Friday, December 16, 2011

Ελληνική ιθαγένεια και β’ γάμος προγόνου του Χρήστου Ηλιόπουλου

Πολλοί είναι οι ελληνικής καταγωγής ομογενείς που έχουν γεννηθεί εκτός Ελλάδος, όπως στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και σε πολλές άλλες χώρες, που επιθυμούν να αποκτήσουν Ελληνικό διαβατήριο. Βασική προϋποθεση για να συμβεί αυτό είναι να εντοπίσουν σε Δήμο στην Ελλάδα την εγγραφή ενός τουλάχιστον εκ των γονέων τους ή του παππού ή της γιαγιάς, καμιά φορά ακόμα και προπάππου ή προγιαγιάς.
Βεβαίως, κάποιος μπορεί να αποκτήσει την Ελληνική ιθαγένεια ακόμα κι αν ο Έλλην πρόγονός του δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει με τους Έλληνες που είχαν γεννηθεί στην Τουρκία, (π.χ. Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη), στην Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο, στη Ρουμανία κλπ., εφόοσν συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις.
Κάποιες φορές ο πρόγονος που γεννήθηκε στην Ελλάδα είχε τελέσει εκτός Ελλάδος δεύτερο γάμο. Σ’ αυτήν την περίπτωση η κτήση Ελληνικού διαβατηρίου προϋποθέτει την εγγραφή στην Ελλάδα του πρώτου γάμου του προγόνου, αίτηση σε Δικαστήριο στην Ελλάδα για αναγνώριση του διαζυγίου που εκδόθηκε στο εξωτερικό, έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην Ελλάδα που να αναγνωρίζει το διαζύγιο που είχε εκδοθεί στο εξωτερικό και ακολούθως την εγγραφή στην Ελλάδα του δευτέρου γάμου που είχε τελεσθεί επίσης στο εξωτερικό.
Για να γίνει αναγνώριση του διαζυγίου στην Ελλάδα χρειάζεται η αλλοδαπή δικαστική απόφαση στην αναλυτική της μορφή, επικυρωμένη από το Προξενείο της Ελλάδος στην χώρα εκδόσεώς της ή με την σφραγίδα Αποστίλλη (Apostille) εάν είναι από ΗΠΑ, Αυστραλία, Μεγάλη Βρετανία κ.α. Απαιτείται επίσης βεβαίωση (επίσης με Apostille) από το Δικαστήριο του εξωτερικού που εξέδωσε το διαζύγιο ότι η απόφαση είναι τελεσίδικος (final) ή τουλάχιστον να προκύπτει από το κείμενο της αποφάσεως διαζυγίου ότι η απόφαση στο εξωτερικό δεν μπορεί να προσβληθεί πλέον με ένδικα μέσα ή ότι έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της.
Ο ομογενής που έχει υποβάλει αίτηση να αποκτήσει Ελληνικό διαβατήριο δυσανασχετεί όταν βλέπει ότι η υπόθεσή του θα καθυστερήσει περίπου 9 μήνες παραπάνω, επειδή θα χρειασθεί αυτή η δικαστική απόφαση στην Ελλάδα αναγνωρίσεως δεδικασμένου του αλλοδαπού διαζυγίου. Αυτή είναι όμως η διαδικασία που απαιτεί ο νόμος στην Ελλάδα και εφόσον ο δεύτερος γάμος του γονέα ή του παππού ή της γιαγιάς είναι γνωστός από την αρχή μπορεί η διαδικασία ιθαγενείας και αναγνωρίσεως του διαζυγίου να οργανωθούν ταυτοχρόνως για να κερδηθεί χρόνος.
Το εάν ο γάμος που έλαβε χώρα στο εξωτερικό είναι πρώτος, δεύτερος ή τρίτος για εκείνον που παντρεύεται συνήθως αναγράφεται στο ίδιο το πιστοποιητικό του γάμου. Καμιά φορά όμως δεν αναφέρεται, οπότε απαιτείται δήλωση του αιτούντος ότι ο γάμος ήταν ο πρώτος και για τους δύο γονείς του.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Saturday, December 10, 2011

Όταν ο Δήμος καταπατά δικό σου ακίνητο του Χρήστου Ηλιόπουλου

Τι μπορείς να κάνεις όταν ένα δικό σου αγροτεμάχιο, που στο έχει δωρήσει με συμβόλαιο η γιαγιά σου, αντιλαμβάνεσαι ότι ο Δήμος της περιοχής το καταπατά, το θεωρεί δικό του και το εκμισθώνει μάλιστα σε τρίτον;
Η απάντηση είναι ότι πρέπει να προσφύγεις σε αρμόδιο δικαστήριο, αφού λάβεις βεβαίως την ενδεδειγμένη νομική συμβουλή, ώστε να επιτύχεις 1) την αναγνώριση ότι το ακίνητο σου ανήκει, 2) την διαπίστωση ότι η καταπάτηση από τον Δήμο αποτελεί παράνομη προσβολή της κυριότητος και της νομής σου και 3) την υποχρέωση του Δήμου να απέχει από άλλη προσβολή του ακινήτου σου στο μέλλον.
Στην υπ’ αριθ. 210/2011 απόφαση ο Άρειος Πάγος έκρινε την ορθότητα αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, που είχε κρίνει ότι ένα αγροτεμάχιο ανήκει σ’ εκείνον που το απέκτησε με δωρεά από την γιαγιά του και όχι στον Δήμο Σιάτιστας.
Η υπόθεση ξεκίνησε περί τον Μάϊο του 2001, όταν ο κύριος (ως απεδείχθη) ενός αγροτεμαχίου αντελήφθη ότι ο Δήμος συνήψε μίσθωση με εταιρεία κινητής τηλεφωνίας για την εγκατάσταση κεραίας στο δικό του αγροτεμάχιο.
Το αγροτεμάχιο αυτό το είχε στη νομή της η γιαγιά του από το έτος 1960, όταν απεβίωσε ο πατέρας της, ο οποίος της το είχε αφήσει με διαθήκη του που είχε συντάξει το 1958. Από τότε μέχρι το 2001 το αγροτεμάχιο το ενέμετο η γιαγιά, αφού μετέβαινε σ’αυτό, το επιθεωρούσε, απέτρεπε άλλους από το να εισέρχονται σ’ αυτό, το όργωνε και το εκμίσθωνε σε τρίτους για την βόσκηση ζώων.
Τον Οκτώβριο 2001 η γιαγιά πρώτα απεδέχθη την κληρονομία του θανόντος το 1960 πατρός της και μετά δώρησε το περιλαμβανόμενο σ’ αυτή αγροτεμάχιο στον εγγονό της, που είναι ο κύριος του ακινήτου που λίγους μήνες πριν (Μάιο 2001) είχε διαπιστώσει την προσβολή από τον Δήμο.
Ο κύριος του ακινήτου κατέθεσε το 2004 αγωγή στο Ειρηνοδικείο, το οποίο τον δικαίωσε, αλλά ο Δήμος ήσκησε έφεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο ωστόσο επίσης δικαίωσε τον αρχικό ενάγοντα. Ο Δήμος προσέφυγε στον Άρειο Πάγο με αίτηση αναιρέσεως.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο αρχικώς ενάγων είχε καταστεί κύριος του αγροτεμαχίου, τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο. Παράγωγος τρόπος κτήσεως της κυριότητος είναι η από το 1958 διαθήκη του πατρός της γιαγιάς, που απεβίωσε το 1960 και της άφησε το ακίνητο, η αποδοχή κληρονομίας που υπέγραψε η γιαγιά το 2001 και η μεταγραφή της και τέλος, η δωρεά του 2001, προς τον εγγονό, σημερινό κύριο και ενάγοντα, που επίσης μετεγράφη.
Πρωτοτυπος τρόπος κτήσεως κυριότητος είναι η άσκηση νομής για διάστημα άνω των είκοσι ετών, πράγμα που και τα τρία δικαστήρια εδέχθησαν ότι ισχύει στην υπόθεση, διότι τόσο η γιαγιά από το 1960, όσο και ο εγγονός από το 2001, είχαν νομή επί του αγροτεμαχίου, που καθιστά τον εγγονό κύριο του ακινήτου το 2004, όταν αυτός ήσκησε την αγωγή, διά χρησικτησίας. Σημειώνεται ότι η εγγονός δύναται να προσμετρήσει στον χρόνο της δικής του νομής (2001 – 2004), τη νομή που ασκούσε η δικαιοπάροχος γιαγιά του (1960-2001) κι έτσι να συμπληρώσει συνολικώς 44 έτη νομής, δηλαδή να καλύπτει το ελάχιστο των είκοσι ετών για την χρησικτησία.
Συνεπώς, ως επιβεβαίωσε ο Άρειος Πάγος, ο ενάγων είχε αποκτήσει την κυριότητα του αγροτεμαχίου τόσο με συμβόλαια, όσο και με χρησικτησία, επομένως οι ισχυρισμοί του Δήμου απερρίφθησαν και ο κύριος του ακινήτου επέτυχε την αναγνωριση της κυριότητός του επ’ αυτού.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Καταχρηστική διεκδίκηση ακινήτου του Χρήστου Ηλιόπουλου

Ο κανόνας είναι ότι ο κύριος ακινήτου δικαιούται να το εξουσιάζει, να το απολαμβάνει και να το χρησιμοποιεί κατά βούληση, χωρίς να εμποδίζεται από άλλον, μη κύριο. Σε περίπτωση δε προσβολής της κυριότητάς του, ασκεί, μεταξύ άλλων, την διεκδικητική αγωγή στα δικαστήρια, για να αναγνωρισθεί ότι το ακίνητο είναι δικό του και να παύσει ο μη έχων δικαίωμα, να προσβάλλει την κυριότητά του επί του ακινήτου.
Υπάρχουν ωστόσο εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η ασκηση του δικαιώματος επί του ακινήτου παρίσταται καταχρηστική, διότι παρά το ότι κάποιος έχει τυπικώς την κυριότητα ενός ακινήτου, η συμπεριφορά του για μακρό χρονικό διάστημα έχει δημιουργήσει ευλόγως την πεποίθηση σε κάποιον άλλον ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Στην υπ’ αριθ. 91/2011 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε την ορθότητα αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, σύμφωνα με την οποία απερριφθη ως καταχρηστική η διεκδικητική ακινήτου αγωγή του κυρίου του ακινήτου.
Εν περιλήψει το ιστορικό έχει ως εξής: δύο αδελφές είχαν την κυριότητα δύο ομόρων αγροτεμαχίων, επί των οποίων έκτισαν η κάθε μία οικία, κατά τρόπον που η μία οικία να είναι συνεχόμενη της άλλης. Η τρίτη αδελφή τους ήταν κάτοικος ΗΠΑ και συμφώνησε προφορικώς με τις άλλες δύο αδελφές της να κτίσει με δικά της χρήματα και την δική της οικία στην ταράτσα των δύο υπαρχόντων συνεχομένων ισογείων οικιών.
Κατά την συμφωνία τους η τρίτη αδελφή έστελνε από τις ΗΠΑ χρήματα και τελικώς ανήγειρε με δαπάνες της οικία, που απετέλεσε τον 1ο όροφο, ενώ οι δύο συνεχόμενες κατοικίες των αδελφών της ήταν στο ισόγειο.
Κατά το νόμο, τυπικώς, όποιος ανεγείρει οικοδομή, έστω και με δικά του χρήματα, επί οικοπέδου που ανήκει σε άλλον, δεν αποκτά την κυριότητα του ακινήτου που έκτισε, διότι αυτή ανήκει στον κύριο του οικοπέδου. (Τα επικείμενα είκει τοις υποκειμένοις, superficies solo cedit, the surface yields to the ground).
Έτσι και στην ανωτέρω υπόθεση, μπορεί ο 1ος όροφος να κατασκευάσθηκε με χρήματα της αδελφής από τις ΗΠΑ, νομικώς όμως αυτός ανήκει στους ιδιοκτήτες των δύο ομμόρων αγροτεμαχίων.
Η συμφωνία των τριών αδελφών ήταν να συντάξουν συμβόλαια με σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών και δωρεές, ώστε να κατοχυρωθεί η κυριότητα του 1ου ορόφου στην αδελφή από τις ΗΠΑ. Ενώ όμως η μία αδελφή τήρησε την συμφωνία, η άλλη αδελφή δεν το έπραξε, ακολούθως απεβίωσε και μετά ο σύζυγος και ο υιός της ήσκησαν διεκδικητική αγωγή κατά της αδελφής από τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι τους προσβάλλει το ακίνητό τους και ότι ο 1ος όροφος τους ανήκει, αφού σ’ αυτούς ανήκει και το αγροτεμάχιο, παρά το γεγονός ότι επί μακρό χρονικό διάστημα άφηναν την αδελφή της μητέρας και συζύγου τους να εγκαθιστά με δικές της δαπάνες στον 1ο όροφο κλιματιστικό και άλλον εξοπλισμό, δημιουργώντας της δικαίως την πεποίθηση ότι αναγνωρίζουν την προφορική συμφωνία ότι ο 1ος όροφος θα της ανήκει με συμβόλαια που θα υπογράψουν.
Το Εφετείο έκρινε ότι η διεκδικητική αγωγή που ήσκησαν ο σύζυγος και ο υιός της μίας αδελφής, κατά της άλλης αδελφής που διέμενε στις ΗΠΑ, ήταν καταχρηστική, διότι η συμπεριφορά των εναγόντων και της θανούσης αδελφής ήταν τέτοια που είχε δημιουργήσει στην εναγομένη αδελφή από τις ΗΠΑ την πεποίθηση ότι θα τηρήσουν την προφορική μεταξύ τους συμφωνία. Αυτή η συμπεριφορά την είχε οδηγήσει να καταβάλει χρηματικά ποσά για ανέγερση και εξοπλισμό του 1ου ορόφου, πράγμα που εγνώριζαν οι ενάγοντες και το απεδέχοντο, τώρα όμως αξιώνουν την κυριότητα του 1ου ορόφου, χωρίς να έχουν καταβάλει χρήματα για την ανέγερσή του, ούτε για την άδεια οικοδομής.
Επιπλέον, οι ενάγοντες είχαν επί μακρό χρόνο επιδείξει αδράνεια στην άσκηση του δικαιώματός τους. Τέλος, οι συνέπειες για την αδελφή από τις ΗΠΑ της αποδοχής της διεκδικητικής αγωγής υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν ιδιαιτέρως επαχθείς, αφού ενώ αυτή είχε τηρήσει την συμφωνία και είχε καταβάλει τα χρήματα για την ανέγερση του 1ου ορόφου, οι αντίδικοι ζητούσαν τώρα να τους αναγνωρισθεί η κυριότητα του ορόφου αυτού.
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση του Εφετείου ως ορθή, επομένως έκρινε ότι πράγματι η άσκηση της διεκδικητικής αγωγής ήταν καταχρηστική και ορθώς απερρίφθη.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, November 7, 2011

Το θετό τέκνο κληρονομεί τέσσερις γονείς! του Χρήστου Ηλιόπουλου

Η υιοθεσία είναι ένα γεγονός με πολύ σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των εμπλεκομένων, αλλά και στις νομικές σχέσεις του τέκνου, τόσο με την οικογένεια των φυσικών του γονέων, όσο και με τους θετούς γονείς.
Μέχρι το 1996 ο νόμος στην Ελλάδα όριζε ότι παρά την νομική συντέλεση της υιοθεσίας, οι σχέσεις του υιοθετημένου τέκνου με τους φυσικούς γονείς του παραμένουν αμετάβλητες, πράγμα που σήμαινε ότι το θετό τέκνο κληρονομεί όχι μόνο τους θετούς γονείς του, αλλά ακόμα και τους φυσικούς.
Το 1996 όμως έλαβε χώρα μία σημαντική αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο αναφορικώς με την υιοθεσία και ο νόμος πλέον προβλέπει ότι από την συντέλεση της υιοθεσίας διακόπτονται οι νομικές σχέσεις του υιοθετημένου με τους φυσικούς γονείς του, άρα όταν αυτοί αποβιώσουν δεν κληρονομούνται από το τέκνο τους που έχει υιοθετηθεί.
Το άρθρο 1561 του Α.Κ., όπως αυτό ισχύει με το Ν.2447/1996, ορίζει ότι «με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανήλικου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου, των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του». Με το παραπάνω άρθρο εισήχθη ριζοσπαστική αλλαγή, δηλ. η πλήρης διακοπή κάθε δεσμού του ανήλικου με τη φυσική του οικογένεια και η πλήρης ένταξή του στην οικογένεια των θετών γονέων. Εφόσον, λοιπόν, μετά την υιοθεσία δεν υφίσταται οικογενειακός δεσμός του υιοθετούμενου με τη φυσική του οικογένεια, τούτο στερείται των εκ της συγγενείας απορρεόντων δικαιωμάτων, συνεπώς και των κληρονομικών.
Θα νόμιζε κάποιος ότι το θέμα τελειώνει εδώ και ότι από το 1996 πλέον η αλλαγή του νόμου είναι σαφής και εύκολα εφαρμόσιμη από το νόμο. Ωστόσο, ο Ν. 2447/1996 ορίζει στο άρθρο 57 ότι «με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται, ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα, από το έως τώρα δίκαιο».
Αυτό σημαίνει ότι εάν η υιοθεσία έχει νομικώς συντελεσθεί προ της ισχύος του Ν.2447/1996, εάν δηλαδή η δικαστική απόφαση που επιτρέπει την υιοθεσία έχει εκδοθεί πριν τις 30-12-1996, το θετό τέκνο εξακολουθεί να κληρονομεί τον φυσικό του γονέα που θα αποβιώσει αργότερα, δηλαδή ακόμη και μετά το 1996.
Αποτέλεσμα της διατάξεως αυτής είναι ότι παρά το γεγονός ότι η νομική αλλαγή το θετό τέκνο να μην κληρονομεί τους φυσικούς γονείς του έχει λάβει χώρα ήδη από το 1996, πολλές υποθέσεις κληρονομίας μεταξύ φυσικών γονέων και θετών τέκνων που ανακύπτουν σήμερα ρυθμίζονται από το προ του 1996 νομικό καθεστώς και ειδικώς από το παλαιό άρθρο 1583 Αστικού Κώδικος, που όριζε ουσιαστικώς ότι το θετό τέκνο κληρονομεί και τους φυσικούς γονείς του.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, με την υπ’ αριθ. 5305/2008 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εκρίθη ότι το θετό τέκνο δικαιούται να λάβει κληρονομητήριο που να πιστοποιεί ότι κληρονομεί την φυσική του μητέρα, η οποία απεβίωσε το 2006, διότι το τέκνο αυτό είχε υιοθετηθεί με δικαστική απόφαση το έτος 1948, δηλαδή προ του 1996.
Εφαρμόζοντας το ίδιο δίκαιο ο Άρειος Πάγος στην υπ΄αριθ. 451/2011 απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο έσφαλε όταν απεφάσισε ότι το προ του 1996 υιοθετημένο τέκνο, δεν κληρονομεί τον θετό γονέα του που απεβίωσε μετά το 1996, διότι το ορθό, όπως επιβεβαίωσε το ανώτατο δικαστήριο, είναι ότι εφόσον η υιοθεσία έχει γίνει προ του 1996, το θετό τέκνο κληρονομεί τον θετό γονέα του, ενώ εάν η υιοθεσία έχει γίνει μετά το 1996, τότε το θετό τέκνο δεν κληρονομεί τον θετό γονέα του.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Wednesday, October 26, 2011

Η νέα γραφειοκρατία στις μεταβιβάσεις παραλύει την αγορά ακινήτων . Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Συνηθίζεται να σχολιάζεται (όχι αδίκως) μεταξύ των συμβαλλομένων στις μεταβιβάσεις ακινήτων (αγοραπωλησίες, δωρεές, γονικές παροχές, αποδοχές κληρονομίας), ιδίως από τους αλλοδαπούς ή τους ομογενείς που συναλλάσσονται στην Ελλάδα, ότι η γραφειοκρατία στα συμβόλαια είναι παροιμειώδης.
Είναι αληθές ότι για να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση ενός ακινήτου στην Ελλάδα απαιτούνται πολλά πιστοποιητικά που εκδίδονται από διαφορετικές κρατικές αρχές, που συχνά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δυσχεραίνοντας την ζωή των συμβαλλομένων. Θα ανέμενε κάποιος, συνεπώς, ότι οι αναγγελθείσες ενέργειες των δύο τελευταίων ετών από την ηγεσία της χώρας περί πατάξεως της γραφειοκρατίας και ενισχύσεως του υγιούς ανταγωνισμού, θα οδηγούσαν στην μείωση των πιστοποιητικών και των διαδικασιών που απαιτούνται για να υπογραφεί ένα συμβόλαιο.
Κι όμως, η αλήθεια, δυστυχώς, είναι ότι η γραφειοκρατία αντί να μειωθεί, τελικώς αυξάνεται, με πρόσθετες υπουργικές αποφάσεις και νόμους που απαιτούν ακόμη περισσότερα πιστοποιητικά, δηλαδή αλυσοδένουν ακόμη περισσότερο τον πολίτη στα δεσμά του κρατικού τέρατος της γραφειοκρατίας.
Μόλις προ ολίγων μηνών το κράτος επέβαλε ένα ακόμα πιστοποιητικό που απαιτείται για την μεταβίβαση, αλλά και για την εκμίσθωση κατοικιών. Πρόκειται για το πιστοποιητικό ενεργειακής επάρκειας, που εκδίδεται από μηχανικούς που βεβαιώνουν εάν η προς πώληση κατοικία έχει καλή θερμομόνωση κλπ. Η αμοιβή ενός μηχανικού για να εκδώσει ένα τέτοιο πιστοποιητικό είναι από 150 έως 500 ευρώ, περίπου. Αυτό σημαίνει ότι στα έξοδα του πωλητή προστίθεται μία ακόμα αμοιβή που πρέπει να καταβάλει για πωλήσει το δικό του ακίνητο.
Ως να μην έφθανε αυτό, προ τριών εβδομάδων η κυβέρνηση απεφάσισε να προσθέσει ένα ακόμα πιστοποιητικό που καθίσταται αναγκαίο για την μεταβίβαση ακινήτων, αυτό της βεβαίωσης ενός μηχανικού (πάλι), ότι το πωλούμενο κτίσμα δεν είναι αυθαίρετο. Το κόστος της βεβαίωσης κυμαίνεται από 200 ή 300 ευρώ αν το κτίσμα δεν έχει παρανομία, έως λίγες χιλιάδες (!) ευρώ, αν υπάρχουν μία ή περισσότερες παρανομίες.
Η αναφορά της λέξεως παρανομία δεν πρέπει να δημιουργεί εντυπώσεις, διότι στην ελληνική πολεοδομική πραγματικότητα, τι είναι παράνομο και τι όχι δεν αποδεικνύεται μόνο από τους κανόνες της επιστήμης, αλλά και από τους κανόνες της σχετικότητος. Μπορεί δηλαδή ένα κτίσμα στην Σίκινο να έχει ένα μικρό γκαράζ, μία στέρνα και ένα μικρό τμήμα της κατοικίας χωρίς άδεια ή με κάποιες τροποποιήσεις και το πρόσθετο κόστος για τον ιδιοκτήτη να το μεταβιβάσει στα παιδιά του να ανέρχεται σε 4.000 ευρώ, μονο εξαιτίας του νέου πιστοποιητικού που επέβαλε η κυβέρνηση!
Προσοχή, δεν μιλάμε για το κόστος των συμβολαίων, της μεταγραφής, του φόρου, του ΤΑΠ, που μπορεί να είναι π.χ 3.500 ευρώ. Μιλάμε για ένα πρόσθετο κόστος 4.000 ευρώ επιπλέον, δηλαδή σύνολο για τον ιδιοκτήτη 7.500 ευρώ, μόνο με το νέο μέτρο της κυβέρνησης, για την νομιμοποίηση των «παρανόμων» τμημάτων του ακινήτου.
Επιπροσθέτως, η μεταβίβαση μπορεί να καθυστερήσει λόγω της νομιμοποιήσεως έως και τέσσερις μήνες! Θα ανταπαντήσει κάποιος ότι το νέο μέτρο βάζει σε τάξη τις μεταβιβάσεις αυθαιρέτων κτισμάτων. Μα η απαγόρευση μεταβιβάσεως αυθαιρέτου κτίσματος προβλέπεται ήδη από το νόμο Τρίτση 1337 του έτους 1983. Το νέο πιστοποιητικό επιτυγχάνει πρόσθετα έσοδα για το κράτος, για τους μηχανικούς και πρόσθετη αφαίμαξη των ιδιοκτητών ακινήτων, με επιβαρύνσεις που μπορεί να φθάνουν τις χιλιάδες ευρώ και μία καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της μεταβίβασης κάποιων μηνών.
Εάν αυτό λέγεται πάταξη της γραφειοκρατίας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητος και της ευελιξίας των συναλλαγών, τότε κάτι σάπιο (συνεχίζει να) υπάρχει στο βασίλειο της ελληνικής εκτελεστικής εξουσίας.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Thursday, October 6, 2011

Υπαιτιότητα σε αυτοκινητικό ατύχημα

Το Σύνταγμα της Ελλάδος στο άρθρο 93 παρ. 3 ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και μάλιστα η αιτιολογία τους να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Σε απόφαση του Εφετείου επί αυτοκινητικού ατυχήματος, το σύμπέρασμα περί της υπαιτιότητος του ενός ή του άλλου οδηγού ή της συνυπαιτιότητος αυτών πρέπει να προκύπτει από αιτιολογίες διατυπωθείσες με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις.
Στην συγκεκριμένη απόφασή του το Εφετείο Αθηνών έκρινε υπόθεση υπαιτιότητος σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο ο οδηγός μοτοσυκλέτας εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε με αντιθέτως κινούμενο αυτοκίνητο.
Για να διαγνώσει ποιός είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος το Εφετείο περιέγραψε τα πραγματικά περιστατικά αναφέροντας την ώρα του ατυχήματος, το ακριβές σημείο της συγκρούσεως και το ότι αμφότερα τα οχήματα ήταν ασφαλισμένα. Επίσης, έκρινε ότι η σύγκρουση οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ο οποίος όλως αμελώς περί την οδήγηση και κατά παράβαση συγκεκριμένου άρθρου του νόμου, ενώ εκινείτο στο ρεύμα πορείας του, εισήλθε αιφνιδιαστικώς και απροειδοποιήτως στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε μετωπικώς με το με κανονική ταχύτητα κινούμενο επιβατηγό, ο οδηγός του οποίου δεν μπόρεσε να αντιδράσει, λόγω του ότι η μοτοσυκλέτα παρενεβλήθη στην πορεία του σε μικρή απόσταση από αυτόν.
Βάσει των ανωτέρω το Εφετείο εδέχθη ότι αποκλειστικώς υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την υπ΄αριθ. 2327/2009 απόφασή του, ανήρεσε την απόφαση του Εφετείου, διαγιγνώσκοντας σφάλμα στις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες εκρίθησαν από τον Άρειο Πάγο ως ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές.
Συγκεκριμένα, το ανώτατο δικαστήριο διέγνωσε ότι στην απόφαση του Εφετείου δεν γίνεται αναφορά της ταχύτητος που είχαν τα οχήματα κατά την στιγμή της συγκρούσεώς τους, ούτε στο πλάτος της οδού, αλλά ούτε και στην απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων κατά την στιγμή εισόδου του οχήματος (μοτοσυκλέτας) στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.
Επιπροσθέτως, δεν αναφέρεται η απόσταση που κατά την στιγμή της συγκρούσεως τα δύο οχήματα είχαν από το ρείθρο του πεζοδρομίου και αν αυτά μπορούσαν και έπρεπε να εκινούντο δεξιότερα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των ελλείψεων είναι, κατά τον Άρειο Πάγο, να μην δύναται να ελεχθεί εάν ο νόμος εφαρμόσθηκε ορθώς από το Εφετείο και γι’ αυτό ανήρεσε την εφετειακή απόφαση και έστειλε την υπόθεση πίσω στο Εφετείο Αθηνών, για να ξαναδικασθεί στην ουσία της, από δικαστές διαφορετικούς από εκείνους που είχαν δικάσει την προηγούμενη φορά.
Αναφορικώς με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου σχολιάζεται από νομομαθείς ότι ενώ είναι αναμφιβόλως κατά «τύπον» ορθή, μπορεί ωστόσο να οδηγήσει τα δικαστήρια σε απαιτήσεις σχολαστικής αιτιολόγησης των αποφάσεών τους ακόμα και σε δευτερεύουσας αξίας ζητήματα. Συγκεκριμένα, ο αρεοπαγίτης επί τιμή Μιχαήλ Π. Μαργαρίτης έγραψε για την εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου: «Διερωτάται εδώ κανείς: πώς θα μπορεί να υπάρξει έστω και συνυπαιτιότητα του οδηγού που ... οδηγούσε στο ρεύμα πορείας του, με κανονική ταχύτητα επιβατηγό αυτοκίνητο και ο άλλος οδηγός που οδηγούσε μοτοσυκλέτα, ενώ εκινείτο στο ρεύμα πορείας του, μπήκε αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε μετωπικά με το επιβατηγό, ο οδηγός του οποίου δεν μπόρεσε να αντιδράσει, λόγω του ότι η μοτοσυκλέτα παρενεβλήθηκε στην πορεία του σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, September 13, 2011

Πώς κερδίζετε την κυριότητα ακινήτου Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Κτήση κυριότητος ακινήτου επιτυγχάνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη (αγοράς, αποδοχής δωρεάς, γονικής παροχής, αποδοχής κληρονομίας), υπό τον αυστηρό όρο της μεταγραφής αυτής στο οικείο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο, είτε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Χρησικτησία είναι η άσκηση φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου επί δέκα έτη (τακτική) ή είκοσι έτη (έκτακτη), εφόσον όμως η φυσική αυτή εξουσίαση του ακινήτου συνοδεύεται με διάνοια κυρίου, δηλαδή με την πεποίθηση του ασκούντος την φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου ότι αυτό του ανήκει. Κλασσικό παράδειγμα είναι η μίσθωση ακινήτου, που δεν αρκεί για να αποκτηθεί κυριότητα. Ο μισθωτής έχει την φυσική εξουσίαση του ακινήτου, όχι όμως και την διάνοια κυρίου, αφού αναγνωρίζει ότι κύριος του ακινήτου είναι άλλος, ο ιδιοκτήτης (εκμισθωτής). Η φυσική εξουσίαση του πράγματος (ακινήτου) είναι το σωματικό στοιχείο της νομής (corpus), ενώ η πεποίθηση ότι είναι δικό σου, δηλ. η διάνοια κυρίου αποτελεί το πνευματικό στοιχείο της νομής (animus). Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου αποκτά την κυριότητα ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας εκείνος που έχει στη νομή του (φυσική εξουσίαση με διάνοια κυρίου) με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο ακίνητο επί μία δεκαετία, ενώ με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο επί μία εικοσαετία, ανεξαρτήτως καλής πίστεως και νομίμου τίτλου. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα εκείνος που απέκτησε τη νομή ενός ακινήτου με καθολική διαδοχή (κληρονομιά) ή ειδική διαδοχή (αγοραπωλησία, δωρεά), να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, για να συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας, δηλ. τα δέκα ή τα είκοσι έτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν η μητέρα έχει στη νομή της ακίνητο επί δώδεκα έτη και κληρονομηθεί από το τέκνο της, εφόσον το τέκνο συνεχίσει την ίδια νομή για ακόμη οκτώ έτη, αυτό θα συμπληρώσει την απαιτούμενη εικοσαετία και θα αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Ποιες είναι όμως οι πράξεις νομής, που εφόσον διενεργούνται για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, προσδίδουν κυριότητα στον νομέα; Οι πράξεις αυτές είναι ενδεικτικώς η εποπτεία, η επίβλεψη, η εκμίσθωση σε τρίτον, η φύλαξη του ακινήτου, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικού, η επιμέλεια για την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως, η αποδοχή κληρονομίας και η μεταγραφή της, η καταβολή του φόρου κληρονομίας κ.α. Στην υπ’ αριθ. 1418/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος ανήρεσε απόφαση του Εφετείου Αθηνών, διότι ενώ το Εφετείο στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ανέφερε όσα ανωτέρω παγίως έχει κρίνει το ανώτατο δικαστήριο, στο τελικό του συμπέρασμα παρεβίασε ευθέως το νόμο και προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, αφού διέλαβε ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Συγκεκριμένα, το Εφετείο ενώ δέχθηκε ότι ο ένας εκ των αντιδίκων, καθώς και ο δικαιοπάροχός του είχαν ασκήσει πράξεις που στην ουσία αποτελούσαν άσκηση νομής επί είκοσι έτη, είχε τελικώς συμπεράνει ότι αυτές οι πράξεις, δηλ. ενέργειες για την ένταξη του ακινήτου στο σχέδιο, καταμέτρησή του, ανάθεση συντάξεως τοπογραφικού, δήλωση του ακινήτου ως κληρονομιαίου, καταβολές του φόρου κληρονομίας κλπ., δεν αποτελούσαν υλικές πράξεις, αλλά ότι ήταν απλώς πράξεις δηλωτικές νομής, δηλαδή ότι εμπεριείχαν μόνο το animus και άρα όχι νομή. Ο Άρειος Πάγος απεφάσισε ότι η κρίση αυτή του Εφετείου ήταν εσφαλμένη, διότι οι ανωτέρω πράξεις αποτελούσαν άσκηση νομής και άρα ήταν ικανές, εφόσον συνεχίζονταν επί εικοσαετία, να προσδώσουν κυριότητα σ’ εκείνον που τις ασκούσε επί του επιδίκου ακινήτου Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, August 30, 2011

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από συγκύριο ακινήτου -

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από συγκύριο ακινήτου


Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

30-8-2011

Όταν περισσότεροι του ενός μοιράζονται την κυριότητα ενός ακινήτου, ο καθένας τους έχει δικαίωμα να λαμβάνει μερίδιο από την απόλαυση του ακινήτου, π.χ. να διαμένει σ’ αυτό, ή από την εκμετάλλευση αυτού, π.χ. να λαμβάνει το ποσοστό του από το μίσθωμα που αποφέρει. Εάν δηλαδή το ακίνητο, που είναι μισθωμένο με μηνιαίο μίσθωμα 800 ευρώ, ανήκει στον πατέρα κατά το 2/8 εξ αδιαιρέτου και από 3/8 στο καθένα από τα δύο του παιδιά, ο πατέρας δικαιούται 200 ευρώ, ενώ το κάθε τέκνο από 300 ευρώ μηνιαίως.
Εάν το ακίνητο δεν είναι μισθωμένο, αλλά διαμένει σ’ αυτό ένας μόνο εκ των συγκυρίων, οι άλλοι δικαιούνται, εάν το ζητήσουν, να λάβουν από τον συγκύριο που χρησιμοποιεί αποκλειστικώς το κοινό ακίνητο, το ποσοστό τους από την αξία χρήσεως του ακινήτου, δηλ. από την αξία που θα απέφερε, εάν αυτό μισθωνόταν ή αποτελούσε αντικείμενο άλλης εκμεταλλεύσεως.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις κατά τις οποίες η αξίωση του μεριδίου ενός εκ των συγκυρίων, έναντι του άλλου, ο οποίος κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, θεωρείται καταχρηστική και άρα μη νόμιμη. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει όταν επί παραδείγματι ο συνδικαιούχος έχει με πράξεις ή δηλώσεις του στο παρελθόν δημιουργήσει την σαφή εντύπωση ότι δεν θα διεκδικήσει το μερίδιό του, ή όταν ηθικοί ή άλλοι λόγοι καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος μη ανεκτή κατά το δίκαιο.
Στην υπ’ αριθ. 448/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία η θυγατέρα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της τα 3/4 (75%) ισογείου διαμερίσματος και των υπογείων αποθηκών του, ενώ η μητέρα της είχε κληρονομήσει το 1/4 (25%), ως χήρα του εκλιπόντος συζύγου της. Στο διαμέρισμα διέμενε από τον θάνατο του άνδρα της η μητέρα, ενώ η κόρη είχε στην κυριότητά της τον Α’ όροφο του κτηρίου.
Η θυγατέρα, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του πατρός της άσκησε αγωγή κατά της μητρός της, ζητώντας ποσοστό 75% επί της αξίας χρήσεως του ισογείου διαμερίσματος, στο οποίο διέμενε η μητέρα της.
Κατ’ αρχάς, η θυγατέρα είχε το δικαίωμα να αξιώσει το ποσοστό της επί της αξίας χρήσεως του ακινήτου. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος εκτίμησε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις που υπήρχαν στην υπόθεση.
Συγκεκριμένα, το οικόπεδο επί του οποίου ανηγέρθη το κτήριο και η ανέγερση του κτηρίου είχαν γίνει προ δεκαετιών με χρήματα από την προίκα της μητρός. Το επίδικο διαμέρισμα ήταν η οικογενειακή στέγη της μητρός με τον άνδρα της (πατέρα της ενάγουσας θυγατέρας), επί σαράντα και πλέον έτη. Η ενάγουσα διαμένει στον Α’ όροφο, που ανηγέρθη με δαπάνες των γονέων της και της παραχωρήθηκε δωρεάν.
Επίσης, ο πατέρας είχε συντάξει διαθήκη με την οποία άφηνε την επικαρπία του διαμέρισματος του ισογείου στην σύζυγό του, αλλά η διαθήκη δεν ευρέθη μετά τον θάνατό του. Η μητέρα (εναγομένη) ήταν 73 ετών, χωρίς άλλους πόρους, παρά μόνο την σύνταξη του συζύγου της, ενώ η ενάγουσα (θυγατέρα), ήταν σε ακμαία ηλικία, επιτυχημένη ελεύθερη επαγγελματίας, ιδιοκτήτρια και άλλων ακινήτων που της είχαν αγοράσει ή μεταβιβάσει οι γονείς της.
Τέλος, τα τελευταία πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του πατρός της, η ενάγουσα θυγατέρα δεν είχε προβεί σε κάποια δήλωση από την οποία να προκύπτει ότι θα διεκδικήσει από την μητέρα της το ποσοστό της από την μισθωτική αξία του ισογείου, με αποτέλεσμα, μετά την πάροδο τόσο μακρού χρόνου, να καθίσταται ιδιαίτερα δυσβάσταχτη για την μητέρα της η καταβολή του 75% ενοικίων πέντε περίπου ετών, την στιγμή που η μητέρα δεν είχε κανένα λόγο να αναμένει ότι θα της εζητείτο από τον κόρη της να της καταβάλει ποσοστό 75% της μισθωτικής αξίας του ισογείου.
Σε αντίθεση με τον Εφετείο, που είχε απορρίψει την ένσταση της μητρός περί καταχρηστικότητος, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «τα περιστατικά αυτά, αν είναι αληθή, καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής» και ότι «η άσκηση του δικαιώματος αυτού καθίσταται μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου», με αποτέλεσμα ένα δικαίωμα που κατ’ αρχάς ήταν υπαρκτό κατά το νόμο, (η αξίωση από την συγκύριο θυγατέρα ποσοστού 75% επί της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου), να καθίσταται τελικώς ανενεργό και μη εφαρμόσιμο, λόγω καταχρηστικής ασκήσεώς του.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, August 15, 2011

Άκυρη η εικονική πώληση ακινήτου - Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Για την μεταβίβαση (πώληση, δωρεά, κλπ.) ακινήτου απαιτειται συμβολαιογραφικό εγγραφο και μεταγραφή αυτού στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο. Απαιτείται επίσης οι δηλώσεις βουλήσεως των συναλλασσομένων να είναι αληθείς. Στο συμβόλαιο τόσο ο μεταβιβάζων (πωλητής, δωρητής) όσο και ο προς ον η μεταβίβαση (αγοραστής, δωρεοδόχος) δηλώνουν γραπτώς, ως βεβαιώνει ο συμβολαιογράφος, ότι επιθυμούν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία, ενώ στην πώληση γίνεται δήλωση βουλήσεως και για την καταβολή ή πίστωση τιμήματος.
Σε κάποιες, ωστόσο, περιπτώσεις η μεταβίβαση είναι εικονική, δηλαδή τα δύο μέρη, παρά το γεγονός ότι επισήμως δηλώνουν στον συμβολαιογράφο ότι θέλουν την μεταβίβαση, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την πώληση ή την δωρεά, ή επιθυμούν μία άλλη δικαιοπραξία, η οποία δεν αναφέρεται επισήμως.
Εάν αποδειχθεί ότι τα μέρη δεν δήλωσαν στο συμβόλαιο την πραγματική τους βούληση, αλλά ότι μόνο φαινομενικώς προέβησαν στην μεταβίβαση, η συγκεκριμένη δικαιοπραξία είναι άκυρη και μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο δικαστήριο και να την ακυρώσει.
Η εικονική μεταβίβαση μπορεί να γίνεται για διάφορους λόγους. Μπορεί επί παραδείγματι ο μεταβιβάζων πωλητής να έχει χρέη και να επιδιώκει εικονικώς να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του σε άλλον, ώστε να τα προστατεύσει από τους δανειστές του, παρά το ότι σε μία τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταδολίευσης δανειστών, που ενέχει αστικές συνέπειες και ποινικές ευθύνες.
Άλλη περίπτωση εικονικότητος είναι η πώληση ακινήτου που γίνεται από γονέα σε τέκνο ή από παππού / γιαγιά σε εγγόνι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί δωρεάς. Ενώ δηλαδή το συμβόλαιο αναγράφει ότι συνεφωνήθη και κατεβλήθη τίμημα, στην πράξη τέτοιο τίμημα δεν έχει ποτέ καταβληθεί.
Εικονική μεταβίβαση ακινήτου μπορεί να λαμβάνει χώρα και όταν κάποιος πωλεί ακίνητο, όχι αληθώς, αλλά φαινομενικώς, για να μην έχει επισήμως στην κατοχή του κατοικία και να δύναται να λάβει απαλλαγή φόρου για κτήση πρώτης κατοικίας.
Στην υπ’ αριθ. 223/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται».
Η μεταβίβαση που έχει λάβει χώρα εικονικώς αναγνωρίζεται ως άκυρη με αγωγή στο δικαστήριο και δικαστική απόφαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η βούληση των συμβαλλομένων δεν ήταν αυτή που φαινομενικώς δηλώθηκε στο συμβόλαιο, είτε περί της μεταβιβάσεως, είτε περί της καταβολής του τιμήματος, καθώς και η εικονικότητα περί του τιμήματος αρκεί από μόνη της για την κήρυξη μίας δικαιοπραξίας ως άκυρης.
Αυτός που ισχυρίζεται ότι η μεταβίβαση είναι άκυρη, μπορεί να υποστηρίξει ότι υποκρύπτεται μία άλλη δικαιοπραξία, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να ισχύσει, εφόσον συντρέχουν τα στοιχεία και οι προϋποθέσεις της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας. Μπορεί δηλαδή να είναι άκυρη η πώληση, αλλά να ισχύσει ως δωρεά.
Μπορεί όμως και να μην υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία και απλώς η συγκεκριμένη εικονική να είναι άκυρη. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι εκείνος που μεταβίβασε δεν ήθελε αληθώς να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου και εκείνος στον οποίο έγινε η μεταβίβαση ούτε τίμημα κατέβαλε, ούτε ήθελε να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου, η μεταβίβαση ακυρώνεται με δικαστική απόφαση και το ακίνητο θεωρείται ότι ποτέ δεν έφυγε από την κυριότητα του εικονικού πωλητού, που μετά την αναγνώριση της εικονικότητος παραμένει κύριος του ακινήτου.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, August 2, 2011

Πώς διεκδικείτε καταπατημένο ακίνητό σας του Χρήστου Ηλιόπουλου

Η διαμάχη μεταξύ περισσοτέρων περί της κυριότητας του ιδίου ακινήτου δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στην ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα. Η φύση των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα εδώ και αιώνες, η μορφολογία του εδάφους, η μετανάστευση, ακόμα και η πολιτική κατάσταση της χώρας μέχρι και την τουρκοκρατία έχουν διαμορφώσει σε πολλά τμήματα του εδάφους μικρούς ή και ακαθορίστου σχήματος κλήρους, συχνά αμφιβόλου κυριότητος, δηλαδή καθεστώς αβεβαιότητας που ευνοεί αμφισβητήσεις περί της ιδιοκτησίας ενός ακινήτου.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο κύριος ενός ακινήτου υποχρεούται να προσφύγει στο δικαστήριο, όταν τρίτος το καταπατά, ή αμφισβητεί την κυριότητά του επ’ αυτού.
Το ελληνικό δίκαιο προσφέρει πλήρη δυνατότητα προσφυγής στην δικαιοσύνη για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του θιγομένου, αναλόγως της φύσεως και της εκτάσεως της προσβολής του δικαιώματος επί του ακινήτου.
Οι βασικές μορφές δικαστικής προστασίας είναι η διεκδικητική αγωγή, η αγωγή νομής και τα ασφαλιστικά μέτρα. Για να ευοδωθούν οι δικαστικές ενέργειες απαιτείται πλήθος προϋποθέσεων, από την ορθή δικονομική προβολή της αξιώσεως έως την ουσιαστική απόδειξη του δικαιώματος.
Μία βασική προϋπόθεση ώστε η αγωγή διεκδικήσεως του ακινήτου να γίνει δεκτή από το δικαστήριο είναι η ακριβής περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία περί της ταυτότητός του, ήτοι της θέσεως, της εκτάσεως, των ορίων, του προσανατολισμού του, αλλά και τους είδους αυτού, αν δηλαδή είναι αστικό (οικόπεδο), ή αγροτεμάχιο, αν είναι κτίσμα, η επιφάνεια, οι όρφοι αυτού κλπ.
Επίσης, πρέπει να γίνεται πλήρης αναφορά στον τρόπο και στους τίτλους κτήσεως αυτού και εάν υπάρξει αμφισβήτηση από τον αντίδικο, η απόξειξη αυτή πρέπει να άγεται μέχρι της κτήσεως πρωτοτύπου κυριότητος.
Για να μην κριθεί ως απαράδεκτη η αγωγή, λόγω αοριστίας της περιγραφής του ακινήτου, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 503/2009 απόφασή του επανέλαβε, όπως έχει πράξει σε πλήθος άλλες αποφάσεις του, ότι «προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής περί κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, ... και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του».
Ωστόσο έκρινέ ότι «δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου και ο καθ' όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων», όπως είχε επίσης κρίνει και στην υπ’ αριθ. 493/2007 απόφασή του.
Στην ίδια απόφασή του ο Άρειος Πάγος εξήτασε και την περίπτωση στην οποία ο κύριος του ακινήτου δεν το διεκδικεί ολόκληρο, διότι δεν το έχουν καταπατήσει ολόκληρο, αλλά μόνο ένα τμήμα αυτού. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι «όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως».
Για την καλύτερη αποτύπωση του τμήματος που διεκδικείται, καλό είναι στην αγωγή να επισυνάπτεται τοπογραφική απεικόνιση υπό κλίμακα τόσο του μεγαλυτέρου ακινήτου, όσο και του τμήματος αυτού επί του οποίου υφίσταται η καταπάτηση.
Τέλος, όταν ο ενάγων έχει ποσοστό μόνο του ακινήτου, (π.χ. το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού), στην αγωγή θα ζητεί την απόδοση του 1/4 και όχι ολοκλήρου του ακινήτου. Εάν, παρά ταύτα διεκδικεί ολόκληρο το ακίνητο, ενώ έχει συγκυριότητα μόνο στο 1/4, οφείλει στην αγωγή να κατονομάσει τους υπολοίπους συγκυρίους των 3/4, καθώς και τον νομικό τρόπο κτήσεως από αυτούς της κυριότητας του υπολοίπου ποσοστού αυτού. (Άρειος Πάγος, Γ’ Πολιτικό Τμήμα, 503/2009).

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr


Tuesday, July 26, 2011

Συγκυριότητα και χρησικτησία- Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

Τα εκατομμύρια των Ελλήνων ομογενών που ζουν μονίμως εκτός Ελλάδος, αλλά έχουν περιουσία στην Πατρίδα, μας υποχρεώνουν να επιμένουμε σε θέματα χρησικτησίας, δεδομένου του τεράστιου ενδιαφέροντός τους για το θέμα.
Οι κύριοι ακινήτων στην Ελλάδα, που δεν έχουν την δυνατότητα να τα επισκέπτονται συχνά, πρέπει να γνωρίζουν ότι εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία. Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.
Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι ένας ομογενής που έχει αγοράσει με συμβόλαιο ένα οικόπεδο ή έχει κληρονομήσει με δήλωση φόρου κληρονομίας ένα αγροτεμάχιο ή μία μονοκατοικία στην Ελλάδα και έχει μεταγράψει το συμβόλαιο στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, είναι κατ’ αρχάς κατοχυρωμένος νομικώς.
Ωστόσο, δεν αρκεί να έχει στο συρτάρι του τα συμβόλαια αγοράς, αποδοχής κληρονομίας, δωρεάς, γονικής παροχής κλπ. Πρέπει κατά τακτά χρονικά διαστήματα να επισκέπτεται ο ίδιος το ακίνητο που έχει στην Ελλάδα, να το φωτογραφίζει ώστε να αποδεικνύεται η κατάστασή του σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, να ελέγχει εάν κάποιος αμφισβητεί τα όριά του, ή τουλάχιστον να αναθέτει σε άλλο, έμπιστο πρόσωπο, τον έλεγχο της περιουσίας του, όταν ο ίδιος δεν δύναται να επιβλέπει αυτοπροσώπως την ιδιοκτησία του.
Η επίβλεψη και ο έλεγχος του ακινήτου του είναι εκ των βασικών υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη ενός ακινήτου, ώστε να διασφαλίζει ότι αυτό δεν γίνεται αντικείμενο κατοχής, ή νομής, από τρίτα πρόσωπα, που ενεργούν χωρίς την εξουσιοδότησή του. Διαφορετικά, εάν δηλαδή ο κύριος του ακινήτου δεν ασκεί τον απαιτούμενο έλεγχο, υφίσταται κίνδυνος άλλοι, μη δικαιούχοι, να καταλάβουν το ακίνητο ασκούντες πράξεις νομής, δηλαδή κατοχής με την πεποίθηση ότι εκείνοι είναι οι ιδιοκτήτες.
Η κατάληψη του ακινήτου δεν αφαιρεί αμέσως την κυριότητα αυτού από τον πραγματικό ιδιοκτήτη του, εάν γίνει αντιληπτή εγκαίρως και ασκηθούν οι απαιτούμενες νομικές ενέργειες ώστε να εκδιωχθούν οι μη δικαιούχοι και να αποκατασταθεί η νομή του πραγματικού κυρίου.
Εάν όμως, περάσουν αρκετά χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ο κύριος δεν επισκέπτεται το ακίνητό του στην Ελλάδα, ούτε δίδει εντολή σε έμπιστα πρόσωπα να το εποπτεύσουν για λογαριασμό του, οι τρίτοι, που έχουν καταλάβει τη νομή του ακινήτου, μπορεί, έστω και ανακριβώς, να ισχυρισθούν ότι βρίσκονται στη νομή επί 20 ή και περισσότερα έτη και κατά συνέπεια να διεκδικήσουν την κυριότητα με χρησικτησία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κίνδυνο απωλείας της κυριότητος ενός ακινήτου του στην Ελλάδα διατρέχει ο μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και από τον ή τους συγκυρίους του ακινήτου του, που ζουν στην Ελλάδα. Συχνή είναι η περίπτωση όπου ο ομογενής έχει αγοράσει, ή κληρονομήσει ακίνητο στην Ελλάδα, μαζί με συγγενείς του (αδέλφια, θείους, ξαδέλφια). Ο ομογενής γνωρίζει ότι ο συγγενής – συγκύριος του ακινήτου έχει την κατοχή του, αλλά πιστεύει ότι το κάνει όχι μόνο για δικό του λογαριασμό, αλλά και ως αντιπρόσωπος του ομογενούς συγκυρίου, που ζει στο εξωτερικό.
Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι ακριβές, ο ομογενής πρέπει πάντοτε να είναι υποψιασμένος ότι ο συγγενής – συγκύριος μπορεί κάποια στιγμή να αντιποιηθεί τη νομή του και να διεκδικήσει το 100% του ακινήτου ως αποκλειστικώς δικό του. Βεβαίως, ο συγκύριος που ζει στην Ελλάδα, για να διεκδικήσει με χρησικτησία το μερίδιο του ομογενούς που ζει στο εξωτερικό έχει την πρόσθετη υποχρέωση να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του περί αντιποιήσεως της νομής του ομογενούς και μετά να αρχίσει να τρέχει η 20ετία για την χρησικτησία.
Καλό είναι όμως ο ομογενής να εξασφαλίζει κάθε λίγα χρόνια δηλώσεις του συγκυρίου του, παρουσία μαρτύρων, ότι το ακίνητο είναι κοινό και ανήκει και στους δύο, να δηλώνει το μερίδιό του στην εφορία στην Ελλάδα (Ε9), να επιβεβαιώνει ότι και ο συγκύριος που ζει στην Ελλάδα δηλώνει επίσης στο Ε9 το δικό του μερίδιο και όχι ολόκληρο το ακίνητο ως δικό του, ενώ εάν γίνεται εκμίσθωση του ακινήτου σε τρίτον μισθωτή, το μισθωτήριο να αναφέρει και τον ομογενή ως συγκύριο και συνεκμισθωτή του ακινήτου.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά η υπ΄αριθ. 815/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που διαλαμβάνει ότι: «…ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο συγκληρονόμος, λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα επ' ονόματι και των λοιπών κοινωνών και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ' αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο πριν λάβει γνώση της αντιποίησης αυτής (Ολ.ΑΠ 485/1982)».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, July 12, 2011

Αγωγή διανομής κατά συγκληρονόμου που δεν αποδέχεται

Κατά την βασική αρχή που ισχύει στο ελληνικό δίκαιο, όταν περισσότεροι έχουν συγκυριότητα επί του αυτού ακινήτου, έκαστος των συγκυρίων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο διανομή του κοινού ακινήτου, ώστε είτε αυτό να χωρισθεί σε τόσα τμήματα, όσοι είναι και οι συγκύριοι και μάλιστα έκαστο τμήμα αξίας αναλόγου της μερίδος εκάστου συγκυρίου, είτε, εάν η αυτούσια διανομή δεν είναι δυνατή, να πωληθεί σε πλειστηριασμό και οι συγκύριοι να λάβουν εις χρήμα την αξία της μερίδος τους.
Διανομή δύναται να αξιώσει δικαστικώς ακόμα και ο συγκύριος που έχει μερίδα μικρότερη του 50%, ακόμα και εκείνος που έχει ένα πολύ μικρό ποσοστό του ακινήτου. Η αγωγή διανομής στρέφεται κατά όλων των συγκυρίων, ή τουλάχιστον στην δίκη της διανομή όλοι οι συγκύριοι πρέπει να είναι διάδικοι, δηλαδή είτε στην πλευρά του ενάγοντος, είτε σε εκείνη του εναγομένου. Εάν ο συγκύριος ασκήσει αγωγή διανομής που δεν έχει συμπεριλάβει, είτε στους ενάγοντες, είτε στους εναγομένους, κάποιον εκ των συγκυρίων, η αγωγή θα απορριφθεί.
Ερώτημα ανακύπτει όταν κάποιος εκ των δικαιουμένων να αποδεχθούν μία κληρονομία, παραλείπει να προβεί στις ενέργειες της αποδοχής κληρονομίας, δηλαδή δεν υποβάλει δήλωση φόρου κληρονομίας, εάν απαιτείται, ούτε υπογράφει πράξη αποδοχής σε συμβολαιογράφο, ούτε την μεταγράφει στο υποθηκοφυλακείο/κτηματολόγιο.
Σε μία τέτοια περίπτωση ο συγκύριος που έχει αποδεχθεί το δικό του μερίδιο από την κληρονομία δικαιούται να προβεί αυτός, για λογαριασμό του άλλου συγκληρονόμου, που δεν αποδέχεται το κληρονομικό μερίδιό του, σε αναγκαστική αποδοχή κληρονομίας, ώστε να γίνει κι εκείνος συγκύριος του κοινού κληρονομιαίου ακινήτου και να καταστεί ακολούθως δικονομικώς εφικτή η άσκηση της αγωγής διανομής.
Η αναγκαστική αυτή αποδοχή γίνεται με την έκδοση από το δικαστήριο πιστοποιητικού περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης ή περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, από τον Δήμο πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών και κυρίως, πιστοποιητικού περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας.
Αυτά τα έγγραφα δύνανται να μεταγραφούν στο υποθηκοφυλακείο/κτηματολόγιο της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο, με αποτέλεσμα ο συγκληρονόμος που μέχρι τώρα απέφευγε να αποδεχθεί το μερίδιό του, να καταστεί συγκύριος του ακινήτου και να δύναται πλέον να ασκηθεί εναντίον του η αγωγή διανομής του κοινού ακινήτου.
Στην υπ’ αριθ. 10/1994 απόφασή του το Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε μάλιστα κρίνει ότι ο ενάγων, που είχε ασκήσει αγωγή διανομής κοινού ακινήτου κατά συγκληρονόμου του, ισχυριζόμενος στην αγωγή ότι η αντίδικος έχει μερίδιο επί του ακινήτου, χωρίς να έχει ακόμα μεταγράψει το πιστοποιητικό ότι η αντίδικος δεν έχει αποποιηθεί της κληρονομίας, δικαιούται να προβεί σ’ αυτήν την μεταγραφή μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως και πριν την συζήτηση της κατ’ εφεσιν δίκης.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι: «Η αγωγή [διανομής] είναι ορισμένη, διότι για την παθητική νομιμοποίηση της αγωγής αρκεί το ότι ο ενάγων, με την αγωγή του, ομολογεί τη συγκυριότητα της εναγομένης, ενώ, στην παρούσα δευτοροβάθμια δίκη, εξαιτίας της άρνησης της αγωγής, επιτρεπτώς, με τις προτάσεις του, βελτιώνει την ιστορική βάση της αγωγής του, διευκρινίζοντας ότι μετά την πρωτόδικη δίκη αυτός μετέγραψε το πιστοποιητικό του αρμοδίου γραμματέα για μη αποποίηση της κληρονομίας από την εναγομένη και επομένως η μεταγραφή ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, από τον οποίο θεωρείται η εναγομένη ως συγκύρια του ακινήτου της κληρονομίας».


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, July 4, 2011

Ευθύνη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου σε ατύχημα

Εάν συμβεί αυτοκινητικό ατύχημα στην Ελλάδα, κατά το νόμο ευθύνη έχει όχι μόνο εκείνος που οδηγεί το αυτοκίνητο που προκάλεσε την ζημία, αλλά και ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του. Ακόμα δηλαδή κι αν ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου δεν είναι παρών στο ατύχημα και δεν οδηγεί το αυτοκίνητο, ούτε έχει άλλη συμμετοχή στο συμβάν, έχει αντικειμενική ευθύνη, επειδή είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος.
Σύμφωνα με νόμο του 1911 εάν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δεν ήταν κάτοχος ή οδηγός αυτού όταν συνέβη το ατύχημα, η ευθύνη του περιορίζεται στην αξία του αυτοκινήτου. Εάν δηλαδή προκληθεί ατύχημα και ζημία σε άλλο αυτοκίνητο, οδηγό ή σε πεζό, ύψους 45.000 ευρώ, ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου που δεν ήταν και κάτοχος ή οδηγός αυτού κατά την στιγμή του ατυχήματος, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και την ένσταση ότι ευθύνεται αντικειμενικώς μόνο μέχρι το ποσό της αξίας του αυτοκινήτου του.
Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει στην ένστασή του να εξειδικεύσει το ύψος στο οποίο ανέρχεται η αξία του αυτοκινήτου του. Στο ανωτέρω παράδειγμα, μπορεί να ισχυρισθεί ότι το αυτοκίνητό του έχει αξία 8.000 ευρώ (ως μεταχειρισμένο πλέον των δέκα ετών, με αρχική αξία κτήσεως το 2001 ποσού 29.000 ευρώ) και να ζητήσει η ευθύνη του να περιορισθεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, ήτοι στην αξία του αυτοκινήτου και να μην υποχρεωθεί να καλύψει ολόκληρη την ζημία των 45.000 ευρώ.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες η ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος δεν περιορίζεται μόνο στην αξία του αυτοκινήτου, αλλά εκτείνεται σε όλο το ύψος της ζημίας. Αυτό σημαίνει ότι η ευθύνη βασίζεται στο άρθρο 914 του Αστικού Κώδικος, όταν υπάρχει σχέση προστήσεως μεταξύ οδηγού που προκάλεσε το ατύχημα και ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Σχέση προστήσεως υφίσταται όταν ο οδηγός είναι υπάλληλος του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ή γενικώς ενεργεί υπό τις εντολές και οδηγίες του. Σχέση προστήσεως υπάρχει όμως και όταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου εμπιστεύεται την οδήγησή του σε συγγενή ή φίλο του, όπως ο πατέρας στο υιό του.
Στην υπ’ αριθ. 1228/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε την ένσταση των δύο ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου, ότι ευθύνονται μόνο μέχρι την αξία του. Στην υπόθεση αυτή, ο οδηγός, που προκάλεσε το ατύχημα ήταν υιός της πρώτης και ανεψιός της δεύτερης των ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου. Ο οδηγός πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα οποία ήταν εκτεθειμένα χωρίς καμία προφύλαξη και χρησιμοποιώντας αυτά, οδήγησε το αυτοκίνητο, παρά το ότι εστερείτο αδείας οδηγήσεως και παρά το ότι είχε κάνει χρήση ουσιών, προκαλώντας ατύχημα.
Τόσο το Εφετείο, όσο και ο Άρειος Πάγος απέρριψαν την ένσταση των δύο ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου για περιορισμό της ευθύνης τους μέχρι του ύψους της αξίας του αυτοκινήτου τους. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι ιδιοκτήτριες του αυτοκινήτου έχουν ευθύνη για ολόκληρο το ποσό της ζημίας και όχι μόνο μέχρι το την αξία του οχήματός τους, διότι υπήρξε σχέση προστήσεως μεταξύ αυτών και του υιού / ανεψιού τους.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, June 27, 2011

Ευνοϊκό κλίμα στην Ελλάδα για αγορά ακινήτου

Η κυβέρνηση στην Ελλάδα φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτό που οι παράγοντες της αγοράς βλέπουν και ζουν καθημερινώς. Από τον συμβολαιογράφο και τον δικηγόρο, τον μηχανικό, τον μεσίτη, τον εργολάβο μέχρι τον οικοδόμο, τον σιδερά, τον υδραυλικό και τον πατωματζή, όλοι όσοι εμπλέκονται στην αγορά ακινήτων αντιλαμβάνονται ότι λόγω της οικονομικής κρίσεως, της παύσεως χορηγήσεως δανείων από τις τράπεζες, αλλά και της αυστηρής, ή κατ’ άλλους ανορθολογικής εφαρμογής του «πόθεν έσχες», η αγορά έχει «καθίσει».
Ο αριθμός των οικοδομικών αδειών που εκδίδονται έχει μειωθεί σημαντικά και οι εργολάβοι δεν προβαίνουν σε νέες κατασκευές, διότι οι πωλήσεις διαμερισμάτων και κατοικιών είναι περιορισμένες. Χιλιάδες είναι δε τα κλειστά και απούλητα διαμερίσματα που είχαν κατασκευασθεί προ ολίγων ετών, προ της κρίσεως, τα οποία αναζητούν, αλλά δεν βρίσκουν αγοραστή, τουλάχιστον στις τιμές που ζητούν οι κατασκευαστές.
Λόγω της δυσμενούς αυτής καταστάσεως, που πλήττει μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας και στερεί το κράτος από φόρους, η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να «παγώσει» τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και να μην προβεί στην αύξησή τους, όπως είχε προαναγγείλει ότι θα συνέβαινε το β’ εξάμηνο του 2011.
Το μέτρο αυτό είναι το φυσικό επακόλουθο της κάμψεως της αγοράς ακινήτου και του φαινομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις πλέον η αντικειμενική αξία ενός ακινήτου να είναι ανώτερη της πραγματικής, ενώ προ ολίγων μόνο ετών, η πραγματική αξία ήταν στο 90% των περιπτώσεων κατά πολύ ανώτερη της αντικειμενικής.
Ένα άλλο μέτρο για την τόνωση της αγοράς του ακινήτου είναι η διαφαινόμενη κατάργηση του «πόθεν έσχες» για την αγορά όχι μόνο της πρώτης, αλλά και της δεύτερης ή εξοχικής κατοικίας. Όταν επεβλήθησαν τα πρώτα δυσμενή οικονομικά μέτρα, στις αρχές του 2010, η κυβέρνηση τότε ουσιαστικώς επέδραμε στην αγορά του ακινήτου και επέβαλε αυστηρό «πόθεν έσχες» στην κτήση ακόμα και της πρώτης κατοικίας. Το μέτρο αυτό αποθάρρυνε πολλούς επίδοξους αγοραστές και αντί να αποφέρει έσοδα στο κράτος, έπληξε την οικονομία αλλά και τα κρατικά έσοδα.
Στις αρχές του 2011 η κυβέρνηση πήρε πίσω την εφαρμογή του «πόθεν έσχες» για την αγορά πρώτης κατοικίας, έως 120 τ.μ. και έως 200.000 ευρώ αντικειμενική αξία. Τώρα, σκέπτεται να καταργήσει το «πόθεν έσχες» για την αγορά και της δευτερεύουσας ή εξοχικής κατοικίας, με σκοπό να ανακάμψει η κτηματαγορά, να ενισχυθεί η οικοδομή και να εισρεύσουν έσοδα στα δημόσια ταμεία, τόσο από εισπράξεις ΦΠΑ όσο και από τον φόρο εισοδήματος και μεταβιβάσεως ακινήτων.
Εφόσον εφαρμοσθούν σε λίγο καιρό τα εξαγγελθέντα μέτρα, η αγορά του ακινήτου μπορεί να δείξει σημάδια ανακάμψεως, καθώς οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές, από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, θα μπορούν να διερευνήσουν την δυνατότητα αγοράς ακινήτου χωρίς τις δεσμεύσεις του «πόθεν έσχες» και χωρίς να πρέπει να πληρώσουν παραπάνω φόρους, αφού οι αντικειμενικές αξίες, βάσει των οποίων καταβάλλονται τα έξοδα αγοράς, δεν θα αυξηθούν.
Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμισθεί, ότι οι κάτοικοι εξωτερικού που αγοράζουν ακίνητο στην Ελλάδα εξακολουθούν να υποχρεούνται να αποδείξουν πού βρήκαν τα χρήματα και αγοράζουν ακίνητο. Η δικαιολόγηση της προελεύσεως των χρημάτων γίνεται είτε με την εισαγωγή χρημάτων τους, μέσω τραπέζης, από το εξωτερικό στην Ελλάδα, είτε με δήλωση στην εφορία εισοδημάτων τους στην Ελλάδα, ώστε να καλύπτεται η αντικειμενική αξία, ο φόρος και τα έξοδα της αγοράς του ακινήτου.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Friday, June 17, 2011

Αντισυνταγματικός ο νόμος για ιθαγένεια αλλοδαπών και ψήφο τους στις δημοτικές! (Μέρος Β’).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με την υπ΄αριθ. 351/2011 απόφασή του (Τμήμα Δ’, επταμελές), έκρινε ότι ο Ν.3838/2010, που προβλέπει την αθρόα πολιτογράφηση αλλοδαπών και την συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές μη Ελλήνων, είναι αντισυνταγματικός.
Το ανώτατο δικαστήριο, αφού περιέγραψε ποιοί συναποτελούν το ελληνικό έθνος, που βάσει του Συντάγματος, είναι ο ελληνικός λαός, στον οποίο συμμετέχουν και οι ομογενείς, διαπίστωσε ότι αθρόα πολιτογράφηση, δηλαδή απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε ομάδες αλλοδαπών χωρίς εξατομικευμένη κρίση, αλλά ευθέως βάσει γενικών διατάξεων ουσιαστικού νόμου, το ελληνικό δίκαιο γνώρισε μόνο κατά τις περιόδους μεγάλων ανακατατάξεων του νέου εθνικού κράτους, όπως το 1913 με τις Συνθήκες Ειρήνης Ελλάδος – Τουρκίας, με την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και με την Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων με την Ιταλία το 1947, με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας και την ταυτόχρονη απώλεια της ιταλικής, των Ελλήνων κατοίκων των Δωδεκανήσων.
Το ΣτΕ συνεχίζει ότι μετά την πτώση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάς θέσπισε ρυθμίσεις απονομής της ιθαγενείας σε ομογενείς εκ των πρώην κομμουνιστικών χωρών με κριτήρια την ελληνική καταγωγή και την ελληνική εθνική συνείδηση, δηλαδή κριτήρια αποτελούντα τον πυρήνα του έθνους και της εθνικότητος.
Ακολούθως, όμως, λόγω ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων προς την χώρα, ίσχυσαν νόμοι που «νομιμοποιούσαν» την παράνομη είσοδο, διαμονή και εργασία αλλοδαπών, δηλαδή εθεωρήθησαν ως νομίμως εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεως εισόδου.
Συνέπεια αυτής της νομοθετικής πολιτικής και διοικητικής πρακτικής είναι ότι καθίσταται ανέφικτη η διαπίστωση αν υπήρξαν πρόσωπα, ποία και πόσα, τα οποία πράγματι να διέμειναν και να εργάσθηκαν νομίμως μέχρι σήμερα στην χώρα. Δηλαδή το ΣτΕ διαπιστώνει την ουσιαστική ανικανότητα του κράτους να ελέγξει τα σύνορά του, το ποιός εισέρχεται, πόσο μένει και τι κάνει στην χώρα.
Με τον Ν.3838/2010 εισάγεται ένας νέος τρόπος κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, με την γέννηση του αλλοδαπού (από αλλοδαπούς γονείς) στην Ελλάδα ή με την φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και σχετική δήλωση των γονέων. Ο τρόπος αυτός κτήσεως της ιθαγενείας αφορά, δυνάμει, μεγάλο αριθμό αλλοδαπών (αθρόα πολιτογράφηση) χωρίς τούτο να συνάπτεται προς εκπλήρωση διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας.
Η πολιτογράφηση αυτή γίνεται με αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις, χωρίς εξατομικευμένη κρίση περί της συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του εθελουσία αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως.
Κατόπιν των ανωτέρω το ΣτΕ ήχθη στο συμπέρασμα ότι ο Ν.3838/2010 αντίκειται στο Σύνταγμα., διότι δεν προβλέπει διαδικασίες ειδικής διαπιστώσεως εάν κάθε αλλοδαπός έχει αποκτήσει γνήσιο δεσμό προς το ελληνικό έθνος, αλλά και διότι ο νόμος αυτός δύναται να οδηγήσει σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους.
Το ΣτΕ κρίνει επίσης αντισυνταγματικές τις διατάξεις του ίδιου νόμου αναφορικώς με το δικαίωμα ψήφου και εκλογής (πλην του Δημάρχου) σε αλλοδαπούς που δεν έχουν ελληνική ιθαγένεια. Οι εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα και η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της Χώρας γενικώς.
Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως αποτελεί λειτούργημα απαραίτητο για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας (ΣτΕ 3705/1987, 1273/1993 Ολομ.), ως τοιαύτης νουμένης της ασκουμένης από τον λαό ως εκλογικό σώμα απαρτιζόμενο μόνο από τους έχοντες δικαίωμα ψήφου Έλληνες πολίτες.
Συνεπώς, η άσκηση του δικαιώματος τόσο του εκλέγειν, όσο και του εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές αυτές επιφυλάσσεται μόνον στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος. Συνεπώς οι ρυθμίσεις του Ν.3838/2010 είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στα άρθρα 1 παρ. 2 και 3, 52 και 102 παρ. 2 του Συντάγματος.
Αντί άλλου σχολίου, θέτουμε το ερώτημα: οι χιλιάδες αλλοδαποί που ήδη ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές του 2010, γεγονός παράνομο, ως αντισυνταγματικό και ανίσχυρο κατά το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, πλήττουν το κύρος του εκλογικού αποτελέσματος και άρα της ουσίας της δημοκρατίας στην Ελλάδα;

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr



Αντισυνταγματικός ο νόμος για ιθαγένεια αλλοδαπών και ψήφο τους στις δημοτικές! (Μέρος Α’).


Του Χρήστου Ηλιόπουλου*


7 Ιουνίου 2011

Πολλές συζητήσεις προκάλεσε προ μηνών στην Ελλάδα ο πρόσφατος νόμος που α) δίνει την δυνατότητα σε δεκάδες χιλιάδες αλλοδαπούς, που δεν ανήκουν ουσιαστικώς στο ελληνικό έθνος, να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα και το διαβατήριο, άρα και να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές και β) σε ακόμη περισσότερους αλλοδαπούς, που δεν έχουν καν την ελληνική υπηκοότητα και παρά ταύτα δικαιούνται να ψηφίζουν και ήδη ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές του 2010 στην Ελλάδα!
Ο νόμος αυτός προσεβλήθη με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και ήδη το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας εξέδωσε απόφαση με την οποία πράγματι ο νόμος αυτός κρίνεται ότι αντίκειται στο Σύνταγμα και άρα ότι δεν πρέπει να εφαρμοσθεί.
Επειδή το ζήτημα είναι μείζωνος σημασίας, η υπόθεση θα ξαναδικασθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Ωστόσο, η σημασία της εκδοθείσης αποφάσεως περί αντισυνταγματικότητος είναι μεγάλη.
Το ΣτΕ στην απόφασή του αρχίζει με αναφορά στο θεμέλιο του πολιτεύματος, που είναι η λαϊκή κυριαρχία και στο ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους. Έλληνες είναι όσοι έχουν τα τυπικά προσόντα. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους. Η οικογένεια είναι θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους. Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του αποδήμου Ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με την Πατρίδα.
Μερικά από τα σημαντικά σημεία της αποφάσεως του ΣτΕ έχουν ως εξής: Η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, οντότητος υπερβαίνουσας χρονικά την εν ζωή κοινότητα των ανθρώπων και τα γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους. Το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες, όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική.
Το ΣτΕ συνεχίζει ότι ο νόμος δεν πρέπει να επιτρέπει την είσοδο στην λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή – ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως ο λαός (εκλογικό σώμα) και να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους.
Ο Έλληνας νομοθέτης μεριμνά για την διαφύλαξη της εθνικής ομοιογένειας του Κράτους με την θέσπιση δικαίου ιθαγενείας βασιζομένου στο κριτήριο του δικαίου του αίματος (jus sanguinis), δηλαδή στην καταγωγή από Έλληνες γονείς, οπουδήποτε στον κόσμο κι αν έχει γεννηθεί το παιδί, σε αντίθεση με το δίκαιο του τόπου (jus soli), που κριτήριο έχει την γέννηση στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιθαγενείας των γονέων του παιδιού, που δεν προκρίνεται από το ελληνικό δίκαιο. Την βασική αυτή από δεκαετιών επιλογή υπέρ του δικαίου του αίματος επιχειρεί να αλλάξει ο πρόσφατος νόμος που ήδη κρίθηκε αντισυνταγματικός, επιτρέποντας στα τέκνα των αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα να λαμβάνουν την ελληνική ιθαγένεια.
Το ΣτΕ συνεχίζει ότι ο Έλληνας νομοθέτης ακριβώς λόγω της σημασίας που απέδωσε στον θεσμό της ιθαγενείας, ερρύθμισε πάντοτε με ευνοϊκό τρόπο την απονομή της ιθαγενείας στους αλλοδαπούς ομογενείς. Ειδικώς για τους ομογενείς η παλαιότερη νομοθεσία όριζε ότι για να λάβει ως αλλοδαπός μεν, αλλά ομογενής, την ελληνική υπηκοότητα, θα έπρεπε να έχει την ελληνική εθνικότητα, δηλ. να ανήκει στο ελληνικό έθνος.
Η έννοια του ομογενούς οριζόταν ως «... ο συνδεόμενος με το Έθνος διά της κοινής γλώσσης, (ουχί απαραιτήτως) θρησκείας, κοινών παραδόσεων, αλλά κυρίως διά της συνειδήσεως των κοινών ιστορικών πεπρωμένων, ήτοι διά της ελληνικής συνειδήσεως».
Τα δικαστήρια υιοθέτησαν την έννοια αυτή του ομογενούς, κρίνοντας ότι « ... διά του όρου ομογενής νοείται ο ανήκων εις το ελληνικόν γένος ή έθνος, ήτοι ο κεκτημένος ελληνικήν εθνικήν συνείδησιν, συναγομένην κυρίως εκ των συνδεόντων αυτόν στοιχείων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητός του, των αναφερομένων ιδία εις την καταγωγήν του (εκ πατρός ή μητρός ή απωτέρων προγόνων), την γλώσσαν, την θρησκείαν, τα εθνικάς παραδόσεις και εν γένει την κοινήν συνείδησιν των ιστορικών πεπρωμένων του έθνους». (ΣτΕ 2756/1983, 275/1999).
Στο επόμενο άρθρο θα συνεχίσουμε την εν περιλήψει αναφορά μας στην σημαντική απόφαση του ΣτΕ με την οποία εκρίθη αντισυνταγματικός ο νόμος 3838/2010, με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα αθρόας αποδόσεως της ελληνικής ιθαγενείας σε αλλοδαπούς που δεν ανήκουν ουσιαστικώς στο ελληνικό έθνος, καθώς και η δυνατότητα σε ακόμη περισσότερους αλλοδαπούς να ψηφίζουν και να εκλέγονται στις δημοτικές/περιφερειακές εκλογές (όχι όμως Δήμαρχοι), παρά το γεγονός ότι δεν έχουν καν την ελληνική υπηκοότητα!

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Friday, June 3, 2011

Αγωγή διανομής και ένσταση ιδίας κυριότητος εναγομένου

Διανομή ενός ακινήτου δύναται να λάβει χώρα όταν το ίδιο ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους του ενός κυρίους, οπότε μιλάμε για περισσοτέρους του ενός συνιδιοκτήτες του ιδίου ακινήτου. Διανομή μπορεί να ζητήσει οιοσδήποτε εκ των συγκυρίων του ακινήτου, ακόμα κι αν δεν έχει την πλειοψηφία, ακόμα δηλαδή κι αν έχει στην κυριότητά του ένα μικρό μερίδιο του κοινού ακινήτου. Μπορεί δηλαδή κι εκείνος που είναι κύριος του 10% ή του 20% να ασκήσει αγωγή διανομής, αιτούμενος την διανομή.
Η αγωγή διανομής δύσκολα μπορεί να αντικρουσθεί από τον εναγόμενο για να απορριφθεί. Η συνήθης άρνηση του εναγομένου είναι όχι να μην γίνει καθόλου η διανομή, αλλά να γίνει με άλλον τρόπο, διαφορετικό από εκείνον που προτείνει ο ενάγων στην αγωγή του. Δηλαδή, να μην γίνει διανομή με κατασκευή μίας οικοδομής με τέσσερις ορόφους, αλλά να κατασκευασθούν δύο οικοδομές στο οκόπεδο. Ή να μην πωληθεί το κοινό ακίνητο σε πλειστηριασμό, αλλά να γίνει αυτούσια διανομή με σύσταση καθέτων ιδιοκτησιών κλπ.
Μία περίπτωση στην οποία ο εναγόμενος μπορεί επιτυχώς να αποκρούσει την αγωγή διανομής είναι όταν προβάλλει ένσταση ιδίας κυριότητος. Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος αρνείται ότι υφίσταται συκγυριότητα με τον ενάγοντα στο ίδιο ακίνητο, ισχυριζόμενος ότι το ακίνητο είναι ολόκληρο δικό του, κατά 100%, οπότε δεν υφίσταται κοινωνία δικαιώματος, ούτε συνεπώς δυνατότητα διανομής.
Μία τέτοια περίπτωση μπορεί να είναι η εξής: Ο πατέρας της οικογενείας είχε στην κυριότητά του δύο ακίνητα, ένα διώοροφο σπίτι και ένα κτήμα με ελιές και είχε δύο τέκνα. Απεβίωσε δε το έτος 2004 χωρίς να αφήσει διαθήκη, ενώ η σύζυγός του είχε προαποβιώσει. Ο ένας υιός, ο Α, που είχε μεταναστεύσει στην Νέα Ζηλανδία, θεώρησε ότι αφού ο πατέρας τους δεν άφησε διαθήκη, κληρονόμησε αυτός με τον αδελφό του Β, το 50% εξ αδιαιρέτου στα δύο ακίνητα του πατέρα τους, στο σπίτι και στο κτήμα με τις ελιές. Για τον λόγο αυτόν προέβη σε αποδοχή κληρονομίας όπου απεδέχθη το 50% εξ αδιαιρέτου των δύο αυτών ακινήτων.
Ο άλλος υιός, ο Β, είχε μείνει στην Ελλάδα και καλλιεργούσε το κτήμα με τις ελιές. Αυτός υποστήριξε ότι το σπίτι κληρονομήθηκε από τους δύο αδελφούς κατά 50% έκαστος. Το κτήμα όμως με τις ελιές δεν αποτελεί μέρος της κληρονομίας του πατέρα τους, διότι ο πατέρας τους του το είχε δωρήσει με άτυπη δωρεά το έτος 1970 και έτσι το 1990, μετά δηλαδή από είκοσι χρόνια συνεχούς καλλιέργειας και νομής του κτήματος με διάνοια κυρίου, ο Β’ το απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα και δεν ανήκε στην κληρονομία του πατρός τους που απεβίωσε το 2004. Ο Β συνεπώς ισχυρίσθηκε ότι το μόνο κοινό ακίνητο που έχει κληρονομήσει με τον αδελφό του Α είναι το σπίτι, ενώ το κτήμα το έχει κατά 100% δικό του.
Ο Α άσκησε στα δικαστήρια στην Ελλάδα αγωγή διανομής, για την διανομή του κτήματος με τις ελιές, με το σκεπτικό ότι αυτός και ο αδελφός του Β’ είναι από 50% έκαστος συγκύριοι στο κτήμα. Ο Β απάντησε στην αγωγή ισχυριζόμενος ότι το κτήμα δεν είναι κοινό ακίνητο, που να υπόκειται σε διανομή μεταξύ τους, αλλά του ανήκει κατά 100%, αφού το απέκτησε με χρησικτησία, μετά την επί εικοσαετία νομή (κατοχή με διάνοια κυρίου), κατόπιν της ατύπου δωρεάς του πατρός τους προς αυτόν το 1970.
Το δικαστήριο θα εκτιμήσει τα έγγραφα, τους μάρτυρες, τις ένορκες βεβαιώσεις και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο και θα καταλήξει αναλόγως στο συμπέρασμα αν πράγματι οι ενέργειες που έκανε ο Β συνιστούν άσκηση νομής επί του κτήματος, δηλαδή κατοχή διανοία κυρίου επί μία εικοσαετία, οπότε θα δεχθεί την ένσταση της ιδίας κυριότητος από τον εναγόμενο Β και θα απορρίψει την αγωγή διανομής, ή αν ο Β δεν έλαβε ποτέ το κτήμα στην κατοχή του διανοία κυρίου από τον πατέρα τους με άτυπη δωρεά και το κτήμα παρέμεινε στην κυριότητα του πατρός έως τον θάνατό του το 2004, οπότε και περιελήφθη στην κληρονομία του, κληρονομήθηκε κατά 50% από τα δύο του παιδιά Α και Β και άρα τώρα η αγωγή διανομής του Α θα γίνει δεκτή.
Στην υπ’αριθ. 2298/2009 απόφασή του επί παρομοίων περιστατικών, ο Άρειος Πάγος εδέχθη ότι ο εναγόμενος είχε ασκήσει νομή επί εικοσαετία επί του επιδίκου ακινήτου με επίσκεψη του ακινήτου, επίβλεψη, δενδροφύτευση και καλλιέργειά του με κηπευτικά και οπωροφόρα δέντρα, καθώς και κατασκευή εντός αυτού αποθηκευτικού χώρου, είχε επομένως αποκτήσει την κυριότητα αυτού κατά 100% με έκτακτή χρησικτησία και επομένως η αγωγή διανομής ορθώς απερρίφθη από το Εφετείο, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κοινό προς διανομή ακινήτο, αφού αυτό ανήκε ολόκληρο κατά 100% στον εναγόμενο.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, May 24, 2011

Χρησικτησία μετά από κληρονομιά

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*



Ο συνηθισμένος τρόπος κτήσεως κυριότητος ενός ακινήτου είναι με συμβολαιογραφικό έγγραφο (π.χ. αγορά, δωρεά, γονική παροχή) και μεταγραφή αυτού στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο. Είναι όμως δυνατή η κτήση κυριότητος και χωρίς συμβόλαιο, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της χρησικτησίας.
Για να αποκτήσεις κυριότητα ακινήτου χωρίς συμβόλαιο, απαιτείται να το έχεις στη νομή σου τουλάχιστον επί είκοσι έτη (έκτακτη χρησικτησία). Νομή υπάρχει όταν έχεις την φυσική εξουσία επί του ακινήτου διανοία κυρίου. Φυσική εξουσία σημαίνει ότι είτε ζεις σ’ αυτό (οικία), είτε το επισκέπτεσαι συχνά, το περιφράσσεις, αποτρέπεις άλλους από το να εισέρχονται ή να κάνουν πράξεις σ’ αυτό, το τοπογραφείς, το καλλιεργείς, το εκμισθώνεις (νοικιάζεις) σε τρίτους, ανοικοδομείς εντός αυτού κλπ.
Όλες οι ανωτέρω πράξεις πρέπει να γίνονται με την βούληση και την πεποίθηση ότι είναι δικό σου, ότι το εξουσιάζεις σαν δικό σου. Εάν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις, δηλαδή της φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίου και της ελάχιστης διάρκειας των είκοσι ετών, μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς δηλαδή συμβόλαιο. (Η τακτική χρησικτησία απαιτεί δέκα έτη, αλλά με ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις).
Ενδιαφέρον έχει ότι υπάρχει δυνατότητα κάποιος να αποκτήσει ακίνητο με χρησικτησία ακόμα κι αν δεν έχει συμπληρώσει τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο των είκοσι ετών, εφόσον έχει κληρονομήσει κάποιον που είχε κι εκείνος στη νομή του το ίδιο ακίνητο, οπότε υφίσταται συνέχιση της χρησικτησίας (διαδοχή στη νομή).
Αυτό γίνεται ως εξής: ο Α (πατέρας) καλλιεργεί ένα κτήμα στην Τέμενη Αιγίου από το έτος 1978, όταν ο δικός του πατέρας του το έδωσε διά λόγου, χωρίς δηλαδή να υπογράψουν συμβόλαιο. Από το 1978 ο Α έχει στη νομή του του κτήμα, που το απέκτησε όχι με συμβόλαιο, αλλά με άτυπη δωρεά. Το έτος 1989 ο Α απεβίωσε και κληρονομήθηκε από το μοναδικό του τέκνο Β, καθώς η σύζυγός του είχε προαποβιώσει. Το τέκνο Β διαδέχθηκε δηλαδή τον πατέρα του Α στη νομή του εν λόγω κτήματος το 1989 και συνέχισε να καλλιεργεί και αργότερα να εκμισθώνει το κτήμα σε τρίτους με έγγραφα μισθωτήρια.
Το 2002 ο Γ, ένας ξάδελφος του Β, υποστήριξε ότι το κτήμα είναι δικό του και κατά την διάρκεια απουσίας του Β στο εξωτερικό, ο Γ περιέφραξε το κτήμα και άρχισε να οικοδομεί οικία εντός αυτού. Ο Β έμαθε για την αμφισβήτηση της κυριότητάς του επί του κτήματος και ήσκησε αγωγή στα δικαστήρια κατά του ξαδέλφου του Γ. Ο Β δεν έχει τίτλους κυριότητας (συμβόλαιο) για το κτήμα, έχει όμως τον ισχυρισμό ότι απέκτησε κυριότητα επί του κτήματος το έτος 1998, όταν δηλαδή συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια νομής του κτήματος (1978 – 1998).
Ο ξάδελφός Γ θα ισχυρισθεί ότι ο Β δεν είχε ποτέ ο ίδιος 20 χρόνια νομής στο ακίνητο, όμως ο Β θα απαντήσει ότι μπορεί ο ίδιος να μην είχε νομή 20 χρόνια, όμως συνέχισε τη νομή του πατρός του, Α, που είχε αρχίσει το 1978. Ο Β συνέχισε τη νομή του πατρός του Α μετά τον θάνατο του Α το 1989, εφόσον συνέχισε να εξουσιάζει το ακίνητο με διάνοια κυρίου και το 1998, δηλαδή είκοσι χρόνια μετά το 1978, ο Β έγινε κύριος του κτήματος. Επομένως, το 2002 που το καταπάτησε ο ξάδελφος Γ, το κτήμα ήταν ήδη στην κυριότητα του Β και εφόσον ο Β αποδείξει στο δικαστήριο ότι τόσο ο πατέρας του το διάστημα 1978 – 1989 όσο και ο ίδιος το διάστημα 1989 – 1998 είχαν πράγματι τη νομή, τότε θα κερδίσουν την δίκη και το Δικαστήριο θα διατάξει την αποβολή του Γ από το κτήμα και την επίσημη εγκατάταση του Β.
Ο Γ μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο Β δεν απεδέχθη εγγράφως σε συμβολαιογράφο την κληρονομία του πατρός του μετά το 1989 και δεν μετέγραψε την αποδοχή στο υποθηκοφυλακείο, αλλά το επιχείρημα αυτό θα απορριφθεί από το δικαστήριο, διότι για την μεταβίβαση της νομής από τον πατέρα Α στον υιό Β το 1989 δεν απαιτείται αποδοχή και μεταγραφή. Η μεταβίβαση της νομής γίνεται από τον θανόντα στον κληρονόμο του αυτομάτως, από την επομένη του θανάτου του Α το 1989.
Η δικαστική απόφαση εφόσον καταστεί τελεσίδικη θα μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αιγίου και θα αποτελεί πλέον τίτλο κυριότητας υπέρ του Β.
Αυτά έκρινε και η υπ’αριθ. 215/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου σε υπόθεση που δικάσθηκε πρώτα στο Ειρηνοδικείο Αγραίων (Κερασοχώρι) και ακολούθως στο Πρωτοδικείο Ευρυτανίας.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, May 10, 2011

Αποκλειστική χρήση και όχι κυριότητα στην πυλωτή

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*




Η πλειοψηφία των πολυωρόφων κτιρίων κατοικίας στην Ελλάδα μετά το 1980 κατασκευάζεται με πυλωτή (pilotis), δηλ. με το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου. Ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστών ιδιοκτησιών, επομένως στην πυλωτή δεν μπορούν να συσταθούν διαιρεμένες ιδιοκτησίες.
Στην πυλωτή συνήθως δημιουργούνται θέσεις σταθμεύσεως, οι οποίες όμως μόνο ως αποκλειστική χρήση υπέρ ενός συνιδιοκτήτη μπορούν να γίνουν αποδεκτές κατά το νόμο. Σε λίγες περιπτώσεις, με συμφωνία των οικοπεδούχων ή του συνόλου των συνιδιοκητών έχει ορισθεί στην σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας ότι τμήματα χώρων (θέσεις σταθμεύσεως) στην πυλωτή έχουν χιλιοστά επί του συνόλου της πολυκατοικίας και αποτελούν ξεχωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες.
Το συμβόλαιο της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας που προβλέπει κάτι τέτοιο πάσχει νομικώς και καλό είναι, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, το σύνολο των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας να συμφωνήσει να υπογράψει τροποποίηση της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, που να καταργεί τις οριζόντιες ιδιοκτησίες στην πυλωτή και να τις μετατρέπει σε θέσεις αποκλειστικής χρήσεως.
Η πολεοδομική διάταξη του Νόμου 960/1979, που αντικαταστάθηκε με το Νόμο 1221/1981, ορίζει ότι «οι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (pilotis) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν’ αποτελέσουν διηρημένας ιδιοκτησίας».
Αν η σύσταση ορίζει ότι δημιουργούνται στην πυλωτή διηρημένες ιδιοκτησίες, η σύσταση πάσχει ακυρότητα, διότι αντιβαίνει στην ανωτέρω διάταξη που είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν επιτρέπεται η αλλαγή της από τους συνιδιοκτήτες.
Κατά την υπ’ αριθ. 2155/2009 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, «ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού ανήκουν στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων μπορεί μόνο να παραχωρηθεί ... δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της ιδίας οικοδομής». Η αποκλειστική αυτή χρήση έχει χαρακτήρα δουλείας.
Επομένως, δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου με την συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία και με οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή της, να μην εξασφαλίζουν στην κοινόκτητη πυλωτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων. Δεν επιτρέπεται συνεπώς και η παραχώρηση της θέσεως σταθμεύσεως σε υπόγεια αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, ακόμα κι αν οι αποθήκη αυτή έχει ορισθεί με την σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας ως αυτοτελής ιδιοκτησία (με χιλιοστά), διότι δεν γίνεται δεκτό από το νόμο και από τα δικαστήρια ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων σε ορόφους να μην μπορούν να εξασφαλίσουν στην πυλωτή θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων τους και να στερούνται έτσι της δυνατότητος χρήσεως κοινοχρήστου τμήματος της οικοδομής.
Σημειώνεται ότι για τον καθορισμό του απαιτουμένου αριθμού θέσεων στάθμευσης εντός της μείζονος περιοχής της πρωτεύουσας, βάσει του π.δ. 1340/1981, δεν προβλέπεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου για επιφάνεια μικρότερη των 40 τ.μ. Επομένως, εάν με την σύσταση ορίζεται ότι αποθήκη στο υπόγειο, μικρότερη των 40 τ.μ., έχει θέση σταθμεύσεως στην πυλωτή, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει ιδιοκτήτης διαμερίσματος ορόφου χωρίς θέση σταθμεύσεως στην πυλωτή, το συμβόλαιο της συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας μπορεί να προσβληθεί στα δικαστήρια και να ακυρωθεί.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, May 3, 2011

Έως τρεις οι ένορκες βεβαιώσεις στα ελληνικά δικαστήρια

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

Μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων η δικονομία επιτρέπει ως βασικό μέσο αποδείξεως τις μαρτυρικές καταθέσεις. Ο μάρτυρας, μαζί με τα έγγραφα, αναδεικνύονται ως εκ των σημαντικοτέρων αποδεικτικών μέσων προκειμένου οι δικαστές να διαγνώσουν την αλήθεια.
Ουσιαστικώς, η κύρια συμβουλή που πρέπει να δοθεί προς πάντα ενδιαφερόμενο να προσφύγει στην δικαιοσύνη, είναι να μην το κάνει αν πρώτα δεν έχει εξασφαλίσει ότι αυτό που θα ισχυρισθεί, μπορεί και να το αποδείξει. Απόδειξη είναι βεβαίως τα έγγραφα, αλλά κυρίως οι μάρτυρες. Δεν αρκεί να ισχυρισθείς τα ορθά νομικά επιχειρήματα ενώπιον των δικαστηρίων. Χρειάζεται και να δύνασαι να αποδείξεις, μέσω μαρτύρων και εγγράφων, αυτά που υποστηρίζεις.
Οι μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων είναι περισσότεροι του ενός στην ποινική διαδικασία. Στα αστικά – πολιτικά δικαστήρια, ωστόσο, ο μάρτυρας στο ακροατήριο είναι ένας για κάθε πλευρά. Ο μάρτυρας που ο δικαστής έχει μπροστά του και μπορεί να του υποβάλει τις ερωτήσεις που θέλει, είναι ο πλέον σημαντικός. Είναι ο μάρτυρας που από το περιεχόμενο των απαντήσεών του, αλλά και από την όλη παρουσία του στο δικαστήριο, τον κατηγορηματικό ή διστακτικό τρόπο που απαντά και από το ύφος των απαντήσεών του, το δικαστήριο συνάγει συμπεράσματα που πλησιάζουν σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια.
Εκτός, όμως, από τους μάρτυρες στο ακροατήριο του πολιτικού δικαστηρίου, (έναν για κάθε διάδικο), επιτρέπεται να προσκομισθούν και ένορκες βεβαιώσεις άλλων μαρτύρων, ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφού ή προξένου της Ελλάδος σε χώρα του εξωτερικού.
Για να ληφθεί υπόψη από δικαστήριο μία ένορκη βεβαίωση πρέπει πριν υπογράψει ο μάρτυρας να έχει κλητευθεί με δικαστικό επιμελητή ο αντίδικος, ώστε να παραστεί κατά την υπογραφή της ενόρκου βεβαιώσεως. Στις πλείστες των περιπτώσεων ο αντίδικος δεν παρίσταται, διότι λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της ενόρκου βεβαιώσεως αργότερα, όταν λάβει αντίγραφό της από τη γραμματεία του Ειρηνοδικείου, ή από τον συμβολαιογράφο.
Ένορκη βεβαίωση είναι ένα γραπτό κείμενο, που περιέχει την μαρτυρική κατάθεση, την οποία ο μάρτυρας έχει διαβάσει καλά προηγουμένως και είναι έτοιμος να την υπογράψει. Ο μάρτυρας αυτός δεν απαντά προφορικώς σε ερωτήσεις των δικηγόρων και το μόνο που ερωτάται είναι εάν έχει διαβάσει το κείμενο. Όταν αυτός απαντήσει καταφατικώς, καλείται να υπογράψει αφού ορκισθεί και μετά αποχωρεί.
Κατά το νόμο στην Ελλάδα κάθε διάδικος μπορεί να προσκομίσει μέχρι τρεις ένορκες βεβαιώσεις. Αυτό σημαίνει ότι εάν το δικαστήριο λάβει υπόψιν του πάνω από τρεις ένορκες, η απόφασή του θα είναι εσφαλμένη και θα μπορεί να προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση. Στην υπ΄αριθ. 2065/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο παραβίασε το νόμο, διότι έλαβε υπόψιν του τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Saturday, April 23, 2011

Πώς κερδίζουμε χρόνο και χρήμα σε κληρονομιά

Όταν πρέπει κάποιος να αποδεχθεί μία κληρονομιά στην Ελλάδα, ενώ αυτός βρίσκεται στο εξωτερικό, υπάρχουν συνήθως δύο τρόποι να ολοκληρώσει τις διαδικασίες και να μεταβιβάσει το ή τα ακίνητα, ή το ποσοστό των ακινήτων στο όνομά του, ή να πάρει τα μετρητά από τον τραπεζικό λογαριασμό. Είτε αποφασίζει να έρθει ο ίδιος στην Ελλάδα και να παραμείνει μερικούς μήνες, όσο δηλαδή απαιτείται για να ολοκληρωθούν οι νομικές διαδικασίες, είτε υπογράφει πληρεξούσιο στην χώρα διαμονής του (στο Προξενείο ή σε συμβολαιογράφο), με το οποίο παρέχει πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο ή σε έμπιστο συγγενή ή φίλο στην Ελλάδα, για να κάνει εκείνος τις ενέργειες για λογαριασμό του κληρονόμου, ο οποίος δεν χρειάζεται πλέον να έρθει αυτοπροσώπως στην Ελλάδα.
Αναλόγως του αριθμού των κληρονόμων, της γνώσεως ή μη όλων των στοιχείων της κληρονομίας, της υπάρξεως ή μη διαθήκης και της συμφωνίας ή μη των κληρονόμων για κοινή αποδοχή ή κληρονομητήριο, υπάρχουν πολλά σενάρια επίλυσης των νομικών θεμάτων και συχνά διαφορετικές επιλογές, για το πώς θα γίνουν οι μεταβιβάσεις μεταξύ συγγενών, ποιός από τους κληρονόμους θα καταλήξει να έχει ολόκληρο ένα περιουσιακό στοιχείο κλπ.
Μία όχι σπάνια περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία αποβιώνει ένας σύζυγος και αφήνει δύο τέκνα και τον άλλο σύζυγο, χωρίς να έχει αφήσει διαθήκη. Η περιουσία αποτελείτο μόνο από ένα ακίνητο στην Ελλάδα, ας πούμε στην Χαλκιδική.
Κατά το ελληνικό δίκαιο, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 1/4 ή τα 2/8 του μοναδικού ακινήτου, ενώ το καθένα από τα δύο τέκνα δικαιούται από 3/8 του ακινήτου. Εάν οι κληρονόμοι επιθυμούν να αποδεχθούν την κληρονομία κατά τα μερίδιά τους και να διατηρήσουν το ποσοστό τους στο μέλλον, προβαίνουν σε αποδοχή κληρονομίας ή αιτούνται στο δικαστήριο την έκδοση κληρονομητηρίου και αφήνουν ακολούθως τα ποσοστά τους στο ακίνητο ως έχουν, είτε εκμισθώνοντάς το, είτε διατηρώντας την κατοχή του για χρήση από όλη την οικογένεια όταν επισκέπτονται την Ελλάδα.
Μία διαφορετική, ωστόσο, επιλογή των κληρονόμων στο παράδειγμά μας μπορεί να είναι ο επιζών σύζυγος και το ένα τέκνο να θέλουν να μεταβιβάσουν τα μερίδιά τους στο άλλο τέκνο, ώστε το τελευταίο να γίνει ο κύριος στο 100% του ακινητου στην Χαλκιδική.
Για να πετύχουν την ανωτέρω λύση, υπάρχουν δύο οδοί. Η μία είναι να αποδεχθούν όλοι το μερίδιό τους και ακολούθως ο μεν επιζών γονέας να μεταβιβάσει στο τέκνο του με γονική παροχή τα 2/8 και το άλλο τέκνο στον αδελφό του με δωρεά τα δικά του 3/8 και έτσι το ένα τέκνο να βρεθεί με το 100% του ακινήτου, αφού έχει και το δικό του μερίδιο των 3/8.
Μία άλλη οδός για να επιτευχθεί η ίδια λύση είναι ο πατέρας και το τέκνο που δεν επιθυμούν να κρατήσουν το μερίδιό τους να αποποιηθούν της κληρονομίας, ενώ το άλλο τέκνο, που όλοι επιθυμούν να λάβει ολόκληρο το ακίνητο, να αποδεχθεί το 100% της κληρονομίας του θανόντος γονέα, εφόσον αυτή είναι η επιθυμία και των τριών κληρονόμων.
Με την λύση αυτή επιτυγχάνεται η μεταβίβαση του 100% του ακινήτου με μία μόνο συμβολαιογραφική πράξη, την αποδοχή κληρονομίας και γλιτώνει η οικογένεια τα δύο πρόσθετα συμβόλαια της δωρεάς και της γονικής παροχής.
Ωστόσο, η λύση αυτή προϋποθέτει ότι ισχύουν ορισμένοι παράγοντες, όπως ότι ο φόρος κληρονομίας είναι είτε μηδενικός, είτε πολύ μικρός, διότι εάν ο φόρος αυτός είναι πολύ μεγάλος, μπορεί να μην συμφέρει να αποδεχθεί ένας μόνο κληρονόμος (το τέκνο), αλλά μπορεί να είναι καλύτερο να αποδεχθεί και το άλλο τέκνο και ο πατέρας, διότι οι τρεις τους θα έχουν μεγαλύτερο αφορολόγητο.
Η ίδια λύση απαιτεί επίσης έγκαιρη αποποίηση της κληρονομίας, εντός δώδεκα μηνών από τον θάνατο του κληρονομουμένου γονέα, εάν κάποιος από την οικογένεια μένει εκτός Ελλάδος ή ο κληρονομούμενος διέμενε και απεβίωσε εκτός Ελλάδος.
Γίνεται αντιληπτό ότι οι ανωτέρω λύσεις είναι μερικές μόνο από τις πολλές νομικές επιλογές που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο. Το ποιά επιλογή είναι η καλύτερη ή εκείνη που επιθυμούν όλοι οι κληρονόμοι μπορεί να διαπιστωθεί ατομικώς σε κάθε ειδική υπόθεση, αφού δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις που να καλύπτουν όλες τις κληρονομικές υποθέσεις, διότι οι προθέσεις των μελών των οικογενειών δεν είναι πάντοτε οι ίδιες, ούτε οι συνθήκες ισχύουν κατά τον ίδιο τρόπο.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, April 4, 2011

When being an heir is a liability

By Christos ILIOPOULOS*

Being entitled to an inheritance is usually a great thing. True. Someone passes away, usually a relative, sometimes a distant one, or a friend, and this is sad. However, the legal fact of the matter is that you are entitled to the inheritance or to a share of it.
All you have to do is to arrange the paperwork with a lawyer and a notary public in Greece (if real estate is involved), find the titles of the properties or get the details from the bank (if bank accounts are included in the estate), send the power of attorney to Greece and a few months later you may add your share of the estate to your assets.
There are times, however, when the deceased had no property, in which case you may be a little bit disappointed, but you forget about that and nothing happens to you.
The third scenario is a bit scary. You are the (or one of the) legal heir(s) of the deceased and he/she not only had no property, but owed money to third parties, like banks or other creditors. Recently in Greece many people owe to banks, because they have taken loans or overused credit cards, which they can’t pay back. When they die, their children, spouse or other relatives may have to pay the bill. Unless, they do the right thing and they renounce the inheritance.
When do I have to renounce an inheritance? You do not have to renounce, you just have the option to. When you know that you are a legal heir to a person who owes money to third parties and his other assets are not enough to pay the debts, you have the option to renounce your share, to wave your rights on the inheritance. The same thing you do when the inheritance does not have debts, but you want to renounce in favour of another heir, like your siblings.
If the deceased lived and died in Greece and you live in Greece, too, the time limit to renounce is four months from the time of the passing, or from the time you learned that you are an heir. If the deceased had his/her domicile outside of Greece and/or you live outside of Greece, the time limit to renounce is twelve months.
If you do not renounce within the 4 or 12-month time limit, Greek law says that you have accepted the inheritance, even if you have done nothing in specific to accept it. So, if you live in Australia and a relative of yours dies in Greece or anywhere in the world, you have 12 months from the time that you learned that you are an heir, to renounce the inheritance. This may be tricky, as finding out that you are an heir does not mean that you also found out that the inheritance is a liability. You may learn that later, when it is too late.
Another tricky point is when you know that you are not an heir, so you do not run the risk of inheriting liabilities, but someone who is an heir renounces on time, and then you become an heir. From that point on, you have the same time limits (4 and 12 months) from the time the previous relative renounced, to renounce the inheritance, otherwise you have accepted the inheritance/liability.
An example is when the parent renounces the inheritance he is entitled to from an uncle, but his under age (below 18) children fail to do the same. Under Greek law, the children always inherit (they can’t renounce), unless you go to court and get permission to renounce on behalf of your under age children, if you persuade the court that the inheritance is only a liability.
How do I renounce my share on an inheritance? You collect the death certificate, the certificate of closer relatives and/or the Will, (which prove that you are an heir), and your Greek id or your Greek or Australian passport and you sign a formal document at the Court in Greece. If you live in Australia, you sign the paperwork at the Consulate of Greece near you.
If you are in Australia and you want to renounce in Greece, you must sign a specifically worded power of attorney, preferably at the Consulate of Greece, or at a notary in Australia with Apostille, you send it to your attorney in Greece and the attorney renounces on your behalf by signing the documents at the Court in Greece.
Before you renounce, it is advisable to make sure that the inheritance has only debts and liabilities, because the inheritance may have some debts, but other assets may be enough to cover the liabilities and the net profit may go to your pockets.
If you are not sure whether the inheritance has a negative balance or not, you have a middle option, between accepting it and renouncing it. You can accept the inheritance on the condition that its assets are of higher value than the liabilities. In order to prove which one is higher (the valuable assets or the liabilities), Greek law gives you a very limited period of four months from the time you accepted on condition, to get a court order and instruct a notary and two experts to estimate the net value of the estate and if this is negative, you do not have to pay anything out of your pocket. If you fail to draft the report on the assets/liabilities of the estate within the four-month limit, you will have to pay any liabilities.
A final point is that it makes no difference whether you have a Greek passport or not. Being an heir in Greece is not related to having the Greek citizenship or not. You can inherit property, other assets, movables or cash etc. in Greece without having to obtain a Greek passport and the fact that you do not have a Greek passport does not necessarily mean that you will not inherit liabilities, if you are the next of kin to a deceased.
The conclusion is that when you learn of the passing of someone in Greece (or of a Greek person elsewhere in the world) and you know that you have become an heir, it is advisable that you find out whether the estate has any serious liabilities, which are not covered by the assets. In any case, whether you want to accept or renounce the inheritance, you must get legal advice by a lawyer in Greece. Having to pay out of your own pocket liabilities of an inheritance will not happen to you, as long as you make sure you renounce the inheritance that you do not want, within the 4 or 12-month limit.

Christos ILIOPOULOS, attorney at
the Supreme Court
of Greece, LL.M.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr

Ελληνικό διαβατήριο σημαίνει ευρωπαϊκή υπηκοότητα

Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Αμείωτο ενδιαφέρον δείχνουν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες ομογενείς, που έχουν γεννηθεί εκτός Ελλάδος, για απόκτηση ελληνικού διαβατηρίου, όχι μόνο γιατί αγαπούν την χώρα των προγόνων τους, αλλά και διότι η ελληνική ιθαγένεια τους ανοίγει την πόρτα ολόκληρης της Ευρώπης.
Άνθρωποι γεννηθέντες σε Αυστραλία, ΗΠΑ, Καναδά και σε όλες τις χώρες του κόσμου, που πολλές φορές δεν γνωρίζουν ελληνικά, ούτε καν έχουν επισκευθεί την Ελλάδα, εκφράζουν όψιμη επιθυμία για κτήση ελληνικής ιθαγενείας, βάσει κάποιου προγόνου τους (γονέα, παππού, γιαγιάς, προπαππού ή προγιαγιάς), επειδή τα ελληνικά τους χαρτιά θα τους επιτρέψουν να σπουδάσουν, να εργασθούν, να δημιουργήσουν επιχειρήσεις και γενικώς να διαμείνουν απεριορίστως σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, άνευ θεωρήσεως (βίζας), αδείας παραμονής ή άλλων περιορισμών, ακριβώς με τα ίδια δικαιώματα όπως οι πολίτες της ευρωπαϊκής χώρας στην οποία θα επιλέξουν να ζήσουν.
Πράγματι, σύμφωνα με την σημερινή μορφή της Συνθήκης της Ευρωπαίκής Ενώσεως (Ρώμη 1958, Μάαστριχτ 1993, Λισαβώνα 2009), στο Κεφάλαιο περί Μη Διακρίσεων και Υπηκοότητος της Ενώσεως, ορίζεται ότι δημιουργείται με την Συνθήκη υπηκοότης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κάθε πρόσωπο που φέρει την εθνικότητα ενός Κράτους Μέλους [όπως η Ελλάς] θα είναι πολίτης της Ενώσεως. Οι πολίτες της Ενώσεως θα απολαύουν τα δικαιώματα και θα υπόκεινται στα καθήκοντα που προβλέπονται από της Συνθήκες, όπως μεταξύ άλλων:
- Το δικαίωμα να μετακινούνται και να κατοικούν ελευθέρως εντός της επικρατείας των Κρατών Μελών. Δηλαδή ο έχων ελληνικό διαβατήριο μπορεί να διαμείνει, να εργασθεί, να σπουδάσει και να αναλάβει οποιαδήποτε νόμιμη δραστηριότητα για όσο χρόνο θέλει ή και μονίμως σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
- Το δικαίωμα να ψηφίζουν και να θέτουν υποφηφιότητα στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στις δημοτικές εκλογές στα Κράτη Μέλη διαμονής τους, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όπως οι πολίτες εκείνων των κρατών. Δηλαδή ο Έλλην μπορεί να κατοικεί στην Βαρκελώνη, να ψηφίζει εκεί στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και στις εκλογές για Δήμαρχο Βαρκελώνης, όπως και να θέτει υποψηφιότητα ο ίδιος.
- Το δικαίωμα να απολαύει στην επικράτεια μίας τρίτης χώρας, στην οποία το Κράτος Μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια δεν εκπροσωπείται, της προστασίας των διπλωματικών και προξενικών αρχών κάθε άλλου Κράτους Μέλους υπό τις αυτές προϋποθέσεις όπως οι πολίτες αυτού του Κράτους Μέλους. Δηλαδή, ο έχων βρετανικό διαβατήριο στην Λιβύη, εφόσον δεν μπορεί να προστατευθεί από την βρετανική Πρεσβεία ή Προξενείο στην χώρα, επειδή μπορεί να έχουν κλείσει λόγω του πολέμου, δικαιούται προστασίας και από την ελληνική Πρεσβεία στην Λιβύη, η οποία πρέπει να παράσχει στον Βρετανό πολίτη την προστασία που παρέχει και στον Έλληνα πολίτη.
- Το δικαίωμα να υποβάλλει αιτήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και να απευθύνεται στις διοικητικές υπηρεσίες της Ενώσεως σε οποιαδήποτε γλώσσα Κράτους Μέλους [δηλ. και στα ελληνικά] και να λάβει απάντηση στην ίδια γλώσσα.
Για να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο κάποιος γεννηθείς εκτός Ελλάδος από Έλληνες, πρέπει να εγγραφεί στο Δημοτολόγιο ενός Δήμου στην Ελλάδα. Για να γίνει αυτό πρέπει να ευρεθεί η αρχική εγγραφή του Έλληνα προγόνου του σε Δημοτολόγιο ή Μητρώο Αρρένων στην Ελλάδα και μετά να εγγραφούν όλες οι πραξεις γάμου και γεννήσεως μέχρι τον σημερινό αιτούντα.
Τα ονόματα στα πιστοποιητικά πρέπει να είναι ίδια και να μην υπάρχουν αντιφάσεις ή διαφορές από το ένα έγγραφο στο άλλο. Δεν απαιτείται κατ’ αρχάς ο αιτών σήμερα να ομιλεί την ελληνική. Επίσης, δεν ενδιαφέρει εάν ο γάμος των γονέων του είναι πολτικός ή θρησκευτικός.
Έχει όμως σημασία ο γάμος του παππού και της γιαγιάς. Περιληπτικώς, ο παππούς που έχει νυμφευθεί αλλοδαπή γιαγιά πρέπει να έχει τελέσει γάμο θρησκευτικό – ορθόδοξο. Αντιθέτως, η γιαγιά που έχει παντρευθεί αλλοδαπό παππού, πρέπει να έχει τελέσει γάμο πολιτικό και όχι ορθόδοξο, ώστε το εγγόνι που είναι πάνω από 18 ετών να πάρει την ελληνική ιθαγένεια.
Εάν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ή εάν λείπει κάποιο από τα πιστοποιητικά γάμου και γεννήσεως, ή εάν ο πρόγονος ήταν μεν Έλλην, αλλά γεννηθείς όχι στην Ελλάδα, αλλά σε άλλη χώρα (π.χ. Τουρκία, Αίγυπτο κλπ.), ο αιτών δύναται να λάβει την ιθαγένεια, αφού όμως περάσει από συνέντευξη με τον Πρόξενο της Ελλάδος, για να διαπιστωθεί πόσο γνωρίζει την Ελλάδα, πόσο Έλλην νιώθει και αν μιλάει έστω κάποια ελληνικά.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Sunday, March 20, 2011

Τα δικαστήρια απορρίπτουν έγγραφα μη μεταφρασμένα στην ελληνική του Χρήστου Ηλιόπουλου

Τα δικαστήρια στην Ελλάδα είναι όργανα του ελληνικού κράτους, αποτελούντα μάλιστα μία εκ των τριών βασικών λειτουργιών, δηλαδή της δικαστικής εξουσίας, η οποία είναι, ή πρέπει να είναι, ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, δηλ. την εκτελεστική (κυβέρνηση – διοίκηση) και τη νομοθετική (κοινοβούλιο).
Τα δικαστήρια δικάζουν με βάση νόμους, ισχυρισμούς και αποδείξεις, οι οποίες, όταν είναι έγγραφα, πρέπει να προσκομίζονται μόνο στην ελληνική γλώσσα. Εάν το πρωτότυπο έγγραφο έχει συνταχθεί σε άλλη γλώσσα, για να ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο πρέπει να έχει επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική.
Επίσημη μετάφραση γίνεται είτε από δικηγόρο Ελλάδος, που γνωρίζει την ξένη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί πρωτοτύπως το έγγραφο, είτε από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε από επίσημο μεταφραστή στο εξωτερικό, αφού όμως η μετάφρασή του έχει επικυρωθεί από Προξενείο της Ελλάδος σε χώρα του εξωτερικού.
Για να λάβει χώρα η συζήτηση μίας υπόθεσης ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου πρέπει είτε άπαντες οι διάδικοι να παρίστανται, είτε εκείνος που δεν παρίσταται να έχει κλητευθεί νομίμως, δηλαδή με επίσημη κοινοποίηση του δικογράφου στην κατοικία του. Εάν δεν έχει γίνει νόμιμη και εμπρόθεσμη κοινοποίηση της δίκης στον αντίδικο και αυτός δεν παρίσταται, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ εάν έχει γίνει η νόμιμη κοινοποίηση και παρά ταύτα ο αντίδικος δεν παρίσταται, τότε η δίκη προχωρά κανονικά και ο μη εμφανιζόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην (in absence, in absentia).
Όταν ο εναγόμενος κατοικεί στο εξωτερικό, η επίδοση πρέπει να γίνεται όχι μόνο σύμφωνα με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις, που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Για την νόμιμη επίδοση στο εξωτερικό δεν αρκεί δηλαδή απλώς η επίδοση στον Εισαγγελέα, κατά το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά απαιτείται και πραγματική επίδοση στο εξωτερικό, είτε σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης, είτε σύμφωνα με τον Κανονισμό 1348/2000 του Συμβουλίου για τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Το αν έχει επιδοθεί η αγωγή στο εξωτερικό, τον χρόνο της επιδόσεως και τις συνθήκες αυτής, αν δηλαδή την παρέλαβε ο ίδιος ο εναγόμενος ή κάποιος συγγενής, οικείος ή φίλος του, ή εάν δεν ευρέθη ο εναγόμενος στην διεύθυνσή του στην χώρα του εξωτερικού, βεβαιώνεται με σχετικό έγγραφο της ξένης χώρας, που προσκομίζεται ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου σε νόμιμη μετάφραση. Εάν δεν προσκομισθεί σε νόμιμη μετάφραση, το έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψιν και η αγωγή θεωρείται ότι δεν επιδόθηκε στην αλλοδαπή, παρά το γεγονός ότι η αγωγή έχει επιδοθεί και το έγγραφο που το αποδεικνύει στην ξένη γλώσσα υπάρχει στον φάκελλο του δικαστηρίου.
Στην υπ’ αριθ. 154/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως, επειδή ο αναιρεσίβλητος, κάτοικος Γερμανίας σε γνωστή διεύθυνση, δεν εμφανίσθηκε στον Άρειο Πάγο κατά την συζήτηση της υποθέσεως. Στην δικογραφία υπήρχε έγγραφο των αρμοδίων γερμανικών αρχών περί της κοινοποιήσεως της δίκης στον αναιρεσίβλητο, το έγγραφο όμως αυτό δεν ήταν νομίμως μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα ο Άρειος Πάγος να μην δύναται να το λάβει υπόψιν και η αναίρεση να απορριφθεί, λόγω μη προσήκουσας κοινοποιήσεως της δίκης στον αντίδικο που ήταν κάτοικος Γερμανίας.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Sunday, March 13, 2011

Διάρκεια και λήξη εμπορικής μίσθωσης του Χρήστου Ηλιόπουλου

Εμπορική είναι η μίσθωση ακινήτου στην Ελλάδα όταν ο μισθωτής (ενοικιαστής) το χρησιμοποιεί για εμπορία ή γενικώς για επαγγελματική δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή με την μίσθωση κατοικίας, όπου ο μισθωτής χρησιμοποιεί το μίσθιο για κατοικία.
Η ελάχιστη διάρκεια της εμπορικής – επαγγελματικής μισθώσεως είναι δώδεκα έτη. Ακόμα κι αν ιδιοκτήτης και ενοικιαστής γράψουν στο συμβόλαιο ότι η μίσθωση θα έχει διάρκεια μικρότερη των δώδεκα ετών, ο μισθωτής (ενοικιαστής) δικαιούται να κάνει χρήση το μισθίου δώδεκα έτη κατ’ ελάχιστον, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τηρεί το σύνολο των υποχρεώσεών του από την σύμβαση, δηλ. καταβάλλει εμπροθέσμως το μίσθωμα, διατηρεί το μίσθιο σε καλή κατάσταση, δεν παραβιάζει το νόμο ως προς τις σχέσεις του με τους γείτονες, το κράτος κλπ.
Όταν ο ιδιοκτήτης ζητήσει την απόδοση του μισθίου λόγω παρόδου της δωδεκαετίας, υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτή ποσό ίσο με 24 μισθώματα. Αυτό καταβάλλεται για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας του μισθίου, διότι ο μισθωτής έχει δημιουργήσει κατά τα 12 έτη λειτουργίας του καταστήματός του μία φήμη, πελατεία και εμπορική δραστηριότητα, την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να εκμεταλλευθεί με το να εκμισθώσει το κατάστημά του σε καινούργιο μισθωτή με το ίδιο ή παραπλήσιο εμπορικό αντικείμενο.
Για να λήξει η μίσθωση στα δώδεκα έτη πρέπει ο ιδιοκτήτης, εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την συμπλήρωση της δωδεκαετίας, να ασκήσει στο δικαστήριο αγωγή αποδόσεως του μισθίου, οπότε με την άσκηση και μόνο της αγωγής (κατάθεση στο δικαστήριο αγωγής και επίδοση αυτής με δικαστικό επιμελητή στον μισθωτή), η μίσθωση λήγει και ο μισθωτής υποχρεούται να αποδώσει το κατάστημα στον ιδιοκτήτη, δικαιούται όμως να λάβει ποσό 24 μισθωμάτων από τον τελευταίο.
Για να λήξει η μίσθωση στα δώδεκα έτη αρκεί η άσκηση της αγωγής και δεν απαιτείται να περιμένουμε να εκδοθεί η δικαστική απόφαση, ενώ η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί προληπτικώς και πριν την συμπλήρωση των δώδεκα ετών, αλλά πάντως ποτέ μετά την πάροδο της εννεάμηνης προθεσμίας, όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος στην υπ΄αριθ. 288/2010 απόφασή του.
Η ελάχιστη διάρκεια της μισθώσεως παρατείνεται αυτομάτως από τα δώδεκα στα δεκαέξι έτη, εφόσον μετά την πάροδο εννέα μηνών από την συμπλήρωση των δώδεκα ετών ο ιδιοκτήτης – εκμισθωτής δεν ασκήσει αγωγή κατά του μισθωτή – ενοικιαστή με την οποία θα του ζητάει να ελευθερώσει το μίσθιο λόγω λήξεως της μισθώσεως.
Μετά την άπρακτη πάροδο του εννεαμήνου η μίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια, μετά δε την λήξη της τετραετίας δεν οφείλεται το ποσό των 24 μισθωμάτων. Επομένως μετά την συμπλήρωση 16 συνολικώς ετών παραμονής του μισθωτή – ενοικιαστή στο μίσθιο, ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει την απόδοση του μισθίου χωρίς να υποχρεούται πλέον να του καταβάλει τα 24 μισθώματα, όπως υποχρεούται να κάνει όταν ζητήσει την απόδοση του μισθίου με την συμπλήρωση των 12 ετών.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, March 1, 2011

Μεταβίβαση και διανομή αυθαιρέτου του Χρήστου Ηλιόπουλου

Η ανέγερση αυθαιρέτων είναι στην Ελλάδα μία εκτεταμένη πρακτική, κατά της οποίας το κράτος έχει στραφεί με πολλούς νόμους, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Συνέπεια της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει την αυθαίρετη δόμηση είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η άναρχη διαμόρφωση πόλεων και χωριών και η εξοικείωση μεγάλου μέρους των πολιτών με την καταστρατήγηση των νόμων και την αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού το βραχυχρόνιο ατομικό συμφέρον υπερισχύει του μακροχρόνιου σχεδιασμού και την προστασίας του γενικού καλού.
Με τον νόμο 1337/1983 απαγορεύθηκε η μεταβίβαση αυθαιρέτων με στόχο να καταστήσουμε ουσιαστικώς μη εμπορεύσιμο ένα αυθαίρετο, εάν αυτό δεν μπορεί να μεταβιβασθεί νομικά. Ο στόχος έχει εν μέρει επιτευχθεί, διότι μετά την ισχύ του εν λόγω νόμου το οικόπεδο/αγροτεμάχιο στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο μπορεί να μεταβιβασθεί μόνο με κληρονομιά και πάλι χωρίς επίσημη δήλωση του κτίσματος στην εφορία και στο συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας.
Συχνά επιχειρείται η μεταβίβαση αυθαιρέτων κτισμάτων με πώληση ή γονική παροχή, χωρίς την απεικόνιση του αυθαιρέτου στο επισυναπτόμενο στο συμβόλαιο τοπογραφικό, με κίνδυνο όμως όλων των εμπλεκομένων να παραπεμφθούν για σωρεία ποινικών αδικημάτων, αφού υπογράφουν ψευδώς ότι μεταβιβάζεται «γυμνό» οικόπεδο, ενώ γνωρίζουν ότι υπάρχει και κτίσμα, το οποίο αποκρύπτεται από το τοπογραφικό (ευθύνη μηχανικού) και από το συμβόλαιο (ευθύνη αγοραστή και πωλητή, ενώ ο συμβολαιογράφος επισήμως δεν γνωρίζει).
Ειδικώτερη περίπτωση απαγορεύσεως μεταβιβάσεως αυθαιρέτου αποτελεί η αγωγή διανομής ακινήτου στο οποίο υφίσταται αυθαίρετη οικοδομή. Εδώ το δικαστήριο καλείται να διανείμει αυτουσίως ή να διατάξει την πώληση σε πλειστηριασμό ενός ακινήτου που ανήκει σε περισσοτέρους του ενός, το οποίο όμως είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αυθαίρετο. Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν το δικαστήριο να διανείμει ή να διατάξει τον πλειστηριασμό (που είναι πώληση), ενός οικοπέδου με αυθαίρετο, όταν κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται να το πράξει ο συμβολαιογράφος.
Η τάση που έχει διαμορφωθεί στα δικαστήρια είναι να διατάσσεται η διανομή εάν α) το αρχικό κτίσμα ήταν νόμιμο, με άδεια από την πολεοδομία, αλλά έχουν γίνει αυθαίρετες προσθήκες και β) οι αυθαίρετες προσθήκες/κατασκευές να μην έχουν διαπιστωθεί επισήμως με αυτοψία και σχετική έκθεση αυθαιρέτου από την πολεοδομία.
Εφόσον συντρέχουν οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις, τα δικαστήρια φαίνεται ότι δέχονται την άποψη ότι μπορεί να διαταχθεί διανομή, εφόσον «… οι έννομες συνέπειες του αυθαίρετου χαρακτήρα μιας κατασκευής, μεταξύ των οποίων και οι, κατ` άρθρο 17 παρ. 10 ν. 1337/1983, απαγορεύσεις μεταβιβάσεως κλπ., δεν επέρχονται, αν δεν προηγηθεί η ανωτέρω έκθεση αυτοψίας, η οποία συνιστά διαπιστωτική ατομική διοικητική πράξη», όπως έχει κρίνει η υπ’αριθ. 73/2006 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων.
Η ίδια απόφαση διαλαμβάνει επίσης ότι η απαγόρευση μεταβίβασης ή σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων ισχύει μόνον εφόσον έχει προηγηθεί αυτοψία από υπάλληλο της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και σύνταξη σχετικής έκθεσης. Η απαγόρευση μεταβίβασης ή σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων δεν αφορά εκείνα τα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί με βάση οικοδομική άδεια, αλλά, στη συνέχεια, έγιναν σ’ αυτά μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες, χωρίς τις απαιτούμενες για το σκοπό αυτό οικοδομικές άδειες.
Ένα άλλο δικαστήριο, το Εφετείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθ. 2007/2006 απόφασή του έκρινε ότι «η ως άνω απαγόρευση διαθέσεως ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος δεν εκτείνεται και στα οικοδομήματα εκείνα, τα οποία έχουν ανεγερθεί νομίμως, αλλά μεταγενέστερα, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο προορίζονταν από την κατασκευή τους, έγιναν σ` αυτά διαρρυθμίσεις ή προσθήκες χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια». Στην υπόθεση αυτή ο τελευταίος όροφος του κτίσματος ήταν αυθαίρετος, όπως είχε ήδη διαπιστωθεί από την πολεοδομία, πράγμα που οδήγησε το δικαστήριο στην απόρριψη της αγωγής διανομής εξαιτίας τις ύπαρξης αυθαιρέτου ορόφου που είχε ήδη περιέλθει σε γνώση της πολεοδομίας.
Τέλος, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθ. 3808/2010 απόφασή του έκρινε ότι «η κατ' άρθρ. 17 παρ. 10 ν. 1337/1983 απαγόρευση μεταβίβασης αυθαίρετων κτισμάτων … δεν εκτείνεται στα οικοδομήματα τα οποία έχουν μεν νομίμως ανεγερθεί, αλλά μεταγενέστερα έγιναν σε αυτά μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες (όπως είναι η αλλαγή χρήσης ενός χώρου αποθήκης σε διαμέρισμα)».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr