Η ανεπάρκεια διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδότη μιας επιταγής, που συνεπάγεται την σφράγιση της επιταγής, την ζημία του κομιστή αυτής και την ποινική και αστική ευθύνη του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, είναι σύνηθες γεγονός. Η εκ λάθους της πληρώτριας τραπέζης, όμως, σφράγιση επιταγής, η οποία κανονικά δεν θα έπρεπε να σφραγισθεί, είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά.
Στην υπ’ αριθ. 347/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε επί υποθέσεως στην οποία η τράπεζα εκ λάθους των υπαλλήλων της δεν πίστωσε τόκους σε λογαριασμό κάποιου εκδότη επιταγής. Εάν η τράπεζα είχε πιστώσει τους τόκους στον συγκεκριμένο λογαριασμό, αυτός θα είχε επαρκές υπόλοιπο, η επιταγή θα πληρωνόταν και δεν θα σφραγιζόταν ως ακάλυπτη.
Ως να μην έφθανε το ένα λάθος της τραπέζης, επηκολούθησε και δεύτερο, επίσης σημαντικό. Μετά την σφράγιση της επιταγής ως ακάλυπτης, οι υπάλληλοι της τραπέζης έδωσαν τα στοιχεία του εκδότη της ακαλύπτου επιταγής για ποινική δίωξή του στην Εισαγγελία (την εποχή εκείνη το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής ήταν ακόμα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, ενώ σήμερα διώκεται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του ζημιωθέντος). Στα στοιχεία του εκδότη, όμως, έδωσαν εσφαλμένη διεύθυνση του κατόχου του λογαριασμού και εκδότη της σφραγισθείσας ως ακαλύπτου επιταγής. Το αποτέλεσμα ήταν η κλήση του εκδότη για να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο για την ακάλυπτη επιταγή να μην του επιδοθεί στην πραγματική του διεύθυνση, αλλά σε άλλη, στην οποία αυτός ποτέ δεν διέμενε.
Επειδή συνεπώς ο εκδότης της επιταγής δεν πληροφορήθηκε διά της νομίμου και ενδεδειγμένης οδού, δηλαδή διά της επιδόσεως σ’ αυτόν της κλήσεως και του κατηγορητηρίου για την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα που θα δικαζόταν στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος για ακάλυπτη επιταγή, αυτός δεν παρέστη, ούτε διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει, δικάσθηκε ερήμην και μάλιστα το όνομά του περιελήφθη στον κατάλογο του Τειρεσία (όσων οφείλουν και δεν πληρώνουν τις υποχρέωσεις τους), με περαιτέρω δυσμενείς συνέπεις γι’ αυτόν.
Ο δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού και εκδότης της εσφαλμένως χαρακτηρισθείσης ως ακαλύπτου επιταγής υπέστη από την παράνομη και υπάιτια (αμελή) αυτή ενέργεια της τραπέζης ζημία. Η ζημία του ήταν αφ’ ενός υλική, δηλαδή όλα τα έξοδα που αργότερα αναγκάσθηκε να κάνει για να προσφύγει στα δικαστήρια για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως για ακάλυπτη επιταγή, αφ’ ετέρου δε ηθική, διότι επλήγη στην τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητά του, αφού για πολλά χρόνια μετά την εκ λάθους σφράγιση της επιταγής υπέστη στεναχώρια και ταλαιπωρία για την ακύρωση των αποφάσεων εναντίον του, αλλά και για την αφαίρεση του ονόματός του από τον κατάλογο του Τειρεσία.
Είναι χαρακτηριστιό ότι το Πρωτοδικείο, στο οποίο αρχικώς προσέφυγε ο ζημιωθείς, απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως που ήσκησε κατά της τραπέζης. Το Εφετείο όμως τον δικαίωσε, δεχόμενο τον έφεσή του και καταδικάζοντας την τράπεζα να του καταβάλει αποζημίωση α) για την δικαστική δαπάνη που είχε καταβάλει στην δικηγόρο του και β) για ηθική βλάβη το ποσό των 10.000 ευρώ με νόμιμο τόκο από την άσκηση της αγωγής κατά της τραπέζης.
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση του Εφετείου περί του νομίμου της αποζημιώσεως που εδικαιούτο ο ζημιωθείς από την τράπεζα, παρά την αναπομπή της υποθέσεως στο Εφετείο που διέταξε για μερική παραγραφή τμήματος των αξιώσεων του ζημιωθέντος.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment