Τα δικαστήρια στην Ελλάδα είναι όργανα του ελληνικού κράτους, αποτελούντα μάλιστα μία εκ των τριών βασικών λειτουργιών, δηλαδή της δικαστικής εξουσίας, η οποία είναι, ή πρέπει να είναι, ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, δηλ. την εκτελεστική (κυβέρνηση – διοίκηση) και τη νομοθετική (κοινοβούλιο).
Τα δικαστήρια δικάζουν με βάση νόμους, ισχυρισμούς και αποδείξεις, οι οποίες, όταν είναι έγγραφα, πρέπει να προσκομίζονται μόνο στην ελληνική γλώσσα. Εάν το πρωτότυπο έγγραφο έχει συνταχθεί σε άλλη γλώσσα, για να ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο πρέπει να έχει επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική.
Επίσημη μετάφραση γίνεται είτε από δικηγόρο Ελλάδος, που γνωρίζει την ξένη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί πρωτοτύπως το έγγραφο, είτε από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε από επίσημο μεταφραστή στο εξωτερικό, αφού όμως η μετάφρασή του έχει επικυρωθεί από Προξενείο της Ελλάδος σε χώρα του εξωτερικού.
Για να λάβει χώρα η συζήτηση μίας υπόθεσης ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου πρέπει είτε άπαντες οι διάδικοι να παρίστανται, είτε εκείνος που δεν παρίσταται να έχει κλητευθεί νομίμως, δηλαδή με επίσημη κοινοποίηση του δικογράφου στην κατοικία του. Εάν δεν έχει γίνει νόμιμη και εμπρόθεσμη κοινοποίηση της δίκης στον αντίδικο και αυτός δεν παρίσταται, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ εάν έχει γίνει η νόμιμη κοινοποίηση και παρά ταύτα ο αντίδικος δεν παρίσταται, τότε η δίκη προχωρά κανονικά και ο μη εμφανιζόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην (in absence, in absentia).
Όταν ο εναγόμενος κατοικεί στο εξωτερικό, η επίδοση πρέπει να γίνεται όχι μόνο σύμφωνα με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις, που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Για την νόμιμη επίδοση στο εξωτερικό δεν αρκεί δηλαδή απλώς η επίδοση στον Εισαγγελέα, κατά το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά απαιτείται και πραγματική επίδοση στο εξωτερικό, είτε σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης, είτε σύμφωνα με τον Κανονισμό 1348/2000 του Συμβουλίου για τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Το αν έχει επιδοθεί η αγωγή στο εξωτερικό, τον χρόνο της επιδόσεως και τις συνθήκες αυτής, αν δηλαδή την παρέλαβε ο ίδιος ο εναγόμενος ή κάποιος συγγενής, οικείος ή φίλος του, ή εάν δεν ευρέθη ο εναγόμενος στην διεύθυνσή του στην χώρα του εξωτερικού, βεβαιώνεται με σχετικό έγγραφο της ξένης χώρας, που προσκομίζεται ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου σε νόμιμη μετάφραση. Εάν δεν προσκομισθεί σε νόμιμη μετάφραση, το έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψιν και η αγωγή θεωρείται ότι δεν επιδόθηκε στην αλλοδαπή, παρά το γεγονός ότι η αγωγή έχει επιδοθεί και το έγγραφο που το αποδεικνύει στην ξένη γλώσσα υπάρχει στον φάκελλο του δικαστηρίου.
Στην υπ’ αριθ. 154/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως, επειδή ο αναιρεσίβλητος, κάτοικος Γερμανίας σε γνωστή διεύθυνση, δεν εμφανίσθηκε στον Άρειο Πάγο κατά την συζήτηση της υποθέσεως. Στην δικογραφία υπήρχε έγγραφο των αρμοδίων γερμανικών αρχών περί της κοινοποιήσεως της δίκης στον αναιρεσίβλητο, το έγγραφο όμως αυτό δεν ήταν νομίμως μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα ο Άρειος Πάγος να μην δύναται να το λάβει υπόψιν και η αναίρεση να απορριφθεί, λόγω μη προσήκουσας κοινοποιήσεως της δίκης στον αντίδικο που ήταν κάτοικος Γερμανίας.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment