειοψηφία, δηλαδή στην αδελφή που έχει τα 4/5 εξ αδιαιρέτου, δηλ. το 80% και άρα την πλειοψηφία. Εάν η αδελφή αποφασίσει ότι θέλει να χρησιμοποιεί η ίδια το κοινό ακίνητο δικαιούται να αξιώσει από τον αδελφό της να της παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση του. Η μόνη αξίωση του αδελφού θα είναι η αδελφή του να του καταβάλει το 1/5 της μισθωτικής αξίας του ακινήτου. Εάν π.χ. το ακίνητο έχει μισθωτική αξία 1.000 μηνιαίως, η αδελφή του θα πρέπει να του πλήρωνει 200 ευρώ το μήνα.
Μία βασική αντίρρηση που θα μπορούσε να προβάλει ο αδελφός θα ήταν ότι η αδελφή του, παρά το ότι έχει την πλειοψηφία, ασκεί το δικαίωμά της καταχρηστικώς. Αυτό θα πρέπει να το αποδείξει, δηλαδή να ισχυρισθεί ότι η απόφαση της πλειοψηφίας (της αδελφής) είναι άκυρη, διότι είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, επειδή, επί παραδείγματι, ο αδελφός μένει σε μέρος του κοινού ακινήτου μαζί με την άρρωστη γυναίκα του επί είκοσι χρόνια, χωρίς η αδελφή του να έχει ζητήσει την χρήση του ακινήτου, ενώ τώρα που του το ζητάει, του είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να ψάξει για άλλο σπίτι, δεδομένης και την άσχημης υγείας της συζύγου του.
Μπορεί επίσης ο μειοψηφών αδελφός να ισχυρισθεί ότι αυτός με την σύζυγό του μένουν στο υπόγειο του ακινήτου, ενώ ο Α΄ όροφος είναι αρκετός για να ικανοποιήσει τις στεγαστικές ανάγκες της αδελφής του, άρα η αγωγή της να τον διώξει εντελώς από το κοινό τους ακίνητο είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι η απόφαση της πλειοψηφίας (αδελφής με το 80%) είναι άκυρη, ως αντικειμένη στα χρηστά ήθη. (Απόφαση 65/1987, Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Ο νόμος στην Ελλάδα, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συγκυρίων, αντιμετωπίζει διαφορετικά την περίπτωση της διαφωνίας για την πώληση/μεταβίβαση και διαφορετικά την διαφωνία για την τακτική διαχείριση του ακινήτου. Με απλά λόγια, η πλειοψηφία των μεριδίων δεν μπορεί να υποχρεώσει την μειοψηφία να πωλήσει ή να μην πωλήσει το μερίδιό της. Έστω κι αν κάποιος έχει ένα μικρό μερίδιο ενός κοινού ακινήτου, η πλειοψηφία δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να προβεί σε μία πράξη μεταβιβάσεως του μεριδίου του, εάν αυτός δεν το επιθυμεί.
Η ιδιοκτησία είναι ένα από τα προστατευόμενα δικαιώματα, τόσο από το άρθρο 17 του Συντάγματος, όσο και από σειρά διεθνών συνθηκών που έχει κυρώσει η Ελλάδα και κανείς δεν μπορεί να την στερηθεί χωρίς την θέλησή του, εκτός από την κρατική απαλλοτρίωση, που γίνεται όμως υπό προϋποθέσεις και πάντα με δίκαιη αποζημίωση.
Έτσι λοιπόν, ακόμα κι αν κάποιος έχει μόνο το 10% ενός ακινήτου, οι κύριοι του υπολοίπου 90% του ακινήτου δεν μπορούν νομικώς να τον υποχρεώσουν να πωλήσει ή να μεταβιβάσει, εάν αυτός δεν θέλει. Το ότι υπάρχει η δυνατότητα αγωγής διανομής είναι άλλο θέμα, που μπορεί να οδηγήσει σε λύση της διαφωνίας των συγκυρίων.
Αντιθέτως, όταν πρόκειται για αποφάσεις τακτικής διαχείρισης, δηλαδή εάν θα νοικιάσουμε το κοινό ακίνητο σε τρίτον, ή εάν θα μείνουμε μέσα εμείς οι ιδιοκτήτες του, ή εάν κάποιος μόνο από τους συνιδιοκτήτες θα το χρησιμοποιεί, καταβάλλοντας αποζημίωση χρήσεως στους άλλους, είναι ένα θέμα επί του οποίου, σε περίπτωση διαφωνίας, αποφασίζει η πλειοψηφία.
Εάν συνεπώς, την κυριότητα μίας οικίας μετά της αυλής της, που βρίσκεται στην Μυτιλήνη, έχει κατά τα 4/5 η αδελφή και κατά το 1/5 ο αδελφός της, η απόφαση για το ποιός θα χρησιμοποιεί το ακίνητο ανήκει, σε περίπτωση διαφωνίας, στην πλειοψηφία, δηλαδή στην αδελφή που έχει τα 4/5 εξ αδιαιρέτου, δηλ. το 80% και άρα την πλειοψηφία. Εάν η αδελφή αποφασίσει ότι θέλει να χρησιμοποιεί η ίδια το κοινό ακίνητο δικαιούται να αξιώσει από τον αδελφό της να της παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση του. Η μόνη αξίωση του αδελφού θα είναι η αδελφή του να του καταβάλει το 1/5 της μισθωτικής αξίας του ακινήτου. Εάν π.χ. το ακίνητο έχει μισθωτική αξία 1.000 μηνιαίως, η αδελφή του θα πρέπει να του πλήρωνει 200 ευρώ το μήνα.
Μία βασική αντίρρηση που θα μπορούσε να προβάλει ο αδελφός θα ήταν ότι η αδελφή του, παρά το ότι έχει την πλειοψηφία, ασκεί το δικαίωμά της καταχρηστικώς. Αυτό θα πρέπει να το αποδείξει, δηλαδή να ισχυρισθεί ότι η απόφαση της πλειοψηφίας (της αδελφής) είναι άκυρη, διότι είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, επειδή, επί παραδείγματι, ο αδελφός μένει σε μέρος του κοινού ακινήτου μαζί με την άρρωστη γυναίκα του επί είκοσι χρόνια, χωρίς η αδελφή του να έχει ζητήσει την χρήση του ακινήτου, ενώ τώρα που του το ζητάει, του είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να ψάξει για άλλο σπίτι, δεδομένης και την άσχημης υγείας της συζύγου του.
Μπορεί επίσης ο μειοψηφών αδελφός να ισχυρισθεί ότι αυτός με την σύζυγό του μένουν στο υπόγειο του ακινήτου, ενώ ο Α΄ όροφος είναι αρκετός για να ικανοποιήσει τις στεγαστικές ανάγκες της αδελφής του, άρα η αγωγή της να τον διώξει εντελώς από το κοινό τους ακίνητο είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι η απόφαση της πλειοψηφίας (αδελφής με το 80%) είναι άκυρη, ως αντικειμένη στα χρηστά ήθη. (Απόφαση 65/1987, Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Tuesday, July 14, 2009
Το DNA δεν βοηθάει στην κτήση της ελληνικής ιθαγενείας του Χρήστου Ηλιόπουλου
Μεγάλο κύμα αιτήσεων για απόκτηση ελληνικής ιθαγενείας και διαβατηρίου παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Αιτία του μεγάλου ενδιαφέροντος για το ελληνικό διαβατήριο είναι προφανώς το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), που περιλαμβάνει 27 κράτη – μέλη, συμμετέχουσα μάλιστα στον πυρήνα των 15 πιο στενά συνδεδεμένων κρατών, με κοινό νόμισμα το ευρώ, που αποκτά κορυφαία θέση ανάμεσα στα πιο ισχυρά νομίσματα παγκοσμίως και με κοινή νομισματική και οικονομική πολιτική με τις πιο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κατοχή ελληνικού, δηλαδή ευρωπαϊκού διαβατηρίου σημαίνει ελευθερία μετακινήσεως και μόνιμης εγκαταστάσεως σε όλες τις χώρες – μέλη, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, ουσιαστική κατάργηση της βίζας και της άδειας εργασίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και απόλαυση από τον κάτοχο του ελληνικού διαβατηρίου όλων των προνομίων και των δικαιωμάτων κάθε πολίτη της φιλοξενούσας χώρας – μέλους, με ταυτόχρονη απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος κάθε Έλληνα υπηκόου.
Ανάμεσα στους πολλούς ενδιαφερόμενους για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας είναι και κάποιοι αλλοδαποί, που δεν μπορούν να αποδείξουν με επίσημα έγγραφα την σχέση αίματος που έχουν με κάποιον Έλληνα πολίτη, ώστε να αποκτήσουν κι αυτοί την ελληνική ιθαγένεια δυνάμει αδιακόπου σειράς πιστοποιητικών γεννήσεως και γάμου, από τον΄Ελληνα πρόγονό τους μέχρι σήμερα.
Αρκετά συχνή είναι η περίπτωση παιδιών γεννημένων εκτός Ελλάδος, αλλά και εκτός γάμου, από Έλληνα πατέρα. Εάν κάποιος επιθυμεί σήμερα να λάβει ελληνικό διαβατήριο με βάση το ότι ο πατέρας του είναι Έλληνας, πρέπει να μπορεί να αποδείξει τον γάμο της μητέρας του με τον Έλληνα πατέρα του. Ο γάμος αυτός πρέπει να έχει γίνει πριν από την γέννηση του αιτούντος, ώστε ο τελευταίος να θεωρείται παιδί του Έλληνα πατέρα εντός γάμου.
Εάν ο αιτών έχει γεννηθεί εκτός γάμου, θα πρέπει τουλάχιστον ο Έλληνας πατέρας του να τον/την έχει αναγνωρίσει μέχρι την συμπλήρωση του 18 έτους της ηλικίας του αιτούντος. Η αναγνώριση μπορεί να έχει γίνει στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, είτε με δικαστική απόφαση, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο αναγνωρίσεως τέκνου, κατά το δίκαιο μιάς χώρας.
Εάν συνεπώς το εκτός γάμου τέκνο του Έλληνα πατέρα και της αλλοδαπής μητέρας έχει αναγνωρισθεί επισήμως από τον Έλληνα πατέρα του πριν συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, τότε μπορεί να αιτηθεί την ελληνική ιθαγένεια.
Εάν όμως το τέκνο δεν έχει αναγνωρισθεί από τον Έλληνα πατέρα του μέχρι τα 18 του χρόνια, τότε η εκ των υστέρων αναγνώριση του εκτός γάμου γεννηθέντος τέκνου μπορεί να ωφελεί για λόγους κληρονομίας, όχι όμως και για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας.
Αρκετοί είναι αυτοί που επιχειρούν να διενεργήσουν έλεγχο DNA, προκειμένουν να αποδείξουν ότι ο πατέρας τους είναι Έλληνας και άρα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Η προσπάθειά τους αυτή, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, είναι αλυσιτελής, διότι ακόμα κι αν καταφέρουν να αποδείξουν με DNA ότι ο πατέρας τους είναι Έλληνας, δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, εάν ο Έλληνας πατέρας τους δεν τους είχε αναγνωρίσει πριν την συμπλήρωση του 18 έτους της ηλικίας τους.
Αυτό ισχύει διότι το άρθρο 2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας ορίζει σαφώς ότι «αλλοδαπός που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του και αναγνωρίσθηκε νόμιμα ως τέκνο Έλληνα, έτσι ώστε να εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο τέκνο του πατέρα του, γίνεται Έλληνας από την αναγνώριση, αν κατά το χρόνο αυτόν είναι ανήλικος». Ο νόμος δηλαδή στην Ελλάδα δεν επιτρέπει άλλη απόδειξη, άρα ούτε και έλεγχο DNA, αναφορικώς με την κτήση ιθαγενείας με αναγνώριση εκτός γάμου τέκνου από τον βιολογικό πατέρα, παρά μόνο την νόμιμη αναγνώριση του εξωγάμου τέκνου από τον πατέρα όσο χρόνο το παιδί είναι ακόμα ανήλικο, δηλαδή κάτω των 18 ετών.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Κατοχή ελληνικού, δηλαδή ευρωπαϊκού διαβατηρίου σημαίνει ελευθερία μετακινήσεως και μόνιμης εγκαταστάσεως σε όλες τις χώρες – μέλη, για απεριόριστο χρονικό διάστημα, ουσιαστική κατάργηση της βίζας και της άδειας εργασίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και απόλαυση από τον κάτοχο του ελληνικού διαβατηρίου όλων των προνομίων και των δικαιωμάτων κάθε πολίτη της φιλοξενούσας χώρας – μέλους, με ταυτόχρονη απαγόρευση κάθε δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος κάθε Έλληνα υπηκόου.
Ανάμεσα στους πολλούς ενδιαφερόμενους για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας είναι και κάποιοι αλλοδαποί, που δεν μπορούν να αποδείξουν με επίσημα έγγραφα την σχέση αίματος που έχουν με κάποιον Έλληνα πολίτη, ώστε να αποκτήσουν κι αυτοί την ελληνική ιθαγένεια δυνάμει αδιακόπου σειράς πιστοποιητικών γεννήσεως και γάμου, από τον΄Ελληνα πρόγονό τους μέχρι σήμερα.
Αρκετά συχνή είναι η περίπτωση παιδιών γεννημένων εκτός Ελλάδος, αλλά και εκτός γάμου, από Έλληνα πατέρα. Εάν κάποιος επιθυμεί σήμερα να λάβει ελληνικό διαβατήριο με βάση το ότι ο πατέρας του είναι Έλληνας, πρέπει να μπορεί να αποδείξει τον γάμο της μητέρας του με τον Έλληνα πατέρα του. Ο γάμος αυτός πρέπει να έχει γίνει πριν από την γέννηση του αιτούντος, ώστε ο τελευταίος να θεωρείται παιδί του Έλληνα πατέρα εντός γάμου.
Εάν ο αιτών έχει γεννηθεί εκτός γάμου, θα πρέπει τουλάχιστον ο Έλληνας πατέρας του να τον/την έχει αναγνωρίσει μέχρι την συμπλήρωση του 18 έτους της ηλικίας του αιτούντος. Η αναγνώριση μπορεί να έχει γίνει στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, είτε με δικαστική απόφαση, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο αναγνωρίσεως τέκνου, κατά το δίκαιο μιάς χώρας.
Εάν συνεπώς το εκτός γάμου τέκνο του Έλληνα πατέρα και της αλλοδαπής μητέρας έχει αναγνωρισθεί επισήμως από τον Έλληνα πατέρα του πριν συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, τότε μπορεί να αιτηθεί την ελληνική ιθαγένεια.
Εάν όμως το τέκνο δεν έχει αναγνωρισθεί από τον Έλληνα πατέρα του μέχρι τα 18 του χρόνια, τότε η εκ των υστέρων αναγνώριση του εκτός γάμου γεννηθέντος τέκνου μπορεί να ωφελεί για λόγους κληρονομίας, όχι όμως και για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας.
Αρκετοί είναι αυτοί που επιχειρούν να διενεργήσουν έλεγχο DNA, προκειμένουν να αποδείξουν ότι ο πατέρας τους είναι Έλληνας και άρα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Η προσπάθειά τους αυτή, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, είναι αλυσιτελής, διότι ακόμα κι αν καταφέρουν να αποδείξουν με DNA ότι ο πατέρας τους είναι Έλληνας, δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, εάν ο Έλληνας πατέρας τους δεν τους είχε αναγνωρίσει πριν την συμπλήρωση του 18 έτους της ηλικίας τους.
Αυτό ισχύει διότι το άρθρο 2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας ορίζει σαφώς ότι «αλλοδαπός που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του και αναγνωρίσθηκε νόμιμα ως τέκνο Έλληνα, έτσι ώστε να εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο τέκνο του πατέρα του, γίνεται Έλληνας από την αναγνώριση, αν κατά το χρόνο αυτόν είναι ανήλικος». Ο νόμος δηλαδή στην Ελλάδα δεν επιτρέπει άλλη απόδειξη, άρα ούτε και έλεγχο DNA, αναφορικώς με την κτήση ιθαγενείας με αναγνώριση εκτός γάμου τέκνου από τον βιολογικό πατέρα, παρά μόνο την νόμιμη αναγνώριση του εξωγάμου τέκνου από τον πατέρα όσο χρόνο το παιδί είναι ακόμα ανήλικο, δηλαδή κάτω των 18 ετών.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Greek expatriates can buy real estate in borderline areas of Greece by Christos Iliopoulos
According to the law in Greece, foreigners are not allowed to acquire real estate property, or to obtain a lease on it for a period of more than six years, in the borderline areas of Greece. The logic behind this law is to protect the integrity of the Greek territory. In other words, the prohibition exists for reasons of national security. The bottom line of this legislation is that, as a matter of principle, all transactions regarding real estate properties in most borderline areas of Greece are not allowed, even for Greek citizens.
However, Greek and European (European Union – EU) citizens are allowed to apply to a local committee for an exemption to the prohibition and for these citizens (Greek / EU) the exemption is usually granted.
The law states that those who have the Greek citizenship and people of Greek origin (Greek expatriates), including Cypriots, as well as citizens of any other European Union member-state, can apply for permission to obtain real estate as an exemption to the blanket prohibition of the law. The exemption is granted provided some conditions are met and the applicant declares how he/she will use the property.
It is interesting to note that this law allows Greek expatriates, including those who do not officially have the Greek citizenship, to apply to the committee in order to obtain permission to acquire real estate property in the borderline areas of Greece. This is very important for many people around the world, who have Greek roots and want to re-establish links with Greece, but they can’t trace their Greek ancestors to the official municipal archives (Demotologion – main book of citizens and Mitroon Arenon, Male Registry for the army).
The fact that they can’t obtain official birth certificates from a Greek local municipality for their ancestors means that they can’t obtain the Greek citizenship/passport, at least according to the easier procedure for citizenship acquisition. There are plenty of cases, though, where such expatriates are more “Greek” than many of us, since their ethnically Greek ancestors may have lived for millennia in Turkey for example, before they were persecuted or murdered by the Turkish regime (1915, the genocide against the Greeks of Pontos, 1922, killings and persecutions of 2.5 millions of Greeks or Asia Minor etc.).
It would be unjust to deny for example to a Greek expatriate, who lives today in the US, his right to obtain property in the island of Samos, where his ancestors lived until the beginning of the 20th century, simply because we can’t find today his ancestor’s registration in the municipal archives, especially when that Greek expatriate, citizen of the US today, speaks Greek, has a Greek name and can produce a plethora of old baptism and marriage certificates which show Greek Orthodox weddings etc.
People of Greek origin, who trace their ancestors to Imvros and Tenedos, Smyrna – Asia Minor, Konstantinople, or the Eastern Thrace, or to places of Greek territory, like Kastelorizo etc. are treated by the law in the same way as the official Greek and EU citizens, as far as their right to obtain property in Greece is concerned.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
However, Greek and European (European Union – EU) citizens are allowed to apply to a local committee for an exemption to the prohibition and for these citizens (Greek / EU) the exemption is usually granted.
The law states that those who have the Greek citizenship and people of Greek origin (Greek expatriates), including Cypriots, as well as citizens of any other European Union member-state, can apply for permission to obtain real estate as an exemption to the blanket prohibition of the law. The exemption is granted provided some conditions are met and the applicant declares how he/she will use the property.
It is interesting to note that this law allows Greek expatriates, including those who do not officially have the Greek citizenship, to apply to the committee in order to obtain permission to acquire real estate property in the borderline areas of Greece. This is very important for many people around the world, who have Greek roots and want to re-establish links with Greece, but they can’t trace their Greek ancestors to the official municipal archives (Demotologion – main book of citizens and Mitroon Arenon, Male Registry for the army).
The fact that they can’t obtain official birth certificates from a Greek local municipality for their ancestors means that they can’t obtain the Greek citizenship/passport, at least according to the easier procedure for citizenship acquisition. There are plenty of cases, though, where such expatriates are more “Greek” than many of us, since their ethnically Greek ancestors may have lived for millennia in Turkey for example, before they were persecuted or murdered by the Turkish regime (1915, the genocide against the Greeks of Pontos, 1922, killings and persecutions of 2.5 millions of Greeks or Asia Minor etc.).
It would be unjust to deny for example to a Greek expatriate, who lives today in the US, his right to obtain property in the island of Samos, where his ancestors lived until the beginning of the 20th century, simply because we can’t find today his ancestor’s registration in the municipal archives, especially when that Greek expatriate, citizen of the US today, speaks Greek, has a Greek name and can produce a plethora of old baptism and marriage certificates which show Greek Orthodox weddings etc.
People of Greek origin, who trace their ancestors to Imvros and Tenedos, Smyrna – Asia Minor, Konstantinople, or the Eastern Thrace, or to places of Greek territory, like Kastelorizo etc. are treated by the law in the same way as the official Greek and EU citizens, as far as their right to obtain property in Greece is concerned.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Monday, June 29, 2009
Αποζημίωση για ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στην Ελλάδα περισσότερο, δυστυχώς, από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία), στα αυτοκινητικά δυστυχήματα χάνονται πολλές ανθρώπινες ζωές. Ειδικώς, κάθε χρόνο στον ακήρυχτο πόλεμο της Ελλάδος σκοτώνονται περίπου 2.000 άνθρωποι (!) στην άσφαλτο, ενώ αρκετές χιλιάδες τραυματίζονται σοβαρά και πολλοί μένουν ανάπηροι.
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Με γονική παροχή τώρα γλυτώνετε φόρο του Χρήστου Ηλιόπουλου
Με νόμο που ισχύει ουσιαστικώς από 1-1-2008 το ελληνικό κράτος μείωσε δραστικώς τον φόρο κληρνομίας και αντιστοίχως τον φόρο γονικής παροχής. Εν συντομία, το βασικό όφελος προκύπτει από το αφορολόγητο έως 95.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος κληρονομεί περιουσία στην Ελλάδα μέχρι 95.000 ευρώ δεν πληρώνει φόρο στο κράτος. Για ποσά πάνω από 95.000 ευρώ ο φόρος είναι πολύ μικρός και κλιμακώνεται αναλόγως της αυξήσεως της αξίας της κληρονομίας.
Το ίδιο ισχύει και για την γονική παροχή, δηλαδή για την συμβολαιογραφική δωρεά ακινήτου από γονέα προς τέκνο. Η δωρεά του ακινήτου από τον γονέα στο τέκνο μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση προς το παιδί της πλήρους κυριότητος του ακινήτου, είτε με την παρακράτηση της επικαρπίας (usufruct) από τον γονέα για όλη του την ζωή και την μεταβίβαση στο τέκνο μόνο της ψιλής κυριότητος.
Η εκμηδένιση σχεδόν του φόρου κληρονομίας και του φόρου γονικής παροχής ωφέλησε πολλούς, που είτε απεδέχθησαν κληρονομία και πλήρωσαν μηδέν ή μικρό φόρο, είτε απέκτησαν από τους γονείς τους ακίνητα με γονική παροχή αφορολόγητα.
Το μέτρο αυτό στέρησε το κράτος από έσοδα πολλών εκατομμυρίων ευρώ και για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, η κυβέρνηση εισήγαγε το ΕΤΑΚ, δηλ. το ειδικό τέλος ακινήτων, που σημαίνει ότι για πρώτη φορά μία μεγάλη κατηγορία ιδιοκτητών ακινήτων πληρώνει ετησίως φόρο για την κατοχή ακινήτων. Ο φόρος αυτό σήμερα είναι πολύ μικρός, όμως αναμένεται ότι προϊόντος του χρόνου θα αυξηθεί.
Σήμερα, όμως, η οικονομική κρίση εμφανίζεται και στην Ελλάδα και το κρατικό ταμείο έχει μεγάλη ανάγκη εσόδων και γι’ αυτό η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατάργηση της μείωσης του φόρου κλκηρονομίας και γονικής παροχής και στην επαναφορά του προηγούμενου (πριν την 1-1-2008) φορολογικού καθεστώτος.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι γονείς σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους, ίσως τώρα να είναι μία καλή στιγμή, αφού ισχύει ακόμα το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Οι ομογενείς που ζουν εκτός Ελλάδος δεν είναι ανάγκη να έρθουν στην Πατρίδα μόνο για τον λόγο αυτόν. Μπορούν με πληρεξούσιο που θα υπογράψουν στο Προξενείο ή σε συμβολαιογράφο στην χώρα που ζουν να αναθέσουν την υπόθεση σε έμπιστο συγγενή ή φίλο τους στην Ελλάδα, ή σε δικηγόρο, ώστε η συγκέντρωση όλων των δικαιολογητικών, συμβολαίων και πιστοποιητικών, η κατάθεση της φορολογικής δηλώσεως γονικής παροχής (ή αποδοχής κληρονομίας) και η τελική υπογραφή του συμβολαίου στον συμβολαιογράφο μπορεί να γίνει από τον πληρεξούσιο και όχι από τον γονέα και τα παιδιά.
Όσοι ζουν εκτός Ελλάδος πρέπει να γνωρίζουν ότι στην γονική παροχή πληρεξούσιο πρέπει να στείλει όχι μόνο ο γονέας που μεταβιβάζει το ακίνητο, αλλά και το τέκνο που λαμβάνει την γονική παροχή. Στην περίπτωση της αποδοχής κληρονομίας, πληρεξούσιο υπογράφει ο κληρονόμος, που λαμβάνει την κληρονομία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Το ίδιο ισχύει και για την γονική παροχή, δηλαδή για την συμβολαιογραφική δωρεά ακινήτου από γονέα προς τέκνο. Η δωρεά του ακινήτου από τον γονέα στο τέκνο μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση προς το παιδί της πλήρους κυριότητος του ακινήτου, είτε με την παρακράτηση της επικαρπίας (usufruct) από τον γονέα για όλη του την ζωή και την μεταβίβαση στο τέκνο μόνο της ψιλής κυριότητος.
Η εκμηδένιση σχεδόν του φόρου κληρονομίας και του φόρου γονικής παροχής ωφέλησε πολλούς, που είτε απεδέχθησαν κληρονομία και πλήρωσαν μηδέν ή μικρό φόρο, είτε απέκτησαν από τους γονείς τους ακίνητα με γονική παροχή αφορολόγητα.
Το μέτρο αυτό στέρησε το κράτος από έσοδα πολλών εκατομμυρίων ευρώ και για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, η κυβέρνηση εισήγαγε το ΕΤΑΚ, δηλ. το ειδικό τέλος ακινήτων, που σημαίνει ότι για πρώτη φορά μία μεγάλη κατηγορία ιδιοκτητών ακινήτων πληρώνει ετησίως φόρο για την κατοχή ακινήτων. Ο φόρος αυτό σήμερα είναι πολύ μικρός, όμως αναμένεται ότι προϊόντος του χρόνου θα αυξηθεί.
Σήμερα, όμως, η οικονομική κρίση εμφανίζεται και στην Ελλάδα και το κρατικό ταμείο έχει μεγάλη ανάγκη εσόδων και γι’ αυτό η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατάργηση της μείωσης του φόρου κλκηρονομίας και γονικής παροχής και στην επαναφορά του προηγούμενου (πριν την 1-1-2008) φορολογικού καθεστώτος.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι γονείς σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους, ίσως τώρα να είναι μία καλή στιγμή, αφού ισχύει ακόμα το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Οι ομογενείς που ζουν εκτός Ελλάδος δεν είναι ανάγκη να έρθουν στην Πατρίδα μόνο για τον λόγο αυτόν. Μπορούν με πληρεξούσιο που θα υπογράψουν στο Προξενείο ή σε συμβολαιογράφο στην χώρα που ζουν να αναθέσουν την υπόθεση σε έμπιστο συγγενή ή φίλο τους στην Ελλάδα, ή σε δικηγόρο, ώστε η συγκέντρωση όλων των δικαιολογητικών, συμβολαίων και πιστοποιητικών, η κατάθεση της φορολογικής δηλώσεως γονικής παροχής (ή αποδοχής κληρονομίας) και η τελική υπογραφή του συμβολαίου στον συμβολαιογράφο μπορεί να γίνει από τον πληρεξούσιο και όχι από τον γονέα και τα παιδιά.
Όσοι ζουν εκτός Ελλάδος πρέπει να γνωρίζουν ότι στην γονική παροχή πληρεξούσιο πρέπει να στείλει όχι μόνο ο γονέας που μεταβιβάζει το ακίνητο, αλλά και το τέκνο που λαμβάνει την γονική παροχή. Στην περίπτωση της αποδοχής κληρονομίας, πληρεξούσιο υπογράφει ο κληρονόμος, που λαμβάνει την κληρονομία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Διανομή ακινήτου χωρίς συμβόλαιο και χρησικτησία του Χρήστου Ηλιόπουλου
Όταν περισσότεροι έχουν την κυριότητα ενός ακινήτου δημιουργείται μεταξύ τους συγκυριότητα, δηλαδή κοινωνία δικαιώματος, κατά το ποσοστό που καθένας τους έχει εξ αδιαιρέτου μερίδιο επί του ακινήτου. Εάν επί παραδείγματι αποβιώσει ένας γονέας και αφήσει τον σύζυγό του και δύο παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, ο επιζών σύζυγος κληρονομεί τα 2/8 του ακινήτου που είχε ο θανών και το κάθε παιδί κληρονομεί τα 3/8 αυτού.
Εάν το κοινό ακίνητο επιτρέπεται να χωρισθεί σε τόσα κομμάτια όσα είναι και οι συγκύριοι, είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δύο έχουν από 50% έκαστος ένα οικόπεδο 1.000 τ.μ. σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 500 τ.μ., τότε είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου, δηλαδή η κατάτμησή του σε δύο ίσης αξίας και επιφανείας τμήματα, ώστε να δημιουργηθούν δύο καινούργια και διαφορετικά πλέον μεταξύ τους οικόπεδα των 500 τ.μ. έκαστο.
Η διανομή γίνεται με ειδικό συμβόλαιο που υπογράφεται σε συμβολαιογράφο και μεταγράφεται στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολόγιο. Παλαιότερα, ωστόσο, διαδεδομένη ήταν και η άτυπη, ή διά λόγου διανομή ενός ακινήτου. Ο γονέας δηλαδή όριζε προφορικώς το πώς θα διανεμηθεί ένα ακίνητο στα παιδιά του, ποιό τμήμα του κτήματος θα πάρει το κάθε παιδί και από εκείνη την στιγμή το κάθε παιδί άρχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του είχε δώσει ο γονέας του.
Σε μία τέτοια περίπτωση το κάθε παιδί δεν γινόταν κύριος του ακινήτου αμέσως, αλλά μόνο μετά την πάροδο είκοσι ετών, εφόσον συνέχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του έδωσε ο γονέας του μετά την διανομή, χωρίς να αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί του τμήματος αυτού από άλλον. Η κτήση κυριότητας με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή μετά από εικοσαετή απρόσκοπτη άσκηση νομής επί ενός τμήματος του μεγαλύτερου ακινήτου λέγεται χρησικτησία.
Στην υπ’ αριθ. 21/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί διαφωνίας μεταξύ των τέκνων της αρχικής ιδιοκτήτριας ενός αγροκτήματος 10 στρεμμάτων έξω από το Ρέθυμνο Κρήτης. Η ιδιοκτήτρια είχε αποβιώσει το 1932 και άφησε σύζυγο και οκτώ παιδιά. Το κτήμα συνέχισε να το καλλιεργεί ο σύζυγός της μέχρι το 1955, οπότε και το μοίρασε ατύπως στα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά του, ενώ στα άλλα τέσσερα παιδιά έδωσε άλλα ακίνητα.
Το κτήμα συνεπώς των 10 στρεμμάτων μετά την διά λόγου και όχι διά συμβολαίου διανομή πήγε σε τέσσερα παιδιά, τα οποία απέκτησαν κατ’ αρχάς συννομή επί του ακινήτου, από 1/4 έκαστο εξ αδιαιρέτου. Τα τρία παιδά μείνανε στην περιοχή και καλλιεργούσαν τμήμα του κοινού ακινήτου, ενώ το τέταρτο παιδί έφυγε από την Κρήτη, εξακολουθούσε όμως να έχει το 1/4 του ακινήτου. Μετά δε την πάροδο 20 ετών από την άτυπη διανομή, που έγινε το 1955, απέκτησε κυριότητα στο 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος.
Στην δεκαετία του 1980 και αφού ο πατέρας τους απεβίωσε το 1969, τα παιδιά που είχαν μείνει στο Ρέθυμνο αμφισβήτησαν ότι το παιδί που είχε φύγει είχε κυριότητα επί του ακινήτου και υποστήριξαν ότι το ακίνητο δεν είχε διανεμηθεί διά τέσσερα, αλλά διά τρία. Το τέταρτο παιδί άσκησε αγωγή στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 εξ αδιαιρέτου και ότι αυτό το εμπράγματο δικαίωμα το είχε αποκτήσει όχι με συμβόλαιο, αλλά με την από το 1955 διά λόγου άτυπη διανομή από τον πατέρα τους και με την εικοσαετή νομή που είχε ασκήσει από το 1955 μέχρι το 1975.
Τα άλλα τρία παιδιά, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι ο τέταρτος δεν είχε νομή στο ακίνητο μετά το 1955, αφού είχε φύγει από την Κρήτη. Ωστόσο, τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο έκριναν ότι το τέταρτο παιδί, παρά το ότι δεν ασκούσε αυτοπροσώπως νομή στο 1/4 του κτήματος, αφού είχε φύγει από την Κρήτη, είχε παρά ταύτα αποκτήσει με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή νομή, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, διότι μετά το 1955 και επί τουλάχιστον μία εικοσαετία είχε την πεποίθηση ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 και κανένας από τα άλλα τρία αδέλφια του δεν του είχε δηλώσει ρητώς ότι δεν εκμεταλλεύονται το κτήμα και για δικό του λογαριασμό.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Εάν το κοινό ακίνητο επιτρέπεται να χωρισθεί σε τόσα κομμάτια όσα είναι και οι συγκύριοι, είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δύο έχουν από 50% έκαστος ένα οικόπεδο 1.000 τ.μ. σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 500 τ.μ., τότε είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου, δηλαδή η κατάτμησή του σε δύο ίσης αξίας και επιφανείας τμήματα, ώστε να δημιουργηθούν δύο καινούργια και διαφορετικά πλέον μεταξύ τους οικόπεδα των 500 τ.μ. έκαστο.
Η διανομή γίνεται με ειδικό συμβόλαιο που υπογράφεται σε συμβολαιογράφο και μεταγράφεται στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολόγιο. Παλαιότερα, ωστόσο, διαδεδομένη ήταν και η άτυπη, ή διά λόγου διανομή ενός ακινήτου. Ο γονέας δηλαδή όριζε προφορικώς το πώς θα διανεμηθεί ένα ακίνητο στα παιδιά του, ποιό τμήμα του κτήματος θα πάρει το κάθε παιδί και από εκείνη την στιγμή το κάθε παιδί άρχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του είχε δώσει ο γονέας του.
Σε μία τέτοια περίπτωση το κάθε παιδί δεν γινόταν κύριος του ακινήτου αμέσως, αλλά μόνο μετά την πάροδο είκοσι ετών, εφόσον συνέχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του έδωσε ο γονέας του μετά την διανομή, χωρίς να αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί του τμήματος αυτού από άλλον. Η κτήση κυριότητας με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή μετά από εικοσαετή απρόσκοπτη άσκηση νομής επί ενός τμήματος του μεγαλύτερου ακινήτου λέγεται χρησικτησία.
Στην υπ’ αριθ. 21/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί διαφωνίας μεταξύ των τέκνων της αρχικής ιδιοκτήτριας ενός αγροκτήματος 10 στρεμμάτων έξω από το Ρέθυμνο Κρήτης. Η ιδιοκτήτρια είχε αποβιώσει το 1932 και άφησε σύζυγο και οκτώ παιδιά. Το κτήμα συνέχισε να το καλλιεργεί ο σύζυγός της μέχρι το 1955, οπότε και το μοίρασε ατύπως στα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά του, ενώ στα άλλα τέσσερα παιδιά έδωσε άλλα ακίνητα.
Το κτήμα συνεπώς των 10 στρεμμάτων μετά την διά λόγου και όχι διά συμβολαίου διανομή πήγε σε τέσσερα παιδιά, τα οποία απέκτησαν κατ’ αρχάς συννομή επί του ακινήτου, από 1/4 έκαστο εξ αδιαιρέτου. Τα τρία παιδά μείνανε στην περιοχή και καλλιεργούσαν τμήμα του κοινού ακινήτου, ενώ το τέταρτο παιδί έφυγε από την Κρήτη, εξακολουθούσε όμως να έχει το 1/4 του ακινήτου. Μετά δε την πάροδο 20 ετών από την άτυπη διανομή, που έγινε το 1955, απέκτησε κυριότητα στο 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος.
Στην δεκαετία του 1980 και αφού ο πατέρας τους απεβίωσε το 1969, τα παιδιά που είχαν μείνει στο Ρέθυμνο αμφισβήτησαν ότι το παιδί που είχε φύγει είχε κυριότητα επί του ακινήτου και υποστήριξαν ότι το ακίνητο δεν είχε διανεμηθεί διά τέσσερα, αλλά διά τρία. Το τέταρτο παιδί άσκησε αγωγή στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 εξ αδιαιρέτου και ότι αυτό το εμπράγματο δικαίωμα το είχε αποκτήσει όχι με συμβόλαιο, αλλά με την από το 1955 διά λόγου άτυπη διανομή από τον πατέρα τους και με την εικοσαετή νομή που είχε ασκήσει από το 1955 μέχρι το 1975.
Τα άλλα τρία παιδιά, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι ο τέταρτος δεν είχε νομή στο ακίνητο μετά το 1955, αφού είχε φύγει από την Κρήτη. Ωστόσο, τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο έκριναν ότι το τέταρτο παιδί, παρά το ότι δεν ασκούσε αυτοπροσώπως νομή στο 1/4 του κτήματος, αφού είχε φύγει από την Κρήτη, είχε παρά ταύτα αποκτήσει με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή νομή, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, διότι μετά το 1955 και επί τουλάχιστον μία εικοσαετία είχε την πεποίθηση ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 και κανένας από τα άλλα τρία αδέλφια του δεν του είχε δηλώσει ρητώς ότι δεν εκμεταλλεύονται το κτήμα και για δικό του λογαριασμό.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ο κίνδυνος στην απογραφή κληρονομίας του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κληρονόμος δεν χρειάζεται να διενεργήσει απογραφή της κληρονομίας που λαμβάνει. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να εντοπίσει όλα τα κληρονομιαία στοιχεία, δηλαδή ακίνητα, τραπεζικές καταθέσεις, κινητά αξίας, αυτοκίνητα, σκάφη, μετοχές κλπ., (αλλά και χρέη), να υπολογίσει την αξία τους (αντικειμενική αξία για τα ακίνητα) και να τα δηλώσει στην εφορία, στην Δήλωση Φόρου Κληρονομίας.
Υπάρχουν όμως και εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο κληρονόμος πρέπει να διενεργήσει απογραφή. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα ή επ’ ωφελεία απογραφής. Εν συντομία, αποδοχή επ’ ωφελεία απογραφής σημαίνει ότι ο κληρονόμος δηλώνει προς τις αρχές (π.χ. εφορία) και προς πάντα έτερον ενδιαφερόμενο (π.χ. δανειστές του θανόντος), ότι αποδέχεται μεν την κληρονομία, μέχρις όμως του ενεργητικού αυτής. Εάν επομένως η κληρονομία έχει χρέη μεγαλύτερα από το ενεργητικό της, τότε ο κληρονόμος που απεδέχθη με απογραφή δεν υποχρεούται να πληρώσει τα χρέη που υπερβαίνουν το ενεργητικό.
Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος με απογραφή δεν θα ζημιωθεί από την κληρονομία που λαμβάνει. Είτε θα πληρώσει τα χρέη και μετά θα του μείνει και κάτι από την κληρονομία, είτε δεν θα του μείνει τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν θα ζημιωθεί πληρώνοντας μεγαλύτερα χρέη από το ενεργητικό της κληρονομίας που λαμβάνει.
Για να αποδείξει προς τις αρχές και τους πιστωτές του κληρονομουμένου ποιά είναι η ακριβής κατάσταση της κληρονομίας ο κληρονόμος είναι εκ του νόμου υποχρεωμένος να συντάξει απογραφή της κληρονομίας, δηλαδή να συγκεντρώσει αποδείξεις για το σύνολο του ενεγργητικού και του παθητικού της κληρονομίας και μάλιστα εντός τεσσάρων μηνών από τότε που απεδέχθη με απογραφή.
Η προθεσμία αυτή είναι τεράστιας σημασίας, διότι εάν ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή εντός της τετραμήνου προθεσμίας, τότε χάνει το ευεργέτημα της απογραφής και αναλαμβάνει υποχρεωτικώς όλα τα χρέη της κληρονομίας, έστω κι αν αυτά υπερκαλύπτουν το ενεργητικό. Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό μπορεί να αποβεί οδυνηρό για τον κληρονόμο, αφού εάν προλάβει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο θα αντιληφθεί ότι το ενεργητικό αξίζει π.χ. 50.000 ευρώ ενώ το παθητικό είναι 250.000 και θα αποφύγει την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από την τσέπη του.
Εάν αντιθέτως ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο, τότε θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη του θανόντος, δηλ. στο παράδειγμά μας θα ζημιωθεί κατά 200.000 ευρώ.
Η σύνταξη απογραφής, από πλευράς διαδικασίας, δεν είναι το απλούστερο πράγμα. Από την στιγμή που ο κληρονόμος δηλώσει επισήμως στο Πρωτοδικείο ότι αποδέχεται με απογραφή, πρέπει να καταθέσει αίτηση στο Ειρηνοδικείο, να συζητηθεί η υπόθεση και να εκδοθεί δικαστική απόφαση που να διατάσσει την απογραφή, σε συγκεκριμένο συμβολαιογράφο και με έναν ή δύο πραγματογνώμονες, που θα εκτιμήσουν την αξία των στοιχείων της κληρονομίας.
Ο κληρονόμος ακολούθως μεριμνά ώστε εγκαίρως να φθάσουν στα χέρια των πραγματογνωμόνων όλα τα έγγραφα που αποδεκνύουν ποιά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που άφησε ο κληρονομούμενος, αλλά και ποιά τα χρέη του. Αφού γίνει αυτό, ο συμβολαιογράφος συντάσει την απογραφή, στην σύνταξη της οποίας πρέπει να κληθεί και εκπρόσωπος της εφορίας.
Εάν ο κληρονόμος είναι ανήλικο τέκνο, κατά το νόμο κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, που σημαίνει ότι ένα ανήλικο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί να χρωστάει από μία κληρονομία που έλαβε. Ωστόσο και το ανήλικο έχει υποχρέωση να διενεργήσει απογραφή, όμως σε πολύ μεγαλύτερη προθεσμία, δηλαδή όχι εντός τετραμήνου, αλλά εντός ενός έτους από τότε που θα ενηλικιωθεί. Στην πράξη, την απογραφή του ανηλίκου διενεργούν οι γονείς του, ή όποιος έχει την γονική μέριμνα αυτού, εκτός εάν την διενεργήσει το ίδιο το παιδί, εντός έτους από τότε που θα γίνει πλήρως ικανό προς δικαιοπραξία, δηλ. από την ενηλικίωσή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Υπάρχουν όμως και εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο κληρονόμος πρέπει να διενεργήσει απογραφή. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα ή επ’ ωφελεία απογραφής. Εν συντομία, αποδοχή επ’ ωφελεία απογραφής σημαίνει ότι ο κληρονόμος δηλώνει προς τις αρχές (π.χ. εφορία) και προς πάντα έτερον ενδιαφερόμενο (π.χ. δανειστές του θανόντος), ότι αποδέχεται μεν την κληρονομία, μέχρις όμως του ενεργητικού αυτής. Εάν επομένως η κληρονομία έχει χρέη μεγαλύτερα από το ενεργητικό της, τότε ο κληρονόμος που απεδέχθη με απογραφή δεν υποχρεούται να πληρώσει τα χρέη που υπερβαίνουν το ενεργητικό.
Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος με απογραφή δεν θα ζημιωθεί από την κληρονομία που λαμβάνει. Είτε θα πληρώσει τα χρέη και μετά θα του μείνει και κάτι από την κληρονομία, είτε δεν θα του μείνει τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν θα ζημιωθεί πληρώνοντας μεγαλύτερα χρέη από το ενεργητικό της κληρονομίας που λαμβάνει.
Για να αποδείξει προς τις αρχές και τους πιστωτές του κληρονομουμένου ποιά είναι η ακριβής κατάσταση της κληρονομίας ο κληρονόμος είναι εκ του νόμου υποχρεωμένος να συντάξει απογραφή της κληρονομίας, δηλαδή να συγκεντρώσει αποδείξεις για το σύνολο του ενεγργητικού και του παθητικού της κληρονομίας και μάλιστα εντός τεσσάρων μηνών από τότε που απεδέχθη με απογραφή.
Η προθεσμία αυτή είναι τεράστιας σημασίας, διότι εάν ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή εντός της τετραμήνου προθεσμίας, τότε χάνει το ευεργέτημα της απογραφής και αναλαμβάνει υποχρεωτικώς όλα τα χρέη της κληρονομίας, έστω κι αν αυτά υπερκαλύπτουν το ενεργητικό. Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό μπορεί να αποβεί οδυνηρό για τον κληρονόμο, αφού εάν προλάβει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο θα αντιληφθεί ότι το ενεργητικό αξίζει π.χ. 50.000 ευρώ ενώ το παθητικό είναι 250.000 και θα αποφύγει την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από την τσέπη του.
Εάν αντιθέτως ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο, τότε θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη του θανόντος, δηλ. στο παράδειγμά μας θα ζημιωθεί κατά 200.000 ευρώ.
Η σύνταξη απογραφής, από πλευράς διαδικασίας, δεν είναι το απλούστερο πράγμα. Από την στιγμή που ο κληρονόμος δηλώσει επισήμως στο Πρωτοδικείο ότι αποδέχεται με απογραφή, πρέπει να καταθέσει αίτηση στο Ειρηνοδικείο, να συζητηθεί η υπόθεση και να εκδοθεί δικαστική απόφαση που να διατάσσει την απογραφή, σε συγκεκριμένο συμβολαιογράφο και με έναν ή δύο πραγματογνώμονες, που θα εκτιμήσουν την αξία των στοιχείων της κληρονομίας.
Ο κληρονόμος ακολούθως μεριμνά ώστε εγκαίρως να φθάσουν στα χέρια των πραγματογνωμόνων όλα τα έγγραφα που αποδεκνύουν ποιά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που άφησε ο κληρονομούμενος, αλλά και ποιά τα χρέη του. Αφού γίνει αυτό, ο συμβολαιογράφος συντάσει την απογραφή, στην σύνταξη της οποίας πρέπει να κληθεί και εκπρόσωπος της εφορίας.
Εάν ο κληρονόμος είναι ανήλικο τέκνο, κατά το νόμο κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, που σημαίνει ότι ένα ανήλικο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί να χρωστάει από μία κληρονομία που έλαβε. Ωστόσο και το ανήλικο έχει υποχρέωση να διενεργήσει απογραφή, όμως σε πολύ μεγαλύτερη προθεσμία, δηλαδή όχι εντός τετραμήνου, αλλά εντός ενός έτους από τότε που θα ενηλικιωθεί. Στην πράξη, την απογραφή του ανηλίκου διενεργούν οι γονείς του, ή όποιος έχει την γονική μέριμνα αυτού, εκτός εάν την διενεργήσει το ίδιο το παιδί, εντός έτους από τότε που θα γίνει πλήρως ικανό προς δικαιοπραξία, δηλ. από την ενηλικίωσή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
How to obtain a Greek passport By Christos Iliopoulos
Up to the 60’s a Greek passport could be legally issued not only to citizens of Greece, registered in Greece, but also to persons who were only registered with Consulates of Greece around the world, even if they were not properly registered in Greece. That way, many people of Greek origin from Turkey, Lebanon, Egypt, the Middle East in general, or many other countries (Brazil, Argentina etc.), were granted Greek passports, because they were registered with their local Greek Consulate.
Today, however, a Greek passport is issued only to Greek citizens properly registered with a local municipality (Demos) anywhere in Greece. A person registered in the consular records of a Greek Consulate, who is not registered with a municipality in Greece, can’t obtain a Greek passport, even if that person legally held a Greek passport many years ago.
A proper registration in Greece is only with the Demotologion (main book of citizens for men and women) and with the Mitroon Arenon (male registry, connected to the army records, only for men). The registration at the Lixiarheeon does not necessarily grant the Greek citizenship, because a registration at the Lixiarheeon is done for every child born in Greece, even if that child is not entitled to the Greek citizenship.
So, all children born in Greece, irrespective of the citizenship of their parents, are registered with the Lixiarheeon. In other words, the child of foreign parents, who happens to be born in Greece, is registered at the Lixiarheeon, but not at the Demotologion, because the Demotologion is for the Greek citizens only. Being registered with the Lixiarheeon does not necessarily give you the Greek citizenship. It merely proves that you were born in Greece, but not that you are a Greek citizen.
This distinction arises from the fact that the law in Greece grants the Greek citizenship to the children of Greek citizens (wherever in the world these children may be born), and not to the children who are born in Greece, to non-Greek parents.
If someone, who was born outside of Greece, wants to obtain the Greek passport (which is also a European passport), he/she must find the record of at least one parent or grandparent (in some cases, even great grandparent) born in Greece and/or registered with the Demotologion or with the Mitroon Arenon at a Greek municipality.
Such registration is the starting point for everyone who wants to claim the Greek citizenship according to the easier and more straightforward procedure. The applicant must be able to obtain a recent certified copy of the ancestor’s registration from the municipality. If we do not know whether the ancestor is registered with the Demotologion and/or with the Mitroon Arenon or not, a search must be done to locate the old records. In order to make that search, me must know the ancestor’s (parent or grandparent, most likely) a) name, b) surname, c) father’s name, d) mother’s name if possible, e) place of birth in Greece, as accurately as possible and f) year of birth in Greece, at least approximately.
If we manage to find the ancestor’s municipal record, we then need to have the ancestor’s official marriage certificate (in some case, with Apostille, a very specific government certification), the birth of his/her child and so on, until we reach the birth of the present applicant.
If, on the other hand, someone can’t trace his family’s records with a Greek municipality, despite the fact that he/she is clearly of Greek origin, that person can’t file under the easier procedure, but he/she can still file for naturalization.
The naturalization application, if successful, will grant the same type of Greek citizenship to the applicant, with full rights in Greece and all over the European Union countries. Under this process, the applicant is not required to have all the birth and marriage certificates, from his/her ancestor up to the present day, as it is required in the first option. The applicant, however, must be able to speak some Greek (the more fluent you are, the more chances you have), as well as to demonstrate to the Greek Consul that the applicant follows Greek traditions, knows a bit of Greek history, has at least a limited knowledge of modern Greece and that generally he/she feels Greek.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Today, however, a Greek passport is issued only to Greek citizens properly registered with a local municipality (Demos) anywhere in Greece. A person registered in the consular records of a Greek Consulate, who is not registered with a municipality in Greece, can’t obtain a Greek passport, even if that person legally held a Greek passport many years ago.
A proper registration in Greece is only with the Demotologion (main book of citizens for men and women) and with the Mitroon Arenon (male registry, connected to the army records, only for men). The registration at the Lixiarheeon does not necessarily grant the Greek citizenship, because a registration at the Lixiarheeon is done for every child born in Greece, even if that child is not entitled to the Greek citizenship.
So, all children born in Greece, irrespective of the citizenship of their parents, are registered with the Lixiarheeon. In other words, the child of foreign parents, who happens to be born in Greece, is registered at the Lixiarheeon, but not at the Demotologion, because the Demotologion is for the Greek citizens only. Being registered with the Lixiarheeon does not necessarily give you the Greek citizenship. It merely proves that you were born in Greece, but not that you are a Greek citizen.
This distinction arises from the fact that the law in Greece grants the Greek citizenship to the children of Greek citizens (wherever in the world these children may be born), and not to the children who are born in Greece, to non-Greek parents.
If someone, who was born outside of Greece, wants to obtain the Greek passport (which is also a European passport), he/she must find the record of at least one parent or grandparent (in some cases, even great grandparent) born in Greece and/or registered with the Demotologion or with the Mitroon Arenon at a Greek municipality.
Such registration is the starting point for everyone who wants to claim the Greek citizenship according to the easier and more straightforward procedure. The applicant must be able to obtain a recent certified copy of the ancestor’s registration from the municipality. If we do not know whether the ancestor is registered with the Demotologion and/or with the Mitroon Arenon or not, a search must be done to locate the old records. In order to make that search, me must know the ancestor’s (parent or grandparent, most likely) a) name, b) surname, c) father’s name, d) mother’s name if possible, e) place of birth in Greece, as accurately as possible and f) year of birth in Greece, at least approximately.
If we manage to find the ancestor’s municipal record, we then need to have the ancestor’s official marriage certificate (in some case, with Apostille, a very specific government certification), the birth of his/her child and so on, until we reach the birth of the present applicant.
If, on the other hand, someone can’t trace his family’s records with a Greek municipality, despite the fact that he/she is clearly of Greek origin, that person can’t file under the easier procedure, but he/she can still file for naturalization.
The naturalization application, if successful, will grant the same type of Greek citizenship to the applicant, with full rights in Greece and all over the European Union countries. Under this process, the applicant is not required to have all the birth and marriage certificates, from his/her ancestor up to the present day, as it is required in the first option. The applicant, however, must be able to speak some Greek (the more fluent you are, the more chances you have), as well as to demonstrate to the Greek Consul that the applicant follows Greek traditions, knows a bit of Greek history, has at least a limited knowledge of modern Greece and that generally he/she feels Greek.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Προσωποκράτηση εμπόρων και αδυναμία εκπληρώσεως του Χρήστου Ηλιόπουλου
Αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα η οικονομική κρίση, που πλήττει, λίγο ή πολύ, σχεδόν κάθε γωνιά του πλανήτη. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, αν και κατά τα φαινόμενα, η χώρα μας δεν είναι από εκείνες που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
Αποτέλεσμα της κρίσης είναι η αύξηση των περιπτώσεων αδυναμίας εκ μέρους πολλών εμπόρων και επιχειρηματιών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτό αποδεικνύεται με γεγονότα όπως η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών, των κατασχέσεων/πλειστηριασμών, αλλά και η καταγγελία δανειστικών συμβάσεων επιχειρήσεων λόγω μη πληρωμής των δόσεων ή μη καλύψεως του αλληλόχρεου λογαριασμού με την τράπεζα.
Κατά το νόμο στην Ελλάδα, ένας έμπορος που δεν πληρώνει εμπροθέσμως μπορεί να υποβληθεί σε προσωπική κράτηση. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διατάξεως έχει τελευταίως αμφισβητηθεί λόγω της εφαρμογής του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ.
Το Σύμφωνο αυτό ορίζει ότι κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικώς λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση. Πολύ απλά, αυτό σημαίνει ότι ένας έμπορος μπορεί να αποφύγει την προσωπική κράτηση, εάν αποδείξει στο δικαστήριο ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του επειδή έχει αντικειμενική αδυναμία να πληρώσει και όχι επειδή δύναται να πληρώσει, αλλά επιλέγει να μην το κάνει.
Οι έννοιες είναι πολύ λεπτές. Τι σημαίνει αδυναμία να εκπληρώσεις συμβατική υποχρέωση; Κάθε έμπορος που δεν πληρώνει μπορεί να ισχυρισθεί αδυναμία για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Αδυναμία σημαίνει ότι πρέπει το δικαστήριο να πεισθεί ότι ο έμπορος έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων, ενεργών καλοπίστως και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, αλλά αδυνατεί αντικειμενικώς να πληρώσει.
Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας εκπληρώσεως, ώστε να αποφευγθεί η προσωποκράτηση, πρέπει να υποβληθεί με ένσταση του εναγομένου και πρέπει να αποδειχθεί από τον ίδιο. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1011/2007 απόφασή του έκρινε ότι η αδυναμία εκπληρώσεως του εμπόρου, για να τον γλυτώσει από την φυλακή, δεν χρειάζεται να είναι ανυπαίτια. Ακόμα δηλαδή και από δική του υπαιτιότητα, έλλειψη προσοχής και επιμέλειας, από κακή κρίση, εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών ή από υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της επιχειρήσεώς του ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία, πάλι μπορεί να απαλλαγεί της προσωποκρατήσεως.
Ωστόσο, δεν γλυτώνει την προσωπική κράτηση εάν αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο έμπορος σκοπίμως και δολίως έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση αδυναμίας ακριβώς για να μην πληρώσει τα χρέη του. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι ο έμπορος περιήλθε σε πραγματική αδυναμία εκπληρώσεως, αλλά αυτό δεν συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης, ούτε λόγω απρόβλεπτων γεγονότων, ούτε καν από δικές του απερίσκεπτες ενέργειες κατά την άσκηση της εμπορίας του, αλλά ειδικώς επειδή ο ίδιος δολίως κατέστησε τον εαυτό του οικονομικά αδύναμο, ώστε να αποκτήσει το νομικό αυτό επιχείρημα και να αποφύγει την προσωποκράτηση.
Γίνεται αντιληπτό ότι συχνά τα όρια αποδείξεως είναι δυσδιάκριτα, ενάμεσα στο αν ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως υπαιτίως μεν, δηλ. από δικές του εσφαλμένες εμπορικές κινήσεις, αλλά όχι δολίως, δηλ. όχι ότι επίτηδες θέλησε την οικονομική του αδυναμία ώστε να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο για να αποφύγει τις βαρύτατες συνέπειες της κράτησης στην φυλακή λόγω εμπορικών χρεών.
Πάντως, ο Άρειος Πάγος στην ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο είχε κάνει λάθος με το να αξιώσει από τον έμπορο την απόδειξη της ανυπαίτιας αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, καθότι ο νόμος (το Διεθνές Σύμφωνο εν προκειμένω, που στην Ελλάδα υπερισχύει των απλών νόμων), αξιώνει μόνο αδυναμία εκπληρώσεως, χωρίς να απαιτεί η αδυναμία αυτή να είναι και ανυπαίτια για τον έμπορο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Αποτέλεσμα της κρίσης είναι η αύξηση των περιπτώσεων αδυναμίας εκ μέρους πολλών εμπόρων και επιχειρηματιών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτό αποδεικνύεται με γεγονότα όπως η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών, των κατασχέσεων/πλειστηριασμών, αλλά και η καταγγελία δανειστικών συμβάσεων επιχειρήσεων λόγω μη πληρωμής των δόσεων ή μη καλύψεως του αλληλόχρεου λογαριασμού με την τράπεζα.
Κατά το νόμο στην Ελλάδα, ένας έμπορος που δεν πληρώνει εμπροθέσμως μπορεί να υποβληθεί σε προσωπική κράτηση. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διατάξεως έχει τελευταίως αμφισβητηθεί λόγω της εφαρμογής του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ.
Το Σύμφωνο αυτό ορίζει ότι κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικώς λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση. Πολύ απλά, αυτό σημαίνει ότι ένας έμπορος μπορεί να αποφύγει την προσωπική κράτηση, εάν αποδείξει στο δικαστήριο ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του επειδή έχει αντικειμενική αδυναμία να πληρώσει και όχι επειδή δύναται να πληρώσει, αλλά επιλέγει να μην το κάνει.
Οι έννοιες είναι πολύ λεπτές. Τι σημαίνει αδυναμία να εκπληρώσεις συμβατική υποχρέωση; Κάθε έμπορος που δεν πληρώνει μπορεί να ισχυρισθεί αδυναμία για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Αδυναμία σημαίνει ότι πρέπει το δικαστήριο να πεισθεί ότι ο έμπορος έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων, ενεργών καλοπίστως και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, αλλά αδυνατεί αντικειμενικώς να πληρώσει.
Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας εκπληρώσεως, ώστε να αποφευγθεί η προσωποκράτηση, πρέπει να υποβληθεί με ένσταση του εναγομένου και πρέπει να αποδειχθεί από τον ίδιο. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1011/2007 απόφασή του έκρινε ότι η αδυναμία εκπληρώσεως του εμπόρου, για να τον γλυτώσει από την φυλακή, δεν χρειάζεται να είναι ανυπαίτια. Ακόμα δηλαδή και από δική του υπαιτιότητα, έλλειψη προσοχής και επιμέλειας, από κακή κρίση, εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών ή από υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της επιχειρήσεώς του ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία, πάλι μπορεί να απαλλαγεί της προσωποκρατήσεως.
Ωστόσο, δεν γλυτώνει την προσωπική κράτηση εάν αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο έμπορος σκοπίμως και δολίως έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση αδυναμίας ακριβώς για να μην πληρώσει τα χρέη του. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι ο έμπορος περιήλθε σε πραγματική αδυναμία εκπληρώσεως, αλλά αυτό δεν συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης, ούτε λόγω απρόβλεπτων γεγονότων, ούτε καν από δικές του απερίσκεπτες ενέργειες κατά την άσκηση της εμπορίας του, αλλά ειδικώς επειδή ο ίδιος δολίως κατέστησε τον εαυτό του οικονομικά αδύναμο, ώστε να αποκτήσει το νομικό αυτό επιχείρημα και να αποφύγει την προσωποκράτηση.
Γίνεται αντιληπτό ότι συχνά τα όρια αποδείξεως είναι δυσδιάκριτα, ενάμεσα στο αν ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως υπαιτίως μεν, δηλ. από δικές του εσφαλμένες εμπορικές κινήσεις, αλλά όχι δολίως, δηλ. όχι ότι επίτηδες θέλησε την οικονομική του αδυναμία ώστε να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο για να αποφύγει τις βαρύτατες συνέπειες της κράτησης στην φυλακή λόγω εμπορικών χρεών.
Πάντως, ο Άρειος Πάγος στην ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο είχε κάνει λάθος με το να αξιώσει από τον έμπορο την απόδειξη της ανυπαίτιας αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, καθότι ο νόμος (το Διεθνές Σύμφωνο εν προκειμένω, που στην Ελλάδα υπερισχύει των απλών νόμων), αξιώνει μόνο αδυναμία εκπληρώσεως, χωρίς να απαιτεί η αδυναμία αυτή να είναι και ανυπαίτια για τον έμπορο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ελευθερία του τύπου ή εξύβριση; του Χρήστου Ηλιόπουλου
Εάν ένα έντυπο δημοσιεύσει άποψη δημοσιογράφου ότι ένας δικαστής είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβιάζει τον όρκο του» αποτελεί νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης διά του τύπου ή παράνομη πράξη, δηλ. εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση; Για τις εκφράσεις αυτές δημοσιογράφος επαρχιακής εφημερίδος καταδικάσθηκε πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, αλλά και από τον Άρειο Πάγο, προσέφυγε όμως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαιώθηκε.
Η αδελφή της δημοσιογράφου, εμπλακείσα σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατηγορήθηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στην προανάκριση ο Ειρηνοδίκης την κάλεσε να απολογηθεί σε λάθος διεύθυνση, ενώ αυτή ήταν γνωστής διευθύνσεως, με αποτέλεσμα να μην λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, ούτε να απολογηθεί, πράγμα που της στέρησε κάποια δικαιώματα υπερασπίσεως.
Η αδελφή της, δημοσιογράφος στον τοπικό τύπο, σε άρθρο της αποκάλεσε τον Ειρηνοδίκη «καραγκιόζη» και σχολίασε γι’ αυτόν ότι «παραβίασε τον όρκο του». Ο Ειρηνοδίκης υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και η δημοσιογράφος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 20 μηνών με αναστολή, με δικαστική απόφαση που επεκυρώθη και από το Εφετείο. Ο Άρειος Πάγος, στον οποίο η καταδικασθείσα δημοσιογράφος άσκησε αναίρεση, ανήρεσε την καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή το Εφετείο δεν εξήτασε εάν τα καταγγελθέντα από την δημοσιογράφο ήταν αληθή ή όχι, ούτε ερεύνησε εάν η καταδικασθείσα είχε πρόθεση ή όχι να τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως.
Το Εφετείο, στο οποίο ανεπέμφθη η υπόθεση, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της ότι τα γεγονότα που έγραψε ήταν αληθή και άρα δεν μπορούσε να καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμιση. Την κατεδίκασε ωστόσο για εξύβριση σε ένα χρόνο φυλάκιση με αναστολή, με το σκεπτικό ότι οι φράσεις που χρησιμοπιοήσε κατά του δικαστού ήταν προδήλως υβριστικές και φανέρωναν περιφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του μηνυτού.
Η δημοσιογράφος προσέφυγε εκ νέου στον Άρειο Πάγο, ο οποίος όμως απέρριψε την αναίρεσή της και επεκύρωσε την καταδίκη της για εξύβριση.
Ακολούθως, η δημοσιογράφος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της ότι στην Ελλάδα τα δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Ωστόσο, επί της δευτέρου ισχυρισμού της, ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, δηλ. το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτό εξειδικεύεται από την ελευθερία του τύπου, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται φυσικά ότι περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης μπορούν να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εάν διεκυβεύονται μεγαλύτερης σημασίας δικαιώματα, όπως π.χ. εκείνο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις επιβολής ποινών για αδικήματα τελεσθέντα διά του τύπου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η φύση και η βαρύτητα των ποινών πρέπει να συνυπολογίζονται ώστε να εκτιμάται εάν η τιμωρία ήταν ανάλογη της βαρύτητος του αδικήματος. Το ίδιο Δικαστήριο προχώρησε σε μία ελαφρώς περίεργη σκέψη, λέγοντας ότι θεωρεί ότι η επιβολή ποινής φυλακίσεως για αδίκημα που διαπράχθηκε διά του τύπου δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, παρά μόνο υπό τις εξαιρετικές συνθήκες όταν διά του τύπου προσβάλλονται σοβαρά άλλα δικαιώματα, όπως στην περίπτωση της διάδοσης μίας ομιλίας μίσους ή όταν γίνεται διά του τύπου προτροπή στην βία.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δηλαδή δεν πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να επιβάλλεται ποινική τιμωρία (φυλάκιση) στους παραβάτες δημοσιογράφους, παρά μόνο αστικής φύσεως κυρώσεις, δηλ. αγωγές αποζημιώσεως. Η σκέψη αυτή μπορεί να σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν θα πρέπει κάποιος να καταδικάζεται σε φυλάκιση εάν συκοφαντεί διά του τύπου και ότι η μόνη κύρωση που θα πρέπει να του επιβάλλεται είναι η αστική αποζημίωση υπέρ του συκοφαντηθέντος από τον δημοσιογράφο. Είναι αμφίβολο εάν μία τέτοια σκέψη μπορεί να γίνει δεκτή από το νομικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη και συνταγματική η ποινική τιμωρία όποιου αποδεικνύεται ότι συκοφάντησε κάποιον άλλον διά του τύπου.
Αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υιοθέτησε μία τόσο ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος στην ελευθερία εκφράσεως προχώρησε και στην καταδίκη της Ελλαδος, για παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, επειδή τα δικαστήρια της χώρας καταδίκασαν για εξύβριση μία δημοσιογράφο που έγραψε για έναν δικαστή ότι είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Το Δικαστήριο ανεγνώρισε δικαίωμα αποζημίωσεως στην δημοσιογράφο ποσού 7.000 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Η αδελφή της δημοσιογράφου, εμπλακείσα σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατηγορήθηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στην προανάκριση ο Ειρηνοδίκης την κάλεσε να απολογηθεί σε λάθος διεύθυνση, ενώ αυτή ήταν γνωστής διευθύνσεως, με αποτέλεσμα να μην λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, ούτε να απολογηθεί, πράγμα που της στέρησε κάποια δικαιώματα υπερασπίσεως.
Η αδελφή της, δημοσιογράφος στον τοπικό τύπο, σε άρθρο της αποκάλεσε τον Ειρηνοδίκη «καραγκιόζη» και σχολίασε γι’ αυτόν ότι «παραβίασε τον όρκο του». Ο Ειρηνοδίκης υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και η δημοσιογράφος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 20 μηνών με αναστολή, με δικαστική απόφαση που επεκυρώθη και από το Εφετείο. Ο Άρειος Πάγος, στον οποίο η καταδικασθείσα δημοσιογράφος άσκησε αναίρεση, ανήρεσε την καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή το Εφετείο δεν εξήτασε εάν τα καταγγελθέντα από την δημοσιογράφο ήταν αληθή ή όχι, ούτε ερεύνησε εάν η καταδικασθείσα είχε πρόθεση ή όχι να τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως.
Το Εφετείο, στο οποίο ανεπέμφθη η υπόθεση, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της ότι τα γεγονότα που έγραψε ήταν αληθή και άρα δεν μπορούσε να καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμιση. Την κατεδίκασε ωστόσο για εξύβριση σε ένα χρόνο φυλάκιση με αναστολή, με το σκεπτικό ότι οι φράσεις που χρησιμοπιοήσε κατά του δικαστού ήταν προδήλως υβριστικές και φανέρωναν περιφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του μηνυτού.
Η δημοσιογράφος προσέφυγε εκ νέου στον Άρειο Πάγο, ο οποίος όμως απέρριψε την αναίρεσή της και επεκύρωσε την καταδίκη της για εξύβριση.
Ακολούθως, η δημοσιογράφος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της ότι στην Ελλάδα τα δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Ωστόσο, επί της δευτέρου ισχυρισμού της, ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, δηλ. το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτό εξειδικεύεται από την ελευθερία του τύπου, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται φυσικά ότι περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης μπορούν να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εάν διεκυβεύονται μεγαλύτερης σημασίας δικαιώματα, όπως π.χ. εκείνο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις επιβολής ποινών για αδικήματα τελεσθέντα διά του τύπου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η φύση και η βαρύτητα των ποινών πρέπει να συνυπολογίζονται ώστε να εκτιμάται εάν η τιμωρία ήταν ανάλογη της βαρύτητος του αδικήματος. Το ίδιο Δικαστήριο προχώρησε σε μία ελαφρώς περίεργη σκέψη, λέγοντας ότι θεωρεί ότι η επιβολή ποινής φυλακίσεως για αδίκημα που διαπράχθηκε διά του τύπου δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, παρά μόνο υπό τις εξαιρετικές συνθήκες όταν διά του τύπου προσβάλλονται σοβαρά άλλα δικαιώματα, όπως στην περίπτωση της διάδοσης μίας ομιλίας μίσους ή όταν γίνεται διά του τύπου προτροπή στην βία.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δηλαδή δεν πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να επιβάλλεται ποινική τιμωρία (φυλάκιση) στους παραβάτες δημοσιογράφους, παρά μόνο αστικής φύσεως κυρώσεις, δηλ. αγωγές αποζημιώσεως. Η σκέψη αυτή μπορεί να σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν θα πρέπει κάποιος να καταδικάζεται σε φυλάκιση εάν συκοφαντεί διά του τύπου και ότι η μόνη κύρωση που θα πρέπει να του επιβάλλεται είναι η αστική αποζημίωση υπέρ του συκοφαντηθέντος από τον δημοσιογράφο. Είναι αμφίβολο εάν μία τέτοια σκέψη μπορεί να γίνει δεκτή από το νομικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη και συνταγματική η ποινική τιμωρία όποιου αποδεικνύεται ότι συκοφάντησε κάποιον άλλον διά του τύπου.
Αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υιοθέτησε μία τόσο ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος στην ελευθερία εκφράσεως προχώρησε και στην καταδίκη της Ελλαδος, για παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, επειδή τα δικαστήρια της χώρας καταδίκασαν για εξύβριση μία δημοσιογράφο που έγραψε για έναν δικαστή ότι είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Το Δικαστήριο ανεγνώρισε δικαίωμα αποζημίωσεως στην δημοσιογράφο ποσού 7.000 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ακύρωση πώληση ακινήτου λόγω ανικανότητος του Χρήστου Ηλιόπουλου
Ένα συμβόλαιο πωλήσεως ακινήτου μπορεί να ακυρωθεί εάν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη (πωλητής ή αγοραστής) δεν είχε ικανότητα να υπογράψει. Κατά το νόμο που ισχύει στην Ελλάδα, η δήλωση βουλήσεως, (π.χ. ότι κάποιος πωλεί το ακίνητό του), είναι άκυρη, εάν κατά το χρόνο που έγινε (όταν υπεγράφη το συμβόλαιο) ο πωλητής βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του.
Μπορεί συνεπώς να κριθεί από το δικαστήριο ότι είναι άκυρη η πώληση, εάν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο της υπογραφής του συμβολαίου μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο δηλών (π.χ. πωλητής), λόγω ασθενείας, δεν είχε έλλογη κρίση, που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε, αλλά και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτήν.
Στην υπ’ αριθ. 223/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί αγωγής που άσκησε ο αδελφή μίας γυναίκας που το 2001 είχε πωλήσει ένα διαμέρισμά της στα Χανιά. Η αγωγή υπεβλήθη με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω συμβολαίου πωλήσεως, διότι η πωλήτρια δεν είχε κατά τον χρόνο της πωλήσεως ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Το διαμέρισμα πωλήθηκε με αληθινό τίμημα 23.000.000 δρχ., ενώ η αντικειμενική του αξία ήταν 30.270.000 δρχ. και η πραγματική αγοραία ήταν 55.000.000 δρχ. Η πωλήτρια διεγνώσθη ότι έπασχε από ανίατη παρανοειδή σχιζοθυμική ψύχωση, εξ αιτίας της οποίας βρισκόταν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και έντονη φαρμακευτική αγωγή, είχε επανειλημμένως νοσηλευθεί σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε κριθεί από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ Χανίων ασφαλιστικώς ανάπηρη σε ποσοστό 67%.
Από τότε που διεγνώσθη η νόσος της έπαυσε να εργάζεται και κατοικούσε σε ιδιόκτητη κατοικία στα Χανιά, βοηθούμενη από τις αδελφές της και από οικιακές βοηθούς.
Εξάλλου, μετά την πώληση, που έγινε το 2001, η γυναίκα αυτή (πωλήτρια) τέθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων υπό δικαστική συμπαράσταση, δηλαδή ορίσθηκε δικαστικός συμπαραστάτης της η αδελφή της, με εξουσία να διενεργεί αυτή όλες τις συναλλαγές για λογαρισμό της ανίκανης προς δικαιοπραξία αδελφής της.
Αφού διεπιστώθησαν όλα τα παραπάνω, το δικαστήριο έκρινε ότι η πωλήτρια κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου το 2001 έπασχε από ψυχοδιανοητική νόσο, η οποία επέφερε σημαντικό περιορισμό στην έλλογη κρίση της και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεώς της με λογικούς υπολογισμούς και συνεπώς αυτή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της πωλήσεως, καθώς και τις συνέπειες αυτής.
Για τον λόγο αυτόν το Εφετείο έκρινε ότι η σύμβαση πωλήσεως του διαμερίσματος είναι άκυρη, λόγω ανικανότητος της πωλήτριας, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή ακυρώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για την ακύρωση της πωλήσεως, που είχε ασκήσει η αδελφή, δικαστική συμπαραστάτης της πωλήτριας, στο όνομα της τελευταίας. Η σχετική αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου, που ασκήθηκε στον Άρειο Πάγο, απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η απόφαση του Εφετείου είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Μπορεί συνεπώς να κριθεί από το δικαστήριο ότι είναι άκυρη η πώληση, εάν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο της υπογραφής του συμβολαίου μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο δηλών (π.χ. πωλητής), λόγω ασθενείας, δεν είχε έλλογη κρίση, που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε, αλλά και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτήν.
Στην υπ’ αριθ. 223/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί αγωγής που άσκησε ο αδελφή μίας γυναίκας που το 2001 είχε πωλήσει ένα διαμέρισμά της στα Χανιά. Η αγωγή υπεβλήθη με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω συμβολαίου πωλήσεως, διότι η πωλήτρια δεν είχε κατά τον χρόνο της πωλήσεως ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Το διαμέρισμα πωλήθηκε με αληθινό τίμημα 23.000.000 δρχ., ενώ η αντικειμενική του αξία ήταν 30.270.000 δρχ. και η πραγματική αγοραία ήταν 55.000.000 δρχ. Η πωλήτρια διεγνώσθη ότι έπασχε από ανίατη παρανοειδή σχιζοθυμική ψύχωση, εξ αιτίας της οποίας βρισκόταν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και έντονη φαρμακευτική αγωγή, είχε επανειλημμένως νοσηλευθεί σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε κριθεί από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ Χανίων ασφαλιστικώς ανάπηρη σε ποσοστό 67%.
Από τότε που διεγνώσθη η νόσος της έπαυσε να εργάζεται και κατοικούσε σε ιδιόκτητη κατοικία στα Χανιά, βοηθούμενη από τις αδελφές της και από οικιακές βοηθούς.
Εξάλλου, μετά την πώληση, που έγινε το 2001, η γυναίκα αυτή (πωλήτρια) τέθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων υπό δικαστική συμπαράσταση, δηλαδή ορίσθηκε δικαστικός συμπαραστάτης της η αδελφή της, με εξουσία να διενεργεί αυτή όλες τις συναλλαγές για λογαρισμό της ανίκανης προς δικαιοπραξία αδελφής της.
Αφού διεπιστώθησαν όλα τα παραπάνω, το δικαστήριο έκρινε ότι η πωλήτρια κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου το 2001 έπασχε από ψυχοδιανοητική νόσο, η οποία επέφερε σημαντικό περιορισμό στην έλλογη κρίση της και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεώς της με λογικούς υπολογισμούς και συνεπώς αυτή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της πωλήσεως, καθώς και τις συνέπειες αυτής.
Για τον λόγο αυτόν το Εφετείο έκρινε ότι η σύμβαση πωλήσεως του διαμερίσματος είναι άκυρη, λόγω ανικανότητος της πωλήτριας, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή ακυρώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για την ακύρωση της πωλήσεως, που είχε ασκήσει η αδελφή, δικαστική συμπαραστάτης της πωλήτριας, στο όνομα της τελευταίας. Η σχετική αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου, που ασκήθηκε στον Άρειο Πάγο, απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η απόφαση του Εφετείου είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, April 27, 2009
Αποζημίωση για ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στην Ελλάδα περισσότερο, δυστυχώς, από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία), στα αυτοκινητικά δυστυχήματα χάνονται πολλές ανθρώπινες ζωές. Ειδικώς, κάθε χρόνο στον ακήρυχτο πόλεμο της Ελλάδος σκοτώνονται περίπου 2.000 άνθρωποι (!) στην άσφαλτο, ενώ αρκετές χιλιάδες τραυματίζονται σοβαρά και πολλοί μένουν ανάπηροι.
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)