Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Η γονική παροχή αποτελεί μεταβίβαση περιουσίας από τον γονέα προς το τέκνο του, με σκοπό τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας ή την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος. Εάν η γονική παροχή υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, κατά το υπερβάλλον μπορεί να θεωρηθεί δωρεά και τότε μπορεί να ανακληθεί, εφόσον αποδειχθεί ότι ο δωρεοδόχος (εκείνος που έλαβε την δωρεά), φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος έναντι του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει τον δωρητή.
Ο γονέας που επιθυμεί να ανακαλέσει γονική παροχή που έκανε προς το τέκνο του πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η γονική παροχή που έκανε υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Δηλαδή για παράδειγμα ότι η αξία των μεταβιβασθέντων με την γονική παροχή ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο θα απαιτείτο για την οικονομική ενίσχυση του τέκνου και άρα για το παραπάνω η γονική παροχή θεωρείται δωρεά.
Δεύτερον, ο γονέας πρέπει να αποδείξει ότι το τέκνο του επέδειξε με την συμπεριφορά του αχαριστία έναντί του (του γονέα) και ότι υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα. Αν ο γονέας αποδείξει και το δεύτερο αυτό απαιτούμενο, τότε η γονική παροχή μπορεί να ακυρωθεί, τουλάχιστον κατά ένα μέρος της.
Στην υπ’αριθ.654/2011 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία η σύζυγος είχε υιοθετήσει τέκνο του συζύγου της από προηγούμενο γάμο του. Η σύζυγος επείσθη ή επιέσθη στο να προβεί σε γονική παροχή προς το υιοθετημένο από την ίδια τέκνο του συζύγου της, πρώτα τον 1ο όροφο ενός ακινήτου της, ενώ λίγο αργότερα του μεταβίβασε με γονική παροχή και το ισόγειο.
Ακολούθως, η συμπεριφορά του υιοθετημένου τέκνου της προς την θετή μητέρα του μετετράπη σε ιδιαιτέρως προσβλητική, με αποτέλεσμα η σύζυγος να ανακαλέσει τις δύο γονικές παροχές.
Η σύζυγος και θετή μητέρα άσκησε αγωγή στο δικαστήριο υποστηρίζουσα ότι δεν ήθελε στην πραγματικότητα να προβεί στις δύο γονικές παροχές, αλλά αναγκάστηκε να το πράξει επειδή υπέστη απειλές από τον σύζυγό της. Ωστόσο, ο ισχυρισμός της αυτός απερρίφθη, διότι η αγωγή της είχε ασκηθεί μετά την πάροδο δύο ετών από την υπογραφή των συμβολαίων της γονικής παροχής και την απειλή, την οποία η ίδια υποστήριζε ότι υπέστη, επομένως το δικαίωμά της για να ακυρώσει την γονική παροχή λόγω απειλής είχε παραγραφεί.
Στην αγωγή της όμως, εκτός από τον ισχυρισμό για απειλή, είχε και επικουρικό ισχυρισμό για ανάκληση των γονικών παροχών ως δωρεών και λόγω αχαριστίας του δωρεοδόχου.
Επί του επικουρικού της ισχυρισμού, το δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη γονική παροχή δεν υπερέβαινε το μέτρο που επέβαλαν οι περιστάσεις, δεν μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί δωρεά, επομένως δεν ήταν νομικώς δυνατό να ανακληθεί.
Η δεύτερη όμως γονική παροχή κρίθηκε ότι ήταν δωρεά, οπότε η υπόθεση πέρασε στο επόμενο στάδιο, να διακριβωθεί δηλαδή αν η συμπεριφορά του θετού υιού της ήταν πράγματι εκδήλωση αχαριστίας, ώστε η θετή μητέρα να δύναται να ανακαλέσει την δωρεά.
Απεδείχθη ότι πράγματι η συμπεριφορά του θετού τέκνου προς την θετή μητέρα του ήταν απρεπής, μη συνάδουσα με την ηθική και άρα ενέπιπτε στην έννοια της αχαριστίας, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή από τα δικαστήρια της ουσίας, αλλά και από τον Άρειο Πάγο, η ανάκληση αυτής της δεύτερης γονικής παροχής και να υποχρεωθεί ο θετός υιός να επιστρέψει την κυριότητα του ισογείου στην θετή του μητέρα, είτε οικειοθελώς, είτε διά της εφαρμογής της δικαστικής αποφάσεως ακόμα και χωρίς την υπογραφή του θετού τέκνου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, April 16, 2012
Ο ψευδοκληρονόμος χάνει κληρονομία και έξοδα που έκανε
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου στα δικαστήρια κρίνονται αλληλοσυγκρουόμενοι ισχυρισμοί μεταξύ αντιδίκων για το ποιός είναι δικαιούχος μίας κληρονομίας. Συχνά, ο ένας διάδικος έχει εμφανισθεί ως κληρονόμος και έχει εκμεταλλευθεί την κληρονομιαία περιουσία, ενώ ο αντίδικός του αργότερα αποδεικνύει ότι αυτός είναι τελικώς ο νόμιμος κληρονόμος, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται όχι μόνο το ποιός θα λάβει την περιουσία οριστικά, αλλά και το αν ο αρχικώς εμφανιζόμενος ως κληρονόμος θα αποζημιωθεί για δαπάνες που έκανε επί των κληρονομιαίων πραγμάτων.
Αν εκείνος που πρώτος πήρε τα ακίνητα της κληρονομίας ήταν καλόπιστος, δηλαδή πράγματι πίστευε ότι είναι νόμιμος κληρονόμος, ενώ αργότερα απεδείχθη ότι δεν είναι, έχει δικαίωμα να διεκδικήσει από τον νόμιμο κληρονόμο όλα τα έξοδα που έκανε επ’ ωφελεία των κληρονομιαίων αντικειμένων.
Αν όμως ο αρχικός νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος, ήξερε δηλαδή εξ αρχής ότι δεν ήταν αυτός ο πραγματικός κληρονόμος, τότε μόνο υπό προϋποθέσεις μπορεί να διεκδικήσει τις δαπάνες που έκανε όσο είχε την χρήση των κληρονομιαίων.
Στην υπ’ αριθ. 392/2011 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία εξώγαμο τέκνο του θανόντος διεκδίκησε και κέρδισε τελικώς την κληρονομία από την αδελφή του θανόντος, που εμφανιζόταν αρχικώς ως η μοναδική του κληρονόμος.
Η ενάγουσα γεννήθηκε στις ΗΠΑ ως εξώγαμο τέκνο, αφού ο Έλλην πατέρας της δεν είχε νυμφευθεί την μητέρα της. Το τέκνο ωστόσο αναγνωρίσθηκε ως τέκνο του πατρός της με απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Μασσαχουσέτης των ΗΠΑ.
Ο πατέρας της ενάγουσας αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, μαζί με την αδελφή του. Η θυγατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φόρα όταν τον επισκεύθηκε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενη στο σπίτι της αδελφή του και ο πατέρας της την ανεγνώρισε και την απεδέχθη ως παιδί του.
Όταν όμως ο πατέρας απεβίωσε, η αδελφή του αιτήθηκε και έλαβε υπέρ της δικαστική απόφαση (κληρονομητήριο) στην Ελλάδα που ανεγνώριζε αυτήν, την αδελφή του θανόντος, ως την μοναδική κληρονόμο του, δεδομένου του ότι η θυγατέρα του δεν είχε εγγραφεί στην οικογενειακή μερίδα του θανόντος ως τέκνο του και ο θανών φαινόταν στην Ελλάδα ότι δεν είχε παιδί.
Η θυγατέρα του θανόντος διεκδίκησε την κληρονομία του πατρός της στην Ελλάδα πρώτα με την αναγνώριση της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως (του Περιφερειακού Δικαστηρίου Μασσαχουσέτης ΗΠΑ), που απεδείκνυε ότι ήταν τέκνο του θανόντος. Ακολούθως, η θυγατέρα του θανόντος υπέβαλε αίτηση στο δικαστήριο στην Ελλάδα και επέτυχε την κήρυξη ως ανισχύρου του κληρονομητηρίου που είχε εκδοθεί και ανεγνώριζε την αδελφή του θανόντος ως την μοναδική κληρονόμο του.
Η εκτός γάμου συνεπώς θυγατέρα του θανόντος επέτυχε την αναγνώρισή της ως μοναδικής κληρονόμου του πατρός της επί της κληρονομίας του στην Ελλάδα. Η αντίδικός της όμως, δηλαδή η αδελφή του πατρός της, είχε επιτύχει κατά τον χρόνο που είχε στα χέρια της κληρονομητήριο, να αναλάβει από την τράπεζα ποσό 400.000 ευρώ, από λογαριασμό του θανόντος.
Με δικαστική απόφαση που επέτυχε η εκτός γάμου θυγατέρα του θανόντος, υποχρεώθηκε η αδελφή του να της επιστρέψει το ποσό αυτό, που είχε λάβει από την τράπεζα και μάλιστα εντόκως. Η αδελφή του θανόντος είχε όμως στο μεταξύ καταβάλει ποσό 100.000 ευρώ για φόρους κληρονομίας, όταν εμφανιζόταν ως μοναδική κληρονόμος και για τον λόγο αυτόν ζήτησε από το δικαστήριο ότι αφού δεν λαμβάνει την κληρονομία, να λάβει τουλάχιστον πίσω ό,τι κατέβαλε για φόρους μίας κληρονομίας που τελικώς δεν λαμβάνει.
Το δικαστήριο όμως απέρριψε το αίτημα αυτό, με το σκεπτικό ότι η αδελφή, κατά τον χρόνο που εμφανιζόταν ως η μοναδική κληρονόμος του θανόντος αδελφού της, ήταν κακόπιστη, διότι εγνώριζε καλώς ότι ο αδελφός της είχε θυγατέρα στις ΗΠΑ, την οποία μάλιστα είχε γνωρίσει στην Ελλάδα και αποδεχθεί ως κόρη του. Επομένως, αφού η αδελφή δεν ζήτησε από το δικαστήριο να λάβει πίσω τους φόρους που είχε καταβάλει, με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν εδικαιούτο να λάβει τώρα πίσω το ποσό των 100.000 ευρώ που είχε πληρώσει για φόρους κληρονομίας, διότι όταν τους κατέβαλε εγνώριζε ότι κληρονόμος δεν ήταν η ίδια, αλλά η θυγατέρα του κληρονομουμένου.
.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου στα δικαστήρια κρίνονται αλληλοσυγκρουόμενοι ισχυρισμοί μεταξύ αντιδίκων για το ποιός είναι δικαιούχος μίας κληρονομίας. Συχνά, ο ένας διάδικος έχει εμφανισθεί ως κληρονόμος και έχει εκμεταλλευθεί την κληρονομιαία περιουσία, ενώ ο αντίδικός του αργότερα αποδεικνύει ότι αυτός είναι τελικώς ο νόμιμος κληρονόμος, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται όχι μόνο το ποιός θα λάβει την περιουσία οριστικά, αλλά και το αν ο αρχικώς εμφανιζόμενος ως κληρονόμος θα αποζημιωθεί για δαπάνες που έκανε επί των κληρονομιαίων πραγμάτων.
Αν εκείνος που πρώτος πήρε τα ακίνητα της κληρονομίας ήταν καλόπιστος, δηλαδή πράγματι πίστευε ότι είναι νόμιμος κληρονόμος, ενώ αργότερα απεδείχθη ότι δεν είναι, έχει δικαίωμα να διεκδικήσει από τον νόμιμο κληρονόμο όλα τα έξοδα που έκανε επ’ ωφελεία των κληρονομιαίων αντικειμένων.
Αν όμως ο αρχικός νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος, ήξερε δηλαδή εξ αρχής ότι δεν ήταν αυτός ο πραγματικός κληρονόμος, τότε μόνο υπό προϋποθέσεις μπορεί να διεκδικήσει τις δαπάνες που έκανε όσο είχε την χρήση των κληρονομιαίων.
Στην υπ’ αριθ. 392/2011 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία εξώγαμο τέκνο του θανόντος διεκδίκησε και κέρδισε τελικώς την κληρονομία από την αδελφή του θανόντος, που εμφανιζόταν αρχικώς ως η μοναδική του κληρονόμος.
Η ενάγουσα γεννήθηκε στις ΗΠΑ ως εξώγαμο τέκνο, αφού ο Έλλην πατέρας της δεν είχε νυμφευθεί την μητέρα της. Το τέκνο ωστόσο αναγνωρίσθηκε ως τέκνο του πατρός της με απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Μασσαχουσέτης των ΗΠΑ.
Ο πατέρας της ενάγουσας αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, μαζί με την αδελφή του. Η θυγατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φόρα όταν τον επισκεύθηκε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενη στο σπίτι της αδελφή του και ο πατέρας της την ανεγνώρισε και την απεδέχθη ως παιδί του.
Όταν όμως ο πατέρας απεβίωσε, η αδελφή του αιτήθηκε και έλαβε υπέρ της δικαστική απόφαση (κληρονομητήριο) στην Ελλάδα που ανεγνώριζε αυτήν, την αδελφή του θανόντος, ως την μοναδική κληρονόμο του, δεδομένου του ότι η θυγατέρα του δεν είχε εγγραφεί στην οικογενειακή μερίδα του θανόντος ως τέκνο του και ο θανών φαινόταν στην Ελλάδα ότι δεν είχε παιδί.
Η θυγατέρα του θανόντος διεκδίκησε την κληρονομία του πατρός της στην Ελλάδα πρώτα με την αναγνώριση της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως (του Περιφερειακού Δικαστηρίου Μασσαχουσέτης ΗΠΑ), που απεδείκνυε ότι ήταν τέκνο του θανόντος. Ακολούθως, η θυγατέρα του θανόντος υπέβαλε αίτηση στο δικαστήριο στην Ελλάδα και επέτυχε την κήρυξη ως ανισχύρου του κληρονομητηρίου που είχε εκδοθεί και ανεγνώριζε την αδελφή του θανόντος ως την μοναδική κληρονόμο του.
Η εκτός γάμου συνεπώς θυγατέρα του θανόντος επέτυχε την αναγνώρισή της ως μοναδικής κληρονόμου του πατρός της επί της κληρονομίας του στην Ελλάδα. Η αντίδικός της όμως, δηλαδή η αδελφή του πατρός της, είχε επιτύχει κατά τον χρόνο που είχε στα χέρια της κληρονομητήριο, να αναλάβει από την τράπεζα ποσό 400.000 ευρώ, από λογαριασμό του θανόντος.
Με δικαστική απόφαση που επέτυχε η εκτός γάμου θυγατέρα του θανόντος, υποχρεώθηκε η αδελφή του να της επιστρέψει το ποσό αυτό, που είχε λάβει από την τράπεζα και μάλιστα εντόκως. Η αδελφή του θανόντος είχε όμως στο μεταξύ καταβάλει ποσό 100.000 ευρώ για φόρους κληρονομίας, όταν εμφανιζόταν ως μοναδική κληρονόμος και για τον λόγο αυτόν ζήτησε από το δικαστήριο ότι αφού δεν λαμβάνει την κληρονομία, να λάβει τουλάχιστον πίσω ό,τι κατέβαλε για φόρους μίας κληρονομίας που τελικώς δεν λαμβάνει.
Το δικαστήριο όμως απέρριψε το αίτημα αυτό, με το σκεπτικό ότι η αδελφή, κατά τον χρόνο που εμφανιζόταν ως η μοναδική κληρονόμος του θανόντος αδελφού της, ήταν κακόπιστη, διότι εγνώριζε καλώς ότι ο αδελφός της είχε θυγατέρα στις ΗΠΑ, την οποία μάλιστα είχε γνωρίσει στην Ελλάδα και αποδεχθεί ως κόρη του. Επομένως, αφού η αδελφή δεν ζήτησε από το δικαστήριο να λάβει πίσω τους φόρους που είχε καταβάλει, με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν εδικαιούτο να λάβει τώρα πίσω το ποσό των 100.000 ευρώ που είχε πληρώσει για φόρους κληρονομίας, διότι όταν τους κατέβαλε εγνώριζε ότι κληρονόμος δεν ήταν η ίδια, αλλά η θυγατέρα του κληρονομουμένου.
.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Αποζημίωση από ασφαλιστικό φορέα θύματος αυτοκινητικού ατυχήματος
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Εκείνος που σε αυτοκινητικό ατύχημα υπέστη τραυματισμό, υλικές ζημίες, απώλεια εισοδήματος κ.α. δικαιούται να αποζημιωθεί από τον υπαίτιο οδηγό ή και ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Στην ουσία η αποζημίωση συνήθως καταβάλλεται από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Συχνά η αξίωση αποζημιώσεως ικανοποιείται από την ασφαλιστική, εφόσον η τελευταία πεισθεί ότι ο ασφαλισμένος της είναι πράγματι ο υπαίτιος του ατυχήματος και οι δαπάνες του ζημιωθέντος αποδεικνύονται από αποδείξεις και λοιπά έγγραφα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιτυγχάνεται συμβιβασμός των μερών και η αποζημίωση (περιλαμβανομένης της ηθικής βλάβης, σπανιώτερα της ψυχικής οδύνης) καταβάλλεται σχετικώς γρήγορα, ενώ ο ζημιωθείς υπογράφει ότι αποζημιώθηκε πλήρως και ότι δεν έχει άλλη αξίωση από το συγκεκριμένο περιστατικό.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε η ασφαλιστική δεν αποδέχεται ευθύνη του πελάτη της, αρνούμενη να καταβάλει αποζημίωση, είτε προτίθεται να καταβάλει ποσό που δεν ικανοποιεί τον ζημιωθέντα, οπότε ο τελευταίος καταφεύγει στο δικαστήριο, αξιώνοντας το σύνολο των κονδυλίων που δικαιούται για παντός είδους αποζημίωση εξ αιτίας του ατυχήματος.
Ανάμεσα στις πολλές αξιώσεις που έχει ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για νοσηλεία και γενικώτερα ιατρική περίθαλψη. Όσα χρήματα κατέβαλε ο ζημιωθείς για να αποκαταστήσει την τρωθείσα σωματική του ακεραιότητα και γενικώς την υγεία του, δικαιούται να τα αξιώσει από τον υπαίτιο, δηλαδή από την ασφαλιστική του υπαιτίου.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο ζημιωθείς συχνά καλύπτεται σε ένα μεγάλο μέρος των δαπανών του σε νοσηλεία και λοιπά έξοδα από τον ασφαλιστικό του φορέα, αναλόγως του επαγγέλματός του. Ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να είναι το ΙΚΑ, ο Ο.Α.Ε.Ε. για τους ελεύθερους επαγγελματίες (το παλιό ΤΕΒΕ), ο ΟΓΑ για τους αγρότες, το Ε.Τ.Α.Α. για τους ανεξαρτήτως απασχολούμενους.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν ο ζημιωθείς καλύφθηκε από το ασφαλιστικό οργανισμό του (π.χ. ΙΚΑ) για τα έξοδα νοσηλείας του, δικαιούται να τα ζητήσει και στο δικαστήριο από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου οχήματος; Αν γίνει αυτό είναι σαν να τα λαμβάνει δύο φορές, αφού από την μία καλύπτεται από το ταμείο του, ενώ από την άλλη αναζητεί το ίδιο ποσό, από την ασφαλιστική εταιρεία.
Μέχρι το 2006 (οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν.3518/2006), προβλεπόταν ότι μόνο το ΙΚΑ δικαιούται να εισπράξει από την ασφαλιστική του ζημιογόνου οχήματος ό,τι το ΙΚΑ κατέβαλε στον ασφαλισμένο του. Επομένως, μέχρι το το 2006 ο ασφαλισμένος ελεύθερος επαγγελματίας (που δεν ήταν στο ΙΚΑ), ελάμβανε και τα νοσήλεια και την αποζημίωση, με την έννοια ότι η νοσηλεία του καλυπτόταν από το ταμείο του, αλλά εδικαιούτο να εισπράξει και την σχετική αποζημίωση από την ασφαλιστική του ζημιογόνου οχήματος.
Αυτό γινόταν δυνάμει του άρθρου 930 παρ. 3 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Από το 1986 όμως για το ΙΚΑ και μετά το 2006 για τα περισσότερα λοιπά ταμεία, ισχύει πλέον ότι ο ασφαλισμένος τους που έπεσε θύμα τροχαίου, εάν καλυφθεί από το ταμείο του ως προς τα έξοδα νοσηλείας του, δεν δικαιούται πλέον να τα αξίωσει στο δικαστήριο από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Εκείνος που σε αυτοκινητικό ατύχημα υπέστη τραυματισμό, υλικές ζημίες, απώλεια εισοδήματος κ.α. δικαιούται να αποζημιωθεί από τον υπαίτιο οδηγό ή και ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Στην ουσία η αποζημίωση συνήθως καταβάλλεται από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Συχνά η αξίωση αποζημιώσεως ικανοποιείται από την ασφαλιστική, εφόσον η τελευταία πεισθεί ότι ο ασφαλισμένος της είναι πράγματι ο υπαίτιος του ατυχήματος και οι δαπάνες του ζημιωθέντος αποδεικνύονται από αποδείξεις και λοιπά έγγραφα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιτυγχάνεται συμβιβασμός των μερών και η αποζημίωση (περιλαμβανομένης της ηθικής βλάβης, σπανιώτερα της ψυχικής οδύνης) καταβάλλεται σχετικώς γρήγορα, ενώ ο ζημιωθείς υπογράφει ότι αποζημιώθηκε πλήρως και ότι δεν έχει άλλη αξίωση από το συγκεκριμένο περιστατικό.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε η ασφαλιστική δεν αποδέχεται ευθύνη του πελάτη της, αρνούμενη να καταβάλει αποζημίωση, είτε προτίθεται να καταβάλει ποσό που δεν ικανοποιεί τον ζημιωθέντα, οπότε ο τελευταίος καταφεύγει στο δικαστήριο, αξιώνοντας το σύνολο των κονδυλίων που δικαιούται για παντός είδους αποζημίωση εξ αιτίας του ατυχήματος.
Ανάμεσα στις πολλές αξιώσεις που έχει ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για νοσηλεία και γενικώτερα ιατρική περίθαλψη. Όσα χρήματα κατέβαλε ο ζημιωθείς για να αποκαταστήσει την τρωθείσα σωματική του ακεραιότητα και γενικώς την υγεία του, δικαιούται να τα αξιώσει από τον υπαίτιο, δηλαδή από την ασφαλιστική του υπαιτίου.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο ζημιωθείς συχνά καλύπτεται σε ένα μεγάλο μέρος των δαπανών του σε νοσηλεία και λοιπά έξοδα από τον ασφαλιστικό του φορέα, αναλόγως του επαγγέλματός του. Ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να είναι το ΙΚΑ, ο Ο.Α.Ε.Ε. για τους ελεύθερους επαγγελματίες (το παλιό ΤΕΒΕ), ο ΟΓΑ για τους αγρότες, το Ε.Τ.Α.Α. για τους ανεξαρτήτως απασχολούμενους.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν ο ζημιωθείς καλύφθηκε από το ασφαλιστικό οργανισμό του (π.χ. ΙΚΑ) για τα έξοδα νοσηλείας του, δικαιούται να τα ζητήσει και στο δικαστήριο από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου οχήματος; Αν γίνει αυτό είναι σαν να τα λαμβάνει δύο φορές, αφού από την μία καλύπτεται από το ταμείο του, ενώ από την άλλη αναζητεί το ίδιο ποσό, από την ασφαλιστική εταιρεία.
Μέχρι το 2006 (οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν.3518/2006), προβλεπόταν ότι μόνο το ΙΚΑ δικαιούται να εισπράξει από την ασφαλιστική του ζημιογόνου οχήματος ό,τι το ΙΚΑ κατέβαλε στον ασφαλισμένο του. Επομένως, μέχρι το το 2006 ο ασφαλισμένος ελεύθερος επαγγελματίας (που δεν ήταν στο ΙΚΑ), ελάμβανε και τα νοσήλεια και την αποζημίωση, με την έννοια ότι η νοσηλεία του καλυπτόταν από το ταμείο του, αλλά εδικαιούτο να εισπράξει και την σχετική αποζημίωση από την ασφαλιστική του ζημιογόνου οχήματος.
Αυτό γινόταν δυνάμει του άρθρου 930 παρ. 3 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Από το 1986 όμως για το ΙΚΑ και μετά το 2006 για τα περισσότερα λοιπά ταμεία, ισχύει πλέον ότι ο ασφαλισμένος τους που έπεσε θύμα τροχαίου, εάν καλυφθεί από το ταμείο του ως προς τα έξοδα νοσηλείας του, δεν δικαιούται πλέον να τα αξίωσει στο δικαστήριο από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Παραίτηση κληρονόμου υπέρ άλλου
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Όταν κάποιος δικαιούται μίας κληρονομίας, δύναται εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί της κληρονομίας, ώστε να μην κληρονομήσει αυτός, αλλά κάποιος άλλος συγγενής κατά την σειρά της κληρονομικής διαδοχής. Εάν επί παραδείγματι αποβιώσει κάποιος χωρίς διαθήκη και χωρίς σύζυγο και κληρονομείται από τα δύο παιδιά του, από 1/2 έκαστο, το ένα παιδί του δικαιούται εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί, οπότε το δικό του μερίδιο (1/2) πηγαίνει στο δικό του παιδί (εγγόνι του κληρονομουμένου) ή αν δεν έχει παιδί, στον αδελφό του, που θα κληρονομήσει τότε το 100% της κληρονομίας.
Άλλη περίπτωση είναι όταν π.χ. κληρονομείται η μητέρα χωρίς διαθήκη και αφήνει πλησιέστερους συγγενείς τον σύζυγό της (κληρονομεί 1/4) και το τέκνο τους (κληρονομεί 3/4). Ο σύζυγος δύναται εντός των τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί, ώστε το τέκνο τους να λάβει όχι μόνο τα 3/4, αλλά το 100% της κληρονομίας της μητέρας του.
Εάν ο κληρονομούμενος ήταν στο εξωτερικό ή εάν οι κληρονόμοι είναι κάτοικοι εξωτερικού, η προθεσμία αποποιήσεως είναι δώδεκα μήνες. Για το αν η αποποίηση είναι ένας καλός τρόπος μεταβιβάσεως τμήματος της κληρονομίας απευθείας σε κάποιον άλλον κληρονόμο πρέπει ωστόσο να λαμβάνονται υπόψιν το σύνολο των ειδικών συνθηκών σε μία κληρονομία και κυρίως φορολογικά ζητήματα. Εάν δηλαδή το τέκνο κληρονομήσει τα 3/4 της κληρονομίας της μητρός του μπορεί να βρίσκεται εντός του αφορολογήτου, ενώ εάν κληρονομήσει το 100% της κληρονομίας, μπορεί να προκύψει φόρος κληρονομίας, επομένως πρέπει κι αυτό να ληφθεί υπόψιν πριν γίνει η πράξη της αποποιήσεως.
Εάν έχει εκπνεύσει η προθεσμία της αποποιήσεως (των τεσσάρων ή δώδεκα μηνών), ο κληρονόμος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί την κληρονομία. Συμβαίνει συχνά συγκληρονόμοι, μετά την πάροδο ετών και αφού έχει παρέλθει η προθεσμία αποποιήσεως, να ζητούν να βρεθεί νομικός τρόπος να μην πάρουν το κληρονομικό μερίδιό τους, το οποίο θέλουν να το πάρει κάποιος άλλος, π.χ. μία αδελφή τους. Αυτό κατ’ αρχάς δεν μπορεί να γίνει, διότι πρέπει να αποδεχθούν το μερίδιό τους και μετά να το δωρήσουν στην αδελφή τους.
Ωστόσο, μία δυνάτοτητα που κατ’ εξαίρεση τους παρέχεται είναι η «μεταβίβαση» του κληρονομικού τους δικαιώματος, που μπορεί να λάβει την μορφή παραίτησης ή εκποίησης της κληρονομικής μερίδας τους. Αυτό πραγματεύεται η υπ΄αριθ. 816/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την οποία σε περίπτωση που με διαθήκη κάποιος ορίσει τους κληρονόμους του, εάν ένας εκ των κληρονόμων «αναγνωρίσει σε άλλον κληρονομικά δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα τα οποία με τη διαθήκη του παρέχονται, τότε η αναγνώριση αυτή ενεργεί είτε ως παραίτησή του από την άσκηση του κληρονομικού δικαιώματός του κατά του αντισυμβαλλομένου, είτε ως εκποίηση προς αυτόν της κληρονομικής μερίδας του».
Αν όμως η παραίτηση αφορά κληρονομιαία ακίνητα, απαιτείται, μεταξύ των άλλων όρων έγκυρης παραίτησης και η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ο κληρονόμος δηλαδή που μετά την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεως επιθυμεί ουσιαστικώς να παραιτηθεί του κληρονομικού του δικαιώματος υπέρ του συγκληρονόμου του, εφόσον πρόκεται για ακίνητα, πρέπει την παραίτησή του αυτή να την δηλώσει σε συμβόλαιο που θα συνταχθεί σε συμβολαιογράφο. Διαφορετικά, αν δηλαδή την παραίτησή του την δηλώσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο πλην του συμβολαιογραφικού εγγράφου, επί παραδείγματι σε επιστολή του, δεν θα επιφέρει το νομικό αποτέλεσμα της παραιτήσεως από την κληρονομική του μερίδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Όταν κάποιος δικαιούται μίας κληρονομίας, δύναται εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί της κληρονομίας, ώστε να μην κληρονομήσει αυτός, αλλά κάποιος άλλος συγγενής κατά την σειρά της κληρονομικής διαδοχής. Εάν επί παραδείγματι αποβιώσει κάποιος χωρίς διαθήκη και χωρίς σύζυγο και κληρονομείται από τα δύο παιδιά του, από 1/2 έκαστο, το ένα παιδί του δικαιούται εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί, οπότε το δικό του μερίδιο (1/2) πηγαίνει στο δικό του παιδί (εγγόνι του κληρονομουμένου) ή αν δεν έχει παιδί, στον αδελφό του, που θα κληρονομήσει τότε το 100% της κληρονομίας.
Άλλη περίπτωση είναι όταν π.χ. κληρονομείται η μητέρα χωρίς διαθήκη και αφήνει πλησιέστερους συγγενείς τον σύζυγό της (κληρονομεί 1/4) και το τέκνο τους (κληρονομεί 3/4). Ο σύζυγος δύναται εντός των τεσσάρων μηνών να αποποιηθεί, ώστε το τέκνο τους να λάβει όχι μόνο τα 3/4, αλλά το 100% της κληρονομίας της μητέρας του.
Εάν ο κληρονομούμενος ήταν στο εξωτερικό ή εάν οι κληρονόμοι είναι κάτοικοι εξωτερικού, η προθεσμία αποποιήσεως είναι δώδεκα μήνες. Για το αν η αποποίηση είναι ένας καλός τρόπος μεταβιβάσεως τμήματος της κληρονομίας απευθείας σε κάποιον άλλον κληρονόμο πρέπει ωστόσο να λαμβάνονται υπόψιν το σύνολο των ειδικών συνθηκών σε μία κληρονομία και κυρίως φορολογικά ζητήματα. Εάν δηλαδή το τέκνο κληρονομήσει τα 3/4 της κληρονομίας της μητρός του μπορεί να βρίσκεται εντός του αφορολογήτου, ενώ εάν κληρονομήσει το 100% της κληρονομίας, μπορεί να προκύψει φόρος κληρονομίας, επομένως πρέπει κι αυτό να ληφθεί υπόψιν πριν γίνει η πράξη της αποποιήσεως.
Εάν έχει εκπνεύσει η προθεσμία της αποποιήσεως (των τεσσάρων ή δώδεκα μηνών), ο κληρονόμος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί την κληρονομία. Συμβαίνει συχνά συγκληρονόμοι, μετά την πάροδο ετών και αφού έχει παρέλθει η προθεσμία αποποιήσεως, να ζητούν να βρεθεί νομικός τρόπος να μην πάρουν το κληρονομικό μερίδιό τους, το οποίο θέλουν να το πάρει κάποιος άλλος, π.χ. μία αδελφή τους. Αυτό κατ’ αρχάς δεν μπορεί να γίνει, διότι πρέπει να αποδεχθούν το μερίδιό τους και μετά να το δωρήσουν στην αδελφή τους.
Ωστόσο, μία δυνάτοτητα που κατ’ εξαίρεση τους παρέχεται είναι η «μεταβίβαση» του κληρονομικού τους δικαιώματος, που μπορεί να λάβει την μορφή παραίτησης ή εκποίησης της κληρονομικής μερίδας τους. Αυτό πραγματεύεται η υπ΄αριθ. 816/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την οποία σε περίπτωση που με διαθήκη κάποιος ορίσει τους κληρονόμους του, εάν ένας εκ των κληρονόμων «αναγνωρίσει σε άλλον κληρονομικά δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα τα οποία με τη διαθήκη του παρέχονται, τότε η αναγνώριση αυτή ενεργεί είτε ως παραίτησή του από την άσκηση του κληρονομικού δικαιώματός του κατά του αντισυμβαλλομένου, είτε ως εκποίηση προς αυτόν της κληρονομικής μερίδας του».
Αν όμως η παραίτηση αφορά κληρονομιαία ακίνητα, απαιτείται, μεταξύ των άλλων όρων έγκυρης παραίτησης και η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ο κληρονόμος δηλαδή που μετά την πάροδο της προθεσμίας αποποιήσεως επιθυμεί ουσιαστικώς να παραιτηθεί του κληρονομικού του δικαιώματος υπέρ του συγκληρονόμου του, εφόσον πρόκεται για ακίνητα, πρέπει την παραίτησή του αυτή να την δηλώσει σε συμβόλαιο που θα συνταχθεί σε συμβολαιογράφο. Διαφορετικά, αν δηλαδή την παραίτησή του την δηλώσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο πλην του συμβολαιογραφικού εγγράφου, επί παραδείγματι σε επιστολή του, δεν θα επιφέρει το νομικό αποτέλεσμα της παραιτήσεως από την κληρονομική του μερίδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Χρησικτησία στα προσφυγικά ακίνητα
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Χρησικτησία ακινήτου στην Ελλάδα σημαίνει δυνατότητα κτήσεως της κυριότητος ακινήτου χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά μόνο με την επί 20ετία (κατ’ εξαίρεση και 10ετία) κατοχή του ακινήτου διανοία κυρίου, δηλαδή με την πεποίθηση ότι το εξουσιάζεις ως περιουσία σου και όχι π.χ. ως ενοικιαστής αυτού.
Η υπ’ αριθ. 397/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου εστιάζει στη νομική έννοια της χρησικτησίας στο ειδικό θέμα των προσφυγικών ακινήτων, δηλ. στα ακίνητα που το Ελληνικό Δημόσιο παρεχώρησε σε Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν στην Ελλάδα διωγμένοι από άλλες χώρες.
Το κράτος παρεχώρησε οικόπεδα για την αστική αποκατάσταση προσφύγων. Κατά το παραχωρητήριο εδίδετο στον αρχηγό της οικογενείας ακάλυπτο οικόπεδο για αυτοστέγασή του, με την ανέγερση σ’ αυτό οικοδομής. Ωστόσο, ο δικαιούχος δεν καθίστατο κύριος του ακινήτου, ούτε εδύνατο αυτός, ή τρίτος να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με χρησικτησία, εάν δεν συνέβαιναν δύο πράγματα.
Πρώτον, θα έπρεπε οι δόσεις που το κράτος είχε ορίσει για την αποπληρωμή του τιμήματος του ακινήτου να έχουν στο σύνολό τους αποπληρωθεί. Δεύτερον, απαιτείτο να έχει ανεγερθεί εντός του εν λόγω οικοπέδου πλήρης οικοδομή. Πριν από την αποπληρωμή του τιμήματος και την ανέγερση της οικοδομής το παραχωρηθέν οικόπεδο εξακολουθούσε να ανήκει στην κυριότητα και στη νομή του Δημοσίου και απαγορευόταν η μεταβίβασή του σε τρίτους.
Επειδή το παραχωρηθέν οικόπεδο, μετά της ανεγερθείσης οικίας, γινόταν αντικείμενο αποκλειστικής χρήσεως από την οικογένεια των προσφύγων στους οποίους είχε παραχωρηθεί και επειδή το θεωρούσαν ως σπίτι τους επί πολλά έτη, ενώ διαρκούσε ακόμα η αποπληρωμή των δόσεων του τιμήματος, δημιουργήθηκε το θέμα εάν μετά την πάροδο είκοσι ετών η οικογένεια είχε αποκτήσει ούτως ή άλλως την κυριότητα του ακινήτου με χρησικτησία, ανεξαρτήτως του αν είχε αποπληρώσει το σύνολο του τιμήματος.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, ακριβώς διότι κατά το νόμο πριν την ανέγερση πλήρους κατοικίας αλλά και την εξόφληση όλων των δόσεων του ακινήτου, εκείνοι που το κατέχουν δεν δύνανται να ισχυρισθούν ότι χρησιδεσπόζουν επ’ αυτού, δηλαδή ότι το κατέχουν με διάνοια κυρίου και άρα ότι μετά την πάροδο είκοσι ετών, που είναι η συνήθης προθεσμία της χρησικτησίας, έχουν καταστεί κύριοι του ακινήτου και θα μπορούσαν ενδεχομένως ακόμα και να το μεταβιβάσουν, δηλ. να το πωλήσουν, να το δωρίσουν κλπ.
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός, ότι δηλαδή ένα ακίνητο που φέρεται ότι έχει αποκτηθεί κατά κυριότητα από της οικογένεια των προσφύγων με χρησικτησία δεν μπορεί να ευσταθήσει επειδή η οικογένεια δεν είχε αποπληρώσει τις δόσεις, πρέπει να προταθεί από εκείνον που έχει συμφέρον να αποδείξει ότι η οικογένεια δεν απέκτησε την κυριότητα με χρησικτησία, στα δικαστήρια της ουσίας, δηλαδή είτε στο Ειρηνοδικείο, είτε στο Πρωτοδικείο, ή στο Εφετείο. Αν ο ισχυρισμός αυτός δεν προταθεί εγκαίρως και παραδεκτώς από την αρχή της δίκης, είναι πολύ πιθανό ο Άρειος Πάγος να μην τον δεχθεί, διότι θα προβάλλεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, ενώ θα έπρεπε δικονομικώς να είχε προταθεί πρωτοδίκως.
Ενώ δηλαδή στην υπόθεση αυτή είναι αναμφίβολο ότι ο νόμος ορίζει ότι δεν μπορεί κάποιος να αποκτήσει προσφυγικό ακίνητο με χρησικτησία αν δεν έχει πληρώσει όλες τις δόσεις του τιμήματος, τελικώς η απόφαση δικαιώνει εκείνους που ισχυρίσθηκαν την χρησικτησία, απλώς και μόνο επειδή ο αντίδικός τους δεν προέβαλε τον ορθό ισχυρισμό από τα πρώτα στάδια της δίκης και η προβολή του το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου εκρίθη απαράδεκτος.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Χρησικτησία ακινήτου στην Ελλάδα σημαίνει δυνατότητα κτήσεως της κυριότητος ακινήτου χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά μόνο με την επί 20ετία (κατ’ εξαίρεση και 10ετία) κατοχή του ακινήτου διανοία κυρίου, δηλαδή με την πεποίθηση ότι το εξουσιάζεις ως περιουσία σου και όχι π.χ. ως ενοικιαστής αυτού.
Η υπ’ αριθ. 397/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου εστιάζει στη νομική έννοια της χρησικτησίας στο ειδικό θέμα των προσφυγικών ακινήτων, δηλ. στα ακίνητα που το Ελληνικό Δημόσιο παρεχώρησε σε Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν στην Ελλάδα διωγμένοι από άλλες χώρες.
Το κράτος παρεχώρησε οικόπεδα για την αστική αποκατάσταση προσφύγων. Κατά το παραχωρητήριο εδίδετο στον αρχηγό της οικογενείας ακάλυπτο οικόπεδο για αυτοστέγασή του, με την ανέγερση σ’ αυτό οικοδομής. Ωστόσο, ο δικαιούχος δεν καθίστατο κύριος του ακινήτου, ούτε εδύνατο αυτός, ή τρίτος να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με χρησικτησία, εάν δεν συνέβαιναν δύο πράγματα.
Πρώτον, θα έπρεπε οι δόσεις που το κράτος είχε ορίσει για την αποπληρωμή του τιμήματος του ακινήτου να έχουν στο σύνολό τους αποπληρωθεί. Δεύτερον, απαιτείτο να έχει ανεγερθεί εντός του εν λόγω οικοπέδου πλήρης οικοδομή. Πριν από την αποπληρωμή του τιμήματος και την ανέγερση της οικοδομής το παραχωρηθέν οικόπεδο εξακολουθούσε να ανήκει στην κυριότητα και στη νομή του Δημοσίου και απαγορευόταν η μεταβίβασή του σε τρίτους.
Επειδή το παραχωρηθέν οικόπεδο, μετά της ανεγερθείσης οικίας, γινόταν αντικείμενο αποκλειστικής χρήσεως από την οικογένεια των προσφύγων στους οποίους είχε παραχωρηθεί και επειδή το θεωρούσαν ως σπίτι τους επί πολλά έτη, ενώ διαρκούσε ακόμα η αποπληρωμή των δόσεων του τιμήματος, δημιουργήθηκε το θέμα εάν μετά την πάροδο είκοσι ετών η οικογένεια είχε αποκτήσει ούτως ή άλλως την κυριότητα του ακινήτου με χρησικτησία, ανεξαρτήτως του αν είχε αποπληρώσει το σύνολο του τιμήματος.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, ακριβώς διότι κατά το νόμο πριν την ανέγερση πλήρους κατοικίας αλλά και την εξόφληση όλων των δόσεων του ακινήτου, εκείνοι που το κατέχουν δεν δύνανται να ισχυρισθούν ότι χρησιδεσπόζουν επ’ αυτού, δηλαδή ότι το κατέχουν με διάνοια κυρίου και άρα ότι μετά την πάροδο είκοσι ετών, που είναι η συνήθης προθεσμία της χρησικτησίας, έχουν καταστεί κύριοι του ακινήτου και θα μπορούσαν ενδεχομένως ακόμα και να το μεταβιβάσουν, δηλ. να το πωλήσουν, να το δωρίσουν κλπ.
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός, ότι δηλαδή ένα ακίνητο που φέρεται ότι έχει αποκτηθεί κατά κυριότητα από της οικογένεια των προσφύγων με χρησικτησία δεν μπορεί να ευσταθήσει επειδή η οικογένεια δεν είχε αποπληρώσει τις δόσεις, πρέπει να προταθεί από εκείνον που έχει συμφέρον να αποδείξει ότι η οικογένεια δεν απέκτησε την κυριότητα με χρησικτησία, στα δικαστήρια της ουσίας, δηλαδή είτε στο Ειρηνοδικείο, είτε στο Πρωτοδικείο, ή στο Εφετείο. Αν ο ισχυρισμός αυτός δεν προταθεί εγκαίρως και παραδεκτώς από την αρχή της δίκης, είναι πολύ πιθανό ο Άρειος Πάγος να μην τον δεχθεί, διότι θα προβάλλεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, ενώ θα έπρεπε δικονομικώς να είχε προταθεί πρωτοδίκως.
Ενώ δηλαδή στην υπόθεση αυτή είναι αναμφίβολο ότι ο νόμος ορίζει ότι δεν μπορεί κάποιος να αποκτήσει προσφυγικό ακίνητο με χρησικτησία αν δεν έχει πληρώσει όλες τις δόσεις του τιμήματος, τελικώς η απόφαση δικαιώνει εκείνους που ισχυρίσθηκαν την χρησικτησία, απλώς και μόνο επειδή ο αντίδικός τους δεν προέβαλε τον ορθό ισχυρισμό από τα πρώτα στάδια της δίκης και η προβολή του το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου εκρίθη απαράδεκτος.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Ο μεθυσμένος οδηγός αποζημιώνει την ασφαλιστική του!
Του Χρήστου Ηλιόπουλου
Ισχύει και στην Ελλάδα η υποχρεωτική ασφάλιση αυτοκινήτου για την περίπτωση που ο οδηγός / ιδιοκτήτης του προκαλέσει ατύχημα και υλικές ζημίες σε τρίτους, ή ακόμα και τραυματισμό ή απώλεια ζωής. Με απλά λόγια η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία είναι ασφαλισμένο το αυτοκίνητο που προκάλεσε αποκλειστικώς ή εν μέρει το ατύχημα αποζημιώνει τους τρίτους που έχουν υποστεί παντός είδους ζημίες.
Απαραίτητη κατά νόμον προϋπόθεση για να καταβληθεί αποζημίωση είναι να αποδειχθεί στο δικαστήριο (ή να γίνει αποδεκτό εξωδίκως από την ασφαλιστική, χωρίς δικαστήριο) ότι ο ασφαλισμένος οδηγός εξεδήλωσε κατά την οδήγηση συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, να προκλήθηκε ζημία και η ζημία να είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του υπαιτίου οδηγού, να υπάρχει δηλαδή ο λεγόμενος αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού και στην ζημία που προεκλήθη.
Ο ασφαλισμένος οδηγός καλύπτεται συνεπώς από την ασφαλιστική του για την αμέλεια που επέδειξε προκαλώντας ατύχημα και δεν θα χρειασθεί να καταβάλει από την τσέπη του τα χρηματικά ποσά που είτε εξωδίκως συμφωνήθηκαν, είτε αποφασίσθηκαν από το δικαστήριο για την αποκατάσταση των ζημιών των τρίτων.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η ασφαλιστική εταιρεία θα καλύψει βεβαίως τις ζημιές των τρίτων, αλλά ακολούθως θα στραφεί κατά του ασφαλισμένου της για να του ζητήσει να της καταβάλει όσα η ασφαλιστική υποχρεώθηκε να καταβάλει για αποκατάσταση ζημιών των τρίτων.
Μία από τις περιπτώσεις αυτές που συνήθως προβλέπονται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που συνάπτουν ασφαλιστική εταιρεία και ασφαλιζόμενος οδηγός, είναι όταν ο οδηγός προκαλέσει ατύχημα σε κατάσταση μέθης. Εάν αποδειχθεί αυτό, τότε ό,τι η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεωθεί να καταβάλει στους ζημιωθέντες από το ατύχημα, δικαιούται να το αξιώσει από τον ασφαλισμένο της, που προκάλεσε το ατύχημα λόγω μέθης του.
Κατά την υπ΄αριθ. 128/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου η μέθοδος της αιμοληψίας για την εξακρίβωση της χρήσεως οινοπνεύματος από οδηγό κατά την οδήγηση οχήματος δεν είναι αποκλειστική στη δίκη μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, που έχει ως αντικείμενο την διαπίστωση της υποχρεώσεως του ασφαλισμένου να καταβάλει στον ασφαλιστή κάθε ποσό που ο τελευταίος θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον παθόντα τρίτο.
Η διαπίστωση της μέθης μπορεί να στηριχθεί και σε άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως καταθέσεις μαρτύρων, σοβαρή παραβατική οδηγική συμπεριφορά και άλλες ενδείξεις. Στην εν λόγω δίκη το Εφετείο εδέχθη και ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε ότι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τον χρόνο του ατυχήματος τελούσε σε κατάσταση μέθης, δεδομένου ότι ανιχνεύθηκε στο αίμα του αλκοόλ 0,77 γραμμάρια, αλλά και από άλλα συμπτώματα, όπως επειδή οδηγούσε με ταχύτητα ανώτερη εκείνης που επέτρεπαν οι συνθήκες της οδού (στροφή – νύκτα), όπως προκύπτει και από την σφοδρότητα της σύγκρουσης και από το ότι δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει το όχημά του στο ρεύμα πορείας του.
Επομένως, ο Άρειος Πάγος εδέχθη το αίτημα της ασφαλιστικής εταιρείας για την διαπίστωση της μέθης του ασφαλισμένου της κατά τον χρόνο του ατυχήματος, πράγμα που οδηγεί στην υποχρέωση του ασφαλισμένου να αποδώσει στην ασφαλιστική του όσα χρήματα η ασφαλιστική κατέβαλε ως αποζημίωση στους τρίτους ζημιωθέντες.
Αν αναλογισθεί κανείς ότι οι προκληθείσες ζημίες μπορεί να είναι μεγάλες και παντός είδους (από αποκατάσταση υλικών ζημιών, απωλεσθέντων εισοδημάτων μέχρι ηθική βλάβη για τραυματισμό ή ψυχική οδύνη για θάνατο) και η αποζημίωση που κατέβαλε η ασφαλιστική μπορεί να ανέλθει σε πολύ υψηλά ποσά, γίνεται αντιληπτό ότι ο σε κατάσταση μέθης ασφαλισμένος οδηγός μπορεί να κληθεί να αποζημιώσει την ασφαλιστική του με τα αντίστοιχα μεγάλα ποσά, που είτε μπορεί να μην διαθέτει καν, είτε να του προκαλέσουν οικονομική καταστροφή με απώλεια των περισσοτέρων ή και όλων των περιουσιακών του στοιχείων.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)