Monday, December 21, 2009

Πώς εισπράττει ο κληρονόμος από την τράπεζα

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

20-12-2009

Όταν αποβιώσει κάποιος που έχει χρήματα στην τράπεζα και ο λογαριασμός του είναι ατομικός και όχι κοινός, τότε τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στην τράπεζα δικαιούνται να τα λάβουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος καταθέτη.
Εάν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού του αποβιώσαντος ήταν μικρό, δηλαδή περίπου έως 5.000 ή 10.000 ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες συνήθως δεν απαιτούν από τους κληρονόμους την έκδοση από το δικαστήριο κληρονομητηρίου. Ακόμα όμως και όταν πρόκειται για μικρά σχετικώς ποσά, απαιτείται πάντοτε ληξιαρχική πράξη θανάτου του καταθέτη, πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου ότι δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη του θανόντος και βεβαίωση της αρμόδιας εφορίας ότι το ποσό της καταθέσεως έχει δηλωθεί ως κληρονομιά και ότι είτε κατεβλήθησαν οι φόροι, είτε ότι δεν οφείλεται φόρος κληρονομίας, λόγω προφανώς του αφορολογήτου.
Εάν ο θανών καταθέτης άφησε διαθήκη, τότε απαιτείται επικυρωμένο αντίγραφο της διαθήκης και πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου ότι δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη. Εάν η διαθήκη δημοσιεύθηκε εκτός Ελλάδος, απαιτείται η διαθήκη να μεταφρασθεί επισήμως στην ελληνική γλώσσα και να καταχωρηθεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εάν το ποσό της καταθέσεως είναι σχετικώς μεγάλο, η τράπεζα θα ζητήσει και κληρονομητήριο, δηλαδή δικαστική απόφαση από ελληνικό δικαστήριο, που θα έχει μελετήσει όλα τα ανωτέρω και άλλα έγγραφα και θα έχει πιστοποιήσει ποιος ή ποιοι και σε ποιο ποσοστό έκαστος είναι οι κληρονόμοι του θανόντος κυρίου του τραπεζικού λογαριασμού.
Εάν οι υπάλληλοι της τράπεζας δεν ζητήσουν από τον φερόμενο ως κληρονόμο όλα τα ανωτέρω νομιμοποιητικά έγγραφα και καταβάλουν το υπόλοιπο του λογαριασμοί σε κάποιον που εμφανίσθηκε ως κληρονόμος, ενώ αργότερα απεδείχθη ότι δεν ήταν ή ότι δεν ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, μπορεί οι υπάλληλοι της τράπεζας να κριθεί ότι επέδειξαν βαριά αμέλεια και η τράπεζα να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τους κληρονόμους που έχασαν το μερίδιό τους, επειδή η τράπεζα έδωσε τα χρήματα σε κάποιον που δεν ήταν κληρονόμος.
Στην υπ΄αριθ. 1439/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος, επί παρομοίας υποθέσεως, έκρινε ότι το γεγονός ότι η τράπεζα δεν ζήτησε από τον κληρονόμο να προσκομίσει ελληνική δικαστική απόφαση που να επικυρώνει την εκτελεστότητα Καναδικής απόφασης περί διαχειρίσεως κληρονομίας, δεν συνιστά βαριά αμέλεια εκ μέρους της τράπεζας.
Το Εφετείο στην ίδια υπόθεση είχε κρίνει το κατάστημα της τράπεζας στην Ύδρα, που έδωσε όλα τα χρήματα σε έναν κληρονόμο, ενώ υπήρχε κι άλλος κληρονόμος, που εδικαιούτο το 1/2, επέδειξε βαριά αμέλεια, διότι για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό δεν ζήτησε ούτε κληρονομητήριο, ούτε ελληνική δικαστική απόφαση περί εκτελεστότητας της καναδικής δικαστικής αποφάσεως.
Μετά όμως την απόφαση του Αρείου Πάγου, που έκρινε ότι δεν αποτελεί βαριά αμέλεια το ότι δεν ζητήθηκε ελληνική δικαστική απόφαση που να επικυρώνει την καναδική απόφαση, δεδομένης της ισχύος του άρθρου 780 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η υπόθεση παρεπέμφθη για να δικασθεί εκ νέου από το Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους αυτή τη φορά εφέτες.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Thursday, December 17, 2009

Μυστικά της αγοράς ακινήτου στην Ελλάδα

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*



Η διαδικασία αγοράς ενός ακινήτου στην Ελλάδα περιλαμβάνει διάφορα στάδια, που μερικά είναι ίδια ή μοιάζουν με την διαδικασία αγοράς ακινήτου σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ. Υπάρχουν ωστόσο μικρές λεπτομέρειες, που καλό είναι κάθε υποψήφιος αγοραστής ακινήτου να τις γνωρίζει, διότι έτσι μπορεί να γλιτώσει χρήματα, απώλεια χρόνου και ταλαιπωρία.
Μία βασική προϋπόθεση για την αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι η σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, που συμβουλεύει τον τον αγοραστή για τη νομική κατάσταση των τίτλων του ακινήτου και για άλλα ζητήματα της αγοραπωλησίας.
Μία άλλη θεμελιώδης παράμετρος είναι ότι η αγορά ακινήτου γίνεται μόνο στον συμβολαιογράφο, με υπογραφή εγγράφου συμβολαίου, το οποίο πρέπει ακολούθως να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο της περιοχής, άλλως η αγορά δεν ισχύει και ο αγοραστή μπορεί και τα χρήματά του να δώσει και ακίνητο να μην έχει στο όνομά του. Η υπόμνηση αυτή γίνεται διότι σε μερικές χώρες, όπου ζουν Έλληνες ομογενείς και έχουν γεννηθεί τα παιδιά και το εγγόνια τους, ισχύουν ελαφρώς διαφορετικά δεδομένα και μπορεί να προκληθεί σύγχυση με αυτό που ισχύει στην Ελλάδα.
Κάθε αγοραστής ακινήτου στην Ελλάδα, που δεν μένει μονίμως στην Ελλάδα, άρα κατά τεκμήριο δεν δηλώνει στην εφορία εισόδημα, πρέπει να μπορεί να αποδείξει με έγγραφα πού βρήκε τα χρήματα και αγόρασε το ακίνητο.
Επαρκής απόδειξη για το πού βρήκε τα χρήματα είναι η εισαγωγή συναλλάγματος από το εξωτερικό προς ελληνική τράπεζα στην Ελλάδα, που τακμηριώνεται με το λεγόμενο ροζ χαρτάκι, δηλαδή με την μοναδική απόδειξη εισαγωγής συναλλάγματος. Το έγγραφο αυτό, που εκδίδεται μόνο μία φορά από την τράπεζα στην Ελλάδα, κατατίθεται στην εφορία την επόμενη χρονιά από εκείνη της αγοράς του ακινήτου και με αυτό αποδεικνύεται ότι ο ομογενής εισήγαγε στην Ελλάδα συνάλλαγμα από την χωρα διαμονής του στο εξωτερικό.
Εάν ο ομογενής - αγοραστής του ακινήτου δεν έχει εισαγάγει συνάλλαγμα από το εξωτερικό, ούτε έχει επαρκές δηλωθέν εισόδημα τα προηγούμενα έτη στην Ελλάδα, που να καλύπτει το ποσό αγοράς του ακινήτου, καθώς και τον φόρο και τα έξοδα δικηγόρου και συμβολαιογράφου, τότε διατρέχει τον κίνδυνο η εφορία να θεωρήσει ότι αγόρασε το ακίνητο με μη δηλωθέν εισόδημα που είχε στην Ελλάδα και να του επιβάλει φόρο εισοδήματος και πρόστιμο.
Μία δεύτερη σημαντική λεπτομέρεια στην αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι ότι ισχύει η απαλλαγή του φόρου μεταβιβάσεως, λόγω πρώτης κατοικίας. Κανονικά ο φόρος που καταβάλει ο αγοραστής όταν αγοράζει ένα ακίνητο είναι περίπου 10%, μπορεί όμως να είναι και ΦΠΑ 19% για νεόδηματα ακίνητα. Εάν όμως ο αγοραστής αποκτά την πρώτη του κατοικία και δεν έχει οικόπεδο, διαμερίσμα ούτε μονοκατοικία στο όνομά του, μπορεί να απαλλαγεί από τον φόρο.
Την ίδια απαλλαγή δικαιούνται και οι ομογενείς, έστω κι αν δεν μένουν μονίμως στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι εγγεγραμμένοι σε Δημοτολόγιο κάποιου Δήμου στην Ελλάδα. Αυτό έχει σημασία, διότι αρκετοί είναι οι ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς, που ως γεννηθέντες εκτός Ελλάδος και μη δηλωθέντες στο Προξενείο, δεν είναι εγγεγραμμένοι σε Δήμο στην Ελλάδα, πράγμα που μπορεί να τους στερήσει την απαλλαγή, που σημαίνει καταβολή φόρου μεταβιβάσεως ή ΦΠΑ αρκετών χιλιάδων ευρώ, που θα μπορούσαν να έχουν γλιτώσει.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, December 7, 2009

20ετής η προθεσμία διεκδίκησης ακινήτου

Του Χρήστου Ηλιόπουλου



Στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να χρειασθεί κάποιος να διεκδικήσει στα δικαστήρια το δικό του ακίνητο, επειδή κάποιος άλλος το έχει παρανόμως καταλάβει.
Είτε επειδή λείπει εδώ και δεκαετίες το κτηματολόγιο ως οργανισμός ακριβούς καταγραφής των ιδιωτικών και δημοσίων ακινήτων και των ιδιοκτητών τους, είτε επειδή οι Έλληνες είναι «κολλημένοι» με τα ακίνητα, είτε επειδή το ελληνικό κράτος από της ιδρύσεώς του το 1830 έως σήμερα δεν δίνει την εντύπωση μίας πλήρως οργανωμένης και ευνομούμενης πολιτείας, πράγμα που ενθαρρύνει κάθε είδους καταπατητές και καιροσκόπους, είτε για όλους τους ανωτέρω λόγους μαζί, η πραγματικότητα είναι ότι οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι έριδες αναφορικώς με την κυριότητα, τα όρια και την έκταση των ακινήτων στην Ελλάδα είναι πολύ συχνότερες από ό,τι συμβαίνει σε άλλες πολιτισμένες χώρες.
Ο βασικός κανόνας που πρέπει να γνωρίζει κάποιος μη νομικός σχετικά με την δυνατότητα προστασίας από τα δικαστήρια της περιουσίας του είναι ότι ο νόμος του παρέχει μεν μία πολύ μεγάλη προθεσμία για να διεκδικήσει την περιουσία του, που κάποιος άλλος του έχει πάρει, αλλά η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να παρατείνεται για πάντα.
Γι’ αυτό και ο νόμος παρέχει στις περισσότερες περιπτώσεις, (διότι υπάρχουν και πολλές εξαιρέσεις), προθεσμία είκοσι ετών στον κύριο ενός ακινήτου για να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ώστε να ανακτήσει το ακίνητό του που έχει καταπατηθεί από κάποιον ξένο, μη δικαιούχο.
Ο χρόνος αυτός, δηλαδή μία ολόκληρη εικοσαετία, κρίνεται ως επαρκής για τον κύριο του ακινήτου ώστε να διαπιστώσει την καταπάτηση, να βεβαιωθεί για τις συνθήκες αυτής, να λάβει νομικές συμβουλές από δικηγόρο και τελικώς να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο.
Εάν ο κύριος του καταπατημένου ακινήτου δεν αντιδράσει με άσκηση των νομικών μέσων που του παρέχει ο νόμος εντός είκοσι ετών από την έναρξη της καταπάτησης, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου, εάν μάλιστα ο αντίδικός του αποδείξει στο δικαστήριο ότι κατέχει το ακίνητο με την πεποίθηση ότι είναι δικό του, για διάστημα πάνω από 20 έτη, (έκτακτη χρησικτησία).
Το συμπέρασμα για κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο δε για όσους ζουν μονίμως εκτός Ελλάδος και διαθέτουν ακίνητη περιουσία στην Πατρίδα, είναι ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ εμπίστου αντιπροσώπου, πρέπει να ελέγχουν και να εποπτεύουν τα ακίνητά τους. Πρέπει να επισκέπτονται τα ακίνητά τους τουλάχιστον κάθε λίγα χρόνια ή να αναθέτουν σε φίλους ή συγγενείς που εμπιστεύονται την παρακολούθηση και τον έλεγχο της περιουσίας τους.
Εάν παραλείψουν επί μακρόν την επιμέλεια και τον έλεγχο των ακινήτων τους, μπορεί να βρεθούν προ της δυσαρέστου εκπλήξεως κάποιος ξένος, μη δικαιούχος, να διεκδικεί το δικό τους ακίνητο, χωρίς συμβόλαια, αλλά με χρησικτησία, δηλαδή με εικοσαετή κατοχή διανοία κυρίου. (Άρειος Πάγος, απόφαση υπ’ αριθ. 492/2009).

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr