Saturday, January 31, 2015
Έλληνες ομογενείς, πολίτες ενός κατώτερου Θεού
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Βουλευτικές εκλογές. Η γιορτή της δημοκρατίας. Η ώρα που μιλάει ο λαός. Στο πρώτο του άρθρο το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει: Tο πολίτευμα της Eλλάδας είναι Προεδρευόμενη Kοινοβουλευτική Δημοκρατία. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Όλοι οι Έλληνες πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους έχουν δικαίωμα ψήφου. Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν εγγραφεί στο δημοτολόγιο σε κάποιον Δήμο στην ελληνική επικράτεια.
Κι όμως, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων πολιτών, που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος και είναι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια, οι οποίοι εμποδίζονται να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές. Είναι οι Έλληνες ομογενείς που έχουν ελληνικό διαβατήριο, την ημέρα όμως των εκλογών δεν βρίσκονται στην Ελλάδα, αλλά σε μία χώρα του εξωτερικού, όπου ζουν μονίμως, ή διαμένουν ένα μέρος του έτους. Είναι οι Έλληνες της Μελβούρνης, του Σύδνεϋ και των άλλων περιοχών της Αυστραλίας. Οι Έλληνες του Μόντρεαλ, του Τορόντο και των άλλων πόλεων του Καναδά. Οι ομογενείς της Νέας Υόρκης, του Σικάγου και των άλλων πολιτειών των ΗΠΑ. Είναι οι συμπατριώτες μας της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης, οι Έλληνες που ζουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, οι οποίοι παρά το ότι διαθέτουν ελληνική υπηκοότητα και διαβατήριο, δεν μπορούν να ψηφίσουν.
Η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει την δυνατότητα των Ελλήνων πολιτών που βρίσκονται εκτός Ελλάδος να ασκήσουν το εκλογικό δικαίωμά τους στο πλησιέστερο Προξενείο στο εξωτερικό. Ενώ οι πολίτες πολλών άλλων κρατών έχουν αυτό το δικαίωμα, οι Έλληνες του εξωτερικού στερούνται του θεμελιώδους δημοκρατικού δικαιώματος να ψηφίσουν, δηλ. να επιλέξουν ποιοί θα είναι οι εκλεγμένοι βουλευτές της πατρίδας τους.
Κάποιοι ψυθιρίζουν την αντίθεσή τους στο να ψηφίζουν οι ομογενείς στην χώρα κατοικίας τους. Δεν πρέπει, λένε, να ψηφίζουν άνθρωποι που έχουν φύγει από την Ελλάδα εδώ και σαράντα και πενήντα χρόνια. Δεν ζούνε στην Ελλάδα, δεν γνωρίζουν την καθημερινή ζωή, έχουν αλλοτριωθεί από τις νέες πατρίδες τους και δεν μπορούν να αποφασίζουν για το μέλλον των νέων στην Ελλάδα.
Η μομφή αυτή κατά των ομογενών είναι το λιγότερο αβάσιμη και άδικη. Οι περισσότεροι ομογενείς διατηρούν στενούς δεσμούς με την Πατρίδα, έχουν μικρότερες ή μεγαλύτερες περιουσίες στην Ελλάδα, την επισκέπονται πολύ συχνά και μπορεί να περνούν το μισό έτος στην χώρα, πληρώνουν αμέσους και εμμέσους φόρους, ενώ συμβάλλουν από τις χώρες μονίμου κατοικίας τους στην οικονομική και πολιτική ενίσχυση της Ελλάδος.
Το ελληνικό "λόμπι" σε πολλές χώρες του εξωτερικού χρηματοδοτείται από χιλιάδες ομογενείς που ξοδεύουν χρόνο και χρήμα για την προβολή των ελληνικών θέσεων σε fora του εξωτερικού και παλεύουν για τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδος, είτε πρόκεται για την απελευθέρωση της μισής Κύπρου, είτε για την κατοχύρωση της ελληνικότητας της Μακεδονίας, είτε για τις σχέσεις με την Τουρκία, που αποτελεί μόνιμη απειλή.
Πολλοί από τους ομογενείς έχουν δώσει αγώνα για να αποκτήσουν το πολυπόθητο ελληνικό διαβατήριο, έχουν ξοδεύσει χρήματα και χρόνο για να εντοπίσουν έγγραφα και πιστοποιητικά προγόνων στην Ελλάδα, έχουν παλέψει με την ελληνική γραφειοκρατία για να αποκτήσουν την ελληνική ταυτότητα. Συχνά, οι περισσότεροι εξ αυτών δεν έχουν κανένα οικονομικό όφελος από την κτήση του ελληνικού διαβατηρίου παρά μόνον την ηθική και συναισθηματική ικανοποίηση ότι εκτός του αυστραλιανού, καναδικού ή αμερικανικού διαβατηρίου τους, αποκτούν και το διαβατήριο της αγαπημένης τους Ελλάδας που αρνούνται να βγάλουν από την καρδιά τους.
Πολλά ελληνόπουλα που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό ποθούν να αποκτήσουν το ελληνικό διαβατήριο ως έναν δεσμό με την χώρα των γονέων ή των παππούδων τους. Συρρέουν κατά χιλιάδες στις συναυλίες ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό, ακούνε ελληνική μουσική, πληρώνουν αδρά για να βλέπουν τα ελληνικά κανάλια στην τηλεόραση, παρακολουθούν εκπομπές, σήριαλ και ειδήσεις και ενημερώνονται σα να ζουν στην Ελλάδα, έστω κι αν βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Οι Έλληνες του εξωτερικού πάνω από όλα διατηρούν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της Πατρίδας, συμμετέχουν ενεργώς στις Ορθόδοξες ενορίες χιλιάδων εκκλησιών, χρηματοδοτούν ακμάζουσες Ελληνικές Κοινότητες του εξωτερικού και διαφημίζουν την Ελλάδα ανάμεσα σε τόσες άλλες εθνικότητες.
Οι ομογενείς περηφανεύονται για το μεγαλύτερο ίσως ποσοστό ανάμεσα στις άλλες εθνικότητες επιστημόνων και πολιτικών, διαμορφώνουν τις τεχνολογικές εξελίξεις, προάγουν τον πολιτισμό στις χώρες όπου διαβιούν, ενώ διατηρούν το καλό όνομα της Ελλάδος.
Είναι άδικο όλοι αυτοί οι Έλληνες, πιο Έλληνες ίσως και από εκείνους που ζουν στην Ελλάδα, να στερούνται του δικαιώματος της ψήφου στις εκλογές. Το ισχύον απαγορευτικό για την ψήφο καθεστώς ουσιαστικώς προάγει την οικονομική ανισότητα, αφού όσοι έχουν χρήματα μπορούν να ταξειδεύσουν στην Ελλάδα και να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, ενώ οι υπόλοιποι αδυνατούν να ψηφίσουν. Επομένως, παραβιάζεται το Σύνταγμα που λέει ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι έναντι του νόμου. Κάποιων η ψήφος φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη αξία από την ψήφο των υπολοίπων.
Το ελληνικό κράτος έχει προσπαθήσει να ψηφίσει νόμο που θα προβλέπει την δυνατότητα των Ελλήνων πολιτών να ψηφίζουν στις χώρες κατοικίας τους στο εξωτερικό, αλλά μέχρι τώρα τα κόμματα δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων στην Βουλή. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα οι πολιτικές δυνάμεις θα καταφέρουν να καταλήξουν σε μία κοινή συνισταμένη που θα παρέχει στους ομογενείς που έχουν ελληνική υπηκοότητα το δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
www.greekadvocate.eu
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Monday, January 19, 2015
Προθεσμία 15 ημερών για αναίρεση στις μισθώσεις
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη ελεύθερη χώρα, όπου οι πολίτες απολαμβάνουν των πλεονεκτημάτων που τους παρέχει το κράτος δικαίου, δηλαδή το κράτος όπου ισχύουν νόμοι, παρέχεται η δυνατότητα σ' εκείνον που πιστεύει ότι δεν τον ικανοποιεί μία δικαστική απόφαση, να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως. Η προθεσμία για έφεση είναι στις περισσότερες διαδικασίες στις αστικές δίκες τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επομένη της ημέρας που επεδόθη η πρωτόδικη δικαστική απόφαση στον ηττηθέντα διάδικο. Αν ο διάδικος που ασκεί έφεση διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία για την έφεση είναι εξήντα ημέρες.
Η έφεση δικάζεται από το Εφετείο και αν η απόφαση που εκδοθεί δεν ικανοποιεί έναν από τους διαδίκους, μπορεί να ασκηθεί αναίρεση στον Άρειο Πάγο, εφόσον βεβαίως μπορεί να εντοπισθεί νομικό σφάλμα στην εφετειακή απόφαση. Η προθεσμία της αναιρέσεως είναι στις περισσότερες διαδικασίες τριάντα ημέρες από την επίδοση της εφετειακής αποφάσεως. Αν ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενενήντα ημέρες.
Στις διαφορές όμως που αφορούν μισθώσεις, οι ανωτέρω προθεσμίες είναι μικρότερες. Συγκεκριμένα, η προθεσμία της εφέσεως είναι δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της πρωτοδίκου δικαστικής αποφάσεως. Αν ο εκκαλών, δηλ. εκείνος που κάνει την έφεση, διαμένει εκτός Ελλάδος, η προθεσμία για έφεση είναι τριάντα ημέρες στις μισθωτικές διαφορές.
Αντιστοίχως, η προθεσμία της αναιρέσεως στις μισθώσεις είναι επίσης δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της αποφάσεως του εφετείου, ενώ αν ο αναιρεσείων, δηλ. εκείνος που ασκεί την αναίρεση, διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία για την αναίρεση επί μισθωτικών διαφορών είναι τριάντα ημέρες.
Στην υπ' αριθ. 330/2014 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση αναιρέσεως κατά εφετειακής αποφάσεως επί μισθωτικής διαφοράς. Η απόφαση του Εφετείου είχε επιδοθεί στις 3 Απριλίου 2013 σε διάδικο που διέμενε στην Ελλάδα. Εκείνος, μη ικανοποιημένος από την απόφαση του Εφετείου, άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Η αναίρεση κατατέθηκε στην Γραμματεία του Εφετείου στις 29 Απριλίου 2013, πράγμα που σημαίνει ότι ασκήθηκε μετά την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας από την επίδοση. Το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως, δηλαδή ανεξαρτήτως εάν υποβληθεί αντίρρηση από την άλλη πλευρά ή όχι, την τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως των ενδίκων μέσων.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Άρειος Πάγος διέγνωσε ότι η αναίρεση είχε ασκηθεί μετά την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της εφετειακής αποφάσεως σε μισθωτική υπόθεση, ήταν συνεπώς εκπρόθεσμη και ως τέτοια την απέρριψε.
Οι Έλληνες ομογενείς πρέπει να παρακολουθούν τις υποθέσεις τους στην Ελλάδα και να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί όταν ο αντίδικος τους επιδίδει μία δικαστική απόφαση (στην δική τους διεύθυνση ή στον δικηγόρο τους στην Ελλάδα που παραστάθηκε στο δικαστήριο), ώστε να λαμβάνουν εγκαίρως νομική συμβουλή από τον συνήγορό τους για το αν έχουν δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου και εντός ποίας προθεσμίας.
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
www.greekadvocate.eu
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Αντισυνταγματικό το παράβολο για έφεση
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Με νόμο του 2012, προφανώς υπό τις οδηγίες της τριμερούς (τρόικας), θεσπίσθηκε στην Ελλάδα υποχρεωτική καταβολή παραβόλου 200 ευρώ για όποιον θέλει να δικασθεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό από το Εφετείο. Για τους χιλιάδες δηλαδή πολίτες που κάθε χρόνο πιστεύουν ότι το πρωτοδικείο δεν δίκασε σωστά την υπόθεσή τους και θέλουν να ασκήσουν έφεση, όπως τους επιτρέπουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς συνθήκες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προστέθηκε ένα εμπόδιο. Η προκαταβολή του παραβόλου, πριν καν αρχίσει να μελετά την υπόθεσή τους το δικαστήριο.
Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 20 ότι καθένας δικαιούται προσβάσεως στα δικαστήρια. "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Αν όμως ορισθεί ότι για να ακούσει το δικαστήριο (Εφετείο) τα παράπονά σου για την πρωτόδικη απόφαση, πρέπει πρώτα να καταβάλεις παράβολο 200 ευρώ, μήπως μ' αυτόν τον τρόπο σου στερεί την δικαστική προστασία, εάν π.χ. αδυνατείς να εξεύρεις τα 200 ευρώ;
Το ερώτημα αυτό αντιμετώπισε με τολμηρό και πρωτοποριακό τρόπο ο δικαστής του Εφετείου Ιωαννίνων στην υπ΄αριθ. 108/2014 απόφασή του, κρίνοντας τελικώς ότι το παράβολο είναι μη εφαρμοστέο, ως αντικείμενο στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Το Εφετείο Ιωαννίνων έκρινε δηλαδή ότι δεν είναι υποχρεωτικό να πρέπει να καταβάλεις πρώτα 200 ευρώ και μετά να ανοίγει τον φάκελλό σου το Εφετείο για να δικάσει την υπόθεσή σου. Η αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως είναι περισσότερο από πλήρης και λεπτομερής. Ακροθιγώς, παραθέτουμε τμήματα αυτής.
Το δικαστήριο έκρινε ότι για την άσκηση ενδίκων μέσων (όταν δηλ. ο διάδικος πιστεύει ότι το πρώτο δικαστήριο έκανε λάθος και θέλει η υπόθεση να επαναξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο), επιτρέπονται μεν δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συναφείς με την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις. Η διάταξη περί του παραβόλου ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή.
Το δικαστήριο συνεχίζει: Το ποσό των διακοσίων ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός συνεχώς αυξάνεται, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.
Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί.
Αναμένουμε να δούμε αν η απόφαση αυτή θα αποτελέσει απλώς μία εξαίρεση, ή θα ακολουθηθεί και από άλλα δικαστήρια της Ελλάδος, ώστε να εξαλειφθεί τελικώς το παράβολο και να αρθεί ένα εμπόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως του κάθε διαδίκου στο Εφετείο.
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
www.greekadvocate.eu
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Μέχρι τρεις ένορκες στα δικαστήρια στην Ελλάδα
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Σε κάθε αστική δίκη στην Ελλάδα, δηλ. στις δίκες που δεν αφορούν ποινικά θέματα, καθένας από τους αντιδίκους έχει την δυνατότητα να εξετάσει στο ακροατήριο του δικαστηρίου έναν μόνο μάρτυρα. Οι μάρτυρες αποτελούν βασικό αποδεικτικό μέσο, διότι θεωρούνται τρίτοι, μη ταυτιζόμενοι με κάποιον εκ των διαδίκων, που μπορούν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν όσα υποστηρίζουν οι διάδικοι.
Εκτός των μαρτύρων στο ακροατήριο, ο διάδικος μπορεί να επικαλεσθεί την μαρτυρία και άλλου ή άλλων προσθέτων μαρτύρων, που δεν καταθέτουν όμως στο δικαστήριο, αφού στην δίκη μόνο ένας μάρτυς από κάθε πλευρά επιτρέπεται να καταθέσει.
Οι πρόσθετοι μάρτυρες μπορούν να υπογράψουν ένορκη βεβαίωση, που συντάσσεται ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου ή Προξένου της Ελλάδος σε χώρα του εξωτερικού. Για να έχει νομική ισχύ η ένορκη βεβαίωση και να ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο, πρέπει εκείνος που επιμελείται της συντάξεως της ενόρκου βεβαιώσεως και θέλει να την προσκομίσει στο δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο, να γνωστοποιήσει στον αντίδικο εγγράφως κλήση περί της ημέρας, ώρας και τόπου όπου πρόκειται να ληφθεί η ένορκη βεβαίωση.
Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να κοινοποιηθεί στον αντίδικο με δικαστικό επιμελητή τουλάχιστον δύο πλήρεις εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας της υπογραφής της ενόρκου βεβαιώσεως. Εάν όμως πρόκεται για ειδική και όχι τακτική όπως λέγεται διαδικασία, η κοινοποίηση στον αντίδικο μπορεί να γίνει και μία μόνο ημέρα πριν, ενώ αν πρόκεται για ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ληφθεί ένορκη βεβαίωση ακόμα και χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση στον αντίδικο. Εάν η ένορκη ληφθεί σε Προξενείο της Ελλάδος στο εξωτερικό, η προθεσμία της γνωστοποιήσεως στον αντίδικο είναι τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν.
Κατά το νόμο κάθε διάδικος δεν είναι ελεύθερος να προσκομίσει και να επικαλεσθεί στην αστική δίκη όσες ένορκες βεβαιώσεις θέλει. Υφίσταται περιορισμός με ανώτατο αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων τις τρεις που μπορεί ο διάδικος να φέρει ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη.
Εάν ο διάδικος προσκομίσει πλέον των τριών ενόρκων βεβαιώσεων, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψιν του μόνο τρεις εξ αυτών. Αν λάβει υπόψιν του πάνω από τρεις για κάθε διάδικο η δικαστική απόφαση μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο ως εσφαλμένη.
Στην υπ' αριθ. 2216/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση που αφορούσε γαμικές διαφορές, δηλ. αγωγή διαζυγίου και σχετικά θέματα. Η μία πλευρά προσκόμισε τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις και το δικαστήριο, εφαρμόζοντας το νόμο, έλαβε υπόψιν του μόνο τις τρεις εξ αυτών. Η διάδικος ισχυρίσθηκε ότι επειδή επρόκειτο περί ειδικής και όχι τακτικής διαδικασίας, έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο όλες οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε, έστω και αν υπερέβαιναν τον αριθμό των τριών.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το δικαστήριο της ουσίας (Εφετείο) δεν είχε κάνει λάθος, αλλά είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο και καλώς δεν έλαβε υπόψιν πάνω από τρεις ένορκες βεβαιώσεις για την κάθε μία πλευρά. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι στην δίκη που γίνεται στο Εφετείο, δηλαδή σε δεύτερο βαθμό που ακολουθεί την απόφαση του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου, επιτρέπεται να ληφθεί υπόψιν και ένορκη βεβαιώση που έχει ληφθεί μετά την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως.
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
www.greekadvocate.eu
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)