Στην Ελλάδα περισσότερο, δυστυχώς, από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία), στα αυτοκινητικά δυστυχήματα χάνονται πολλές ανθρώπινες ζωές. Ειδικώς, κάθε χρόνο στον ακήρυχτο πόλεμο της Ελλάδος σκοτώνονται περίπου 2.000 άνθρωποι (!) στην άσφαλτο, ενώ αρκετές χιλιάδες τραυματίζονται σοβαρά και πολλοί μένουν ανάπηροι.
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Monday, June 29, 2009
Με γονική παροχή τώρα γλυτώνετε φόρο του Χρήστου Ηλιόπουλου
Με νόμο που ισχύει ουσιαστικώς από 1-1-2008 το ελληνικό κράτος μείωσε δραστικώς τον φόρο κληρνομίας και αντιστοίχως τον φόρο γονικής παροχής. Εν συντομία, το βασικό όφελος προκύπτει από το αφορολόγητο έως 95.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος κληρονομεί περιουσία στην Ελλάδα μέχρι 95.000 ευρώ δεν πληρώνει φόρο στο κράτος. Για ποσά πάνω από 95.000 ευρώ ο φόρος είναι πολύ μικρός και κλιμακώνεται αναλόγως της αυξήσεως της αξίας της κληρονομίας.
Το ίδιο ισχύει και για την γονική παροχή, δηλαδή για την συμβολαιογραφική δωρεά ακινήτου από γονέα προς τέκνο. Η δωρεά του ακινήτου από τον γονέα στο τέκνο μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση προς το παιδί της πλήρους κυριότητος του ακινήτου, είτε με την παρακράτηση της επικαρπίας (usufruct) από τον γονέα για όλη του την ζωή και την μεταβίβαση στο τέκνο μόνο της ψιλής κυριότητος.
Η εκμηδένιση σχεδόν του φόρου κληρονομίας και του φόρου γονικής παροχής ωφέλησε πολλούς, που είτε απεδέχθησαν κληρονομία και πλήρωσαν μηδέν ή μικρό φόρο, είτε απέκτησαν από τους γονείς τους ακίνητα με γονική παροχή αφορολόγητα.
Το μέτρο αυτό στέρησε το κράτος από έσοδα πολλών εκατομμυρίων ευρώ και για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, η κυβέρνηση εισήγαγε το ΕΤΑΚ, δηλ. το ειδικό τέλος ακινήτων, που σημαίνει ότι για πρώτη φορά μία μεγάλη κατηγορία ιδιοκτητών ακινήτων πληρώνει ετησίως φόρο για την κατοχή ακινήτων. Ο φόρος αυτό σήμερα είναι πολύ μικρός, όμως αναμένεται ότι προϊόντος του χρόνου θα αυξηθεί.
Σήμερα, όμως, η οικονομική κρίση εμφανίζεται και στην Ελλάδα και το κρατικό ταμείο έχει μεγάλη ανάγκη εσόδων και γι’ αυτό η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατάργηση της μείωσης του φόρου κλκηρονομίας και γονικής παροχής και στην επαναφορά του προηγούμενου (πριν την 1-1-2008) φορολογικού καθεστώτος.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι γονείς σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους, ίσως τώρα να είναι μία καλή στιγμή, αφού ισχύει ακόμα το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Οι ομογενείς που ζουν εκτός Ελλάδος δεν είναι ανάγκη να έρθουν στην Πατρίδα μόνο για τον λόγο αυτόν. Μπορούν με πληρεξούσιο που θα υπογράψουν στο Προξενείο ή σε συμβολαιογράφο στην χώρα που ζουν να αναθέσουν την υπόθεση σε έμπιστο συγγενή ή φίλο τους στην Ελλάδα, ή σε δικηγόρο, ώστε η συγκέντρωση όλων των δικαιολογητικών, συμβολαίων και πιστοποιητικών, η κατάθεση της φορολογικής δηλώσεως γονικής παροχής (ή αποδοχής κληρονομίας) και η τελική υπογραφή του συμβολαίου στον συμβολαιογράφο μπορεί να γίνει από τον πληρεξούσιο και όχι από τον γονέα και τα παιδιά.
Όσοι ζουν εκτός Ελλάδος πρέπει να γνωρίζουν ότι στην γονική παροχή πληρεξούσιο πρέπει να στείλει όχι μόνο ο γονέας που μεταβιβάζει το ακίνητο, αλλά και το τέκνο που λαμβάνει την γονική παροχή. Στην περίπτωση της αποδοχής κληρονομίας, πληρεξούσιο υπογράφει ο κληρονόμος, που λαμβάνει την κληρονομία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Το ίδιο ισχύει και για την γονική παροχή, δηλαδή για την συμβολαιογραφική δωρεά ακινήτου από γονέα προς τέκνο. Η δωρεά του ακινήτου από τον γονέα στο τέκνο μπορεί να γίνει είτε με μεταβίβαση προς το παιδί της πλήρους κυριότητος του ακινήτου, είτε με την παρακράτηση της επικαρπίας (usufruct) από τον γονέα για όλη του την ζωή και την μεταβίβαση στο τέκνο μόνο της ψιλής κυριότητος.
Η εκμηδένιση σχεδόν του φόρου κληρονομίας και του φόρου γονικής παροχής ωφέλησε πολλούς, που είτε απεδέχθησαν κληρονομία και πλήρωσαν μηδέν ή μικρό φόρο, είτε απέκτησαν από τους γονείς τους ακίνητα με γονική παροχή αφορολόγητα.
Το μέτρο αυτό στέρησε το κράτος από έσοδα πολλών εκατομμυρίων ευρώ και για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, η κυβέρνηση εισήγαγε το ΕΤΑΚ, δηλ. το ειδικό τέλος ακινήτων, που σημαίνει ότι για πρώτη φορά μία μεγάλη κατηγορία ιδιοκτητών ακινήτων πληρώνει ετησίως φόρο για την κατοχή ακινήτων. Ο φόρος αυτό σήμερα είναι πολύ μικρός, όμως αναμένεται ότι προϊόντος του χρόνου θα αυξηθεί.
Σήμερα, όμως, η οικονομική κρίση εμφανίζεται και στην Ελλάδα και το κρατικό ταμείο έχει μεγάλη ανάγκη εσόδων και γι’ αυτό η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην κατάργηση της μείωσης του φόρου κλκηρονομίας και γονικής παροχής και στην επαναφορά του προηγούμενου (πριν την 1-1-2008) φορολογικού καθεστώτος.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι γονείς σκέπτονται να μεταβιβάσουν ακίνητα στα παιδιά τους, ίσως τώρα να είναι μία καλή στιγμή, αφού ισχύει ακόμα το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Οι ομογενείς που ζουν εκτός Ελλάδος δεν είναι ανάγκη να έρθουν στην Πατρίδα μόνο για τον λόγο αυτόν. Μπορούν με πληρεξούσιο που θα υπογράψουν στο Προξενείο ή σε συμβολαιογράφο στην χώρα που ζουν να αναθέσουν την υπόθεση σε έμπιστο συγγενή ή φίλο τους στην Ελλάδα, ή σε δικηγόρο, ώστε η συγκέντρωση όλων των δικαιολογητικών, συμβολαίων και πιστοποιητικών, η κατάθεση της φορολογικής δηλώσεως γονικής παροχής (ή αποδοχής κληρονομίας) και η τελική υπογραφή του συμβολαίου στον συμβολαιογράφο μπορεί να γίνει από τον πληρεξούσιο και όχι από τον γονέα και τα παιδιά.
Όσοι ζουν εκτός Ελλάδος πρέπει να γνωρίζουν ότι στην γονική παροχή πληρεξούσιο πρέπει να στείλει όχι μόνο ο γονέας που μεταβιβάζει το ακίνητο, αλλά και το τέκνο που λαμβάνει την γονική παροχή. Στην περίπτωση της αποδοχής κληρονομίας, πληρεξούσιο υπογράφει ο κληρονόμος, που λαμβάνει την κληρονομία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Διανομή ακινήτου χωρίς συμβόλαιο και χρησικτησία του Χρήστου Ηλιόπουλου
Όταν περισσότεροι έχουν την κυριότητα ενός ακινήτου δημιουργείται μεταξύ τους συγκυριότητα, δηλαδή κοινωνία δικαιώματος, κατά το ποσοστό που καθένας τους έχει εξ αδιαιρέτου μερίδιο επί του ακινήτου. Εάν επί παραδείγματι αποβιώσει ένας γονέας και αφήσει τον σύζυγό του και δύο παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, ο επιζών σύζυγος κληρονομεί τα 2/8 του ακινήτου που είχε ο θανών και το κάθε παιδί κληρονομεί τα 3/8 αυτού.
Εάν το κοινό ακίνητο επιτρέπεται να χωρισθεί σε τόσα κομμάτια όσα είναι και οι συγκύριοι, είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δύο έχουν από 50% έκαστος ένα οικόπεδο 1.000 τ.μ. σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 500 τ.μ., τότε είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου, δηλαδή η κατάτμησή του σε δύο ίσης αξίας και επιφανείας τμήματα, ώστε να δημιουργηθούν δύο καινούργια και διαφορετικά πλέον μεταξύ τους οικόπεδα των 500 τ.μ. έκαστο.
Η διανομή γίνεται με ειδικό συμβόλαιο που υπογράφεται σε συμβολαιογράφο και μεταγράφεται στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολόγιο. Παλαιότερα, ωστόσο, διαδεδομένη ήταν και η άτυπη, ή διά λόγου διανομή ενός ακινήτου. Ο γονέας δηλαδή όριζε προφορικώς το πώς θα διανεμηθεί ένα ακίνητο στα παιδιά του, ποιό τμήμα του κτήματος θα πάρει το κάθε παιδί και από εκείνη την στιγμή το κάθε παιδί άρχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του είχε δώσει ο γονέας του.
Σε μία τέτοια περίπτωση το κάθε παιδί δεν γινόταν κύριος του ακινήτου αμέσως, αλλά μόνο μετά την πάροδο είκοσι ετών, εφόσον συνέχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του έδωσε ο γονέας του μετά την διανομή, χωρίς να αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί του τμήματος αυτού από άλλον. Η κτήση κυριότητας με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή μετά από εικοσαετή απρόσκοπτη άσκηση νομής επί ενός τμήματος του μεγαλύτερου ακινήτου λέγεται χρησικτησία.
Στην υπ’ αριθ. 21/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί διαφωνίας μεταξύ των τέκνων της αρχικής ιδιοκτήτριας ενός αγροκτήματος 10 στρεμμάτων έξω από το Ρέθυμνο Κρήτης. Η ιδιοκτήτρια είχε αποβιώσει το 1932 και άφησε σύζυγο και οκτώ παιδιά. Το κτήμα συνέχισε να το καλλιεργεί ο σύζυγός της μέχρι το 1955, οπότε και το μοίρασε ατύπως στα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά του, ενώ στα άλλα τέσσερα παιδιά έδωσε άλλα ακίνητα.
Το κτήμα συνεπώς των 10 στρεμμάτων μετά την διά λόγου και όχι διά συμβολαίου διανομή πήγε σε τέσσερα παιδιά, τα οποία απέκτησαν κατ’ αρχάς συννομή επί του ακινήτου, από 1/4 έκαστο εξ αδιαιρέτου. Τα τρία παιδά μείνανε στην περιοχή και καλλιεργούσαν τμήμα του κοινού ακινήτου, ενώ το τέταρτο παιδί έφυγε από την Κρήτη, εξακολουθούσε όμως να έχει το 1/4 του ακινήτου. Μετά δε την πάροδο 20 ετών από την άτυπη διανομή, που έγινε το 1955, απέκτησε κυριότητα στο 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος.
Στην δεκαετία του 1980 και αφού ο πατέρας τους απεβίωσε το 1969, τα παιδιά που είχαν μείνει στο Ρέθυμνο αμφισβήτησαν ότι το παιδί που είχε φύγει είχε κυριότητα επί του ακινήτου και υποστήριξαν ότι το ακίνητο δεν είχε διανεμηθεί διά τέσσερα, αλλά διά τρία. Το τέταρτο παιδί άσκησε αγωγή στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 εξ αδιαιρέτου και ότι αυτό το εμπράγματο δικαίωμα το είχε αποκτήσει όχι με συμβόλαιο, αλλά με την από το 1955 διά λόγου άτυπη διανομή από τον πατέρα τους και με την εικοσαετή νομή που είχε ασκήσει από το 1955 μέχρι το 1975.
Τα άλλα τρία παιδιά, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι ο τέταρτος δεν είχε νομή στο ακίνητο μετά το 1955, αφού είχε φύγει από την Κρήτη. Ωστόσο, τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο έκριναν ότι το τέταρτο παιδί, παρά το ότι δεν ασκούσε αυτοπροσώπως νομή στο 1/4 του κτήματος, αφού είχε φύγει από την Κρήτη, είχε παρά ταύτα αποκτήσει με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή νομή, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, διότι μετά το 1955 και επί τουλάχιστον μία εικοσαετία είχε την πεποίθηση ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 και κανένας από τα άλλα τρία αδέλφια του δεν του είχε δηλώσει ρητώς ότι δεν εκμεταλλεύονται το κτήμα και για δικό του λογαριασμό.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Εάν το κοινό ακίνητο επιτρέπεται να χωρισθεί σε τόσα κομμάτια όσα είναι και οι συγκύριοι, είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δύο έχουν από 50% έκαστος ένα οικόπεδο 1.000 τ.μ. σε περιοχή όπου η αρτιότητα είναι 500 τ.μ., τότε είναι δυνατή η φυσική διανομή του ακινήτου, δηλαδή η κατάτμησή του σε δύο ίσης αξίας και επιφανείας τμήματα, ώστε να δημιουργηθούν δύο καινούργια και διαφορετικά πλέον μεταξύ τους οικόπεδα των 500 τ.μ. έκαστο.
Η διανομή γίνεται με ειδικό συμβόλαιο που υπογράφεται σε συμβολαιογράφο και μεταγράφεται στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολόγιο. Παλαιότερα, ωστόσο, διαδεδομένη ήταν και η άτυπη, ή διά λόγου διανομή ενός ακινήτου. Ο γονέας δηλαδή όριζε προφορικώς το πώς θα διανεμηθεί ένα ακίνητο στα παιδιά του, ποιό τμήμα του κτήματος θα πάρει το κάθε παιδί και από εκείνη την στιγμή το κάθε παιδί άρχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του είχε δώσει ο γονέας του.
Σε μία τέτοια περίπτωση το κάθε παιδί δεν γινόταν κύριος του ακινήτου αμέσως, αλλά μόνο μετά την πάροδο είκοσι ετών, εφόσον συνέχιζε να καλλιεργεί το τμήμα που του έδωσε ο γονέας του μετά την διανομή, χωρίς να αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί του τμήματος αυτού από άλλον. Η κτήση κυριότητας με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή μετά από εικοσαετή απρόσκοπτη άσκηση νομής επί ενός τμήματος του μεγαλύτερου ακινήτου λέγεται χρησικτησία.
Στην υπ’ αριθ. 21/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί διαφωνίας μεταξύ των τέκνων της αρχικής ιδιοκτήτριας ενός αγροκτήματος 10 στρεμμάτων έξω από το Ρέθυμνο Κρήτης. Η ιδιοκτήτρια είχε αποβιώσει το 1932 και άφησε σύζυγο και οκτώ παιδιά. Το κτήμα συνέχισε να το καλλιεργεί ο σύζυγός της μέχρι το 1955, οπότε και το μοίρασε ατύπως στα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά του, ενώ στα άλλα τέσσερα παιδιά έδωσε άλλα ακίνητα.
Το κτήμα συνεπώς των 10 στρεμμάτων μετά την διά λόγου και όχι διά συμβολαίου διανομή πήγε σε τέσσερα παιδιά, τα οποία απέκτησαν κατ’ αρχάς συννομή επί του ακινήτου, από 1/4 έκαστο εξ αδιαιρέτου. Τα τρία παιδά μείνανε στην περιοχή και καλλιεργούσαν τμήμα του κοινού ακινήτου, ενώ το τέταρτο παιδί έφυγε από την Κρήτη, εξακολουθούσε όμως να έχει το 1/4 του ακινήτου. Μετά δε την πάροδο 20 ετών από την άτυπη διανομή, που έγινε το 1955, απέκτησε κυριότητα στο 1/4 εξ αδιαιρέτου του κτήματος.
Στην δεκαετία του 1980 και αφού ο πατέρας τους απεβίωσε το 1969, τα παιδιά που είχαν μείνει στο Ρέθυμνο αμφισβήτησαν ότι το παιδί που είχε φύγει είχε κυριότητα επί του ακινήτου και υποστήριξαν ότι το ακίνητο δεν είχε διανεμηθεί διά τέσσερα, αλλά διά τρία. Το τέταρτο παιδί άσκησε αγωγή στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 εξ αδιαιρέτου και ότι αυτό το εμπράγματο δικαίωμα το είχε αποκτήσει όχι με συμβόλαιο, αλλά με την από το 1955 διά λόγου άτυπη διανομή από τον πατέρα τους και με την εικοσαετή νομή που είχε ασκήσει από το 1955 μέχρι το 1975.
Τα άλλα τρία παιδιά, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι ο τέταρτος δεν είχε νομή στο ακίνητο μετά το 1955, αφού είχε φύγει από την Κρήτη. Ωστόσο, τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο έκριναν ότι το τέταρτο παιδί, παρά το ότι δεν ασκούσε αυτοπροσώπως νομή στο 1/4 του κτήματος, αφού είχε φύγει από την Κρήτη, είχε παρά ταύτα αποκτήσει με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή νομή, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, διότι μετά το 1955 και επί τουλάχιστον μία εικοσαετία είχε την πεποίθηση ότι ήταν συγκύριος στο 1/4 και κανένας από τα άλλα τρία αδέλφια του δεν του είχε δηλώσει ρητώς ότι δεν εκμεταλλεύονται το κτήμα και για δικό του λογαριασμό.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ο κίνδυνος στην απογραφή κληρονομίας του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κληρονόμος δεν χρειάζεται να διενεργήσει απογραφή της κληρονομίας που λαμβάνει. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να εντοπίσει όλα τα κληρονομιαία στοιχεία, δηλαδή ακίνητα, τραπεζικές καταθέσεις, κινητά αξίας, αυτοκίνητα, σκάφη, μετοχές κλπ., (αλλά και χρέη), να υπολογίσει την αξία τους (αντικειμενική αξία για τα ακίνητα) και να τα δηλώσει στην εφορία, στην Δήλωση Φόρου Κληρονομίας.
Υπάρχουν όμως και εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο κληρονόμος πρέπει να διενεργήσει απογραφή. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα ή επ’ ωφελεία απογραφής. Εν συντομία, αποδοχή επ’ ωφελεία απογραφής σημαίνει ότι ο κληρονόμος δηλώνει προς τις αρχές (π.χ. εφορία) και προς πάντα έτερον ενδιαφερόμενο (π.χ. δανειστές του θανόντος), ότι αποδέχεται μεν την κληρονομία, μέχρις όμως του ενεργητικού αυτής. Εάν επομένως η κληρονομία έχει χρέη μεγαλύτερα από το ενεργητικό της, τότε ο κληρονόμος που απεδέχθη με απογραφή δεν υποχρεούται να πληρώσει τα χρέη που υπερβαίνουν το ενεργητικό.
Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος με απογραφή δεν θα ζημιωθεί από την κληρονομία που λαμβάνει. Είτε θα πληρώσει τα χρέη και μετά θα του μείνει και κάτι από την κληρονομία, είτε δεν θα του μείνει τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν θα ζημιωθεί πληρώνοντας μεγαλύτερα χρέη από το ενεργητικό της κληρονομίας που λαμβάνει.
Για να αποδείξει προς τις αρχές και τους πιστωτές του κληρονομουμένου ποιά είναι η ακριβής κατάσταση της κληρονομίας ο κληρονόμος είναι εκ του νόμου υποχρεωμένος να συντάξει απογραφή της κληρονομίας, δηλαδή να συγκεντρώσει αποδείξεις για το σύνολο του ενεγργητικού και του παθητικού της κληρονομίας και μάλιστα εντός τεσσάρων μηνών από τότε που απεδέχθη με απογραφή.
Η προθεσμία αυτή είναι τεράστιας σημασίας, διότι εάν ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή εντός της τετραμήνου προθεσμίας, τότε χάνει το ευεργέτημα της απογραφής και αναλαμβάνει υποχρεωτικώς όλα τα χρέη της κληρονομίας, έστω κι αν αυτά υπερκαλύπτουν το ενεργητικό. Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό μπορεί να αποβεί οδυνηρό για τον κληρονόμο, αφού εάν προλάβει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο θα αντιληφθεί ότι το ενεργητικό αξίζει π.χ. 50.000 ευρώ ενώ το παθητικό είναι 250.000 και θα αποφύγει την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από την τσέπη του.
Εάν αντιθέτως ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο, τότε θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη του θανόντος, δηλ. στο παράδειγμά μας θα ζημιωθεί κατά 200.000 ευρώ.
Η σύνταξη απογραφής, από πλευράς διαδικασίας, δεν είναι το απλούστερο πράγμα. Από την στιγμή που ο κληρονόμος δηλώσει επισήμως στο Πρωτοδικείο ότι αποδέχεται με απογραφή, πρέπει να καταθέσει αίτηση στο Ειρηνοδικείο, να συζητηθεί η υπόθεση και να εκδοθεί δικαστική απόφαση που να διατάσσει την απογραφή, σε συγκεκριμένο συμβολαιογράφο και με έναν ή δύο πραγματογνώμονες, που θα εκτιμήσουν την αξία των στοιχείων της κληρονομίας.
Ο κληρονόμος ακολούθως μεριμνά ώστε εγκαίρως να φθάσουν στα χέρια των πραγματογνωμόνων όλα τα έγγραφα που αποδεκνύουν ποιά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που άφησε ο κληρονομούμενος, αλλά και ποιά τα χρέη του. Αφού γίνει αυτό, ο συμβολαιογράφος συντάσει την απογραφή, στην σύνταξη της οποίας πρέπει να κληθεί και εκπρόσωπος της εφορίας.
Εάν ο κληρονόμος είναι ανήλικο τέκνο, κατά το νόμο κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, που σημαίνει ότι ένα ανήλικο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί να χρωστάει από μία κληρονομία που έλαβε. Ωστόσο και το ανήλικο έχει υποχρέωση να διενεργήσει απογραφή, όμως σε πολύ μεγαλύτερη προθεσμία, δηλαδή όχι εντός τετραμήνου, αλλά εντός ενός έτους από τότε που θα ενηλικιωθεί. Στην πράξη, την απογραφή του ανηλίκου διενεργούν οι γονείς του, ή όποιος έχει την γονική μέριμνα αυτού, εκτός εάν την διενεργήσει το ίδιο το παιδί, εντός έτους από τότε που θα γίνει πλήρως ικανό προς δικαιοπραξία, δηλ. από την ενηλικίωσή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Υπάρχουν όμως και εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο κληρονόμος πρέπει να διενεργήσει απογραφή. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα ή επ’ ωφελεία απογραφής. Εν συντομία, αποδοχή επ’ ωφελεία απογραφής σημαίνει ότι ο κληρονόμος δηλώνει προς τις αρχές (π.χ. εφορία) και προς πάντα έτερον ενδιαφερόμενο (π.χ. δανειστές του θανόντος), ότι αποδέχεται μεν την κληρονομία, μέχρις όμως του ενεργητικού αυτής. Εάν επομένως η κληρονομία έχει χρέη μεγαλύτερα από το ενεργητικό της, τότε ο κληρονόμος που απεδέχθη με απογραφή δεν υποχρεούται να πληρώσει τα χρέη που υπερβαίνουν το ενεργητικό.
Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος με απογραφή δεν θα ζημιωθεί από την κληρονομία που λαμβάνει. Είτε θα πληρώσει τα χρέη και μετά θα του μείνει και κάτι από την κληρονομία, είτε δεν θα του μείνει τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν θα ζημιωθεί πληρώνοντας μεγαλύτερα χρέη από το ενεργητικό της κληρονομίας που λαμβάνει.
Για να αποδείξει προς τις αρχές και τους πιστωτές του κληρονομουμένου ποιά είναι η ακριβής κατάσταση της κληρονομίας ο κληρονόμος είναι εκ του νόμου υποχρεωμένος να συντάξει απογραφή της κληρονομίας, δηλαδή να συγκεντρώσει αποδείξεις για το σύνολο του ενεγργητικού και του παθητικού της κληρονομίας και μάλιστα εντός τεσσάρων μηνών από τότε που απεδέχθη με απογραφή.
Η προθεσμία αυτή είναι τεράστιας σημασίας, διότι εάν ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή εντός της τετραμήνου προθεσμίας, τότε χάνει το ευεργέτημα της απογραφής και αναλαμβάνει υποχρεωτικώς όλα τα χρέη της κληρονομίας, έστω κι αν αυτά υπερκαλύπτουν το ενεργητικό. Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι αυτό μπορεί να αποβεί οδυνηρό για τον κληρονόμο, αφού εάν προλάβει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο θα αντιληφθεί ότι το ενεργητικό αξίζει π.χ. 50.000 ευρώ ενώ το παθητικό είναι 250.000 και θα αποφύγει την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από την τσέπη του.
Εάν αντιθέτως ο κληρονόμος παραλείψει να συντάξει απογραφή στο τετράμηνο, τότε θα πρέπει να πληρώσει ο ίδιος τα χρέη του θανόντος, δηλ. στο παράδειγμά μας θα ζημιωθεί κατά 200.000 ευρώ.
Η σύνταξη απογραφής, από πλευράς διαδικασίας, δεν είναι το απλούστερο πράγμα. Από την στιγμή που ο κληρονόμος δηλώσει επισήμως στο Πρωτοδικείο ότι αποδέχεται με απογραφή, πρέπει να καταθέσει αίτηση στο Ειρηνοδικείο, να συζητηθεί η υπόθεση και να εκδοθεί δικαστική απόφαση που να διατάσσει την απογραφή, σε συγκεκριμένο συμβολαιογράφο και με έναν ή δύο πραγματογνώμονες, που θα εκτιμήσουν την αξία των στοιχείων της κληρονομίας.
Ο κληρονόμος ακολούθως μεριμνά ώστε εγκαίρως να φθάσουν στα χέρια των πραγματογνωμόνων όλα τα έγγραφα που αποδεκνύουν ποιά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που άφησε ο κληρονομούμενος, αλλά και ποιά τα χρέη του. Αφού γίνει αυτό, ο συμβολαιογράφος συντάσει την απογραφή, στην σύνταξη της οποίας πρέπει να κληθεί και εκπρόσωπος της εφορίας.
Εάν ο κληρονόμος είναι ανήλικο τέκνο, κατά το νόμο κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, που σημαίνει ότι ένα ανήλικο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί να χρωστάει από μία κληρονομία που έλαβε. Ωστόσο και το ανήλικο έχει υποχρέωση να διενεργήσει απογραφή, όμως σε πολύ μεγαλύτερη προθεσμία, δηλαδή όχι εντός τετραμήνου, αλλά εντός ενός έτους από τότε που θα ενηλικιωθεί. Στην πράξη, την απογραφή του ανηλίκου διενεργούν οι γονείς του, ή όποιος έχει την γονική μέριμνα αυτού, εκτός εάν την διενεργήσει το ίδιο το παιδί, εντός έτους από τότε που θα γίνει πλήρως ικανό προς δικαιοπραξία, δηλ. από την ενηλικίωσή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
How to obtain a Greek passport By Christos Iliopoulos
Up to the 60’s a Greek passport could be legally issued not only to citizens of Greece, registered in Greece, but also to persons who were only registered with Consulates of Greece around the world, even if they were not properly registered in Greece. That way, many people of Greek origin from Turkey, Lebanon, Egypt, the Middle East in general, or many other countries (Brazil, Argentina etc.), were granted Greek passports, because they were registered with their local Greek Consulate.
Today, however, a Greek passport is issued only to Greek citizens properly registered with a local municipality (Demos) anywhere in Greece. A person registered in the consular records of a Greek Consulate, who is not registered with a municipality in Greece, can’t obtain a Greek passport, even if that person legally held a Greek passport many years ago.
A proper registration in Greece is only with the Demotologion (main book of citizens for men and women) and with the Mitroon Arenon (male registry, connected to the army records, only for men). The registration at the Lixiarheeon does not necessarily grant the Greek citizenship, because a registration at the Lixiarheeon is done for every child born in Greece, even if that child is not entitled to the Greek citizenship.
So, all children born in Greece, irrespective of the citizenship of their parents, are registered with the Lixiarheeon. In other words, the child of foreign parents, who happens to be born in Greece, is registered at the Lixiarheeon, but not at the Demotologion, because the Demotologion is for the Greek citizens only. Being registered with the Lixiarheeon does not necessarily give you the Greek citizenship. It merely proves that you were born in Greece, but not that you are a Greek citizen.
This distinction arises from the fact that the law in Greece grants the Greek citizenship to the children of Greek citizens (wherever in the world these children may be born), and not to the children who are born in Greece, to non-Greek parents.
If someone, who was born outside of Greece, wants to obtain the Greek passport (which is also a European passport), he/she must find the record of at least one parent or grandparent (in some cases, even great grandparent) born in Greece and/or registered with the Demotologion or with the Mitroon Arenon at a Greek municipality.
Such registration is the starting point for everyone who wants to claim the Greek citizenship according to the easier and more straightforward procedure. The applicant must be able to obtain a recent certified copy of the ancestor’s registration from the municipality. If we do not know whether the ancestor is registered with the Demotologion and/or with the Mitroon Arenon or not, a search must be done to locate the old records. In order to make that search, me must know the ancestor’s (parent or grandparent, most likely) a) name, b) surname, c) father’s name, d) mother’s name if possible, e) place of birth in Greece, as accurately as possible and f) year of birth in Greece, at least approximately.
If we manage to find the ancestor’s municipal record, we then need to have the ancestor’s official marriage certificate (in some case, with Apostille, a very specific government certification), the birth of his/her child and so on, until we reach the birth of the present applicant.
If, on the other hand, someone can’t trace his family’s records with a Greek municipality, despite the fact that he/she is clearly of Greek origin, that person can’t file under the easier procedure, but he/she can still file for naturalization.
The naturalization application, if successful, will grant the same type of Greek citizenship to the applicant, with full rights in Greece and all over the European Union countries. Under this process, the applicant is not required to have all the birth and marriage certificates, from his/her ancestor up to the present day, as it is required in the first option. The applicant, however, must be able to speak some Greek (the more fluent you are, the more chances you have), as well as to demonstrate to the Greek Consul that the applicant follows Greek traditions, knows a bit of Greek history, has at least a limited knowledge of modern Greece and that generally he/she feels Greek.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Today, however, a Greek passport is issued only to Greek citizens properly registered with a local municipality (Demos) anywhere in Greece. A person registered in the consular records of a Greek Consulate, who is not registered with a municipality in Greece, can’t obtain a Greek passport, even if that person legally held a Greek passport many years ago.
A proper registration in Greece is only with the Demotologion (main book of citizens for men and women) and with the Mitroon Arenon (male registry, connected to the army records, only for men). The registration at the Lixiarheeon does not necessarily grant the Greek citizenship, because a registration at the Lixiarheeon is done for every child born in Greece, even if that child is not entitled to the Greek citizenship.
So, all children born in Greece, irrespective of the citizenship of their parents, are registered with the Lixiarheeon. In other words, the child of foreign parents, who happens to be born in Greece, is registered at the Lixiarheeon, but not at the Demotologion, because the Demotologion is for the Greek citizens only. Being registered with the Lixiarheeon does not necessarily give you the Greek citizenship. It merely proves that you were born in Greece, but not that you are a Greek citizen.
This distinction arises from the fact that the law in Greece grants the Greek citizenship to the children of Greek citizens (wherever in the world these children may be born), and not to the children who are born in Greece, to non-Greek parents.
If someone, who was born outside of Greece, wants to obtain the Greek passport (which is also a European passport), he/she must find the record of at least one parent or grandparent (in some cases, even great grandparent) born in Greece and/or registered with the Demotologion or with the Mitroon Arenon at a Greek municipality.
Such registration is the starting point for everyone who wants to claim the Greek citizenship according to the easier and more straightforward procedure. The applicant must be able to obtain a recent certified copy of the ancestor’s registration from the municipality. If we do not know whether the ancestor is registered with the Demotologion and/or with the Mitroon Arenon or not, a search must be done to locate the old records. In order to make that search, me must know the ancestor’s (parent or grandparent, most likely) a) name, b) surname, c) father’s name, d) mother’s name if possible, e) place of birth in Greece, as accurately as possible and f) year of birth in Greece, at least approximately.
If we manage to find the ancestor’s municipal record, we then need to have the ancestor’s official marriage certificate (in some case, with Apostille, a very specific government certification), the birth of his/her child and so on, until we reach the birth of the present applicant.
If, on the other hand, someone can’t trace his family’s records with a Greek municipality, despite the fact that he/she is clearly of Greek origin, that person can’t file under the easier procedure, but he/she can still file for naturalization.
The naturalization application, if successful, will grant the same type of Greek citizenship to the applicant, with full rights in Greece and all over the European Union countries. Under this process, the applicant is not required to have all the birth and marriage certificates, from his/her ancestor up to the present day, as it is required in the first option. The applicant, however, must be able to speak some Greek (the more fluent you are, the more chances you have), as well as to demonstrate to the Greek Consul that the applicant follows Greek traditions, knows a bit of Greek history, has at least a limited knowledge of modern Greece and that generally he/she feels Greek.
Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Προσωποκράτηση εμπόρων και αδυναμία εκπληρώσεως του Χρήστου Ηλιόπουλου
Αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα η οικονομική κρίση, που πλήττει, λίγο ή πολύ, σχεδόν κάθε γωνιά του πλανήτη. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, αν και κατά τα φαινόμενα, η χώρα μας δεν είναι από εκείνες που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
Αποτέλεσμα της κρίσης είναι η αύξηση των περιπτώσεων αδυναμίας εκ μέρους πολλών εμπόρων και επιχειρηματιών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτό αποδεικνύεται με γεγονότα όπως η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών, των κατασχέσεων/πλειστηριασμών, αλλά και η καταγγελία δανειστικών συμβάσεων επιχειρήσεων λόγω μη πληρωμής των δόσεων ή μη καλύψεως του αλληλόχρεου λογαριασμού με την τράπεζα.
Κατά το νόμο στην Ελλάδα, ένας έμπορος που δεν πληρώνει εμπροθέσμως μπορεί να υποβληθεί σε προσωπική κράτηση. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διατάξεως έχει τελευταίως αμφισβητηθεί λόγω της εφαρμογής του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ.
Το Σύμφωνο αυτό ορίζει ότι κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικώς λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση. Πολύ απλά, αυτό σημαίνει ότι ένας έμπορος μπορεί να αποφύγει την προσωπική κράτηση, εάν αποδείξει στο δικαστήριο ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του επειδή έχει αντικειμενική αδυναμία να πληρώσει και όχι επειδή δύναται να πληρώσει, αλλά επιλέγει να μην το κάνει.
Οι έννοιες είναι πολύ λεπτές. Τι σημαίνει αδυναμία να εκπληρώσεις συμβατική υποχρέωση; Κάθε έμπορος που δεν πληρώνει μπορεί να ισχυρισθεί αδυναμία για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Αδυναμία σημαίνει ότι πρέπει το δικαστήριο να πεισθεί ότι ο έμπορος έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων, ενεργών καλοπίστως και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, αλλά αδυνατεί αντικειμενικώς να πληρώσει.
Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας εκπληρώσεως, ώστε να αποφευγθεί η προσωποκράτηση, πρέπει να υποβληθεί με ένσταση του εναγομένου και πρέπει να αποδειχθεί από τον ίδιο. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1011/2007 απόφασή του έκρινε ότι η αδυναμία εκπληρώσεως του εμπόρου, για να τον γλυτώσει από την φυλακή, δεν χρειάζεται να είναι ανυπαίτια. Ακόμα δηλαδή και από δική του υπαιτιότητα, έλλειψη προσοχής και επιμέλειας, από κακή κρίση, εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών ή από υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της επιχειρήσεώς του ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία, πάλι μπορεί να απαλλαγεί της προσωποκρατήσεως.
Ωστόσο, δεν γλυτώνει την προσωπική κράτηση εάν αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο έμπορος σκοπίμως και δολίως έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση αδυναμίας ακριβώς για να μην πληρώσει τα χρέη του. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι ο έμπορος περιήλθε σε πραγματική αδυναμία εκπληρώσεως, αλλά αυτό δεν συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης, ούτε λόγω απρόβλεπτων γεγονότων, ούτε καν από δικές του απερίσκεπτες ενέργειες κατά την άσκηση της εμπορίας του, αλλά ειδικώς επειδή ο ίδιος δολίως κατέστησε τον εαυτό του οικονομικά αδύναμο, ώστε να αποκτήσει το νομικό αυτό επιχείρημα και να αποφύγει την προσωποκράτηση.
Γίνεται αντιληπτό ότι συχνά τα όρια αποδείξεως είναι δυσδιάκριτα, ενάμεσα στο αν ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως υπαιτίως μεν, δηλ. από δικές του εσφαλμένες εμπορικές κινήσεις, αλλά όχι δολίως, δηλ. όχι ότι επίτηδες θέλησε την οικονομική του αδυναμία ώστε να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο για να αποφύγει τις βαρύτατες συνέπειες της κράτησης στην φυλακή λόγω εμπορικών χρεών.
Πάντως, ο Άρειος Πάγος στην ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο είχε κάνει λάθος με το να αξιώσει από τον έμπορο την απόδειξη της ανυπαίτιας αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, καθότι ο νόμος (το Διεθνές Σύμφωνο εν προκειμένω, που στην Ελλάδα υπερισχύει των απλών νόμων), αξιώνει μόνο αδυναμία εκπληρώσεως, χωρίς να απαιτεί η αδυναμία αυτή να είναι και ανυπαίτια για τον έμπορο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Αποτέλεσμα της κρίσης είναι η αύξηση των περιπτώσεων αδυναμίας εκ μέρους πολλών εμπόρων και επιχειρηματιών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτό αποδεικνύεται με γεγονότα όπως η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών, των κατασχέσεων/πλειστηριασμών, αλλά και η καταγγελία δανειστικών συμβάσεων επιχειρήσεων λόγω μη πληρωμής των δόσεων ή μη καλύψεως του αλληλόχρεου λογαριασμού με την τράπεζα.
Κατά το νόμο στην Ελλάδα, ένας έμπορος που δεν πληρώνει εμπροθέσμως μπορεί να υποβληθεί σε προσωπική κράτηση. Η αποτελεσματικότητα αυτής της διατάξεως έχει τελευταίως αμφισβητηθεί λόγω της εφαρμογής του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ΟΗΕ.
Το Σύμφωνο αυτό ορίζει ότι κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικώς λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση. Πολύ απλά, αυτό σημαίνει ότι ένας έμπορος μπορεί να αποφύγει την προσωπική κράτηση, εάν αποδείξει στο δικαστήριο ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του επειδή έχει αντικειμενική αδυναμία να πληρώσει και όχι επειδή δύναται να πληρώσει, αλλά επιλέγει να μην το κάνει.
Οι έννοιες είναι πολύ λεπτές. Τι σημαίνει αδυναμία να εκπληρώσεις συμβατική υποχρέωση; Κάθε έμπορος που δεν πληρώνει μπορεί να ισχυρισθεί αδυναμία για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Αδυναμία σημαίνει ότι πρέπει το δικαστήριο να πεισθεί ότι ο έμπορος έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων, ενεργών καλοπίστως και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, αλλά αδυνατεί αντικειμενικώς να πληρώσει.
Ο ισχυρισμός περί αδυναμίας εκπληρώσεως, ώστε να αποφευγθεί η προσωποκράτηση, πρέπει να υποβληθεί με ένσταση του εναγομένου και πρέπει να αποδειχθεί από τον ίδιο. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1011/2007 απόφασή του έκρινε ότι η αδυναμία εκπληρώσεως του εμπόρου, για να τον γλυτώσει από την φυλακή, δεν χρειάζεται να είναι ανυπαίτια. Ακόμα δηλαδή και από δική του υπαιτιότητα, έλλειψη προσοχής και επιμέλειας, από κακή κρίση, εσφαλμένη εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών ή από υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της επιχειρήσεώς του ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία, πάλι μπορεί να απαλλαγεί της προσωποκρατήσεως.
Ωστόσο, δεν γλυτώνει την προσωπική κράτηση εάν αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο έμπορος σκοπίμως και δολίως έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση αδυναμίας ακριβώς για να μην πληρώσει τα χρέη του. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι ο έμπορος περιήλθε σε πραγματική αδυναμία εκπληρώσεως, αλλά αυτό δεν συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης, ούτε λόγω απρόβλεπτων γεγονότων, ούτε καν από δικές του απερίσκεπτες ενέργειες κατά την άσκηση της εμπορίας του, αλλά ειδικώς επειδή ο ίδιος δολίως κατέστησε τον εαυτό του οικονομικά αδύναμο, ώστε να αποκτήσει το νομικό αυτό επιχείρημα και να αποφύγει την προσωποκράτηση.
Γίνεται αντιληπτό ότι συχνά τα όρια αποδείξεως είναι δυσδιάκριτα, ενάμεσα στο αν ο έμπορος περιήλθε σε οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως υπαιτίως μεν, δηλ. από δικές του εσφαλμένες εμπορικές κινήσεις, αλλά όχι δολίως, δηλ. όχι ότι επίτηδες θέλησε την οικονομική του αδυναμία ώστε να την χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο για να αποφύγει τις βαρύτατες συνέπειες της κράτησης στην φυλακή λόγω εμπορικών χρεών.
Πάντως, ο Άρειος Πάγος στην ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο είχε κάνει λάθος με το να αξιώσει από τον έμπορο την απόδειξη της ανυπαίτιας αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, καθότι ο νόμος (το Διεθνές Σύμφωνο εν προκειμένω, που στην Ελλάδα υπερισχύει των απλών νόμων), αξιώνει μόνο αδυναμία εκπληρώσεως, χωρίς να απαιτεί η αδυναμία αυτή να είναι και ανυπαίτια για τον έμπορο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ελευθερία του τύπου ή εξύβριση; του Χρήστου Ηλιόπουλου
Εάν ένα έντυπο δημοσιεύσει άποψη δημοσιογράφου ότι ένας δικαστής είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβιάζει τον όρκο του» αποτελεί νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης διά του τύπου ή παράνομη πράξη, δηλ. εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση; Για τις εκφράσεις αυτές δημοσιογράφος επαρχιακής εφημερίδος καταδικάσθηκε πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, αλλά και από τον Άρειο Πάγο, προσέφυγε όμως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαιώθηκε.
Η αδελφή της δημοσιογράφου, εμπλακείσα σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατηγορήθηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στην προανάκριση ο Ειρηνοδίκης την κάλεσε να απολογηθεί σε λάθος διεύθυνση, ενώ αυτή ήταν γνωστής διευθύνσεως, με αποτέλεσμα να μην λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, ούτε να απολογηθεί, πράγμα που της στέρησε κάποια δικαιώματα υπερασπίσεως.
Η αδελφή της, δημοσιογράφος στον τοπικό τύπο, σε άρθρο της αποκάλεσε τον Ειρηνοδίκη «καραγκιόζη» και σχολίασε γι’ αυτόν ότι «παραβίασε τον όρκο του». Ο Ειρηνοδίκης υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και η δημοσιογράφος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 20 μηνών με αναστολή, με δικαστική απόφαση που επεκυρώθη και από το Εφετείο. Ο Άρειος Πάγος, στον οποίο η καταδικασθείσα δημοσιογράφος άσκησε αναίρεση, ανήρεσε την καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή το Εφετείο δεν εξήτασε εάν τα καταγγελθέντα από την δημοσιογράφο ήταν αληθή ή όχι, ούτε ερεύνησε εάν η καταδικασθείσα είχε πρόθεση ή όχι να τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως.
Το Εφετείο, στο οποίο ανεπέμφθη η υπόθεση, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της ότι τα γεγονότα που έγραψε ήταν αληθή και άρα δεν μπορούσε να καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμιση. Την κατεδίκασε ωστόσο για εξύβριση σε ένα χρόνο φυλάκιση με αναστολή, με το σκεπτικό ότι οι φράσεις που χρησιμοπιοήσε κατά του δικαστού ήταν προδήλως υβριστικές και φανέρωναν περιφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του μηνυτού.
Η δημοσιογράφος προσέφυγε εκ νέου στον Άρειο Πάγο, ο οποίος όμως απέρριψε την αναίρεσή της και επεκύρωσε την καταδίκη της για εξύβριση.
Ακολούθως, η δημοσιογράφος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της ότι στην Ελλάδα τα δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Ωστόσο, επί της δευτέρου ισχυρισμού της, ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, δηλ. το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτό εξειδικεύεται από την ελευθερία του τύπου, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται φυσικά ότι περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης μπορούν να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εάν διεκυβεύονται μεγαλύτερης σημασίας δικαιώματα, όπως π.χ. εκείνο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις επιβολής ποινών για αδικήματα τελεσθέντα διά του τύπου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η φύση και η βαρύτητα των ποινών πρέπει να συνυπολογίζονται ώστε να εκτιμάται εάν η τιμωρία ήταν ανάλογη της βαρύτητος του αδικήματος. Το ίδιο Δικαστήριο προχώρησε σε μία ελαφρώς περίεργη σκέψη, λέγοντας ότι θεωρεί ότι η επιβολή ποινής φυλακίσεως για αδίκημα που διαπράχθηκε διά του τύπου δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, παρά μόνο υπό τις εξαιρετικές συνθήκες όταν διά του τύπου προσβάλλονται σοβαρά άλλα δικαιώματα, όπως στην περίπτωση της διάδοσης μίας ομιλίας μίσους ή όταν γίνεται διά του τύπου προτροπή στην βία.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δηλαδή δεν πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να επιβάλλεται ποινική τιμωρία (φυλάκιση) στους παραβάτες δημοσιογράφους, παρά μόνο αστικής φύσεως κυρώσεις, δηλ. αγωγές αποζημιώσεως. Η σκέψη αυτή μπορεί να σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν θα πρέπει κάποιος να καταδικάζεται σε φυλάκιση εάν συκοφαντεί διά του τύπου και ότι η μόνη κύρωση που θα πρέπει να του επιβάλλεται είναι η αστική αποζημίωση υπέρ του συκοφαντηθέντος από τον δημοσιογράφο. Είναι αμφίβολο εάν μία τέτοια σκέψη μπορεί να γίνει δεκτή από το νομικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη και συνταγματική η ποινική τιμωρία όποιου αποδεικνύεται ότι συκοφάντησε κάποιον άλλον διά του τύπου.
Αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υιοθέτησε μία τόσο ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος στην ελευθερία εκφράσεως προχώρησε και στην καταδίκη της Ελλαδος, για παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, επειδή τα δικαστήρια της χώρας καταδίκασαν για εξύβριση μία δημοσιογράφο που έγραψε για έναν δικαστή ότι είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Το Δικαστήριο ανεγνώρισε δικαίωμα αποζημίωσεως στην δημοσιογράφο ποσού 7.000 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Η αδελφή της δημοσιογράφου, εμπλακείσα σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατηγορήθηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια. Στην προανάκριση ο Ειρηνοδίκης την κάλεσε να απολογηθεί σε λάθος διεύθυνση, ενώ αυτή ήταν γνωστής διευθύνσεως, με αποτέλεσμα να μην λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, ούτε να απολογηθεί, πράγμα που της στέρησε κάποια δικαιώματα υπερασπίσεως.
Η αδελφή της, δημοσιογράφος στον τοπικό τύπο, σε άρθρο της αποκάλεσε τον Ειρηνοδίκη «καραγκιόζη» και σχολίασε γι’ αυτόν ότι «παραβίασε τον όρκο του». Ο Ειρηνοδίκης υπέβαλε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση και η δημοσιογράφος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 20 μηνών με αναστολή, με δικαστική απόφαση που επεκυρώθη και από το Εφετείο. Ο Άρειος Πάγος, στον οποίο η καταδικασθείσα δημοσιογράφος άσκησε αναίρεση, ανήρεσε την καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή το Εφετείο δεν εξήτασε εάν τα καταγγελθέντα από την δημοσιογράφο ήταν αληθή ή όχι, ούτε ερεύνησε εάν η καταδικασθείσα είχε πρόθεση ή όχι να τελέσει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως.
Το Εφετείο, στο οποίο ανεπέμφθη η υπόθεση, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της ότι τα γεγονότα που έγραψε ήταν αληθή και άρα δεν μπορούσε να καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμιση. Την κατεδίκασε ωστόσο για εξύβριση σε ένα χρόνο φυλάκιση με αναστολή, με το σκεπτικό ότι οι φράσεις που χρησιμοπιοήσε κατά του δικαστού ήταν προδήλως υβριστικές και φανέρωναν περιφρόνηση και αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και επαγγελματικής αξίας του μηνυτού.
Η δημοσιογράφος προσέφυγε εκ νέου στον Άρειο Πάγο, ο οποίος όμως απέρριψε την αναίρεσή της και επεκύρωσε την καταδίκη της για εξύβριση.
Ακολούθως, η δημοσιογράφος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της ότι στην Ελλάδα τα δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Ωστόσο, επί της δευτέρου ισχυρισμού της, ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, δηλ. το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτό εξειδικεύεται από την ελευθερία του τύπου, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται φυσικά ότι περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης μπορούν να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εάν διεκυβεύονται μεγαλύτερης σημασίας δικαιώματα, όπως π.χ. εκείνο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις επιβολής ποινών για αδικήματα τελεσθέντα διά του τύπου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η φύση και η βαρύτητα των ποινών πρέπει να συνυπολογίζονται ώστε να εκτιμάται εάν η τιμωρία ήταν ανάλογη της βαρύτητος του αδικήματος. Το ίδιο Δικαστήριο προχώρησε σε μία ελαφρώς περίεργη σκέψη, λέγοντας ότι θεωρεί ότι η επιβολή ποινής φυλακίσεως για αδίκημα που διαπράχθηκε διά του τύπου δεν συμβιβάζεται με την δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, παρά μόνο υπό τις εξαιρετικές συνθήκες όταν διά του τύπου προσβάλλονται σοβαρά άλλα δικαιώματα, όπως στην περίπτωση της διάδοσης μίας ομιλίας μίσους ή όταν γίνεται διά του τύπου προτροπή στην βία.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δηλαδή δεν πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να επιβάλλεται ποινική τιμωρία (φυλάκιση) στους παραβάτες δημοσιογράφους, παρά μόνο αστικής φύσεως κυρώσεις, δηλ. αγωγές αποζημιώσεως. Η σκέψη αυτή μπορεί να σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν θα πρέπει κάποιος να καταδικάζεται σε φυλάκιση εάν συκοφαντεί διά του τύπου και ότι η μόνη κύρωση που θα πρέπει να του επιβάλλεται είναι η αστική αποζημίωση υπέρ του συκοφαντηθέντος από τον δημοσιογράφο. Είναι αμφίβολο εάν μία τέτοια σκέψη μπορεί να γίνει δεκτή από το νομικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη και συνταγματική η ποινική τιμωρία όποιου αποδεικνύεται ότι συκοφάντησε κάποιον άλλον διά του τύπου.
Αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υιοθέτησε μία τόσο ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος στην ελευθερία εκφράσεως προχώρησε και στην καταδίκη της Ελλαδος, για παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, επειδή τα δικαστήρια της χώρας καταδίκασαν για εξύβριση μία δημοσιογράφο που έγραψε για έναν δικαστή ότι είναι «καραγκιόζης» και ότι «παραβίασε τον όρκο του». Το Δικαστήριο ανεγνώρισε δικαίωμα αποζημίωσεως στην δημοσιογράφο ποσού 7.000 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ακύρωση πώληση ακινήτου λόγω ανικανότητος του Χρήστου Ηλιόπουλου
Ένα συμβόλαιο πωλήσεως ακινήτου μπορεί να ακυρωθεί εάν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη (πωλητής ή αγοραστής) δεν είχε ικανότητα να υπογράψει. Κατά το νόμο που ισχύει στην Ελλάδα, η δήλωση βουλήσεως, (π.χ. ότι κάποιος πωλεί το ακίνητό του), είναι άκυρη, εάν κατά το χρόνο που έγινε (όταν υπεγράφη το συμβόλαιο) ο πωλητής βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του.
Μπορεί συνεπώς να κριθεί από το δικαστήριο ότι είναι άκυρη η πώληση, εάν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο της υπογραφής του συμβολαίου μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο δηλών (π.χ. πωλητής), λόγω ασθενείας, δεν είχε έλλογη κρίση, που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε, αλλά και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτήν.
Στην υπ’ αριθ. 223/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί αγωγής που άσκησε ο αδελφή μίας γυναίκας που το 2001 είχε πωλήσει ένα διαμέρισμά της στα Χανιά. Η αγωγή υπεβλήθη με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω συμβολαίου πωλήσεως, διότι η πωλήτρια δεν είχε κατά τον χρόνο της πωλήσεως ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Το διαμέρισμα πωλήθηκε με αληθινό τίμημα 23.000.000 δρχ., ενώ η αντικειμενική του αξία ήταν 30.270.000 δρχ. και η πραγματική αγοραία ήταν 55.000.000 δρχ. Η πωλήτρια διεγνώσθη ότι έπασχε από ανίατη παρανοειδή σχιζοθυμική ψύχωση, εξ αιτίας της οποίας βρισκόταν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και έντονη φαρμακευτική αγωγή, είχε επανειλημμένως νοσηλευθεί σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε κριθεί από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ Χανίων ασφαλιστικώς ανάπηρη σε ποσοστό 67%.
Από τότε που διεγνώσθη η νόσος της έπαυσε να εργάζεται και κατοικούσε σε ιδιόκτητη κατοικία στα Χανιά, βοηθούμενη από τις αδελφές της και από οικιακές βοηθούς.
Εξάλλου, μετά την πώληση, που έγινε το 2001, η γυναίκα αυτή (πωλήτρια) τέθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων υπό δικαστική συμπαράσταση, δηλαδή ορίσθηκε δικαστικός συμπαραστάτης της η αδελφή της, με εξουσία να διενεργεί αυτή όλες τις συναλλαγές για λογαρισμό της ανίκανης προς δικαιοπραξία αδελφής της.
Αφού διεπιστώθησαν όλα τα παραπάνω, το δικαστήριο έκρινε ότι η πωλήτρια κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου το 2001 έπασχε από ψυχοδιανοητική νόσο, η οποία επέφερε σημαντικό περιορισμό στην έλλογη κρίση της και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεώς της με λογικούς υπολογισμούς και συνεπώς αυτή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της πωλήσεως, καθώς και τις συνέπειες αυτής.
Για τον λόγο αυτόν το Εφετείο έκρινε ότι η σύμβαση πωλήσεως του διαμερίσματος είναι άκυρη, λόγω ανικανότητος της πωλήτριας, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή ακυρώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για την ακύρωση της πωλήσεως, που είχε ασκήσει η αδελφή, δικαστική συμπαραστάτης της πωλήτριας, στο όνομα της τελευταίας. Η σχετική αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου, που ασκήθηκε στον Άρειο Πάγο, απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η απόφαση του Εφετείου είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Μπορεί συνεπώς να κριθεί από το δικαστήριο ότι είναι άκυρη η πώληση, εάν αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο της υπογραφής του συμβολαίου μεταβιβάσεως του ακινήτου, ο δηλών (π.χ. πωλητής), λόγω ασθενείας, δεν είχε έλλογη κρίση, που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε, αλλά και τις συνέπειες που θα προέκυπταν από αυτήν.
Στην υπ’ αριθ. 223/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί αγωγής που άσκησε ο αδελφή μίας γυναίκας που το 2001 είχε πωλήσει ένα διαμέρισμά της στα Χανιά. Η αγωγή υπεβλήθη με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω συμβολαίου πωλήσεως, διότι η πωλήτρια δεν είχε κατά τον χρόνο της πωλήσεως ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Το διαμέρισμα πωλήθηκε με αληθινό τίμημα 23.000.000 δρχ., ενώ η αντικειμενική του αξία ήταν 30.270.000 δρχ. και η πραγματική αγοραία ήταν 55.000.000 δρχ. Η πωλήτρια διεγνώσθη ότι έπασχε από ανίατη παρανοειδή σχιζοθυμική ψύχωση, εξ αιτίας της οποίας βρισκόταν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και έντονη φαρμακευτική αγωγή, είχε επανειλημμένως νοσηλευθεί σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε κριθεί από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ Χανίων ασφαλιστικώς ανάπηρη σε ποσοστό 67%.
Από τότε που διεγνώσθη η νόσος της έπαυσε να εργάζεται και κατοικούσε σε ιδιόκτητη κατοικία στα Χανιά, βοηθούμενη από τις αδελφές της και από οικιακές βοηθούς.
Εξάλλου, μετά την πώληση, που έγινε το 2001, η γυναίκα αυτή (πωλήτρια) τέθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων υπό δικαστική συμπαράσταση, δηλαδή ορίσθηκε δικαστικός συμπαραστάτης της η αδελφή της, με εξουσία να διενεργεί αυτή όλες τις συναλλαγές για λογαρισμό της ανίκανης προς δικαιοπραξία αδελφής της.
Αφού διεπιστώθησαν όλα τα παραπάνω, το δικαστήριο έκρινε ότι η πωλήτρια κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου το 2001 έπασχε από ψυχοδιανοητική νόσο, η οποία επέφερε σημαντικό περιορισμό στην έλλογη κρίση της και δεν επέτρεπε σ’ αυτήν τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεώς της με λογικούς υπολογισμούς και συνεπώς αυτή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της πωλήσεως, καθώς και τις συνέπειες αυτής.
Για τον λόγο αυτόν το Εφετείο έκρινε ότι η σύμβαση πωλήσεως του διαμερίσματος είναι άκυρη, λόγω ανικανότητος της πωλήτριας, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή ακυρώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για την ακύρωση της πωλήσεως, που είχε ασκήσει η αδελφή, δικαστική συμπαραστάτης της πωλήτριας, στο όνομα της τελευταίας. Η σχετική αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου, που ασκήθηκε στον Άρειο Πάγο, απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η απόφαση του Εφετείου είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)