Κυριότητα επί ενός ακινήτου σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης αυτού δύναται να το αξιοποεί κατά βούλησιν, να κάνει χρήση αυτού, να το εκμισθώνει, να το εκμεταλλεύεται κατά οιονδήποτε νόμιμο τρόπο, αλλά και να το διαθέτει, ήτοι να το δωρίζει, να το μεταβιβάζει με γονική παροχή στα τέκνα του ή να το πωλεί, λαμβάνοντας χρηματικό τίμημα.
Όλα τα ανωτέρω είναι εύκολα όταν το ακίνητο ανήκει σε έναν μόνο κύριο. ‘Οταν όμως το ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους, ανακύπτει συχνά πρόβλημα διαφωνίας των συγκυρίων για τον τρόπο χρήσεως ή εκμεταλλεύσεως του κοινού ακινήτου, αν πρέπει να πωληθεί ή όχι κλπ.
Όταν η διαφωνία των συγκυρίων είναι οριστική και μόνιμη, εκείνος από τους συγκυρίους που ενδιαφέρεται περισσότερο από τους άλλους συγκυρίους για την εκμετάλλευση του μεριδίου του, είτε επειδή έχει ανάγκη τα χρήματα, είτε επειδή επιθυμεί την άμεση αξιοποίηση του ακινήτου, έχει την δυνατότητα από τον νόμο στην Ελλάδα να ασκήσει αγωγή διανομής στο δικαστήριο, διά της οποίας θα ζητεί τον χωρισμό των μεριδίων, ώστε ο καθένας από τους συγκυρίους να λάβει το μερίδιό του και να το κάνει ό,τι θέλει.
Το κοινό ακίνητο μπορεί να χωρισθεί είτε αυτουσίως, είτε δια της πωλήσεως με πλειστηριασμό. Αυτούσια διανομή σημαίνει ότι το ακίνητο χωρίζεται σε τμήματα αναλόγως των μεριδίων των συνιδιοκτητών, όπως όταν ένα οικόπεδο εντός σχεδίου, επιφανείας 2.000 τ.μ. χωρίζεται σε δύο τμήματα, το ένα 1.500 τ.μ., το οποίο λαμβάνει ο συγκύριος που έχει το 75% του οικοπέδου και σε ένα δεύτερο τμήμα, των 500 τ.μ., που λαμβάνει ο συγκύριος που έχει το 25% εξ αδιαιρέτου, υπό την προϋπόθεση ότι η ελάχιστη αρτιότητα οικοπέδου στην περιοχή είναι 500 τ.μ.
Εάν στο άνω παράδειγμα το ακίνητο των 2.000 τ.μ. δεν ήταν οικόπεδο εντός σχεδίου, αλλά ήταν αγροτεμάχιο (δηλ. εκτός σχεδίου), οι δύο συγκύριοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν αυτούσια διανομή, διότι δεν θα προέκυπταν άρτια και οικοδομήσιμα τμήματα του ακινήτου και η μόνη επιτρεπτή διανομή θα ήταν η πώληση διά πλειστηριασμού, ώστε ο πρώτος συγκύριος να λάβει το 75% των χρημάτων του πλειστηριασμού και ο άλλος συγκύριος να λάβει το 25%.
Όταν ο άλλος συγκύριος δεν συμφωνεί στην διανομή, ο συγκύριος που επιθυμεί την αξιοποίηση του μεριδίου του ασκεί αγωγή διανομής στο δικαστήριο. Στην δίκη πρέπει να αποδειξει ότι ο ίδιος έχει αποκτήσει το 75% του ακινήτου με αποδοχή κληρονομίας, την οποία μετέγραψε στο υποθηκοφυλακείο, αλλά και ότι ο άλλος συγκύριος έχει επίσης αποδεχθεί το δικό του 25%.
Εάν και οι δύο έχουν υπογράψει αποδοχή κληρονομίας, δεν υπάρχει πρόβλημα. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση κατά την οποία ο άλλος συγκύριος, που έχει το 25%, αμελεί να αποδεχθεί το μερίδιό του και δεν προβαίνει στις ενέργειες για αποδοχή κληρονομίας;
Σε μία τέτοια περίπτωση, ο συγκύριος που επιθυμεί την διανομή μπορεί αυτός να προβεί για λογαριασμό του άλλου συγκληρονόμου σε ενέργειες που οδηγούν στην αναγκαστική αποδοχή και του μεριδίου του άλλου. Αυτό γίνεται π.χ. με την έκδοση από την γραμματεία του δικαστηρίου πιστοποιητικού περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας από τον άλλο συγκληρονόμο και μεταγραφής αυτού στο υποθηκοφυλακείο.
Εάν από τον θάνατο του κληρονομουμένου ή από την δημοσίευση της διαθήκης έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, ή έστω και δώδεκα μηνών, (όταν ο κληρονόμος είναι κάτοικος εξωτερικού), και δεν έχει αποποιηθεί της κληρονομίας με δήλωσή του στο Πρωτοδικείο ή στο Προξενείο, θεωρείται ότι την έχει αποδεχθεί.
Με την έκδοση του πιστοποιητικού περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας και την μεταγραφή του στο υποθηκοφυλακείο στο όνομα του αμελούς συγκληρονόμου, ο άλλος συγκληρονόμος τον καθιστά συγκύριο του ακινήτου, αναδρομικώς μάλιστα από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και άρα ανοίγει ο δρόμος για την αγωγή διανομής, ώστε αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο και να χωρισθεί το ακίνητο είτε αυτουσίως, είτε με πλειστηριασμό.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Monday, March 30, 2009
Thursday, March 26, 2009
Πώς θα πάρετε την κληρονομιά που δικαιούσθε στην Ελλάδα του Χρήστου Ηλιόπουλου
Χιλιάδες είναι οι ομογενείς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γής, που δικαιούνται κάποιας κληρονομιάς στην Ελλάδα. Οι κληρονομιές αυτές είναι συνήθως από γονείς, παππούδες ή γιαγιάδες, αλλά και από θείους και άλλους συγγενείς. Σήμερα, τόσο λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που κάνει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αναζητούν κάθε πηγή εισοδήματος ή περιουσίας που δικαιούνται, όσο και λόγω της ανόδου της αξίας των ακινήτων και του ευρώ στην Ελλάδα, εν σχέσει προς τα ξένα νομίσματα και κυρίως το δολλάριο ΗΠΑ, Αυστραλίας, Καναδά κλπ., όλο και περισσότεροι ομογενείς αναζητούν και διεκδικούν τα δικαιώματά τους επί κληρονομιών στην Ελλάδα.
Ο Έλληνας του εξωτερικού μπορεί σχετικά εύκολα να λάβει το μερίδιό του από αυτές τις κληρονομιές, χωρίς μάλιστα να είναι υποχρεωμένος να ταξειδεύσει στην Ελλαδα. Κάθε κληρονόμος μπορεί να υπογράψει ένα πληρεξούσιο αποδοχής κληρονομίας στο Προξενείο της Ελλάδος στην χώρα όπου διαμένει, ή σε συμβολαιογράφο (με Αποστίλλη) και να αναθέσει σε δικηγόρο ή σε έμπιστο συγγενή του στην Ελλάδα την υπογραφή όλων των εγγράφων που απαιτούνται στις ελληνικές αρχές για την μεταβίβαση της περιουσίας από τον θανόντα στον κληρονόμο που ζει εκτός Ελλάδος.
Εάν ο θανών απεβίωσε στο εξωτερικό, χρειάζεται η ληξιαρχική πράξη θανάτου από την χώρα του εξωτερικού ή από το Προξενείο της Ελλάδος. Επίσης, εάν δεν υπάρχει διαθήκη, απαιτείται υπεύθυνη δήλωση δύο μαρτύρων για τους πλησιέστερους συγγενείς του κληρονομουμένου. Η υπεύθυνη δήλωση των δύο μαρτύρων μπορεί να υπογραφεί είτε στο Προξενείο, είτε στην Ελλάδα.
Εάν ο θανών άφησε διαθήκη, χρειάζεται η δημοσίευση της διαθήκης στο Πρωτοδικείο στην Ελλάδα. Εάν η διαθήκη είχε συνταχθεί στο εξωτερικό, τότε απαιτείται πρώτα η δημοσίευσή της στο εξωτερικό και μετά η επίσημη μετάφραση και η καταχώρισή της στο Πρωτοδικείο στην Ελλάδα. Η μετάφραση της διαθήκης αλλά και άλλων νομικών εγγράφων καλό είναι να γίνεται είτε από έμπειρο μεταφραστή ή από δικηγόρο στην Ελλάδα, που γνωρίζει τους νομικούς όρους του δικαίου της ξένης χώρας, ώστε να κάνει σωστή και αντίστοιχη μετάφραση των νομικών εννοιών για να αποφευχθούν παρερμηνείες από τις ελληνικές αρχές (π.χ. εφορία, Πρωτοδικείο, συμβολαιογράφο) εν σχέσει προς τους όρους του αλλοδαπού δικαίου.
Ο κληρονόμος που ζει στο εξωτερικό πρέπει επίσης είτε να έχει στα χέρια του αντίγραφα των συμβολαίων των ακινήτων ή και των τραπεζικών λογαριασμών που είχε ο θανών, είτε να γνωρίζει τουλάχιστον πού βρίσκονται τα ακίνητα αυτά ή σε ποιά τράπεζα είναι οι λογαριασμοί στην Ελλάδα. Εάν δεν έχει συμβόλαια, αλλά γνωρίζει την τοποθεσία περίπου των ακινήτων, πρέπει ο δικηγόρος στην Ελλάδα να ελέγξει για την ύπαρξη συμβολαίων στο τοπικό υποθηκοφυλακείο με το όνομα του θανόντος, ή συχνά και όλης της οικογενείας του.
Εάν τα ακίνητα, εκτός από διαμερίσματα, είναι και μονοκατοικίες, οικόπεδα και αγροτεμάχια, μπορεί να χρειασθεί και τοπογραφικό για καθένα από αυτά και τότε είναι απολύτως αναγκαίο κάποιος συγγενής ή γείτονας να μπορεί να υποδείξει τα ακίνητα, διότι συχνά οι κληρονόμοι που μένουν στο εξωτερικό, δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται τα ακίνητα που έχουν κληρονομήσει.
Εάν ο κληρονόμος θελήσει αργότερα να πωλήσει τα ακίνητα που κληρονομεί, τότε το τοπογραφικό είναι απαραίτητο για όλα τα ακίνητα, εκτός από τα διαμερίσματα. Στην περίπτωση της πωλήσεως το πληρεξούσιο της αποδοχής κληρονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει και εντολή πωλήσεως, άλλως πρέπει να γίνει νέο πληρεξούσιο για πώληση.
Ο φόρος κληρονομίας έχει μειωθεί πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια και για τις πιο πολλές κληρονομιές είναι μηδενικός. Εν πάση περιπτώσει, ο φόρος κληρονομίας δεν αποτελεί εμπόδιο για να λάβει ο κληρονόμος το μερίδιό του, διότι ο φόρος αυτός είτε δεν υπάρχει (αφορολόγητες κληρονομιές), είτε είναι πολύ μικρός εν συγκρίσει προς την αξία της κληρονομίας που λαμβάνει ο κληρονόμος.
Η αναζήτηση συνεπώς των κληρονομιών, που πολλοί ομογενείς πρώτης, δεύτερης ή τρίτης γενιάς δικαιούνται στην Ελλάδα, αλλά και η απόκτηση ελληνικής ιθαγενείας, δηλαδή ευρωπαϊκού διαβατηρίου που τους επιτρέπει να διαμένουν μονίμως, να σπουδάζουν, να εργάζονται, να ιδρύουν επιχειρήσεις και να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, κάνουν πλέον τους ομογενείς – συχνά ακόμα κι εκείνους που είχαν γεννηθεί στο εξωτερικο και δεν είχαν επισκευθεί καν την Ελλάδα - να έρχονται πιο κοντά τώρα στην Πατρίδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ο Έλληνας του εξωτερικού μπορεί σχετικά εύκολα να λάβει το μερίδιό του από αυτές τις κληρονομιές, χωρίς μάλιστα να είναι υποχρεωμένος να ταξειδεύσει στην Ελλαδα. Κάθε κληρονόμος μπορεί να υπογράψει ένα πληρεξούσιο αποδοχής κληρονομίας στο Προξενείο της Ελλάδος στην χώρα όπου διαμένει, ή σε συμβολαιογράφο (με Αποστίλλη) και να αναθέσει σε δικηγόρο ή σε έμπιστο συγγενή του στην Ελλάδα την υπογραφή όλων των εγγράφων που απαιτούνται στις ελληνικές αρχές για την μεταβίβαση της περιουσίας από τον θανόντα στον κληρονόμο που ζει εκτός Ελλάδος.
Εάν ο θανών απεβίωσε στο εξωτερικό, χρειάζεται η ληξιαρχική πράξη θανάτου από την χώρα του εξωτερικού ή από το Προξενείο της Ελλάδος. Επίσης, εάν δεν υπάρχει διαθήκη, απαιτείται υπεύθυνη δήλωση δύο μαρτύρων για τους πλησιέστερους συγγενείς του κληρονομουμένου. Η υπεύθυνη δήλωση των δύο μαρτύρων μπορεί να υπογραφεί είτε στο Προξενείο, είτε στην Ελλάδα.
Εάν ο θανών άφησε διαθήκη, χρειάζεται η δημοσίευση της διαθήκης στο Πρωτοδικείο στην Ελλάδα. Εάν η διαθήκη είχε συνταχθεί στο εξωτερικό, τότε απαιτείται πρώτα η δημοσίευσή της στο εξωτερικό και μετά η επίσημη μετάφραση και η καταχώρισή της στο Πρωτοδικείο στην Ελλάδα. Η μετάφραση της διαθήκης αλλά και άλλων νομικών εγγράφων καλό είναι να γίνεται είτε από έμπειρο μεταφραστή ή από δικηγόρο στην Ελλάδα, που γνωρίζει τους νομικούς όρους του δικαίου της ξένης χώρας, ώστε να κάνει σωστή και αντίστοιχη μετάφραση των νομικών εννοιών για να αποφευχθούν παρερμηνείες από τις ελληνικές αρχές (π.χ. εφορία, Πρωτοδικείο, συμβολαιογράφο) εν σχέσει προς τους όρους του αλλοδαπού δικαίου.
Ο κληρονόμος που ζει στο εξωτερικό πρέπει επίσης είτε να έχει στα χέρια του αντίγραφα των συμβολαίων των ακινήτων ή και των τραπεζικών λογαριασμών που είχε ο θανών, είτε να γνωρίζει τουλάχιστον πού βρίσκονται τα ακίνητα αυτά ή σε ποιά τράπεζα είναι οι λογαριασμοί στην Ελλάδα. Εάν δεν έχει συμβόλαια, αλλά γνωρίζει την τοποθεσία περίπου των ακινήτων, πρέπει ο δικηγόρος στην Ελλάδα να ελέγξει για την ύπαρξη συμβολαίων στο τοπικό υποθηκοφυλακείο με το όνομα του θανόντος, ή συχνά και όλης της οικογενείας του.
Εάν τα ακίνητα, εκτός από διαμερίσματα, είναι και μονοκατοικίες, οικόπεδα και αγροτεμάχια, μπορεί να χρειασθεί και τοπογραφικό για καθένα από αυτά και τότε είναι απολύτως αναγκαίο κάποιος συγγενής ή γείτονας να μπορεί να υποδείξει τα ακίνητα, διότι συχνά οι κληρονόμοι που μένουν στο εξωτερικό, δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται τα ακίνητα που έχουν κληρονομήσει.
Εάν ο κληρονόμος θελήσει αργότερα να πωλήσει τα ακίνητα που κληρονομεί, τότε το τοπογραφικό είναι απαραίτητο για όλα τα ακίνητα, εκτός από τα διαμερίσματα. Στην περίπτωση της πωλήσεως το πληρεξούσιο της αποδοχής κληρονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει και εντολή πωλήσεως, άλλως πρέπει να γίνει νέο πληρεξούσιο για πώληση.
Ο φόρος κληρονομίας έχει μειωθεί πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια και για τις πιο πολλές κληρονομιές είναι μηδενικός. Εν πάση περιπτώσει, ο φόρος κληρονομίας δεν αποτελεί εμπόδιο για να λάβει ο κληρονόμος το μερίδιό του, διότι ο φόρος αυτός είτε δεν υπάρχει (αφορολόγητες κληρονομιές), είτε είναι πολύ μικρός εν συγκρίσει προς την αξία της κληρονομίας που λαμβάνει ο κληρονόμος.
Η αναζήτηση συνεπώς των κληρονομιών, που πολλοί ομογενείς πρώτης, δεύτερης ή τρίτης γενιάς δικαιούνται στην Ελλάδα, αλλά και η απόκτηση ελληνικής ιθαγενείας, δηλαδή ευρωπαϊκού διαβατηρίου που τους επιτρέπει να διαμένουν μονίμως, να σπουδάζουν, να εργάζονται, να ιδρύουν επιχειρήσεις και να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, κάνουν πλέον τους ομογενείς – συχνά ακόμα κι εκείνους που είχαν γεννηθεί στο εξωτερικο και δεν είχαν επισκευθεί καν την Ελλάδα - να έρχονται πιο κοντά τώρα στην Πατρίδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Tuesday, March 17, 2009
Δημοτολογική τακτοποίηση στην Ελλάδα του Χρήστου Ηλιόπουλου
Τα βασικά δικαιώματά του Έλληνα πολίτη προϋποθέτουν την εγγραφή του σε Δήμο ή Κοινότητα στην Ελλάδα. Η εγγραφή αυτή γίνεται στο Δημοτολόγιο τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, που έχουν φυσικά ίδια δικαιώματα. Οι άνδρες, ωστόσο, εγγράφονται και στο Μητρώο Αρρένων, το οποίο συνδέεται με την στρατολογία, ώστε όσοι άρρενες εγγράφονται ως Έλληνες πολίτες, είτε από την γέννησή τους, είτε αργότερα, μέχρι το 45ο έτος της ηλικίας τους, να περιέρχονται σε γνώση του στρατού.
Για να εγγραφεί κάποιος σε Δημοτολόγιο Δήμου ή Κοινότητος πρέπει να έχει κατά κανόνα τουλάχιστον έναν εγγεγραμμένο Έλληνα πρόγονο (γονέα, παππού, γιαγιά), ή να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση. Η εγγραφή του τέκνου στο Δημοτολόγιο γίνεται κατ’ αρχάς στην οικογενειακή μερίδα των γονέων του. Αφού εγγραφεί στο Δημοτολόγιο, μπορεί να λαμβάνει Πιστοποιητικό Γεννήσεως, που εκδίδεται μόνο σε Έλληνες πολίτες.
Το Πιστοποιητικό Γεννήσεως δεν πρέπει να συγχέεται με την Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως. Το πρώτο, εκδίδεται μόνο για Έλληνες πολίτες, ενώ το δεύτερο εκδίδεται και για αλλοδαπούς, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, χωρίς όμως κατ’ ανάγκην να έχουν και την ελληνική ιθαγένεια.
Εάν δηλ. ένα ζευγάρι Κινέζων γεννήσει το παιδί τους στην Ελλάδα, ο Δήμος στην περιοχή του οποίου γεννήθηκε το παιδί θα εκδώσει Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως, αλλά το παιδί δεν θα εγγραφεί στο Δημοτολόγιο και δεν θα μπορεί να λαμβάνει Πιστοποιητικό Γεννήσεως, διότι δεν θα έχει την ελληνική (αλλά μόνο την κινεζική) ιθαγένεια.
Όταν ένας Έλληνας πολίτης, εγγεγραμμένος στην μερίδα των γονέων του, συνάπτει γάμο, πρέπει να ανοίξει δική του οικογενειακή μερίδα, στην οποία εγγράφονται οι δύο σύζυγοι και τα παιδιά τους. Για να γίνει αυτό, ο γάμος πρέπει να δηλωθεί στο Ληξιαρχείο του Δήμου όπου τελέσθηκε. Εάν ο γάμος έγινε εκτός Ελλάδος, πρέπει να δηλωθεί εντός τριών μηνών στο Προξενείο της Ελλάδος στην χώρα τελέσεως του γάμου, είτε αργότερα στο Ειδικό Ληξιαρχείο, στην Αθήνα.
Οι ομογενείς που συνάπτουν γάμο και αποκτούν τέκνα στην αλλοδαπή αποφεύγουν συχνά να δηλώσουν τα γεγονότα αυτά στο Προξενείο της Ελλάδος, είτε από άγνοια ή αμέλεια, είτε επειδή δεν θέλουν να δηλώσουν τα άρρενα τέκνα τους στις ελληνικές αρχές, για να αποφύγουν τον στρατό όταν μεγαλώσουν.
Σήμερα όμως, οι περισσότεροι γόνοι Ελλήνων, που έχουν γεννηθεί εκτός Ελλάδος, επιθυμούν να πάρουν ελληνική ιθαγένεια, ελληνικό διαβατήριο και κάποιες φορές να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Τότε διαπιστώνουν ότι πρέπει να τηρήσουν μία γραφειοκρατική διαδικασία, που ξεκινά με την επίσημη μετάφραση του γάμου των γονέων τους, της δικής τους γεννήσεως στο εξωτερικό και την εγγραφή τους στο Ειδικό Ληξιαρχείο και στον Δήμο επιλογής τους, αφού πρώτα καθορισθεί η ιθαγένειά τους από την Περιφέρεια.
Εάν μάλιστα υπάρχουν στο εξωτερικό και διαζύγια, τότε εκτός των ανωτέρω, μπορεί να χρειασθεί και δικαστική απόφαση στην Ελλάδα, διά της οποίας θα αναγνωρίζεται η ισχύς της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως διαζυγίου. Αυτό ανακύπτει συχνά όταν το παιδί ενός Έλληνα ή μίας Ελληνίδος επιθυμεί να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο.
Η διαδικασία αρχίζει με την εγγραφή στο Ειδικό Ληξιαρχείο του γάμου του γεννημένου στην Ελλάδα γονέα του παιδιού. Όταν όμως επιχειρείται να γίνει και η εγγραφή της γεννήσεως του παιδιού, ανακαλύπτεται ότι ο άλλος γονέας του παιδιού δεν είναι ο σύζυγος του γονέα του. Αυτό συμβαίνει διότι το παιδί έχει γεννηθεί από δεύτερο γάμο του γονέα του στο εξωτερικό, οπότε πρέπει πρώτα να μεταφρασθεί η απόφαση του διαζυγίου, να γίνει δικαστήριο στην Ελλάδα, για το οποίο απαιτείται ένα τουλάχιστον σημαντικό έγγραφο από την γραμματεία του αλλοδαπού δικατηρίου, να αναγνωρισθεί η αλλοδαπή απόφαση διαζυγίου από το ελληνικό δικαστήριο και μετά να προχωρήσει η διαδικασία του διαβατηρίου και της ιθαγένειας του παιδιού στον Δήμο της Ελλάδος.
Αναφορικώς με την στράτευση των αρρένων τέκνων τους οι ομογενείς δεν πρέπει να ανησυχούν ότι θα κληθούν να υπηρετήσουν, διότι ως κάτοικοι εξωτερικού, με την λήψη του σχετικού πιστοποιητικού από το Προξενείο, τα παιδιά τους απαλλάσσονται της στρατεύσεως με το Πιστοποιητικό Τύπου Β’ που εκδίδει η στρατολογία της Ελλάδος, εφόσον το παιδί δεν έχει μείνει μετά την ηλικία των 11 ετών στην Ελλάδα πάνω από έξι μήνες εντός του ιδίου ημερολογιακού έτους.
Στην περίπτωση που το γεννηθέν εκτός Ελλάδος άρρεν τέκνο του Έλληνα ή της Ελληνίδος θελήσει να εγκατασταθεί μονίμως στην Ελλάδα πριν γίνει 45 ετών, η θητεία είναι μόνο τρεις μήνες, αν δεν έχει μειωθεί ή καταργηθεί μέχρι τότε.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Για να εγγραφεί κάποιος σε Δημοτολόγιο Δήμου ή Κοινότητος πρέπει να έχει κατά κανόνα τουλάχιστον έναν εγγεγραμμένο Έλληνα πρόγονο (γονέα, παππού, γιαγιά), ή να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση. Η εγγραφή του τέκνου στο Δημοτολόγιο γίνεται κατ’ αρχάς στην οικογενειακή μερίδα των γονέων του. Αφού εγγραφεί στο Δημοτολόγιο, μπορεί να λαμβάνει Πιστοποιητικό Γεννήσεως, που εκδίδεται μόνο σε Έλληνες πολίτες.
Το Πιστοποιητικό Γεννήσεως δεν πρέπει να συγχέεται με την Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως. Το πρώτο, εκδίδεται μόνο για Έλληνες πολίτες, ενώ το δεύτερο εκδίδεται και για αλλοδαπούς, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, χωρίς όμως κατ’ ανάγκην να έχουν και την ελληνική ιθαγένεια.
Εάν δηλ. ένα ζευγάρι Κινέζων γεννήσει το παιδί τους στην Ελλάδα, ο Δήμος στην περιοχή του οποίου γεννήθηκε το παιδί θα εκδώσει Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως, αλλά το παιδί δεν θα εγγραφεί στο Δημοτολόγιο και δεν θα μπορεί να λαμβάνει Πιστοποιητικό Γεννήσεως, διότι δεν θα έχει την ελληνική (αλλά μόνο την κινεζική) ιθαγένεια.
Όταν ένας Έλληνας πολίτης, εγγεγραμμένος στην μερίδα των γονέων του, συνάπτει γάμο, πρέπει να ανοίξει δική του οικογενειακή μερίδα, στην οποία εγγράφονται οι δύο σύζυγοι και τα παιδιά τους. Για να γίνει αυτό, ο γάμος πρέπει να δηλωθεί στο Ληξιαρχείο του Δήμου όπου τελέσθηκε. Εάν ο γάμος έγινε εκτός Ελλάδος, πρέπει να δηλωθεί εντός τριών μηνών στο Προξενείο της Ελλάδος στην χώρα τελέσεως του γάμου, είτε αργότερα στο Ειδικό Ληξιαρχείο, στην Αθήνα.
Οι ομογενείς που συνάπτουν γάμο και αποκτούν τέκνα στην αλλοδαπή αποφεύγουν συχνά να δηλώσουν τα γεγονότα αυτά στο Προξενείο της Ελλάδος, είτε από άγνοια ή αμέλεια, είτε επειδή δεν θέλουν να δηλώσουν τα άρρενα τέκνα τους στις ελληνικές αρχές, για να αποφύγουν τον στρατό όταν μεγαλώσουν.
Σήμερα όμως, οι περισσότεροι γόνοι Ελλήνων, που έχουν γεννηθεί εκτός Ελλάδος, επιθυμούν να πάρουν ελληνική ιθαγένεια, ελληνικό διαβατήριο και κάποιες φορές να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Τότε διαπιστώνουν ότι πρέπει να τηρήσουν μία γραφειοκρατική διαδικασία, που ξεκινά με την επίσημη μετάφραση του γάμου των γονέων τους, της δικής τους γεννήσεως στο εξωτερικό και την εγγραφή τους στο Ειδικό Ληξιαρχείο και στον Δήμο επιλογής τους, αφού πρώτα καθορισθεί η ιθαγένειά τους από την Περιφέρεια.
Εάν μάλιστα υπάρχουν στο εξωτερικό και διαζύγια, τότε εκτός των ανωτέρω, μπορεί να χρειασθεί και δικαστική απόφαση στην Ελλάδα, διά της οποίας θα αναγνωρίζεται η ισχύς της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως διαζυγίου. Αυτό ανακύπτει συχνά όταν το παιδί ενός Έλληνα ή μίας Ελληνίδος επιθυμεί να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο.
Η διαδικασία αρχίζει με την εγγραφή στο Ειδικό Ληξιαρχείο του γάμου του γεννημένου στην Ελλάδα γονέα του παιδιού. Όταν όμως επιχειρείται να γίνει και η εγγραφή της γεννήσεως του παιδιού, ανακαλύπτεται ότι ο άλλος γονέας του παιδιού δεν είναι ο σύζυγος του γονέα του. Αυτό συμβαίνει διότι το παιδί έχει γεννηθεί από δεύτερο γάμο του γονέα του στο εξωτερικό, οπότε πρέπει πρώτα να μεταφρασθεί η απόφαση του διαζυγίου, να γίνει δικαστήριο στην Ελλάδα, για το οποίο απαιτείται ένα τουλάχιστον σημαντικό έγγραφο από την γραμματεία του αλλοδαπού δικατηρίου, να αναγνωρισθεί η αλλοδαπή απόφαση διαζυγίου από το ελληνικό δικαστήριο και μετά να προχωρήσει η διαδικασία του διαβατηρίου και της ιθαγένειας του παιδιού στον Δήμο της Ελλάδος.
Αναφορικώς με την στράτευση των αρρένων τέκνων τους οι ομογενείς δεν πρέπει να ανησυχούν ότι θα κληθούν να υπηρετήσουν, διότι ως κάτοικοι εξωτερικού, με την λήψη του σχετικού πιστοποιητικού από το Προξενείο, τα παιδιά τους απαλλάσσονται της στρατεύσεως με το Πιστοποιητικό Τύπου Β’ που εκδίδει η στρατολογία της Ελλάδος, εφόσον το παιδί δεν έχει μείνει μετά την ηλικία των 11 ετών στην Ελλάδα πάνω από έξι μήνες εντός του ιδίου ημερολογιακού έτους.
Στην περίπτωση που το γεννηθέν εκτός Ελλάδος άρρεν τέκνο του Έλληνα ή της Ελληνίδος θελήσει να εγκατασταθεί μονίμως στην Ελλάδα πριν γίνει 45 ετών, η θητεία είναι μόνο τρεις μήνες, αν δεν έχει μειωθεί ή καταργηθεί μέχρι τότε.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Sunday, March 15, 2009
Επίδοση δικαστικής αποφάσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστου Ηλιόπουλου
Οι περισσότερες διαδικαστικές ενέργειες στο πλαίσιο μίας δίκης προϋποθέτουν έγκυρη επίδοση στον αντίδικο. Εάν δεν γίνει έγκυρη και εμπρόθεσμη επίδοση με δικαστικό επιμελητή στον αντίδικο, είναι πολύ πιθανό το δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα, την αγωγή, την έφεση ή το άλλο ένδικο μέσο που έχει ασκηθεί.
Η επίδοση με δικαστικό επιμελητή γίνεται συνήθως στην κατοικία του αντιδίκου, δηλ. στην διεύθυνση που είτε σε προηγούμενη δίκη είχε δηλώσει ως κατοικία του, είτε στην διεύθυνση που είναι γνωστό ότι κατοικεί ή διαμένει. Εάν ο αντίδικος είναι αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται με κοινοποίηση στον Εισαγγελέα της έδρας του δικαστηρίου όπου δικάζεται η υπόθεση και ακολούθως με δημοσιεύσεις σε εφημερίδα.
Όταν γίνει μία δίκη και εκδοθεί απόφαση από το δικαστήριο, ο διάδικος που έχασε δύναται να ασκήσει έφεση ή άλλο ένδικο μέσο, εάν πιστεύει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή ως προς την εφαρμογή του νόμου.
Η έφεση δεν ασκείται οποτεδήποτε, αλλά εντός προθεσμίας. Η προθεσμία για να ασκήσει έφεση ο ηττηθείς διάδικος είναι τριάντα ημέρες (σε κάποιες περιπτώσεις είναι μόνο δεκαπέντε ημέρες), από την επομένη ημέρα από εκείνη κατά την οποία του κοινοποιήθηκε από τον αντίδικο η δικαστική απόφαση. Εάν η απόφαση δεν κοινοποιηθεί ποτέ από τον ένα στον άλλο διάδικο, η προθεσμία είναι τρία χρόνια από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως από το δικαστήριο.
Εάν ο διάδικος διαμένει εκτός Ελλάδος, η προθεσμία της εφέσεως είναι εξήντα ημέρες από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε η δικαστική απόφαση.
Καθίσταται σαφές, συνεπώς, ότι η κοινοποίηση της αποφάσεως έχει μεγάλη σημασία για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως. Η κοινοποίηση για να αποφέρει αποτελέσματα, δηλαδή για να αρχίσει να μετρά η προεσμία, πρέπει να έχει γίνει σωστά. Εάν δεν γίνει κατά τον σωστό τύπο, π.χ. εάν δεν γίνει στην σωστή διεύθυνση του αντιδίκου, δεν αρχίζει να μετρά η προθεσμία.
Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε μπορεί να κοινοποιηθεί όχι μόνο στον αντίδικο, αλλά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος τον εκπροσώπησε στο δικαστήριο όταν έγινε η δίκη. Αυτό έχει σημασία όταν η επίδοση στην κατοικία του αντιδίκου είναι δύσκολη, όπως στις περιπτώσεις όπου ο αντίδικος μένει εκτός Ελλάδος. Η επίδοση σε κάποιον που κατοικεί στο εξωτερικό είναι χρονοβόρος και ακριβότερη, εν σχέσει προς την επίδοση εντός Ελλάδος. Επομένως, η επίδοση όχι στον ίδιο τον διάδικο, αλλά στον δικηγόρο του, που η απόφαση γράφει ότι τον εκπροσώπησε, αποτελεί μία καλή και σίγουρη λύση για εκείνον που κέρδισε την δίκη και θέλει να αρχίσει η προθεσμία για το αν ο αντίδικός του θα ασκήσει έφεση ή όχι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν εκδοθεί μία απόφαση στην Ελλάδα και ο διάδικος που μένει στο εξωτερικό ηττηθεί, ο αντίδικός του, που είναι κάτοικος Ελλάδος, επιθυμεί να κοινοποιήσει στον κάτοικο εξωτερικού την δικαστική απόφαση, ώστε να αρχίσει να μετρά η προθεσμία της εφέσεως και έτσι είτε να ασκηθεί έφεση από τον κάτοικο εξωτερικού εντός εξήντα ημερών, είτε να παρέλθει άπρακτος η προθεσμία της εφέσεως, οπότε η δικαστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικος και μπορεί να εκτελεσθεί.
Ο κάτοικος Ελλάδς, που κέρδισε την πρώτη δίκη και θέλει να κοινοποιήσει την απόφαση στον κάτοικο εξωτερικού, αντί να υποβληθεί σε πρόσθετα έξοδα και σε χρονοβόρες διαδικασίες για να προβεί σε επίδοση στο εξωτερικό, μπορεί να κοινοποιήσει την απόφαση στον δικηγόρο στην Ελλάδα του κατοίκου εξωτερικού. Αρκεί γι’ αυτό ο δικηγόρος να εκπροσώπησε τον ηττηθέντα διάδικο (κάτοικο εξωτερικού) στο δικαστήριο και αυτό να αναγράφεται στην δικαστική απόφαση. (Άρειος Πάγος, απόφαση 1078/2007).
Επομένως, ο ομογενής που έχει την κατοικία του εκτός Ελλάδος και έχει διεξαγάγει δίκη στην Ελλάδα πρέπει όχι μόνο να ενδιαφέρεται για το αν εκδόθηκε απόφαση από το δικαστήριο στην υπόθεσή του, αλλά και όταν μάθει ότι η εκδόθηκε δικαστική απόφαση να εντείνει την προσοχή του και την συνεργασία του με τον δικηγόρο του στην Ελλάδα, ώστε σε περίπτωση που ο αντίδικος προβεί σε επίδοση στον δικηγόρο του, να το μάθει εγκαίρως για να αποφασίσουν μαζί εάν πρέπει να ασκήσουν έφεση ή άλλο ένδικο μέσο.
Επίσης, ο ομογενής που έχει δίκη στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε τακτική επικοινωνία και με το Προξενείο της Ελλάδος κοντά στην κατοικία του, ώστε να μάθει εγκαίρως εάν κάποια δικαστική απόφαση που τον αφορά έχει εκδοθεί στην Ελλάδα και εάν ο αντίδικός του έχει στείλει μέσω Προξενείου αυτήν την δικαστική απόφαση προς κοινοποιήση σ’ αυτόν.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Η επίδοση με δικαστικό επιμελητή γίνεται συνήθως στην κατοικία του αντιδίκου, δηλ. στην διεύθυνση που είτε σε προηγούμενη δίκη είχε δηλώσει ως κατοικία του, είτε στην διεύθυνση που είναι γνωστό ότι κατοικεί ή διαμένει. Εάν ο αντίδικος είναι αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται με κοινοποίηση στον Εισαγγελέα της έδρας του δικαστηρίου όπου δικάζεται η υπόθεση και ακολούθως με δημοσιεύσεις σε εφημερίδα.
Όταν γίνει μία δίκη και εκδοθεί απόφαση από το δικαστήριο, ο διάδικος που έχασε δύναται να ασκήσει έφεση ή άλλο ένδικο μέσο, εάν πιστεύει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή ως προς την εφαρμογή του νόμου.
Η έφεση δεν ασκείται οποτεδήποτε, αλλά εντός προθεσμίας. Η προθεσμία για να ασκήσει έφεση ο ηττηθείς διάδικος είναι τριάντα ημέρες (σε κάποιες περιπτώσεις είναι μόνο δεκαπέντε ημέρες), από την επομένη ημέρα από εκείνη κατά την οποία του κοινοποιήθηκε από τον αντίδικο η δικαστική απόφαση. Εάν η απόφαση δεν κοινοποιηθεί ποτέ από τον ένα στον άλλο διάδικο, η προθεσμία είναι τρία χρόνια από την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως από το δικαστήριο.
Εάν ο διάδικος διαμένει εκτός Ελλάδος, η προθεσμία της εφέσεως είναι εξήντα ημέρες από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε η δικαστική απόφαση.
Καθίσταται σαφές, συνεπώς, ότι η κοινοποίηση της αποφάσεως έχει μεγάλη σημασία για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως. Η κοινοποίηση για να αποφέρει αποτελέσματα, δηλαδή για να αρχίσει να μετρά η προεσμία, πρέπει να έχει γίνει σωστά. Εάν δεν γίνει κατά τον σωστό τύπο, π.χ. εάν δεν γίνει στην σωστή διεύθυνση του αντιδίκου, δεν αρχίζει να μετρά η προθεσμία.
Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε μπορεί να κοινοποιηθεί όχι μόνο στον αντίδικο, αλλά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος τον εκπροσώπησε στο δικαστήριο όταν έγινε η δίκη. Αυτό έχει σημασία όταν η επίδοση στην κατοικία του αντιδίκου είναι δύσκολη, όπως στις περιπτώσεις όπου ο αντίδικος μένει εκτός Ελλάδος. Η επίδοση σε κάποιον που κατοικεί στο εξωτερικό είναι χρονοβόρος και ακριβότερη, εν σχέσει προς την επίδοση εντός Ελλάδος. Επομένως, η επίδοση όχι στον ίδιο τον διάδικο, αλλά στον δικηγόρο του, που η απόφαση γράφει ότι τον εκπροσώπησε, αποτελεί μία καλή και σίγουρη λύση για εκείνον που κέρδισε την δίκη και θέλει να αρχίσει η προθεσμία για το αν ο αντίδικός του θα ασκήσει έφεση ή όχι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν εκδοθεί μία απόφαση στην Ελλάδα και ο διάδικος που μένει στο εξωτερικό ηττηθεί, ο αντίδικός του, που είναι κάτοικος Ελλάδος, επιθυμεί να κοινοποιήσει στον κάτοικο εξωτερικού την δικαστική απόφαση, ώστε να αρχίσει να μετρά η προθεσμία της εφέσεως και έτσι είτε να ασκηθεί έφεση από τον κάτοικο εξωτερικού εντός εξήντα ημερών, είτε να παρέλθει άπρακτος η προθεσμία της εφέσεως, οπότε η δικαστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικος και μπορεί να εκτελεσθεί.
Ο κάτοικος Ελλάδς, που κέρδισε την πρώτη δίκη και θέλει να κοινοποιήσει την απόφαση στον κάτοικο εξωτερικού, αντί να υποβληθεί σε πρόσθετα έξοδα και σε χρονοβόρες διαδικασίες για να προβεί σε επίδοση στο εξωτερικό, μπορεί να κοινοποιήσει την απόφαση στον δικηγόρο στην Ελλάδα του κατοίκου εξωτερικού. Αρκεί γι’ αυτό ο δικηγόρος να εκπροσώπησε τον ηττηθέντα διάδικο (κάτοικο εξωτερικού) στο δικαστήριο και αυτό να αναγράφεται στην δικαστική απόφαση. (Άρειος Πάγος, απόφαση 1078/2007).
Επομένως, ο ομογενής που έχει την κατοικία του εκτός Ελλάδος και έχει διεξαγάγει δίκη στην Ελλάδα πρέπει όχι μόνο να ενδιαφέρεται για το αν εκδόθηκε απόφαση από το δικαστήριο στην υπόθεσή του, αλλά και όταν μάθει ότι η εκδόθηκε δικαστική απόφαση να εντείνει την προσοχή του και την συνεργασία του με τον δικηγόρο του στην Ελλάδα, ώστε σε περίπτωση που ο αντίδικος προβεί σε επίδοση στον δικηγόρο του, να το μάθει εγκαίρως για να αποφασίσουν μαζί εάν πρέπει να ασκήσουν έφεση ή άλλο ένδικο μέσο.
Επίσης, ο ομογενής που έχει δίκη στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε τακτική επικοινωνία και με το Προξενείο της Ελλάδος κοντά στην κατοικία του, ώστε να μάθει εγκαίρως εάν κάποια δικαστική απόφαση που τον αφορά έχει εκδοθεί στην Ελλάδα και εάν ο αντίδικός του έχει στείλει μέσω Προξενείου αυτήν την δικαστική απόφαση προς κοινοποιήση σ’ αυτόν.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Η Ένορκη Βεβαίωση στο Δικαστήριο του Χρήστου Ηλιόπουλου
Όταν διεξάγεται μία αστική δίκη στην Ελλάδα (δηλ. όχι ποινική), καθένας από τους δύο αντιδίκους πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την αλήθεια των ισχυρισμών του. Σε μία τέτοια δίκη ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχουν συμβεί κάποια πραγματικά περιστατικά και ζητεί από το δικαστήριο να αναγνωρίσει μία νομική κατάσταση, ή να υποχρεώσει τον εναγόμενο να του καταβάλει χρήματα, ή να προβεί σε ορισμένη πράξη ή να αποφύγει κάποια πράξη, σε συμμόρφωση προς την δικαστική απόφαση.
Ο εναγόμενος, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι έχουν συμβεί κάποια άλλα περιστατικά και ζητεί την διάγνωση κάποιων ίσως διαφορετικών νομικών σχέσεων. Όσα υποστηρίζουν ο ενάγων και ο εναγόμενος αναφέρονται στην αγωγή και στις προτάσεις τους, που συντάσσουν και καταθέτουν οι δικηγόροι τους στο δικαστήριο.
Το εάν είναι ακριβείς αυτοί οι ισχυρισμοί τους και σε ποιόν βαθμό διαπιστώνεται από το Δικαστήριο στην διαδικασία των αποδείξεων. Βασικό αποδεικτικό μέσο είναι οι μάρτυρες. Οι μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπου τους γίνονται ερωτήσεις από τους δικαστές, ακολούθως δε από τους δικηγόρους των δύο πλευρών.
Συνήθως στις αστικές δίκες στην Ελλάδα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου εξετάζεται ένας μόνο μάρτυρας από κάθε πλευρά. Εάν τα μέρη έχουν κι άλλους μάρτυρες, μπορούν να ακολουθήσουν την διαδικασία της Ενόρκου Βεβαιώσεως (affidavit, deposition, statement), που δεν γίνεται την ώρα της δίκης, αλλά σε προηγούμενη μέρα, σε άλλο χώρο, που είναι το Ειρηνοδικείο, ή το γραφείο ενός συμβολαιογράφου, ή το Προξενείο της Ελλάδος σε μία άλλη χώρα.
Για να έχουν αξία οι ένορκες βεβαιώσεις πρέπει η αντίπαλη πλευρά να ειδοποιηθεί επισήμως με δικαστικό επιμελητή για τον τόπο και τον χρόνο της ενόρκου βεβαιώσεως τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες πριν την υπογραφή της ενόρκου βεβαιώσεως. Εάν δηλαδή η ένορκη βεβαίωση έχει ορισθεί για την Παρασκευή στις 9.30 το πρωί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να έχει επιδώσει την κλήση στον αντίδικο το αργότερο μέχρι την προηγούμενη Τρίτη, άλλως η ένορκη βεβαίωση δεν θα ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο.
Σε ορισμένες δίκες στην Ελλάδα η προθεσμία για την επίδοση της κλήσης στον αντίδικο δεν είναι δύο, αλλά μία μόνο εργάσιμη ημέρα πριν από την ένορκη βεβαίωση.
Εάν ο μάρτυρας που θέλουμε να υπογράψει την ένορκη βεβαίωση διαμένει εκτός Ελλάδος, η διαδικασία της ενόρκου βεβαιώσεως γίνεται στο Προξενείο. Σ’αυτήν την περίπτωση ο αντίδικος θα πρέπει να ειδοποιηθεί με κλήση από τον δικαστικό επιμελητή οκτώ τουλάχιστον ημέρες προ της ενόρκου βεβαιώσεως. Εάν επί παραδείγματι για ένα δικαστήριο που γίνεται στην Ελλάδα κάποιος διάδικος θα εξετάσει μάρτυρά του με ένορκη βεβαίωση στο Προξενείο της Ελλάδος στο Λός Άντζελες των ΗΠΑ, θα πρέπει να έχει επιδώσει την κλήση στον αντίδικο με δικαστικό επιμελητή το λιγότερο πριν από οκτώ εργάσιμες ημέρες.
Στην ένορκη βεβαίωση δεν γίνονται ερωτήσεις και απαντήσεις, όπως συμβαίνει στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Στην ένορκη βεβαίωση έχει εκ των προτέρων συνταχθεί το κείμενο της καταθέσεως, το οποίο ο μάρτυρας πρέπει να διαβάσει καλά και να βεβαιώσει τον δικηγόρο και τον διάδικο υπέρ του οποίου καταθέτει ότι είναι αληθές.
Συνεπώς, ενώπιον του Ειρηνοδίκη, του Συμβολαιογράφου ή του Προξένου, ο μάρτυρας απλώς βεβαιώνει ότι έχει διαβάσει το κείμενο της ενόρκου βεβαιώσεως και ότι αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ακολούθως το υπογράφει και αποχωρεί, χωρίς ερωταπαντήσεις από τους διαδίκους. Για τον λόγο αυτό η ένορκη βεβαίωση δεν έχει την ίδια αποδεικτική αξία, όπως η κατάθεση του μάρτυρος που γίνεται στο δικαστήριο, διότι στην τελευταία περίπτωση, ο δικαστής έχει ενώπιόν του τον μάρτυρα και διαπιστώνει όχι μόνο τι απαντά, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο απαντά στις ερωτήσεις, το όλο παρουσιαστικό του, την διά ζώσης πειστικότητά του και την αξιοπιστία του επί των ερωτήσεων που του υποβάλλονται.
Αντιθέτως, στην ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας απλώς υπογράφει ένα εκ των προτέρων από τον δικηγόρο συνταχθέν κείμενο. Γι’ αυτό τα διάδικα μέρη συνήθως επιστρατεύουν τον καλύτερό τους μάρτυρα, ή εκείνον που γνωρίζει καλύτερα όσα πρέπει να κατατεθούν, για να τον εξετάσουν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ενώ συντάσσουν μόνο επιβοηθητικώς ένορκη βεβαίωση με τους μάρτυρες που ενισχύουν την θέση των διαδίκων, ή με εκείνους που δεν μπορούν να βρεθούν στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Ο εναγόμενος, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι έχουν συμβεί κάποια άλλα περιστατικά και ζητεί την διάγνωση κάποιων ίσως διαφορετικών νομικών σχέσεων. Όσα υποστηρίζουν ο ενάγων και ο εναγόμενος αναφέρονται στην αγωγή και στις προτάσεις τους, που συντάσσουν και καταθέτουν οι δικηγόροι τους στο δικαστήριο.
Το εάν είναι ακριβείς αυτοί οι ισχυρισμοί τους και σε ποιόν βαθμό διαπιστώνεται από το Δικαστήριο στην διαδικασία των αποδείξεων. Βασικό αποδεικτικό μέσο είναι οι μάρτυρες. Οι μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπου τους γίνονται ερωτήσεις από τους δικαστές, ακολούθως δε από τους δικηγόρους των δύο πλευρών.
Συνήθως στις αστικές δίκες στην Ελλάδα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου εξετάζεται ένας μόνο μάρτυρας από κάθε πλευρά. Εάν τα μέρη έχουν κι άλλους μάρτυρες, μπορούν να ακολουθήσουν την διαδικασία της Ενόρκου Βεβαιώσεως (affidavit, deposition, statement), που δεν γίνεται την ώρα της δίκης, αλλά σε προηγούμενη μέρα, σε άλλο χώρο, που είναι το Ειρηνοδικείο, ή το γραφείο ενός συμβολαιογράφου, ή το Προξενείο της Ελλάδος σε μία άλλη χώρα.
Για να έχουν αξία οι ένορκες βεβαιώσεις πρέπει η αντίπαλη πλευρά να ειδοποιηθεί επισήμως με δικαστικό επιμελητή για τον τόπο και τον χρόνο της ενόρκου βεβαιώσεως τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες πριν την υπογραφή της ενόρκου βεβαιώσεως. Εάν δηλαδή η ένορκη βεβαίωση έχει ορισθεί για την Παρασκευή στις 9.30 το πρωί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, ο δικαστικός επιμελητής πρέπει να έχει επιδώσει την κλήση στον αντίδικο το αργότερο μέχρι την προηγούμενη Τρίτη, άλλως η ένορκη βεβαίωση δεν θα ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο.
Σε ορισμένες δίκες στην Ελλάδα η προθεσμία για την επίδοση της κλήσης στον αντίδικο δεν είναι δύο, αλλά μία μόνο εργάσιμη ημέρα πριν από την ένορκη βεβαίωση.
Εάν ο μάρτυρας που θέλουμε να υπογράψει την ένορκη βεβαίωση διαμένει εκτός Ελλάδος, η διαδικασία της ενόρκου βεβαιώσεως γίνεται στο Προξενείο. Σ’αυτήν την περίπτωση ο αντίδικος θα πρέπει να ειδοποιηθεί με κλήση από τον δικαστικό επιμελητή οκτώ τουλάχιστον ημέρες προ της ενόρκου βεβαιώσεως. Εάν επί παραδείγματι για ένα δικαστήριο που γίνεται στην Ελλάδα κάποιος διάδικος θα εξετάσει μάρτυρά του με ένορκη βεβαίωση στο Προξενείο της Ελλάδος στο Λός Άντζελες των ΗΠΑ, θα πρέπει να έχει επιδώσει την κλήση στον αντίδικο με δικαστικό επιμελητή το λιγότερο πριν από οκτώ εργάσιμες ημέρες.
Στην ένορκη βεβαίωση δεν γίνονται ερωτήσεις και απαντήσεις, όπως συμβαίνει στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Στην ένορκη βεβαίωση έχει εκ των προτέρων συνταχθεί το κείμενο της καταθέσεως, το οποίο ο μάρτυρας πρέπει να διαβάσει καλά και να βεβαιώσει τον δικηγόρο και τον διάδικο υπέρ του οποίου καταθέτει ότι είναι αληθές.
Συνεπώς, ενώπιον του Ειρηνοδίκη, του Συμβολαιογράφου ή του Προξένου, ο μάρτυρας απλώς βεβαιώνει ότι έχει διαβάσει το κείμενο της ενόρκου βεβαιώσεως και ότι αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ακολούθως το υπογράφει και αποχωρεί, χωρίς ερωταπαντήσεις από τους διαδίκους. Για τον λόγο αυτό η ένορκη βεβαίωση δεν έχει την ίδια αποδεικτική αξία, όπως η κατάθεση του μάρτυρος που γίνεται στο δικαστήριο, διότι στην τελευταία περίπτωση, ο δικαστής έχει ενώπιόν του τον μάρτυρα και διαπιστώνει όχι μόνο τι απαντά, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο απαντά στις ερωτήσεις, το όλο παρουσιαστικό του, την διά ζώσης πειστικότητά του και την αξιοπιστία του επί των ερωτήσεων που του υποβάλλονται.
Αντιθέτως, στην ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας απλώς υπογράφει ένα εκ των προτέρων από τον δικηγόρο συνταχθέν κείμενο. Γι’ αυτό τα διάδικα μέρη συνήθως επιστρατεύουν τον καλύτερό τους μάρτυρα, ή εκείνον που γνωρίζει καλύτερα όσα πρέπει να κατατεθούν, για να τον εξετάσουν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ενώ συντάσσουν μόνο επιβοηθητικώς ένορκη βεβαίωση με τους μάρτυρες που ενισχύουν την θέση των διαδίκων, ή με εκείνους που δεν μπορούν να βρεθούν στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)