Μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσεις. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή επί της οποίας στηρίζεται το οικοδόμημα της δικαιοσύνης κάθε ανεπτυγμένου κράτους ο κανόνας ότι ένα δικαστήριο πριν εκδώσει την ετυμηγορία του, πρέπει να ακούσει και τις δύο πλευρές που διαφωνούν. Άλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αδικίας, διότι όσο καθαρή και αναμφισβήτητη αν παρουσιάζεται μία υπόθεση, πάντα μπορεί να κρύβει και μία άλλη, αντίθετη πλευρά και μόνον αφού εξασφαλισθεί ότι και η άλλη πλευρά θα ακουσθεί, μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Για να γίνει μία αστική δίκη στην Ελλάδα πρέπει να εμφανισθεί τόσο ο ενάγων, αυτός δηλ. που έλαβε την πρωτοβουλία να γίνει το δικαστήριο, όσο και ο εναγόμενος, αυτός δηλ. κατά του οποίου στρέφεται ο ενάγων.
Εάν ο εναγόμενος κατοικεί εκτός Ελλάδος, η επίδοση πρέπει να γίνει σύμφωνα με την Συνθήκη της Χάγης, εκτός εάν διαμένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε ισχύουν ελαφρώς τροποποιημένες διατάξεις.
Η Συνθήκη της Χάγης προβλέπει ότι εάν ο εναγόμενος κατοικεί στο εξωτερικό σε γνωστή διεύθυνση, πρέπει οπωσδήποτε να του επιδοθεί το έγγραφο της δίκης. Σε περίπτωση απουσίας του εναγομένου, το δικαστήριο στην Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει μόνο εάν αποδεικνύεται ότι πράγματι του επιδόθηκε η αγωγή.
Ο νόμος στην Ελλάδα ορίζει ότι επίδοση προς κάποιον που κατοικεί στο εξωτερικό γίνεται με επίδοση του δικογράφου στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η δίκη. Ωστόσο, η Συνθήκη της Χάγης, που υπερισχύει του απλού ελληνικού νόμου, ορίζει ότι το δικόγραφο πρέπει να έχει πράγματι επιδοθεί στον εναγόμενο στο εξωτερικό και δεν αρκεί μόνο η επίδοση στον Εισαγγελέα.
Κατά την Συνθήκη της Χάγης, ωστόσο, κατ΄εξαίρεση επιτρέπεται να προχωρήσει η δίκη στην Ελλάδα, ακόμα κι αν ο εναγόμενος δεν έχει παραλάβει τα έγγραφα της δίκης στο εξωτερικό, εάν προκύπτει από έγγραφα των αρχών της χώρας όπου γίνεται η επίδοση ότι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που έγιναν, δεν κατέστη εφικτό να επιδοθεί στον εναγόμενο το δικόγραφο της δίκης και εφόσον έχει παρέλθει τουλάχιστον εξάμηνο από την αποστολή των εγγράφων στο εξωτερικό μέχρι την πρώτη συζήτηση της δίκης στην Ελλάδα.
Στην υπ’ αριθ. 1689/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε υπόθεση αγωγής διαζυγίου, την οποία ο σύζυγος κατέθεσε στην Ελλάδα και απηύθηνε κατά της συζύγου του, κάτοικο ΗΠΑ. Η αγωγή δεν επεδόθη στην εναγομένη σύζυγο στις ΗΠΑ, παρά ταύτα τα δικαστήρια στην Ελλάδα προχώρησαν την δίκη και η σύζυγος παραπονέθηκε με αναίρεση στον Άρειο Πάγο ότι παραβιάσθηκαν τα δικαιώματά της, αφού η δίκη έγινε χωρίς να της επιδοθεί η αγωγή διαζυγίου στις ΗΠΑ.
Τα δικαστήρια στην Ελλάδα και ο Άρειος Πάγος έκριναν ότι «όπως προκύπτει από την από 11-3-2004 βεβαίωση της συμβαλλόμενης Αρχής για το γραφείο διεθνούς δικαστικής αρωγής στο Σιάτλ των ΗΠΑ (Process Forwarding International), η επίδοση του δικογράφου της άνω αγωγής διαζυγίου επιχειρήθη έντεκα (11) φορές από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, από λόγους που αφορούν την ανακόπτουσα - εναγομένη, η οποία ισάριθμες φορές απέφυγε την παραλαβή αυτής».
Δέχθηκε δηλαδή ο Άρειος Πάγος ότι έγιναν επίμονες ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, στο οποίο απευθυνόταν η αγωγή διαζυγίου, προς επίδοση της αγωγής στην αναιρεσείουσα και εφόσον, παρά τις ενέργειες αυτές, αλλά και τις ενέργειες της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δεν κατέστη δυνατή η λήψη σχετικής βεβαίωσης περί επιδόσεως της αγωγής στην αναιρεσείουσα, το Εφετείο στην Ελλάδα, που έκρινε ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 15 παρ.2 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εφήρμοσε την Σύμβαση.
Συμπεραίνεται συνεπώς ότι για επίδοση στο εξωτερικό απαιτείται κατ’ αρχάς πραγματική επίδοση του δικογράφου στον εναγόμενο που κατοικεί εκτός Ελλάδος και δεν αρκεί η τυπική επίδοση στον Εισαγγελέα στην Ελλάδα. Όταν όμως η επίδοση στο εξωτερικό έχει καταστεί ανέφικτη λόγω κυρίως υπαιτιότητος του εναγομένου και έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι μήνες από την αποστολή του δικογράφου μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο στην Ελλάδα, η δίκη μπορεί να προχωρήσει και το ελληνικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση, έστω κι αν δεν άκουσε την άλλη πλευρά, η οποία ωστόσο κλητεύθηκε νομοτύπως να παραστεί και δεν παρέστη.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
Saturday, March 20, 2010
Sunday, March 7, 2010
Ακύρωση καταδολιευτικής πωλήσεως ακινήτου
Γενικός κανόνας του δικαίου, που προκύπτει από την κοινή λογική και την ηθική, είναι ότι εκείνος που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν μπορεί να μειώσει την περιουσία του μεταβιβάζοντας περιουσιακά του στοιχεία, με σκοπό να αποφύγει την εξόφληση των υποχρεώσεών του προς τους δανειστές του.
Σε ένα πολύ απλό παράδειγμα, εάν κάποιος οφείλει 100.000 ευρώ σε μία τράπεζα ή σε έναν προμηθευτή του και η καταληκτική ημερομηνία αποπληρωμής του χρέους του έχει προ πολλού παρέλθει, τότε η ενδεχόμενη μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου του, δηλαδή ενός ακινήτου αξίας 55.000 ευρώ, μπορεί να ακυρωθεί ως καταδολιευτική.
Για να θεωρηθεί καταδολίευση δανειστών η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου ενός οφειλέτη πρέπει να ισχύουν ορισμένες προϋποθέσεις. Απαιτείται πρώτα απ’ όλα πρόθεση του οφειλέτη με την μεταβίβαση να βλάψει τους δανειστές του. Η πρόθεση αυτή συνήθως υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την μεταβίβαση του περιουσιακού του στοιχείου η περιουσία που θα του απομένει δεν θα επαρκεί για να εξοφληθούν οι δανειστές του.
Απαιτείται επίσης ο τρίτος, που αποκτά το περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη, να γνωρίζει ότι με την εν λόγω μεταβίβαση συντελείται αποφυγή πληρωμής χρεών του μεταβιβάζοντος οφειλέτη. Όταν ο αποκτών το ακίνητο από τον οφειλέτη είναι σύζυγος ή στενός συγγενής του, τεκμαίρεται ότι γνωρίζει ότι επιχειρείται καταδολίευση, εκτός εάν από την μεταβίβαση μέχρι την άσκηση της αγωγής για την ακύρωση της μεταβιβάσεως παρήλθε έτος.
Στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 651/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, μία ομόρρυθμος εταιρεία όφειλε 240 εκατομμύρια δρχ. σε τράπεζα ήδη από το 1992. Η τράπεζα κινήθηκε δικαστικώς κατά του ομορρύθμου εταίρου, για να εγγράψει υποθήκη στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του, που ήταν ένα ακίνητο.
Ενώ το δικαστήριο για την εγγραφή υποθήκης επί του ακινήτου του οφειλέτη εκκρεμούσε, ο οφειλέτης πώλησε το μοναδικό του ακίνητο σε κάποιον τρίτο. Τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο κήρυξαν άκυρη την πώληση του ακινήτου, λόγω καταδολίευσης δανειστών, διότι απεδείχθη ότι το κίνητρο του πωλητή του ακινήτου ήταν να «απαλλαγεί» από το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, ώστε η τράπεζα, στην οποία όφειλε μεγάλο χρηματικό ποσό, να μην μπορεί να του βρει προσωπική περιουσία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Σε ένα πολύ απλό παράδειγμα, εάν κάποιος οφείλει 100.000 ευρώ σε μία τράπεζα ή σε έναν προμηθευτή του και η καταληκτική ημερομηνία αποπληρωμής του χρέους του έχει προ πολλού παρέλθει, τότε η ενδεχόμενη μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου του, δηλαδή ενός ακινήτου αξίας 55.000 ευρώ, μπορεί να ακυρωθεί ως καταδολιευτική.
Για να θεωρηθεί καταδολίευση δανειστών η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου ενός οφειλέτη πρέπει να ισχύουν ορισμένες προϋποθέσεις. Απαιτείται πρώτα απ’ όλα πρόθεση του οφειλέτη με την μεταβίβαση να βλάψει τους δανειστές του. Η πρόθεση αυτή συνήθως υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την μεταβίβαση του περιουσιακού του στοιχείου η περιουσία που θα του απομένει δεν θα επαρκεί για να εξοφληθούν οι δανειστές του.
Απαιτείται επίσης ο τρίτος, που αποκτά το περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη, να γνωρίζει ότι με την εν λόγω μεταβίβαση συντελείται αποφυγή πληρωμής χρεών του μεταβιβάζοντος οφειλέτη. Όταν ο αποκτών το ακίνητο από τον οφειλέτη είναι σύζυγος ή στενός συγγενής του, τεκμαίρεται ότι γνωρίζει ότι επιχειρείται καταδολίευση, εκτός εάν από την μεταβίβαση μέχρι την άσκηση της αγωγής για την ακύρωση της μεταβιβάσεως παρήλθε έτος.
Στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 651/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, μία ομόρρυθμος εταιρεία όφειλε 240 εκατομμύρια δρχ. σε τράπεζα ήδη από το 1992. Η τράπεζα κινήθηκε δικαστικώς κατά του ομορρύθμου εταίρου, για να εγγράψει υποθήκη στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του, που ήταν ένα ακίνητο.
Ενώ το δικαστήριο για την εγγραφή υποθήκης επί του ακινήτου του οφειλέτη εκκρεμούσε, ο οφειλέτης πώλησε το μοναδικό του ακίνητο σε κάποιον τρίτο. Τα δικαστήρια μέχρι και τον Άρειο Πάγο κήρυξαν άκυρη την πώληση του ακινήτου, λόγω καταδολίευσης δανειστών, διότι απεδείχθη ότι το κίνητρο του πωλητή του ακινήτου ήταν να «απαλλαγεί» από το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, ώστε η τράπεζα, στην οποία όφειλε μεγάλο χρηματικό ποσό, να μην μπορεί να του βρει προσωπική περιουσία.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)