Στην Ελλάδα περισσότερο, δυστυχώς, από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία), στα αυτοκινητικά δυστυχήματα χάνονται πολλές ανθρώπινες ζωές. Ειδικώς, κάθε χρόνο στον ακήρυχτο πόλεμο της Ελλάδος σκοτώνονται περίπου 2.000 άνθρωποι (!) στην άσφαλτο, ενώ αρκετές χιλιάδες τραυματίζονται σοβαρά και πολλοί μένουν ανάπηροι.
Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.
Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.
Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.
Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.
Στην υπ΄αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου "οικογένεια του θύματος" προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».
Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».
Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Monday, April 27, 2009
Wednesday, April 22, 2009
Χρήση κοινού ακινήτου από όλους τους συνιδιοκτήτες του Χρήστου Ηλιόπουλου
Μερικές φορές, συνήθως ως αποτέλεσμα κληρονομικής διαδοχής, περισσότερα πρόσωπα αποκτούν συγκυριότητα επί ενός ακινήτου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να μην είναι πάντοτε εφικτό όλοι οι συγκύριοι του ακινήτου να ασκήσουν τις εξουσίες που πηγάζουν από το δικαίωμα της κυριότητας του ακινήτου.
Κυριότητα επί ενός ακινήτου σημαίνει ελευθερία του κυρίου του ακινήτου να το χρησιμοποιεί νομίμως κατά βούλησιν, να κάνει προσωπική χρήση αυτού ή να το εκμισθώνει σε τρίτον, να αποφασίζει για τον συγκεκριμένο τρόπο τακτικής εκμετάλλευσής του, ή ανάπτυξης αυτού (π.χ. κατεδάφιση οικίας και ανοικοδόμηση νέας οικοδομής με αντιπαροχή), αλλά και να το διαθέτει ελεύθερα, όχι δηλαδή μόνο να το εκμισθώνει (νοικιάζει) αλλά και να το πωλεί, να το δωρίζει, να το υποθηκεύει κλπ.
Όταν το ακίνητο ανήκει σε ένα πρόσωπο όλα τα ανωτέρω είναι εύκολο να γίνουν, διότι η απόφαση ανήκει σε έναν μόνο ιδιοκτήτη. Όταν όμως το ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους συγκυρίους, μπορεί να προκύψουν διαφωνίες για το ποιός είναι ο προσφορότερος τρόπος χρήσεως ή εκμεταλλεύσεως του κοινού ακινήτου.
Αυτονόητο είναι ότι όταν το κοινό ακίνητο το χρησιμοποιεί αποκλειστικώς ένας μόνο εκ των συνιδιοκτητών, αποκλείοντας τους άλλους συνιδιοκτήτες από την χρήση του, υποχρεούται να τους αποζημιώσει, κατά την αναλογία του ιδανικού μεριδίου εκάστου των συγκυρίων.
Εάν επί παραδείγματι δύο αδέλφια έχουν κληρονομήσει ένα πρατήριο βενζίνης, αλλά ο ένας αδελφός έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση του ακινήτου και της επιχείρησης που στεγάζεται σ’ αυτό, αποκλείοντας τον άλλον αδελφό, ο τελευταίος έχει αξίωση κατά του αδελφού του στο 50% των εισοδημάτων της επιχειρήσεως του πρατηρίου βενζίνης και αν δεν του το δίνει, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο.
Σε απόφασή του ο Άρειος Πάγος (υπ΄αριθ. 1793/2006) έκρινε επί υποθέσεως όπου συγκύριοι ενός οικοπέδου μετά της διώροφης μονοκατοκίας επ’αυτού ήταν η κόρη (σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου) και η σύζυγος (σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου) του κληρονομουμένου. Μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη του ακινήτου, η σύζυγός του εξακολούθησε να χρησιμοποιεί την μονοκατοικία ως κατοικία της, όπως συνέβαινε και πρίν τον θάνατο του συζύγου της.
Η κόρη της ωστόσο, είχε την γνώμη ότι η μητέρα της δεν έπρεπε να κάνει χρήση της μονοκατοικίας, που ήταν πολύ μεγάλη, αλλά θα έπρεπε από κοινού να εκμισθώσουν την μονοκατοικία σε τρίτον, ώστε να λαμβάνουν μίσθωμα, ενώ η μητέρα της μπορούσε να μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα που είχε στην κυριότητά της.
Η μητέρα δεν δεχόταν να μετακομίσει, παρέμεινε στην μονοκατοικία, προσέφερε ωστόσο στην κόρη της την δυνατότητα να κάνει κι αυτή χρήση της μονοκατοικίας, καθώς ήταν μεγάλη, με αρκετά δωμάτια και χώρους. Η κόρη προσέφυγε στο δικαστήριο, ζητώντας τα 3/4 της ωφέλειας που η μητέρα της απεκόμιζε από την αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, δηλαδή τα 3/4 της μισθωτικής αξίας που θα απεκόμιζαν εάν νοίκιαζαν την μονοκατοικία σε τρίτον ενοικιαστή.
Από την πλευρά της η μητέρα υποστήριξε ότι δεν έκανε αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, καθώς δεν είχε απαγορεύσει στην κόρη της να κάνει χρήση του κοινού ακινήτου, αντιθέτως της είχε δώσει τα κλειδιά και την είχε καλέσει να διαμένει κι αυτή σε άλλους χώρους (δωμάτια και όροφο) του ίδιου ακινήτου. Επομένως, αφού δεν είχε αποκλείσει την κόρη της από την κοινή χρήση του ακινήτου, δεν υποχρεούτο η μητέρα στην καταβολή στην κόρη των 3/4 του ενοικίου της μονοκατοικίας.
Το Εφετείο έκρινε ότι η κόρη δεν δικαιούται να αξιώνει τα 3/4 του ενοικίου, διότι η μητέρα της δεν της απαγόρευσε να κάνει χρήση της μονοκατοικίας, ωστόσο ο Άρειος Πάγος, στον οποίο προσέφυγε η κόρη, έκρινε ότι το Εφετείο δεν είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο, διότι από την μία εδέχθη ότι η μητέρα έκανε αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, από την άλλη όμως δεν επεδίκασε την ωφέλεια (το ποσοστό του ενοικίου) στην κόρη. Η υπόθεση συνεπώς ανεπέμφθη από τον Άρειο Πάγο πίσω στο Εφετείο, για να ξαναδικασθεί από άλλους δικαστές από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση την πρώτη φορά.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Κυριότητα επί ενός ακινήτου σημαίνει ελευθερία του κυρίου του ακινήτου να το χρησιμοποιεί νομίμως κατά βούλησιν, να κάνει προσωπική χρήση αυτού ή να το εκμισθώνει σε τρίτον, να αποφασίζει για τον συγκεκριμένο τρόπο τακτικής εκμετάλλευσής του, ή ανάπτυξης αυτού (π.χ. κατεδάφιση οικίας και ανοικοδόμηση νέας οικοδομής με αντιπαροχή), αλλά και να το διαθέτει ελεύθερα, όχι δηλαδή μόνο να το εκμισθώνει (νοικιάζει) αλλά και να το πωλεί, να το δωρίζει, να το υποθηκεύει κλπ.
Όταν το ακίνητο ανήκει σε ένα πρόσωπο όλα τα ανωτέρω είναι εύκολο να γίνουν, διότι η απόφαση ανήκει σε έναν μόνο ιδιοκτήτη. Όταν όμως το ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους συγκυρίους, μπορεί να προκύψουν διαφωνίες για το ποιός είναι ο προσφορότερος τρόπος χρήσεως ή εκμεταλλεύσεως του κοινού ακινήτου.
Αυτονόητο είναι ότι όταν το κοινό ακίνητο το χρησιμοποιεί αποκλειστικώς ένας μόνο εκ των συνιδιοκτητών, αποκλείοντας τους άλλους συνιδιοκτήτες από την χρήση του, υποχρεούται να τους αποζημιώσει, κατά την αναλογία του ιδανικού μεριδίου εκάστου των συγκυρίων.
Εάν επί παραδείγματι δύο αδέλφια έχουν κληρονομήσει ένα πρατήριο βενζίνης, αλλά ο ένας αδελφός έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση του ακινήτου και της επιχείρησης που στεγάζεται σ’ αυτό, αποκλείοντας τον άλλον αδελφό, ο τελευταίος έχει αξίωση κατά του αδελφού του στο 50% των εισοδημάτων της επιχειρήσεως του πρατηρίου βενζίνης και αν δεν του το δίνει, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο.
Σε απόφασή του ο Άρειος Πάγος (υπ΄αριθ. 1793/2006) έκρινε επί υποθέσεως όπου συγκύριοι ενός οικοπέδου μετά της διώροφης μονοκατοκίας επ’αυτού ήταν η κόρη (σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου) και η σύζυγος (σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου) του κληρονομουμένου. Μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη του ακινήτου, η σύζυγός του εξακολούθησε να χρησιμοποιεί την μονοκατοικία ως κατοικία της, όπως συνέβαινε και πρίν τον θάνατο του συζύγου της.
Η κόρη της ωστόσο, είχε την γνώμη ότι η μητέρα της δεν έπρεπε να κάνει χρήση της μονοκατοικίας, που ήταν πολύ μεγάλη, αλλά θα έπρεπε από κοινού να εκμισθώσουν την μονοκατοικία σε τρίτον, ώστε να λαμβάνουν μίσθωμα, ενώ η μητέρα της μπορούσε να μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα που είχε στην κυριότητά της.
Η μητέρα δεν δεχόταν να μετακομίσει, παρέμεινε στην μονοκατοικία, προσέφερε ωστόσο στην κόρη της την δυνατότητα να κάνει κι αυτή χρήση της μονοκατοικίας, καθώς ήταν μεγάλη, με αρκετά δωμάτια και χώρους. Η κόρη προσέφυγε στο δικαστήριο, ζητώντας τα 3/4 της ωφέλειας που η μητέρα της απεκόμιζε από την αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, δηλαδή τα 3/4 της μισθωτικής αξίας που θα απεκόμιζαν εάν νοίκιαζαν την μονοκατοικία σε τρίτον ενοικιαστή.
Από την πλευρά της η μητέρα υποστήριξε ότι δεν έκανε αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, καθώς δεν είχε απαγορεύσει στην κόρη της να κάνει χρήση του κοινού ακινήτου, αντιθέτως της είχε δώσει τα κλειδιά και την είχε καλέσει να διαμένει κι αυτή σε άλλους χώρους (δωμάτια και όροφο) του ίδιου ακινήτου. Επομένως, αφού δεν είχε αποκλείσει την κόρη της από την κοινή χρήση του ακινήτου, δεν υποχρεούτο η μητέρα στην καταβολή στην κόρη των 3/4 του ενοικίου της μονοκατοικίας.
Το Εφετείο έκρινε ότι η κόρη δεν δικαιούται να αξιώνει τα 3/4 του ενοικίου, διότι η μητέρα της δεν της απαγόρευσε να κάνει χρήση της μονοκατοικίας, ωστόσο ο Άρειος Πάγος, στον οποίο προσέφυγε η κόρη, έκρινε ότι το Εφετείο δεν είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο, διότι από την μία εδέχθη ότι η μητέρα έκανε αποκλειστική χρήση της μονοκατοικίας, από την άλλη όμως δεν επεδίκασε την ωφέλεια (το ποσοστό του ενοικίου) στην κόρη. Η υπόθεση συνεπώς ανεπέμφθη από τον Άρειο Πάγο πίσω στο Εφετείο, για να ξαναδικασθεί από άλλους δικαστές από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση την πρώτη φορά.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Monday, April 13, 2009
Πότε υπάρχει αδυναμία συντάξεως διαθήκης του Χρήστου Ηλιόπουλου
Κατά το ελληνικό δίκαιο, ανίκανοι να συντάξουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης υπάρχει εάν αυτός που συνέταξε την διαθήκη είχε α) έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λ.π.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νού και β) ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
Για να ακυρωθεί μία διαθήκη πρέπει να αποδειχθεί ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως τέτοια νοείται κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ' αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, σε νησί του Ιονίου, ο 79 ετών διαθέτης νυμφεύθηκε, μυστικά από τα αδέλφια του, την κατά 25 έτη νεώτερή του οικιακή βοηθό και λίγους μήνες μετά συνέταξε διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την, όχι ευκαταφρόνητη, περιουσία του. Δύο χρόνια μετά την σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης απεβίωσε και τα αδέλφια του τότε μόνο έμαθαν ότι ο αδελφός τους είχε σύζυγο και μάλιστα ότι είχε αφήσει και διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την περιουσία του.
Ο διαθέτης προ του θανάτου του έπασχε από διάφορες ασθένειες, για τις οποίες είχαν συνταχθεί ιατρικά πιστοποιητικά και είχε νοσηλευθεί επανειλημμένως. Τα αδέλφια του διαθέτη άσκησαν αγωγή στα δικαστήρια για ακύρωση της διαθήκης, υποστηρίζοντες ότι ο αδελφός τους δεν είχε την ικανότητα να συντάξει διαθήκη λόγω των ασθενειών του. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους, το Εφετείο όμως την έκανε δεκτή και ακύρωσε την διαθήκη.
Η σύζυγος του διαθέτη, επιθυμούσα να κριθεί έγκυρη η διαθήκη, προσέβαλε με αναίρεση στον Άρειο Πάγο την απόφαση του Εφετείου. Ο Άρειος Πάγος πράγματι, με την υπ΄αριθ. 1110/2008 απόφασή του, εδέχθη την αναίρεση, κρίνοντας ότι το Εφετείο είχε περιλάβει στην απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες για την ακύρωση της διαθήκης και η υπόθεση εστάλη πίσω στο Εφετείο για να δικασθεί εκ νέου από άλλους δικαστές και να κριθεί αιτιολογημένως εάν ο διαθέτης ήταν ικανός ή όχι για να συντάξει διαθήκη.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Για να ακυρωθεί μία διαθήκη πρέπει να αποδειχθεί ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως τέτοια νοείται κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ' αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, σε νησί του Ιονίου, ο 79 ετών διαθέτης νυμφεύθηκε, μυστικά από τα αδέλφια του, την κατά 25 έτη νεώτερή του οικιακή βοηθό και λίγους μήνες μετά συνέταξε διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την, όχι ευκαταφρόνητη, περιουσία του. Δύο χρόνια μετά την σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης απεβίωσε και τα αδέλφια του τότε μόνο έμαθαν ότι ο αδελφός τους είχε σύζυγο και μάλιστα ότι είχε αφήσει και διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την περιουσία του.
Ο διαθέτης προ του θανάτου του έπασχε από διάφορες ασθένειες, για τις οποίες είχαν συνταχθεί ιατρικά πιστοποιητικά και είχε νοσηλευθεί επανειλημμένως. Τα αδέλφια του διαθέτη άσκησαν αγωγή στα δικαστήρια για ακύρωση της διαθήκης, υποστηρίζοντες ότι ο αδελφός τους δεν είχε την ικανότητα να συντάξει διαθήκη λόγω των ασθενειών του. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους, το Εφετείο όμως την έκανε δεκτή και ακύρωσε την διαθήκη.
Η σύζυγος του διαθέτη, επιθυμούσα να κριθεί έγκυρη η διαθήκη, προσέβαλε με αναίρεση στον Άρειο Πάγο την απόφαση του Εφετείου. Ο Άρειος Πάγος πράγματι, με την υπ΄αριθ. 1110/2008 απόφασή του, εδέχθη την αναίρεση, κρίνοντας ότι το Εφετείο είχε περιλάβει στην απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες για την ακύρωση της διαθήκης και η υπόθεση εστάλη πίσω στο Εφετείο για να δικασθεί εκ νέου από άλλους δικαστές και να κριθεί αιτιολογημένως εάν ο διαθέτης ήταν ικανός ή όχι για να συντάξει διαθήκη.
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Τράπεζα δάνεισε απατεώνα στο όνομα ανύποπτου πολίτη του Χρήστου Ηλιόπουλου
Η τράπεζα, ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που ασκεί δημόσια λειτουργία, οφείλει να ελέγχει με πάσα επιμέλεια τα στοιχεία της ταυτότητος κάθε προσώπου, που εμφανίζεται στο τραπεζικό κατάστημα και ζητεί να διενεργήσει μία συναλλαγή. Σε άλλες περιπτώσεις, τα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι η τράπεζα οφείλει να αποζημιώσει δικαιούχο τραπεζικού λογαριασμού, για την απώλεια των χρημάτων του λογαριασμού, επειδή κάποιος τρίτος, μη δικαιούχος, που εμφανίσθηκε στο ταμείο της τραπέζης υποδυόμενος τον δικαιούχο, επέτυχε να κάνει ανάληψη, επειδή ο υπάλληλος του ταμείου της τραπέζης δεν ήλεγξε επιμελώς την ταυτοπροσωπία μεταξύ του δικαιούχου του λογαριασμού και του προσώπου που είχε εμφανισθεί στο ταμείο ζητώντας να κάνει ανάληψη.
Στην προκείμενη υπόθεση, κάποιος απατεών, αφού κατόρθωσε να λάβει στην κατοχή του παραποιημένο δελτίο ταυτότητος ενός ανύποπτου πολίτη, εμφανίσθηκε σε τράπεζα στην Αθήνα και ζήτησε να λάβει καταναλωτικό δάνειο στο όνομα του ανύποπτου πολίτη. Η ταυτότητα είχε παραποιηθεί κατά το ότι ενώ ανέγραφε όλα τα στοιχεία του πραγματικού κατόχου της, στην θέση της φωτογραφίας είχε τοποθετηθεί η φωτογραφία του απατεώνος.
Η διαδικασίες λήψεως καταναλωτικών δανείων, ήταν τουλάχιστον μέχρι πριν λίγο καιρό, σχετικά σύντομες και πάντως πολύ ευκολώτερες από την λήψη στεγαστικών ή άλλου τύπου δανείων, κυρίως επειδή οι τράπεζες επιθυμούσαν να δανείσουν εύκολα όσο πιο πολλούς πελάτες τους ήταν δυνατόν, με υψηλά βεβαίως επιτόκια, που ισοστάθμιζαν το ρίσκο που ανελάμβαναν οι τράπεζες από την ευκολία με την οποία δάνειζαν.
Ο απατεών κατόρθωσε λοιπόν να εισπράξει το ποσό των 30.000 ευρώ ως καταναλωτικό δάνειο και ακολούθως έσπευσε να εξαφανισθεί, αδιαφορώντας φυσικά για την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου.
Ο δικαιούχος της ταυτότητος, μη υποψιαζόμενος ότι φαίνεται να χρωστάει χρήματα, επεχείρησε να λάβει καταναλωτικό δάνειο από τράπεζα, επ’ ευκαιρία του επικειμένου γάμου του, για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι δεν μπορεί να δανειοδοτηθεί, διότι είναι καταχωρημένος στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ ως οφειλέτης ληξιπορθέσμου δανείου!
Αφού ήλεγξε τα στοιχεία της υποθέσεως, απεκαλύφθη η απάτη, ότι δηλαδή κάποιος απατεών είχε χρησιμοποιήσει την δική του ταυτότητα για να λάβει δάνειο στο όνομά του. Από την έρευνα, διεπιστώθη ότι η υπάλληλος της τραπέζης που είχε ελέγξει την ταυτότητα του προσώπου, που είχε εμφανισθεί με το παραποιημένο δελτίο ταυτότητος, δεν είχε προβεί σε επιμελή έλεγγο όλων των στοιχείων, με αποτέλεσμα να εγκρίνει το δάνειο προς τον απατεώνα που χρησιμοπιούσε το όνομα του ανυποψίαστου πολίτη.
Ο τελευταίος θεώρησε ότι έπεσε θύμα αδικοπραξίας από την τράπεζα, διότι προσεβλήθη στην προσωπικότητά του από την παράνομη και υπαίτια ενέργεια της υπαλλήλου της τραπέζης να μην προβεί σε επιμελή έλεγχο των στοιχείων της ταυτότητος του δράστη και προσέφυγε στο δικαστήριο αξιώνοντας αποζημίωση από την τράπεζα.
Το Εφετείο Αθηνών τον δικαίωσε, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της υπαλλήλου της τραπέζης, «ήτοι η έλλειψη της επιμέλειας και της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, συνιστά βαρεία αμέλεια, λόγω και του μεγάλου ποσού που χορηγήθηκε ως καταναλωτικό δάνειο (30.000 ευρώ)». Η καταχώρηση του ενάγοντος στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ του δημιούργησε αναστάτωση, ιδιαιτέρως δε επειδή επιθυμούσε να ζητήσει καταναλωτικό δάνειο ενόψει του επικειμένου γάμου του, για αγορά επίπλων, ενώ αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω της δυσμενούς αυτής καταχώρησης.
Το εφετείο απεφάσισε ότι ο ενάγων, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητας του, έχει κατά της εναγομένης τραπέζης αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και δικαιούται αποζημιώσεως, αφού ληφθεί υπόψιν ο βαθμός του πταίσματος της υπαλλήλου της εναγομένης, το μέγεθος της ζημίας του ενάγοντος, αλλά και δοθέντος ότι με διορθωτική επιστολή της η εναγομένη τράπεζα προς τον ΤΕΙΡΕΣΙΑ καταχώρησε ως εξοφλημένο τελικώς το δάνειο για να απαλειφθεί το όνομα του ενάγοντα από τη «μαύρη λίστα». Ενόψει συνεπώς των επανορθωτικών ενεργειών της τραπέζης, που μείωσαν την βλάβη του ενάγοντος, η αποζημίωση ορίσθηκε σε 3.000 ευρώ. (Εφετείο Αθηνών, απόφαση υπ’ αριθ. 3727/2007).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Στην προκείμενη υπόθεση, κάποιος απατεών, αφού κατόρθωσε να λάβει στην κατοχή του παραποιημένο δελτίο ταυτότητος ενός ανύποπτου πολίτη, εμφανίσθηκε σε τράπεζα στην Αθήνα και ζήτησε να λάβει καταναλωτικό δάνειο στο όνομα του ανύποπτου πολίτη. Η ταυτότητα είχε παραποιηθεί κατά το ότι ενώ ανέγραφε όλα τα στοιχεία του πραγματικού κατόχου της, στην θέση της φωτογραφίας είχε τοποθετηθεί η φωτογραφία του απατεώνος.
Η διαδικασίες λήψεως καταναλωτικών δανείων, ήταν τουλάχιστον μέχρι πριν λίγο καιρό, σχετικά σύντομες και πάντως πολύ ευκολώτερες από την λήψη στεγαστικών ή άλλου τύπου δανείων, κυρίως επειδή οι τράπεζες επιθυμούσαν να δανείσουν εύκολα όσο πιο πολλούς πελάτες τους ήταν δυνατόν, με υψηλά βεβαίως επιτόκια, που ισοστάθμιζαν το ρίσκο που ανελάμβαναν οι τράπεζες από την ευκολία με την οποία δάνειζαν.
Ο απατεών κατόρθωσε λοιπόν να εισπράξει το ποσό των 30.000 ευρώ ως καταναλωτικό δάνειο και ακολούθως έσπευσε να εξαφανισθεί, αδιαφορώντας φυσικά για την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου.
Ο δικαιούχος της ταυτότητος, μη υποψιαζόμενος ότι φαίνεται να χρωστάει χρήματα, επεχείρησε να λάβει καταναλωτικό δάνειο από τράπεζα, επ’ ευκαιρία του επικειμένου γάμου του, για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι δεν μπορεί να δανειοδοτηθεί, διότι είναι καταχωρημένος στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ ως οφειλέτης ληξιπορθέσμου δανείου!
Αφού ήλεγξε τα στοιχεία της υποθέσεως, απεκαλύφθη η απάτη, ότι δηλαδή κάποιος απατεών είχε χρησιμοποιήσει την δική του ταυτότητα για να λάβει δάνειο στο όνομά του. Από την έρευνα, διεπιστώθη ότι η υπάλληλος της τραπέζης που είχε ελέγξει την ταυτότητα του προσώπου, που είχε εμφανισθεί με το παραποιημένο δελτίο ταυτότητος, δεν είχε προβεί σε επιμελή έλεγγο όλων των στοιχείων, με αποτέλεσμα να εγκρίνει το δάνειο προς τον απατεώνα που χρησιμοπιούσε το όνομα του ανυποψίαστου πολίτη.
Ο τελευταίος θεώρησε ότι έπεσε θύμα αδικοπραξίας από την τράπεζα, διότι προσεβλήθη στην προσωπικότητά του από την παράνομη και υπαίτια ενέργεια της υπαλλήλου της τραπέζης να μην προβεί σε επιμελή έλεγχο των στοιχείων της ταυτότητος του δράστη και προσέφυγε στο δικαστήριο αξιώνοντας αποζημίωση από την τράπεζα.
Το Εφετείο Αθηνών τον δικαίωσε, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της υπαλλήλου της τραπέζης, «ήτοι η έλλειψη της επιμέλειας και της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, συνιστά βαρεία αμέλεια, λόγω και του μεγάλου ποσού που χορηγήθηκε ως καταναλωτικό δάνειο (30.000 ευρώ)». Η καταχώρηση του ενάγοντος στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ του δημιούργησε αναστάτωση, ιδιαιτέρως δε επειδή επιθυμούσε να ζητήσει καταναλωτικό δάνειο ενόψει του επικειμένου γάμου του, για αγορά επίπλων, ενώ αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω της δυσμενούς αυτής καταχώρησης.
Το εφετείο απεφάσισε ότι ο ενάγων, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητας του, έχει κατά της εναγομένης τραπέζης αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και δικαιούται αποζημιώσεως, αφού ληφθεί υπόψιν ο βαθμός του πταίσματος της υπαλλήλου της εναγομένης, το μέγεθος της ζημίας του ενάγοντος, αλλά και δοθέντος ότι με διορθωτική επιστολή της η εναγομένη τράπεζα προς τον ΤΕΙΡΕΣΙΑ καταχώρησε ως εξοφλημένο τελικώς το δάνειο για να απαλειφθεί το όνομα του ενάγοντα από τη «μαύρη λίστα». Ενόψει συνεπώς των επανορθωτικών ενεργειών της τραπέζης, που μείωσαν την βλάβη του ενάγοντος, η αποζημίωση ορίσθηκε σε 3.000 ευρώ. (Εφετείο Αθηνών, απόφαση υπ’ αριθ. 3727/2007).
Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr
Subscribe to:
Posts (Atom)