Ενώ για τους μονίμους κατοίκους Ελλάδος η κυβέρνηση έδωσε, (την τελευταία μάλλον), παράταση για δήλωση όλων των ακινήτων έως 21 Νοεμβρίου 2008, για τους κατοίκους εξωτερικού, (ομογενείς ή αλλοδαπούς που έχουν ακίνητα στην Ελλάδα), η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του 2008. Αν και αναμένεται να δοθεί παράταση και για τους ομογενείς, τίποτα δεν είναι σίγουρο, άρα οι Έλληνες του εξωτερικού πρέπει να δηλώσουν τώρα τα ακίνητά τους στο Κτηματολόγιο, εφόσον βεβαίως υπάρχει Κτηματολόγιο στον τόπο όπου έχουν την ιδιοκτησία τους.
Το πρώτο έγγραφο που πρέπει να έχει κάποιος είναι ένα απλό (φωτοτυπικό) αντίγραφο του συμβολαίου με το οποίο απέκτησε το ακίνητο. Το συμβόλαιο αυτό μπορεί να είναι μία αγορά που έκανε, μία δωρεά που εδέχθη από κάποιον άλλον, μία γονική παροχή που έλαβε από έναν γονέα του, μία κατακυρωτική έκθεση, εάν το απέκτησε από πλειστηριασμό, ένα παραχωρητήριο, εάν το πήρε από το κράτος, μία αποδοχή κληρονομίας, ή ένα κληρονομητήριο, εάν το ακίνητο που δηλώνεται προέρχεται από κληρονομία, μία διανομή, εάν μοίρασε κοινή περιουσία με άλλους κλπ.
Εάν ο δικαιούχος δηλώνει ένα ακίνητο που το έχει αποκτήσει με χρησικτησία, τότε δεν έχει στο όνομά του επίσημο συμβόλαιο – τίτλο. Πρέπει τότε να πείσει δύο μάρτυρες να υπογράψουν μία ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου, στην οποία θα βεβαιώνουν ότι γνωρίζουν καλά ότι ο συγκεκριμένος δικαιούχος έχει στη νομή του, με την πεποίθηση ότι είναι δικό του, ένα ακίνητο, για περισσότερο από είκοσι έτη και ότι κανένας άλλος δεν έχει αμφισβητήσει το δικαίωμά του επί του εν λόγω ακινήτου.
Συχνά δεν απαιτείται ένα μόνο, αλλά περισσότερα συμβόλαια. Εάν επί παραδείγματι ο δικαιούχος απέκτησε το 1/2 του ακινήτου από κληρονομιά από την μητέρα του και το άλλο 1/2 από δωρεά από την αδελφή του, τότε πρέπει να καταθέσει δύο συμβόλαια, την αποδοχή κληρονομίας και την δωρεά. Εάν έχει και φωτοτυπία του πιστοποιητικού μεταγραφής, πρέπει να επισυνάψει και αυτό.
Εκτός από συμβόλαιο, για την δήλωση χρειάζεται και τοπογραφικό, όταν το ακίνητο βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, είναι δηλαδή αγροτεμάχιο και είναι δύσκολο να εντοπισθεί στις αεροφωτογραφίες του Κτηματολογίου.
Επιπλέον απαιτείται έγγραφο που να αποδεικνύει τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) του δικαιούχου, που μπορεί να είναι αντίγραφο φορολογικών δηλώσεων, εκκαθαριστικού, ή άλλου δημοσίου εγγράφου που να αναγράφει τον ΑΦΜ. Πολλοί ομογενείς δεν έχουν ΑΦΜ, διότι απέκτησαν ακίνητα προ του 1998. Αυτοί πρέπει πρώτα να αποκτήσουν ΑΦΜ και μετά να υποβάλουν την δήλωση στο Κτηματολόγιο. Για να λάβουν ΑΦΜ πρέπει είτε να έρθουν αυτοπροσώπως στην Ελλάδα, είτε να στείλουν πληρεξούσιο σε εκπρόσωπό τους στην Ελλάδα, (συγγενή, έμπιστο φίλο ή δικηγόρο), μαζί με επικυρωμένη φωτοτυπία ελληνικής ταυτότητος, εάν έχουν, ή του διαβατηρίου ή της αδείας οδηγήσεώς τους.
Τέλος, θα πρέπει ο δηλών το ακίνητο, ή ο πληρεξούσιός του να πληρώσει στο κράτος 35 ευρώ ανά ακίνητο που έχει. Εάν τα ακίνητά του είναι αγροτεμάχια, τότε πληρώνει μέχρι δύο δικαιώματα (35Χ2=70 ευρώ).
Εάν ο δικαιούχος έχει κληρονομήσει το ακίνητο, αλλά δεν έχει ακόμα ρυθμίσει τα κληρονομικά του με αποδοχή σε συμβολαιογράφο ή κληρονομητήριο από το δικαστήριο και δεν προλαβαίνει εντός της προθεσμίας να αποκτήσει τα ανωτέρω έγγραφα, τότε πρέπει να υποβάλει εντός της προθεσμίας τουλάχιστον το συμβόλαιο κτήσεως του κληρονομουμένου, πιστοποιητικό από το Πρωτοδικείο ότι δεν υπάρχει διαθήκη ή την διαθήκη που υπάρχει και πιστοποιητικό ότι δεν έχει αποποιηθεί της κληρονομίας και αργότερα, μετά το τέλος της προθεσμίας, πρέπει να υπογράψει αποδοχή κληρονομίας ή να λάβει από το δικαστήριο κληρονομητήριο και να τα υποβάλει ακολούθως στο Κτηματολόγιο, έστω και μετά την λήξη της παρούσης προθεσμίας, που είναι το τέλος του 2008.
Εάν ο δικαιούχος ακινήτου δεν προβεί εμπροθέσμως σε ορθή δήλωση των δικαιωμάτων του στο Κτηματολόγιο, τότε θα του επιβληθούν πρόστιμα 500 – 1.000 ευρώ για κάθε ακίνητο που δεν έχει δηλώσει.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Thursday, October 30, 2008
Thursday, October 23, 2008
Πότε η σύζυγος χάνει την κληρονομιά του συζύγου του Χρήστου Ηλιόπουλου
Σύμφωνα με το νόμο στην Ελλάδα, ο σύζυγος που επιζεί κληρονομει πάντοτε τουλάχιστον ένα μέρος της περιουσίας του συζύγου του. Εάν ο θανών δεν αφήσει διαθήκη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 1/4 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας, εφόσον είχαν με τον θανόντα τουλάχιστον ένα παιδί. Εάν δεν είχαν παιδιά, τότε ο επιζών σύζυγος κληρονομεί το μισό της κληρονομίας, ενώ το άλλο μισό πηγαίνει στα αδέλφια του θανόντος.
Εάν ο θανών είχε συντάξει διαθήκη, στην οποία δεν αφήνει τίποτα στον επιζώντα σύζυγο, ο τελευταίος κληρονομεί οπωσδήποτε ένα μέρος της περιουσίας, που ορίζεται στο μισό εκείνου του ποσοστού που θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη (νόμιμη μοίρα).
Υπάρχει, ωστόσο μία περίπτωση κατά την οποία ο επιζών σύζυγος δεν κληρονομεί τίποτα. Αυτό συμβαίνει όταν πριν πεθάνει ο σύζυγος, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου, με κάποιον βάσιμο λόγο κλονισμού του μεταξύ τους γάμου. Εάν αποδειχθεί ότι η αγωγή εκείνη περιείχε έναν τουλάχιστον πραγματικό λόγο για τον οποίο έπρεπε να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος, τότε ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται τίποτα από την περιουσία του θανόντος συζύγου του.
Μία σχετική υπόθεση έκρινε το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 618/2007 απόφασή του. Τα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε το έτος 1977. Το έτος 1988 διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωσή τους, διότι από τότε άρχισαν να ζουν χωριστά και δεν υπήρξε έκτοτε καμία επανασύνδεσή τους, δηλαδή δεν ξαναέζησαν μαζί ως σύζυγοι.
Στις αρχές του 1995 ο σύζυγος υπέβαλε στο δικαστήριο αγωγή διαζυγίου, λόγω τετραετούς διαστάσεως. Ο νόμος στην Ελλάδα προβλέπει ότι άν ο ένας σύζυγος αποδείξει στο δικαστήριο ότι ζούν χωριστά (εν διαστάσει) με την σύζυγό του για τουλάχιστον τέσσερα έτη, τότε το δικαστήριο λύνει τον γάμο με διαζύγιο, ανεξαρτήτως του εάν ο άλλος σύζυγος επιθυμεί το διαζύγιο ή όχι, αλλά και ανεξαρτήτως του ποιός από τους δύο συζύγους ευθύνεται για την τετραετή διάσταση. Δηλαδή, μπορεί το διαζύγιο να το ζητάει ακόμα και ο σύζυγος που έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια από το σπίτι με πρόθεση να μείνει μέ άλλον σύντροφο.
Στην υπόθεσή μας λοιπόν ο σύζυγος υπέβαλε κατά της συζύγου του αγωγή διαζυγίου στις αρχές του 1995, με το αιτιολογικό ότι από το 1988, δηλαδή για επτά έτη ήταν εν διαστάσει. Λίγους μήνες μετά την άσκηση της αγωγής διαζυγίου, ο σύζυγος απεβίωσε.
Ο σύζυγος πριν πεθάνει συνέταξε διαθήκη, στην οποία δεν άφηνε τίποτα στην σύζυγό του. Η τελευταία άσκησε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας, ζητώντας να κληρονομήσει τουλάχιστον το μισό όσων θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.
Όμως, τα αδέλφια του θανόντος συζύγου ήρθαν σε δικαστική διαμάχη με την σύζυγο, ισχυριζόμενα ότι επειδή ο αδελφός τους είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου πριν πεθάνει, η σύζυγός του δεν δικαιούται να λάβει τίποτα από την κληρονομία, ούτε καν τη νόμιμο μοίρα.
Το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι πράγματι, αφού ο σύζυγος προ του θανάτου του, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου και αφού η αγωγή εκείνη ήταν βάσιμη, δηλαδή ήταν αληθές ότι οι σύζυγοι ήταν μεταξύ τους σε διάσταση για επτά χρόνια, από το 1988 έως το 1995, τότε η σύζυγος δεν δικαιούται καθόλου κληρονομικού μεριδίου επί της περιουσίας που άφησε ο θανών σύζυγός της, έστω κι αν όταν αυτός πέθανε δεν είχαν ακόμα τυπικά διαζευχθεί με δικαστική απόφαση. Αρκεί το γεγονός ότι εκείνος είχε ασκήσει κατά της συζύγου του μία βάσιμη αγωγή διαζυγίου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Εάν ο θανών είχε συντάξει διαθήκη, στην οποία δεν αφήνει τίποτα στον επιζώντα σύζυγο, ο τελευταίος κληρονομεί οπωσδήποτε ένα μέρος της περιουσίας, που ορίζεται στο μισό εκείνου του ποσοστού που θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη (νόμιμη μοίρα).
Υπάρχει, ωστόσο μία περίπτωση κατά την οποία ο επιζών σύζυγος δεν κληρονομεί τίποτα. Αυτό συμβαίνει όταν πριν πεθάνει ο σύζυγος, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου, με κάποιον βάσιμο λόγο κλονισμού του μεταξύ τους γάμου. Εάν αποδειχθεί ότι η αγωγή εκείνη περιείχε έναν τουλάχιστον πραγματικό λόγο για τον οποίο έπρεπε να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος, τότε ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται τίποτα από την περιουσία του θανόντος συζύγου του.
Μία σχετική υπόθεση έκρινε το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 618/2007 απόφασή του. Τα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε το έτος 1977. Το έτος 1988 διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωσή τους, διότι από τότε άρχισαν να ζουν χωριστά και δεν υπήρξε έκτοτε καμία επανασύνδεσή τους, δηλαδή δεν ξαναέζησαν μαζί ως σύζυγοι.
Στις αρχές του 1995 ο σύζυγος υπέβαλε στο δικαστήριο αγωγή διαζυγίου, λόγω τετραετούς διαστάσεως. Ο νόμος στην Ελλάδα προβλέπει ότι άν ο ένας σύζυγος αποδείξει στο δικαστήριο ότι ζούν χωριστά (εν διαστάσει) με την σύζυγό του για τουλάχιστον τέσσερα έτη, τότε το δικαστήριο λύνει τον γάμο με διαζύγιο, ανεξαρτήτως του εάν ο άλλος σύζυγος επιθυμεί το διαζύγιο ή όχι, αλλά και ανεξαρτήτως του ποιός από τους δύο συζύγους ευθύνεται για την τετραετή διάσταση. Δηλαδή, μπορεί το διαζύγιο να το ζητάει ακόμα και ο σύζυγος που έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια από το σπίτι με πρόθεση να μείνει μέ άλλον σύντροφο.
Στην υπόθεσή μας λοιπόν ο σύζυγος υπέβαλε κατά της συζύγου του αγωγή διαζυγίου στις αρχές του 1995, με το αιτιολογικό ότι από το 1988, δηλαδή για επτά έτη ήταν εν διαστάσει. Λίγους μήνες μετά την άσκηση της αγωγής διαζυγίου, ο σύζυγος απεβίωσε.
Ο σύζυγος πριν πεθάνει συνέταξε διαθήκη, στην οποία δεν άφηνε τίποτα στην σύζυγό του. Η τελευταία άσκησε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας, ζητώντας να κληρονομήσει τουλάχιστον το μισό όσων θα κληρονομούσε εάν δεν υπήρχε διαθήκη.
Όμως, τα αδέλφια του θανόντος συζύγου ήρθαν σε δικαστική διαμάχη με την σύζυγο, ισχυριζόμενα ότι επειδή ο αδελφός τους είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου πριν πεθάνει, η σύζυγός του δεν δικαιούται να λάβει τίποτα από την κληρονομία, ούτε καν τη νόμιμο μοίρα.
Το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι πράγματι, αφού ο σύζυγος προ του θανάτου του, είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου και αφού η αγωγή εκείνη ήταν βάσιμη, δηλαδή ήταν αληθές ότι οι σύζυγοι ήταν μεταξύ τους σε διάσταση για επτά χρόνια, από το 1988 έως το 1995, τότε η σύζυγος δεν δικαιούται καθόλου κληρονομικού μεριδίου επί της περιουσίας που άφησε ο θανών σύζυγός της, έστω κι αν όταν αυτός πέθανε δεν είχαν ακόμα τυπικά διαζευχθεί με δικαστική απόφαση. Αρκεί το γεγονός ότι εκείνος είχε ασκήσει κατά της συζύγου του μία βάσιμη αγωγή διαζυγίου.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Έννομο συμφέρον για ακύρωση διαθήκης του Χρήστου Ηλιόπουλου
Στην Ελλάδα υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι για να συνταχθεί διαθήκη. Ο ένας είναι η δημόσια διαθήκη, η οποία συντάσσεται σε συμβολαιογράφο, μετά από μία αρκετά λεπτομερή διαδικασία.
Ο δεύτερος τρόπος συντάξεως διαθήκης είναι η λεγόμενη μυστική διαθήκη, η οποία συντάσσεται από τον διαθέτη, δηλ. εκείνον που γράφει την διαθήκη, σε ένα φύλλο χαρτί, κλείνεται σε έναν φάκελλο που σφραγίζεται και παραδίδεται σε συμβολαιογράφο.
Ο τρίτος τύπος διαθήκης είναι η ιδιόγραφος. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται η συμμετοχή συμβολαιογράφου. Ο διαθέτης γράφει με το δικό του και μόνο χέρι το κείμενο της διαθήκης σε ένα χαρτί, θέτει την χρονολογία και στο τέλος το όνομα και την υπογραφή του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να ισχύσει ως διαθήκη και μάλιστα ιδιόγραφος, ένα κείμενο το οποίο έχει γραφεί από το χέρι άλλου προσώπου, έστω κι αν με το περιεχόμενο συμφωνεί ο διαθέτης, ακόμα κι αν αυτός έχει θέσει στο τέλος του κειμένου την υπογραφή του. Το κείμενο για να ισχύσει ως ιδιόγραφος διαθήκη πρέπει να έχει εξ ολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα και κατά τον συνήθη τρόπο που γράφει και υπογράφει έγγραφα.
Πολύ συχνά αμφισβητείται η γνησιότητα μίας ιδιογράφου διαθήκης, συνήθως από κάποιον ή κάποιους που έχουν συμφέρον από την ακύρωση της διαθήκης, ώστε μετά την εξαφάνισή της να κληρονομήσουν αυτοί, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ή ως τιμώμενοι με άλλη, προγενέστερη διαθήκη, που θα ισχύσει, εάν ακυρωθεί η μεταγενέστερη.
Η προσβολή μίας διαθήκης γίνεται με αγωγή ακυρώσεως στο δικαστήριο. Ωστόσο, δεν μπορεί οποιοσδήποτε να ασκήσει αυτή την αγωγή επιδιώκοντας την ακύρωση της διαθήκης. Για να μπορεί να το κάνει πρέπει να έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, εκείνοι δηλαδή που θα κληρονομήσουν εάν ακυρωθεί η διαθήκη (intestate heirs).
Έννομο συμφέρον έχουν επίσης και οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, επί παραδείγματι ο εγγονός, που κληρονομεί την μητέρα του, για να ακυρώσει την φερόμενη ως ιδιόγραφο διαθήκη του πατέρα της (και παππού του), με την οποία δεν της αφήνει τίποτα από την περιουσία του.
Δυνατότητα προσβολής της διαθήκης ως άκυρης έχουν και οι δανειστές του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, ο οποίος αμελεί να μεριμνήσει για την ακύρωση της διαθήκης. Σε μία υποθετική περίπτωση ο Γεώργιος Καλαματιανός χρωστάει χρήματα σε μία τράπεζα από δάνειο που έλαβε και που ήδη έχει καθυστερήσει να αποπληρώσει.
Ο Γεώργιος Καλαματιανός δεν έχει άλλη περιουσία στο όνομά του, ώστε η τράπεζα να μπορεί να την κατάσχει και να πάρει πίσω τα χρωστούμενα από το δάνειο που του είχε χορηγήσει. Λίγους μήνες μετά αποβιώνει ο πατέρας του Γεωργίου Καλαματιανού, αφήνοντας μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Πύλο. Αφήνει, όμως, και μία ιδιόγραφο διαθήκη, στην οποία δεν δίνει τίποτα στον υιό του Γ. Καλαματιανό.
Όλοι γνωρίζουν ότι ο διαθέτης πατέρας ήταν βαριά άρρωστος, ανίκανος προς δικαιοπραξία και χωρίς πλήρη πνευματική διαύγεια κατά τον χρόνο που φέρεται ότι συνέταξε την ιδιόγραφο διαθήκη του, επομένως θα υπήρχαν αρκετά επιχειρήματα ώστε η διαθήκη του να ακυρωθεί. Ο Γ. Καλαματιανός, όμως, δεν προχωρεί σε αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης του πατρός του, επειδή εάν η διαθήκη ακυρωθεί, θα πάρει μεν το μερίδιό του ως υιός και άρα εξ αδιαθέτου κληρονόμος, φοβάται όμως ότι το μερίδιό του αυτό θα έρθει μετά η τράπεζα να του το πάρει.
Εάν ο Γεώργιος Καλαματιανός δεν προχωρεί συνεπώς στην ακύρωση της ιδιογράφου διαθήκης του πατρός του, δύναται η ίδια η τράπεζα να ασκήσει αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, ως έχουσα έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι ο κληρονόμος που αμελεί να ασκήσει αγωγή κατά της διαθήκης είναι οφειλέτης της και αν αυτός πάρει το μεριδιό του από την κληρονομία, τότε και η τράπεζα θα πάρει τα οφειλόμενα σε αυτήν από το δάνειο που του είχε χορηγήσει.
Παρόμοιο νομικό ζήτημα κρίθηκε και από το Εφετείο Αθηνών, στην υπ΄αριθ. 744/2007 απόφασή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Ο δεύτερος τρόπος συντάξεως διαθήκης είναι η λεγόμενη μυστική διαθήκη, η οποία συντάσσεται από τον διαθέτη, δηλ. εκείνον που γράφει την διαθήκη, σε ένα φύλλο χαρτί, κλείνεται σε έναν φάκελλο που σφραγίζεται και παραδίδεται σε συμβολαιογράφο.
Ο τρίτος τύπος διαθήκης είναι η ιδιόγραφος. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται η συμμετοχή συμβολαιογράφου. Ο διαθέτης γράφει με το δικό του και μόνο χέρι το κείμενο της διαθήκης σε ένα χαρτί, θέτει την χρονολογία και στο τέλος το όνομα και την υπογραφή του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να ισχύσει ως διαθήκη και μάλιστα ιδιόγραφος, ένα κείμενο το οποίο έχει γραφεί από το χέρι άλλου προσώπου, έστω κι αν με το περιεχόμενο συμφωνεί ο διαθέτης, ακόμα κι αν αυτός έχει θέσει στο τέλος του κειμένου την υπογραφή του. Το κείμενο για να ισχύσει ως ιδιόγραφος διαθήκη πρέπει να έχει εξ ολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα και κατά τον συνήθη τρόπο που γράφει και υπογράφει έγγραφα.
Πολύ συχνά αμφισβητείται η γνησιότητα μίας ιδιογράφου διαθήκης, συνήθως από κάποιον ή κάποιους που έχουν συμφέρον από την ακύρωση της διαθήκης, ώστε μετά την εξαφάνισή της να κληρονομήσουν αυτοί, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ή ως τιμώμενοι με άλλη, προγενέστερη διαθήκη, που θα ισχύσει, εάν ακυρωθεί η μεταγενέστερη.
Η προσβολή μίας διαθήκης γίνεται με αγωγή ακυρώσεως στο δικαστήριο. Ωστόσο, δεν μπορεί οποιοσδήποτε να ασκήσει αυτή την αγωγή επιδιώκοντας την ακύρωση της διαθήκης. Για να μπορεί να το κάνει πρέπει να έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, εκείνοι δηλαδή που θα κληρονομήσουν εάν ακυρωθεί η διαθήκη (intestate heirs).
Έννομο συμφέρον έχουν επίσης και οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, επί παραδείγματι ο εγγονός, που κληρονομεί την μητέρα του, για να ακυρώσει την φερόμενη ως ιδιόγραφο διαθήκη του πατέρα της (και παππού του), με την οποία δεν της αφήνει τίποτα από την περιουσία του.
Δυνατότητα προσβολής της διαθήκης ως άκυρης έχουν και οι δανειστές του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, ο οποίος αμελεί να μεριμνήσει για την ακύρωση της διαθήκης. Σε μία υποθετική περίπτωση ο Γεώργιος Καλαματιανός χρωστάει χρήματα σε μία τράπεζα από δάνειο που έλαβε και που ήδη έχει καθυστερήσει να αποπληρώσει.
Ο Γεώργιος Καλαματιανός δεν έχει άλλη περιουσία στο όνομά του, ώστε η τράπεζα να μπορεί να την κατάσχει και να πάρει πίσω τα χρωστούμενα από το δάνειο που του είχε χορηγήσει. Λίγους μήνες μετά αποβιώνει ο πατέρας του Γεωργίου Καλαματιανού, αφήνοντας μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Πύλο. Αφήνει, όμως, και μία ιδιόγραφο διαθήκη, στην οποία δεν δίνει τίποτα στον υιό του Γ. Καλαματιανό.
Όλοι γνωρίζουν ότι ο διαθέτης πατέρας ήταν βαριά άρρωστος, ανίκανος προς δικαιοπραξία και χωρίς πλήρη πνευματική διαύγεια κατά τον χρόνο που φέρεται ότι συνέταξε την ιδιόγραφο διαθήκη του, επομένως θα υπήρχαν αρκετά επιχειρήματα ώστε η διαθήκη του να ακυρωθεί. Ο Γ. Καλαματιανός, όμως, δεν προχωρεί σε αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης του πατρός του, επειδή εάν η διαθήκη ακυρωθεί, θα πάρει μεν το μερίδιό του ως υιός και άρα εξ αδιαθέτου κληρονόμος, φοβάται όμως ότι το μερίδιό του αυτό θα έρθει μετά η τράπεζα να του το πάρει.
Εάν ο Γεώργιος Καλαματιανός δεν προχωρεί συνεπώς στην ακύρωση της ιδιογράφου διαθήκης του πατρός του, δύναται η ίδια η τράπεζα να ασκήσει αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, ως έχουσα έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι ο κληρονόμος που αμελεί να ασκήσει αγωγή κατά της διαθήκης είναι οφειλέτης της και αν αυτός πάρει το μεριδιό του από την κληρονομία, τότε και η τράπεζα θα πάρει τα οφειλόμενα σε αυτήν από το δάνειο που του είχε χορηγήσει.
Παρόμοιο νομικό ζήτημα κρίθηκε και από το Εφετείο Αθηνών, στην υπ΄αριθ. 744/2007 απόφασή του.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Monday, October 6, 2008
Έφεση σε καταδικαστικές αποφάσεις ελληνικού δικαστηρίου του Χρήστου Ηλιόπουλου
Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος εγκληματίας για να βρεθεί κατηγορούμενος σε ποινικό δικαστήριο. Σε πληθώρα περιπτώσεων ένας κατά τ’ άλλα νομοταγής πολίτης βρίσκεται κατηγορούμενος ότι διέπραξε ένα ποινικό αδίκημα. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τα ποινικά αδικήματα που διαπράττονται κατά την οδήγηση αυτοκινήτου. Σε οποιονδήποτε μπορεί να τύχει μία στιγμή απροσεξίας, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι σύγκρουση με άλλο αυτοκίνητο, τραυματισμός, παράσυρση πεζού κλπ.
Σε μία τέτοια υπόθεση, εκτός από την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί σε εκείνον που δεν ευθύνεται για το ατύχημα, για την επισκευή του οχήματος, τα έξοδα νοσηλείας του τραυματισθέντος και τα χαμένα ημερομίσθιά του, σχηματίζεται και κατηγορητήριο σε βάρος του υπαιτίου οδηγού. Το αδίκημα για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί είναι σωματική βλάβη από αμέλεια, ή σε περίπτωση θανάτου, ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Ένας φιλήσυχος λοιπόν πολίτης, που μπορεί να είναι και ομογενής που είχε έρθει στην Ελλάδα για τις θερινές διακοπές του, είναι δυνατόν να βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντιμέτωπος με φυλάκιση.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν το ποινικό δικαστήριο ορίζεται μετά από χρόνια σε χρόνο όπου ο κατηγορούμενος ομογενής βρίσκεται εκτός Ελλάδος και δεν μπορεί να παρουσιασθεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Η δυνατότητα που του παρέχει ο νόμος τότε είναι να ορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο, που θα εμφανισθεί στο δικαστήριο και θα υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο, έστω κι αν αυτός βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Για να καταστεί αυτό δυνατό, πρέπει ο ομογενής να υπογράψει πληρεξούσιο στην χώρα κατοικίας του και να το αποστείλει αρκετό καιρό πριν την ημέρα του δικαστηρίου στον δικηγόρο του στην Ελλάδα.
Τί γίνεται ωστόσο εάν υπάρξει καταδικαστική απόφαση, που κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο και τον καταδικάζει σε μερικούς μήνες φυλάκισης; Μήπως ο ομογενής θα πρέπει τότε να φοβάται ότι εάν γυρίσει στην Ελλάδα θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στην φυλακή;
Η κατάσταση δεν είναι τόσο τραγική. Κατ’ αρχάς, εάν ο ομογενής που καταδικάσθηκε έχει λευκό ποινικό μητρώο, η ποινική του καταδίκη στην Ελλάδα θα είναι με αναστολή, δηλ. δεν υποχρεούται να εκτίσει την ποινή φυλακίσεως, ούτε καν να την εξαγοράσει. Απλώς, πρέπει για τα επόμενα τρία έτη να μην διαπράξει άλλο αδίκημα, διότι τότε η ποινή θα είναι εκτελεστή.
Υπάρχουν όμως πολλοί άνθρωποι που δεν επιθυμούν να έχουν μία καταδίκη στο ποινικό μητρώο τους. Έτσι, ακόμα κι αν η καταδίκη δεν έχει καμία ουσιαστική συνέπεια σε βάρος τους, αφού ούτε φυλακή πηγαίνουν, ούτε καν χρειάζεται να εξαγοράσουν την ποινή τους, παρά ταύτα πιστεύουν ότι είναι αθώοι και θέλουν να ασκήσουν έφεση, ώστε στο Εφετείο να έχουν πιθανότητες να αθωωθούν.
Εάν ο καταδικασθείς ήταν παρών στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, έχει προθεσμία να ασκήσει έφεση εντός μόνο δέκα ημερών. Συνήθως η έφεση ασκείται αμέσως μετά το τέλος της δίκης που κατέληξε σε ποινική καταδίκη.
Η ίδια δεκαήμερη προθεσμία παρέχεται για άσκηση εφέσεως και όταν ο κατηγορούμενος δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, αφού ο κατηγορούμενος είχε μείνει στην αλλοδαπή. Ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο διά πληρεξουσίου που του είχε στείλει από το εξωτερικό ο ομογενής, θα έχει συνήθως και το δικαίωμα να ασκήσει έφεση για τον εντολέα του.
Στην περίπτωση όμως που ο ομογενής καταδικάσθηκε στην Ελλάδα χωρίς να είναι παρών (δηλαδή ερήμην) και δεν εκπροσωπήθηκε ούτε από δικηγόρο στην δίκη, εφόσον ο ομογενής είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, έχει προθεσμία τριάντα ημερών για να ασκήσει έφεση. Μάλιστα, οι τριάντα ημέρες αρχίζουν να μετρούν όχι από την ημέρα της δίκης, αλλά από την ημέρα κατά την οποία του επιδόθηκε η καταδικαστική απόφαση.
Η επίδοση γίνεται είτε όταν το Προξενείο καλέσει τον ομογενή για να του δώσει την απόφαση, είτε με ανάρτηση της απόφασης στο Δημαρχείο της πόλεως όπου είχε την κατοικία του ο καταδικασθείς στην Ελλάδα, εάν το ελληνικό δικαστήριο δεν γνωρίζει ότι είναι κάτοικος εξωτερικού.
Όταν λοιπόν ομογενής καταδικασθεί ερήμην σε φυλάκιση στην Ελλάδα, μπορεί να ασκήσει έφεση εντός προθεσμίας τριάντα ημερών, μέσω δικηγόρου στην Ελλάδα, στον οποίο ο ομογενής πρέπει να στείλει πληρεξούσιο, που θα του παρέχει την εξουσία να ασκήσει έφεση στο όνομά του. Το κείμενο του πληρεξουσίου πρέπει να ετοιμάσει δικηγόρος Ελλάδος, που γνωρίζει πώς πρέπει να διατυπωθεί το πληρεξούσιο που θα υπογραφεί στο Προξενείο για να γίνει σωστά η έφεση και να μπορέσει ο ομογενής να έχει πιθανότητες αθωώσεως στο Εφετείο, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν μπορεί να έλθει στην Ελλάδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Σε μία τέτοια υπόθεση, εκτός από την αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί σε εκείνον που δεν ευθύνεται για το ατύχημα, για την επισκευή του οχήματος, τα έξοδα νοσηλείας του τραυματισθέντος και τα χαμένα ημερομίσθιά του, σχηματίζεται και κατηγορητήριο σε βάρος του υπαιτίου οδηγού. Το αδίκημα για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί είναι σωματική βλάβη από αμέλεια, ή σε περίπτωση θανάτου, ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Ένας φιλήσυχος λοιπόν πολίτης, που μπορεί να είναι και ομογενής που είχε έρθει στην Ελλάδα για τις θερινές διακοπές του, είναι δυνατόν να βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντιμέτωπος με φυλάκιση.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν το ποινικό δικαστήριο ορίζεται μετά από χρόνια σε χρόνο όπου ο κατηγορούμενος ομογενής βρίσκεται εκτός Ελλάδος και δεν μπορεί να παρουσιασθεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του.
Η δυνατότητα που του παρέχει ο νόμος τότε είναι να ορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο, που θα εμφανισθεί στο δικαστήριο και θα υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο, έστω κι αν αυτός βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Για να καταστεί αυτό δυνατό, πρέπει ο ομογενής να υπογράψει πληρεξούσιο στην χώρα κατοικίας του και να το αποστείλει αρκετό καιρό πριν την ημέρα του δικαστηρίου στον δικηγόρο του στην Ελλάδα.
Τί γίνεται ωστόσο εάν υπάρξει καταδικαστική απόφαση, που κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο και τον καταδικάζει σε μερικούς μήνες φυλάκισης; Μήπως ο ομογενής θα πρέπει τότε να φοβάται ότι εάν γυρίσει στην Ελλάδα θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στην φυλακή;
Η κατάσταση δεν είναι τόσο τραγική. Κατ’ αρχάς, εάν ο ομογενής που καταδικάσθηκε έχει λευκό ποινικό μητρώο, η ποινική του καταδίκη στην Ελλάδα θα είναι με αναστολή, δηλ. δεν υποχρεούται να εκτίσει την ποινή φυλακίσεως, ούτε καν να την εξαγοράσει. Απλώς, πρέπει για τα επόμενα τρία έτη να μην διαπράξει άλλο αδίκημα, διότι τότε η ποινή θα είναι εκτελεστή.
Υπάρχουν όμως πολλοί άνθρωποι που δεν επιθυμούν να έχουν μία καταδίκη στο ποινικό μητρώο τους. Έτσι, ακόμα κι αν η καταδίκη δεν έχει καμία ουσιαστική συνέπεια σε βάρος τους, αφού ούτε φυλακή πηγαίνουν, ούτε καν χρειάζεται να εξαγοράσουν την ποινή τους, παρά ταύτα πιστεύουν ότι είναι αθώοι και θέλουν να ασκήσουν έφεση, ώστε στο Εφετείο να έχουν πιθανότητες να αθωωθούν.
Εάν ο καταδικασθείς ήταν παρών στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, έχει προθεσμία να ασκήσει έφεση εντός μόνο δέκα ημερών. Συνήθως η έφεση ασκείται αμέσως μετά το τέλος της δίκης που κατέληξε σε ποινική καταδίκη.
Η ίδια δεκαήμερη προθεσμία παρέχεται για άσκηση εφέσεως και όταν ο κατηγορούμενος δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, αφού ο κατηγορούμενος είχε μείνει στην αλλοδαπή. Ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο διά πληρεξουσίου που του είχε στείλει από το εξωτερικό ο ομογενής, θα έχει συνήθως και το δικαίωμα να ασκήσει έφεση για τον εντολέα του.
Στην περίπτωση όμως που ο ομογενής καταδικάσθηκε στην Ελλάδα χωρίς να είναι παρών (δηλαδή ερήμην) και δεν εκπροσωπήθηκε ούτε από δικηγόρο στην δίκη, εφόσον ο ομογενής είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, έχει προθεσμία τριάντα ημερών για να ασκήσει έφεση. Μάλιστα, οι τριάντα ημέρες αρχίζουν να μετρούν όχι από την ημέρα της δίκης, αλλά από την ημέρα κατά την οποία του επιδόθηκε η καταδικαστική απόφαση.
Η επίδοση γίνεται είτε όταν το Προξενείο καλέσει τον ομογενή για να του δώσει την απόφαση, είτε με ανάρτηση της απόφασης στο Δημαρχείο της πόλεως όπου είχε την κατοικία του ο καταδικασθείς στην Ελλάδα, εάν το ελληνικό δικαστήριο δεν γνωρίζει ότι είναι κάτοικος εξωτερικού.
Όταν λοιπόν ομογενής καταδικασθεί ερήμην σε φυλάκιση στην Ελλάδα, μπορεί να ασκήσει έφεση εντός προθεσμίας τριάντα ημερών, μέσω δικηγόρου στην Ελλάδα, στον οποίο ο ομογενής πρέπει να στείλει πληρεξούσιο, που θα του παρέχει την εξουσία να ασκήσει έφεση στο όνομά του. Το κείμενο του πληρεξουσίου πρέπει να ετοιμάσει δικηγόρος Ελλάδος, που γνωρίζει πώς πρέπει να διατυπωθεί το πληρεξούσιο που θα υπογραφεί στο Προξενείο για να γίνει σωστά η έφεση και να μπορέσει ο ομογενής να έχει πιθανότητες αθωώσεως στο Εφετείο, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν μπορεί να έλθει στην Ελλάδα.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
Subscribe to:
Posts (Atom)