Σύμφωνα με το νόμο στην Ελλάδα, ο σύζυγος που επιζεί κληρονομει πάντοτε τουλάχιστον ένα μέρος της περιουσίας του συζύγου του. Εάν ο θανών δεν αφήσει διαθήκη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 1/4 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας, εφόσον είχαν με τον θανόντα τουλάχιστον ένα παιδί. Εάν δεν είχαν παιδιά, τότε ο επιζών σύζυγος κληρονομεί το μισό της κληρονομίας, ενώ το άλλο μισό πηγαίνει στα αδέλφια του θανόντος.
Εάν ο θανών είχε συντάξει διαθήκη, στην οποία δεν αφήνει τίποτα στον επιζώντα σύζυγο, ο τελευταίος κληρονομεί οπωσδήποτε ένα μέρος της περιουσίας, που ορίζεται στο μισό εκείνου του ποσοστού που θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη (νόμιμη μοίρα).
Υπάρχει, ωστόσο μία περίπτωση κατά την οποία ο επιζών σύζυγος δεν κληρονομεί τίποτα. Αυτό συμβαίνει όταν πριν πεθάνει ο σύζυγος, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου, με κάποιον βάσιμο λόγο κλονισμού του μεταξύ τους γάμου. Εάν αποδειχθεί ότι η αγωγή εκείνη περιείχε έναν τουλάχιστον πραγματικό λόγο για τον οποίο έπρεπε να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος, τότε ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται τίποτα από την περιουσία του θανόντος συζύγου του.
Μία σχετική υπόθεση έκρινε το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 618/2007 απόφασή του. Τα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε το έτος 1977. Το έτος 1988 διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωσή τους, διότι από τότε άρχισαν να ζουν χωριστά και δεν υπήρξε έκτοτε καμία επανασύνδεσή τους, δηλαδή δεν ξαναέζησαν μαζί ως σύζυγοι.
Στις αρχές του 1995 ο σύζυγος υπέβαλε στο δικαστήριο αγωγή διαζυγίου, λόγω τετραετούς διαστάσεως. Ο νόμος στην Ελλάδα προβλέπει ότι άν ο ένας σύζυγος αποδείξει στο δικαστήριο ότι ζούν χωριστά (εν διαστάσει) με την σύζυγό του για τουλάχιστον τέσσερα έτη, τότε το δικαστήριο λύνει τον γάμο με διαζύγιο, ανεξαρτήτως του εάν ο άλλος σύζυγος επιθυμεί το διαζύγιο ή όχι, αλλά και ανεξαρτήτως του ποιός από τους δύο συζύγους ευθύνεται για την τετραετή διάσταση. Δηλαδή, μπορεί το διαζύγιο να το ζητάει ακόμα και ο σύζυγος που έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια από το σπίτι με πρόθεση να μείνει μέ άλλον σύντροφο.
Στην υπόθεσή μας λοιπόν ο σύζυγος υπέβαλε κατά της συζύγου του αγωγή διαζυγίου στις αρχές του 1995, με το αιτιολογικό ότι από το 1988, δηλαδή για επτά έτη ήταν εν διαστάσει. Λίγους μήνες μετά την άσκηση της αγωγής διαζυγίου, ο σύζυγος απεβίωσε.
Ο σύζυγος πριν πεθάνει συνέταξε διαθήκη, στην οποία δεν άφηνε τίποτα στην σύζυγό του. Η τελευταία άσκησε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας, ζητώντας να κληρονομήσει τουλάχιστον το μισό όσων θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.
Όμως, τα αδέλφια του θανόντος συζύγου ήρθαν σε δικαστική διαμάχη με την σύζυγο, ισχυριζόμενα ότι επειδή ο αδελφός τους είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου πριν πεθάνει, η σύζυγός του δεν δικαιούται να λάβει τίποτα από την κληρονομία, ούτε καν τη νόμιμο μοίρα.
Το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι πράγματι, αφού ο σύζυγος προ του θανάτου του, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου και αφού η αγωγή εκείνη ήταν βάσιμη, δηλαδή ήταν αληθές ότι οι σύζυγοι ήταν μεταξύ τους σε διάσταση για επτά χρόνια, από το 1988 έως το 1995, τότε η σύζυγος δεν δικαιούται καθόλου κληρονομικού μεριδίου επί της περιουσίας που άφησε ο θανών σύζυγός της, έστω κι αν όταν αυτός πέθανε δεν είχαν ακόμα τυπικά διαζευχθεί με δικαστική απόφαση. Αρκεί το γεγονός ότι εκείνος είχε ασκήσει κατά της συζύγου του μία βάσιμη αγωγή διαζυγίου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment