Friday, May 12, 2017

Αλλοδαπή δικαστική απόφαση μπορεί να ισχύσει στην Ελλάδα Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

Αλλοδαπή δικαστική απόφαση μπορεί να ισχύσει στην Ελλάδα Του Χρήστου Ηλιόπουλου* Πολλές φορές ομογενείς που έχουν στα χέρια τους μία δικαστική απόφαση από χώρα του εξωτερικού, όπως είναι και ο Καναδάς, χρειάζονται η εν λόγω αλλοδαπή απόφαση να ισχύσει και στην Ελλάδα. Αυτό είναι συχνά αναγκαίο εάν επί παραδείγματι η δικαστική απόφαση αφορά χρηματική οφειλή του Α προς τον Β, η οποία έχει επικυρωθεί με δικαστική απόφαση στον Καναδά, αλλά ο Α, που είναι ο οφειλέτης, δεν έχει περιουσία στον Καναδά, έχει όμως στην Ελλάδα. Η απόφαση πρέπει τότε να αποκτήσει νομική ισχύ στην Ελλάδα, ώστε μετά να γίνει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί περιουσιακών στοιχείων που έχει ο Α στην Ελλάδα, όπως ακίνητα ή τραπεζικούς λογαριασμούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ικανοποιηθεί η εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο (δικαστική απόφαση) απαίτηση του Β. Μία άλλη πολύ συχνή περίπτωση είναι η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που λύει τον γάμο μεταξύ δύο προσώπων, που μπορεί να είχαν παντρευτεί στην Ελλάδα ή στον Καναδά. Η απόφαση διαζυγίου του καναδικού δικαστηρίου πρέπει να καταχωρηθεί και στο δημοτολόγιο στην οικογενειακή μερίδα του Έλληνα πρώην συζύγου, είτε διότι αυτός θέλει μετά να τελέσει νέο γάμο, είτε διότι απλώς θέλει να έχει εν τάξει την οικογενειακή του κατάσταση στην Ελλάδα και να μην φαίνεται νυμφευμένος – παντρεμένος, ενώ έχει βγάλει διαζύγιο στον Καναδά. Ακόμα και για λόγους μετέπειτα κληρονομικής διαδοχής μπορεί κάποιος να θέλει η αλλοδαπή απόφαση διαζυγίου να ισχύσει και στην Ελλάδα, ώστε να μην φαίνεται πλέον ως παντρεμένος στην Ελλάδα και έτσι όταν κληρονομηθεί να μην τον κληρονομήσει ο / η πρώην σύζυγός του. Όταν λοιπόν επιθυμούμε η αλλοδαπή δικαστική απόφαση να ισχύσει και στην Ελλάδα, πρέπει να γίνει ένα δικαστήριο στην Αθήνα, όπου θα προσκομισθεί η αλλοδαπή δικαστική απόφαση, είτε με Απστίλλη (Σύμβαση της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961), αν προέρχεται από χώρα που είναι μέλος της σχετικής διεθνούς συμβάσεως, είτε με επικύρωση από το ελληνικό προξενείο της ξένης χώρας, ή από το προξενείο της ξένης χώρας στην Ελλάδα, εάν η χώρα αυτή δεν μετέχει στην εν λόγω διεθνή σύμβαση περί Αποστίλλης, όπως ο Καναδάς. Η αλλοδαπή απόφαση πρέπει να προσκομισθεί τόσο στο πρωτότυπό της στην γλώσσα του αλλοδαπού δικαστηρίου, όσο και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, είτε από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, είτε από δικηγόρο στην Ελλάδα, που θα μπορεί καλύτερα να αντιπαραβάλλει τους νομικούς όρους μεταξύ των δύο γλωσσών και των δύο νομικών συστημάτων, ερμηνεύοντας καλύτερα στην ελληνική την σχετική ορολογία. Απαιτείται επίσης να αποδεικνύεται ότι η αλλοδαπή απόφαση είναι αμετάκλητη, κατά το ελληνικό δίκαιο, που συνήθως στο αλλοδαπό δίκαιο σημαίνει «τελεσίδικη, final, absolute» ή κάτι παρόμοιο. Αυτό μπορεί να προκύπτει από το κείμενο της ίδιας της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, είτε από ξεχωριστό πιστοποιητικό της γραμματείας του αλλοδαπού δικαστηρίου ή ακόμα και από έγγραφο του δικαστή. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίδεται στο κείμενο της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, διότι αποφάσεις από διάφορες χώρες του κόσμου έχουν εντελώς διαφορετική μορφή εν σχέσει προς τις προδιαγραφές του κειμένου μίας ελληνικής δικαστικής αποφάσεως. Συχνά προσκομίζεται στην Ελλάδα έγγραφο από ξένη χώρα που δεν είναι δικαστική απόφαση διαζυγίου, αλλά πιστοποιητικό (certificate) διαζυγίου. Αυτό δεν θα γίνει δεκτό από το ελληνικό δικαστήριο, διότι αναγνώριση δεδικασμένου και νομική ισχύς μπορεί να δοθεί στην Ελλάδα μόνο σε αλλοδαπή δικαστική απόφαση και όχι σε αλλοδαπό πιστοποιητικό. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr

Ταυτοποίηση ακινήτου στο δικαστήριο

Ταυτοποίηση ακινήτου στο δικαστήριο Του Χρήστου Ηλιόπουλου* Ότι οι Έλληνες έχουν μία σχέση λατρείας με τα ακίνητα δεν είναι καινούργια διαπίστωση. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, όπου έχουν μεταναστεύσει Έλληνες, το ποσοστό κατά το οποίο έχουν την κυριότητα των ακινήτων στα οποία διαμένουν, αλλά και άλλων, προσθέτων ακινήτων, είναι αρκετά μεγάλο, εν συγκρίσει προς άλλες εθνικότητες. Στο εξωτερικό, όπου το σύστημα καταγραφής της κυριότητας των ακινήτων είναι οργανωμένο, αλλά και οι πολίτες των ξένων χωρών δεν διακατέχονται από έναν υψηλό βαθμό δικομανίας, δεδομένου και του ιδιαιτέρως υψηλού κόστους πρόσβασης στην δικαιοσύνη (μεγάλες δικηγορικές αμοιβές και υψηλά δικαστικά έξοδα), οι δικαστικές διαμάχες αναφορικώς με την ιδιοκτησία ακινήτων είναι περιορισμένες. Στην Ελλάδα αντιθέτως, όπου το σύστημα καταγραφής των ακινήτων δεν είναι πάντοτε το πιο οργανωμένο, ούτε η περιγραφή και η ταυτοποίηση των ακινήτων στα συμβόλαια δεν ήταν η πλέον αναλυτική, σε συνδυασμό με την έλλειψη του Κτηματολογίου μέχρι προσφάτως, οι διενέξεις στα δικαστήρια για δικαιώματα επί ακινήτων είναι πολλές και συνήθως διαρκούν χρόνια. Ένα γεγονός που έφερε επίσης στην επιφάνεια πολλές δικαστικές διαμάχες για ακίνητα τα τελευταία χρόνια είναι και η εισαγωγή του θεσμού του Κτηματολογίου σε πολλές περιοχές της Ελλάδος, όπου οι ιδιοκτήτες ακινήτων καλούνται να δηλώσουν τα εμπράγματα δικαιώματά τους. Κατά την διάρκεια της υποβολής των δηλώσεων αυτών και της ταυτοποίησης των δηλούμενων ακινήτων και τους συσχετισμού τους με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, προκύπτουν πολλές διαφωνίες και συγκρούσεις, διότι συχνά το ίδιο ακίνητο ή μέρος αυτού, διεκδικούν περισσότεροι του ενός ιδιοκτήτες. Όταν συμβεί λοιπόν το απευκταίο, όταν δηλαδή με αφορμή τις δηλώσεις στο Κτηματολόγιο σε μία περιοχή που εντάσσεται στο νέο σύστημα, προκύπτει ότι το ίδιο ακίνητο, ή μέρος αυτού, διεκδικείται από περισσοτέρους, ένας ή περισσότεροι εμπλεκόμενοι καταθέτουν αγωγή στο δικαστήριο για να διεκδικήσουν την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου. Το ακίνητο στην αγωγή αυτή πρέπει να περιγράφεται αναλυτικώς και λεπτομερώς κατά θέση, όρια, επιφάνεια, ιδιοκτήτες ομόρων ακινήτων και με άλλα χαρακτηριστικά, ώστε να εξατομικεύεται πλήρως η εδαφική έκταση που αποτελεί το αντικείμενο της δικαστικής διαμάχης και να μπορεί ο αντίδικος να καταλάβει για ποιό συγκεκριμένο τμήμα γης πρόκειται, αλλά και οι δικαστές να μπορούν να αποφασίσουν επί συγκεκριμένων ισχυρισμών. Ειδικώς όταν επίδικο δεν είναι ολόκληρο το ακίνητο, αλλά μέρος ενός ακινήτου, τα δικαστήρια στην Ελλάδα απαιτούν η περιγραφή του διεκδικούμενου τμήματος να είναι πολύ αναλυτική, ώστε να περιλαμβάνει αποτύπωση όχι μόνο του τμήματος που διακδικείται, αλλά και αποτύπωση του μεγαλυτέρου ακινήτου, τμήμα του οποίου είναι το διεκδικούμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρέπει στην αγωγή να προσδιορίζεται η θέση του διεκδικούμενου τμήματος εντός του μεγαλυτέρου ακινήτου, ώστε και ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί έναντι της αγωγής, αλλά και το δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει το βάσιμο ή μη της αγωγής, από τη μία πλευρά και των ισχυρισμών του εναγομένου, από την άλλη. Στην υπ’ αριθ. 157/2016 απόφασή του το Εφετείο Πατρών, σε υπόθεση που ανέκυψε με αφορμή και την διαδικασία δηλώσεων στο Κτηματολόγιο, απέρριψε ως αόριστη αγωγή που αναφερόταν σε διεκδικούμενα τμήματα ενός ευρυτέρου ακινήτου, διότι η αναφορά στην έκταση (τετραγωνικά μέτρα) εκάστου διεκδικούμενου τμήματος δεν ταυτιζόταν με το συνολικό αίτημα της αγωγής και η περιγραφή γενικώς της θέσης, της επιφάνειας και του σχήματος των διεκδικουμένων τμημάτων εντός του μεγαλυτέρου ακινήτου, ούτε λεπτομερής ήταν, ούτε σαφής και ορισμένη. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr

Monday, May 1, 2017

Το DNA δείχνει αν η διαθήκη είναι γνήσια ή πλαστή

Το DNA δείχνει αν η διαθήκη είναι γνήσια ή πλαστή

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*



Οι υποθέσεις αμφισβήτησης της γνησιότητας διαθήκης ή και άλλων εγγράφων, όπως επιταγών, συναλλαγματικών κλπ. είναι πολύ συχνές. Σ΄ αυτές τα δικαστήρια καλούνται να κρίνουν εάν το συγκεκριμένο έγγραφο που έχει νομικές συνέπειες, είναι γνήσιο ή πλαστογραφημένο. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες γραφολόγοι ελέγχουν με κάθε λεπτομέρεια την γραφή και την υπογραφή του επιμάχου εγγράφου, π.χ. μίας ιδιόγραφης διαθήκης που έχει προσβληθεί ως πλαστή, αλλά το συμπέρασμα που εξάγει ο καθένας τους είναι διαφορετικό και συχνά αντίθετο με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο άλλος ή οι άλλοι γραφολόγοι, που κλήθηκαν από την πλευρά των αντιδίκων.
Το ερώτημα που ανακύπτει φυσιολογικά είναι πώς είναι δυνατόν δύο ή και περισσότεροι γραφολόγοι, που εξήτασαν εξονυχιστικά το ίδιο έγγραφο, του οποίου η γνησιότητα αμφισβητείται, συγκρίνοντάς το με άλλα γραπτά του φερόμενου ως συντάκτη του, να φθάνουν σε αντίθετα μεταξύ τους συμπεράσματα σε μακροσκελείς γραφολογικές εκθέσεις, στις οποίες αναφέρουν πλήθος λεπτομερειών και χαρακτηριστικών της χάραξης των γραμμάτων, των αριθμών, του τρόπου γραφής, της νευρικότητας του συντάκτη του εγγράφου, της ταχύτητας της γραφής, της πυκνότητας ή μη των λέξεων και πολλών άλλων χαρακτηριστικών του προς εξέταση εγγράφου.
Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, μήνες μετά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του και κρίνει υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης, εάν δηλ. η διαθήκη είναι γνήσια ή πλαστή. Τις περισσότερες φορές ακολουθεί και δίκη σε ανώτερο βαθμό, στο Εφετείο, το οποίο επίσης εκδίδει την απόφασή του, είτε επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση είτε κρίνοντας διαφορετικά.
Η αμφισβήτηση ωστόσο παραμένει στο βάθος του μυαλού κάθε παράγοντα της δίκης, διότι ακόμα και όταν το δικαστήριο κρίνει με τον έναν τρόπο, γνωρίζουμε ότι εκτός από την μία ή τις περισσότερες γραφολογικές εκθέσεις και την πραγματογνωμοσύνη ενδεχομένως που έκριναν υπέρ της μίας άποψης, υπήρξαν ένας ή περισσότεροι γραφολόγοι που είχαν σε μακροσκελείς εκθέσεις τους υποστηρίξει το αντίθετο συμπέρασμα.
Την σχετικά θολή αυτή κατάσταση μπορεί να φωτίσει περισσότερο η νέα τεχνολογία της ανάλυσης του γενετικού υλικού, δηλ. του DNA. Με πολύ απλά λόγια και εντελώς περιληπτικά, η νέα μέθοδος ελέγχει την γνησιότητα του εγγράφου ως εξής: υποτίθεται ότι μία συγκεκριμένη ιδιόγραφη διαθήκη έχει δημοσιευθεί από το δικαστήριο στην Ελλάδα και φέρεται να έχει συνταχθεί από τον Α, που έχει αποβιώσει. Κάποιος που έχει έννομο συμφέρον αμφισβητεί ότι το έγγραφο που εμφανίζεται ως διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τον Α και υποστηρίζει ότι το έγγραφο είναι πλαστογραφημένο και δεν πρέπει να ισχύει ως διαθήκη. Οι ειδικοί επιστήμονες εφαρμόζοντας τις αρχές της μοριακής βιολογίες μπορούν να εξετάσουν λεπτομερώς το πρωτότυπο του εγγράφου που έχει κατατεθεί στο δικαστήριο ως διαθήκη και να προσπαθήσουν να εντοπίσουν ίχνη σ’ αυτό από το γενετικό υλικό του Α ή και άλλων προσώπων.
Κατά τον χρόνο σύνταξης του εγγράφου εκείνος που γράφει στο χαρτί, ο συντάκτης δηλ. του εγγράφου αφήνει πάνω στο χαρτί γενετικό υλικό, κυρίως από το χέρι του, όπως ιδρώτας ή και άλλα στοιχεία. Εάν έχουμε δείγμα από το γενετικό υλικό του Α σε αντικείμενα που δεν αμφισβητείται ότι ήταν δικά του, όπως π.χ. ρούχα του, μπορεί να γίνει σύγκριση του DNA που εντοπίζεται σ’ αυτά τα αντικείμενα (δειγματικό υλικό) με το DNA επί του χαρτιού της διαθήκης. Εάν συμπίπτει το DNA μεταξύ δειγμάτων και διαθήκης μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη γράφτηκε και υπεγράφη από τον Α, είναι δηλαδή γνήσια. Η εξέταση συνεπώς μίας διαθήκης που έχει προσβληθεί ως πλαστή, όχι μόνο από γραφολόγους, αλλά πλέον και από επιστήμονες της μοριακής βιολογίας αναφορικώς με το DNA που έχει αποτεθεί στο γραπτό, μπορεί να ανοίξει νέους ορίζοντες στην αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων και να συμβάλλει στην διαμόρφωση ακόμη μεγαλύτερης εμπιστοσύνης στην ορθότητα της τελικής κρίσεως του δικαστηρίου.

 *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
 είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, 
Master of Laws.