Monday, December 15, 2014

Κτήριο που καταλαμβάνει μέρος του διπλανού οικοπέδου

Η καταπάτηση και η αφαίρεση τμήματος ενός ξένου ακινήτου αποτελεί παράνομη πράξη. Ο κύριος του καταπατημένου ακινήτου δικαιούται να ζητήσει την άμεση αποκατάσταση της νομιμότητας με την επιστροφή του αφαιρεθέντος τμήματος στην εξουσία του. Αφαίρεση τμήματος ενός ακινήτου μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την μεταφορά του κοινού ορίου (συρματόπλεγμα, μάνδρα κλπ.) μέσα στο ξένο ακίνητο, ώστε τμήμα του ξένου ακινήτου να φαίνεται ότι ανήκει στον γείτονα, ενώ αυτό δεν είναι η αλήθεια, όπως προκύπτει από τα συμβόλαια, τα τοπογραφικά και άλλα αποδεικτικά μέσα. Ο κύριος του θιγόμενου ακινήτου δικαιούται να απαιτήσει από τον καταπατητή την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος. Αν ο καταπατητής δεν αναγνωρίσει το λάθος του ή αν επιμένει ότι το τμήμα είναι δικό του, ο κύριος του ακινήτου που βλάπτεται μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια με διεκδικητική αγωγή και με άλλες νομικές ενέργειες. Η κατάληψη τμήματος γειτονικού ακινήτου μπορεί να γίνει και με την ανέγερση οικοδομής που εκ λάθους καταλαμβάνει τμήμα ομόρου οικοπέδου. Αν ο κύριος ακινήτου, ανεγείροντας πάνω σ' αυτό οικοδομή, την επεκτείνει καλόπιστα στο γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γειτονικού γηπέδου δεν διαμαρτυρηθεί καθόλου μέχρι την ολοκλήρωση της ανέγερσης της οικοδομής, το δικαστήριο μπορεί κατά εύλογη κρίση, να επιδικάσει την κυριότητα του γηπέδου που καταλήφθηκε στον κύριο του ακινήτου που οικοδομήθηκε. Η επιδίκαση γίνεται έναντι καταβολής αποζημίωσης ίσης με την αξία του γηπέδου κατά το χρόνο της κατάληψής του και αποκατάστασης κάθε άλλης ζημίας, ιδίως από την τυχόν μείωση της αξίας του υπολοίπου. Για να διευκολύνονται δηλαδή οι συναλλαγές και για να μην διαταχθεί υποχρεωτικά η κατεδάφιση του τμήματος της οικοδομής που μπαίνει στο γειτονικό γήπεδο, πράγμα που θα αποτελούσε μεγάλη ζημία για τον κύριο της οικοδομής, ο νόμος προβλέπει ότι, κατ' εξαίρεση, αντί να επιστραφεί το τμήμα του καταπατημένου γηπέδου στον ιδιοκτήτη του, μπορεί να επιλεγεί από το δικαστήριο η λύση να κρατήσει το εκ λάθους καταπατημένο τμήμα αυτός που χτίζει την οικοδομή και να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη του ομόρου γηπέδου για την απώλεια τμήματος της ιδιοκτησίας του. Για να ισχύει η εξαιρετική αυτή διάταξη και όχι ο κανόνας της επιστροφής του καταπατημένου τμήματος στον ιδιοκτήτη του, οι προϋποθέσεις είναι πρώτον εκείνος που οικοδομεί να είναι καλόπιστος, δηλ. να πιστεύει εκ λάθους ότι εκεί που χτίζει είναι ολόκληρο δικό του οικόπεδο και δεύτερον, να μην υπάρξει έγκαιρη διαμαρτυρία και ειδοποίηση από τον γείτονα που να υποδεικνύει ότι συντελείται παράνομη κατάληψη του γειτονικού γηπέδου. Αν ισχύουν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου, τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει το κτήριο να μην κατεδαφισθεί, αλλά να διατηρηθεί, ενώ εκείνος που το χτίζει να αποζημιώσει τον κύριο του γειτονικού ακινήτου με την πραγματική αξία των τετραγωνικών μέτρων που το αφήρεσε, αλλά και με την όποια πρόσθετη αποζημίωση απαιτείται λόγω ειδικών συνθηκών, δηλ. πόσο μειώνεται η αξία του γειτονικού ακινήτου από την αφαίρεση του τμήματος, πόσο χάνει σε ποσοστό κάλυψης και οικοδομησιμότητας κλπ. Μπορεί δηλαδή η αποζημίωση να μην υπολογίζεται μόνο βάσει των τετραγωνικών του οικοπέδου που χάνονται, αλλά και με συνυπολογισμό των τετραγωνικών μελλοντικού κτηρίου που χάνονται και της αξίας αυτών. Στην υπ' αριθ. 307/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την ορθότητα της απόφασης του Εφετείου, που είχε κρίνει ότι στην συγκεκριμένη υπόθεση δεν ίσχυαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου ώστε το τμήμα του γειτονικού ακινήτου να επιδικασθεί στον κύριο του διπλανού οικοπέδου, που έχτισε οικοδομή εν μέρει εισερχομένη στο γειτονικό ακίνητο. Συγκεκριμένα, εκείνος που έχτισε δεν ήταν καλής πίστεως, αφού υπήρχαν από πολλά χρόνιαν πριν δικαστικές αποφάσεις, έριδα και διαφωνίες για τα όρια των δύο ακινήτων και γνώριζε καλώς ποιό ήταν το κοινό σύνορο με βάση παλαιότερη δικαστική απόφαση, επομένως η εν μέρει ανοικοδόμηση μέσα στο γειτονικό ακίνητο δεν ήταν "αθώα" ούτε εκ παραδρομής, αλλά αντιθέτως υπήρχε γνώση περί της καταλήψεως προ της ανεγέρσεως του κτηρίου. Η δεύτερη προϋπόθεση που επίσης δεν συνέτρεχε ήταν ότι ο κύριος του γειτονικού ακινήτου δεν είχε παραλείψει να διαμαρτυρηθεί για την κατάληψη. Αντιθέτως, είχαν γίνει οχλήσεις και νομικές ενέργειες προς τον γείτονα που υποδείκνυαν ότι γίνεται καταπάτηση από την αρχή της ανεγέρσεως του κτηρίου και όχι όταν αυτό είχε πλέον ανοικοδομηθεί. Τα δικαστήρια συνεπώς έκριναν ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση να δοθεί κατά κυριότητα έναντι αποζημίωσης το καταπατηθέν τμήμα στον ιδιοκτήτη του ανεγερθέντος κτηρίου. Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, December 8, 2014

Επιπλέον αποζημίωση σε αυτοκινητικό ατύχημα

Σε αυτοκινητικό ατύχημα, προϋποθέσεις της ευθύνης του υπαιτίου οδηγού προς αποζημίωση εκείνου, που έχει υποστεί ζημίες και βλάβη στην υγεία ή την σωματική του ακεραιότητα, είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, το παράνομο της πράξης ή της παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που έχει επέλθει. Υπαιτιότητα με την μορφή αμελείας υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλ. συμπεριφορά αντίθετη από εκείνη που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Στην περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος μόνο η από τον οδηγό αυτοκινήτου παραβίαση διατάξεως του ΚΟΚ δεν αρκεί για να θεμελιώσει υπαιτιότητα του οδηγού, χωρίς τη διαπίστωση και ότι η παράβαση αυτή συνετέλεσε στο βλαπτικό εκείνο αποτέλεσμα. Αλλά και μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ στους οδηγούς δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος. Έτσι ο οδηγός αυτοκινήτου που κινείται σε οδό διπλής κατεύθυνσης με ένα ρεύμα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, με διπλή διαχωριστική γραμμή και προσεγγίζει κάθετη διασταύρωση της οδού με ευρισκόμενη αριστερά σε σχέση με την πορεία του οδό, στην οποία προτίθεται να εισέλθει, οφείλει να οδηγεί με τεταμένη προσοχή και σύνεση, να μειώσει την ταχύτητά του, να πλησιάσει προοδευτικά τον άξονα της οδού παρά τη διαχωριστική γραμμή, καθιστώντας εγκαίρως γνωστή την πρόθεσή του με την ενεργοποίηση του αριστερού δείκτη πορείας (φλας), να ακινητοποιήσει το όχημά του στο διάκενο της διπλής διαχωριστικής γραμμής και αφού ελέγξει την κίνηση στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, παραχωρήσει προτεραιότητα διέλευσης στα αντιθέτως και εκ δεξιών του κινούμενα οχήματα και βεβαιωθεί ότι μπορεί να προβεί στην ενέργειά του αυτή χωρίς κίνδυνο των λοιπών κινουμένων επί της οδού οχημάτων, να πραγματοποιήσει ακινδύνως την στροφή αριστερά. Αν ο οδηγός παραλείψει αυτές τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις του και το κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όχημα επιπέσει στο αυτοκίνητό του τη στιγμή της πραγματοποίησης της στροφής αριστερά, θεμελιώνεται ευθύνη του οδηγού, ανεξαρτήτως πταίσματος του άλλου οδηγού, αν η πρόσκρουση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράλειψη της υποχρεώσεώς του εκείνης. Στην υπ' αριθ. 150/2014 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία ο οδηγός αυτοκινήτου έστριψε αριστερά και εκείνη την στιγμή έπεσε επάνω του μοτοσυκλέτα που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, συνυπαίτιοι για τη σύγκρουση αυτή κρίθηκαν και οι δύο οδηγοί, κατά ποσοστό 65% ο οδηγός της μοτοσυκλέτας που είχε παραβιάσει και ερυθρό σηματοδότη και 35% ο οδηγός του αυτοκινήτου. Κατά το άρθρο 931 Αστικού Κώδικος "η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του". Αυτό σημαίνει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στον υπολογισμό της ηθικής βλάβης, είναι δυνατό να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Έτσι κατά το 931 ΑΚ επιδικάζεται στον παθόντα την αναπηρία ή την παραμόρφωση ένα εύλογο χρηματικό ποσό χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, το ύψος δε του χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, την ηλικία το φύλο και τις κλίσεις του παθόντα, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο προσδιόρισε τη χρηματική παροχή σε 170.000 ευρώ, ως εύλογο ποσό συνεκτιμώντας και το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος οδηγού της μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος (65%). Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr