Saturday, June 17, 2017

Ομογενείς στερούνται της περιουσίας τους λόγω capital controls

Ομογενείς στερούνται της περιουσίας τους λόγω capital controls Του Χρήστου Ηλιόπουλου* Αθήνα, 14 Ιουνίου 2017.. Από το καλοκαίρι του 2015 η ελληνική κυβέρνηση έχει επιβάλει μεγάλους περιορισμούς στην ελευθερία των συναλλαγών στην Ελλάδα, που όμοιοί τους σπανίως συναντώνται σε χώρες της ελεύθερης οικονομίας, του laissez faire, laissez passer. Εν ολίγοις, κάποιος που έχει τα χρήματά του στην τράπεζα δεν επιτρέπεται να πάρει σε μετρητά πάνω από 840 ευρώ κάθε δύο εβδομάδες και δεν επιτρέπεται να στείλει με έμβασμα χρήματα εκτός Ελλάδος πάνω από 1.000 ευρώ το μήνα. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι περιορισμοί, που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν στο σημείωμα αυτό. Μερικοί από τους απλούς πολίτες στην Ελλάδα λένε ότι δεν είναι και τόσο τρομεροί οι περιορισμοί αυτοί, διότι οι περισσότεροι μισθωτοί και συνταξιούχοι ούτως ή άλλως δεν παίρνουν πάνω από 1.000 ή 1.500 ευρώ το μήνα, οπότε δεν τους πολυενοχλούν οι περιορισμοί. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλο μέρος των εργαζομένων που είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, από τον ιδρώτα των οποίων πληρώνονται οι περισσότεροι φόροι και κινείται η οικονομία, που συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην δουλειά τους λόγω των τραπεζικών περιορισμών, που περισσότερο σε οικονομία σοβιετικού τύπου παραπέμπουν, παρά σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ζημία στην εθνική οικονομία και στις συναλλαγές, στην ανάπτυξη, στην πρόοδο του εμπορίου και στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που έχουν επιφέρει τα capital controls είναι τεράστια. Θύματα των τραπεζικών περιορισμών της Ελλάδας έχουν πέσει τα τελευταία δύο χρόνια πάρα πολλοί ομογενείς, που δικαιούνται κληρονομιάς στην Ελλάδα, ή έχουν πωλήσει ένα ακίνητό τους, ή απλώς είχαν χρήματα στις ελληνικές τράπεζες και δεν μπορούν να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, στον τόπο κατοικίας τους, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν όπως αυτοί επιθυμούν. Δεν μπορούν δηλαδή να πράξουν τα αυτονόητο, κάτι που οι φίλοι και γνωστοί τους στις χώρες όπου διαβιούν κάνουν καθημερινά και τους φαίνεται ως δεδομένη ρουτίνα. Πάρα πολλοί ομογενείς είναι κληρονόμοι περιουσιών στην Ελλάδα, που περιλαμβάνουν τραπεζικούς λογαριασμούς. Όταν η κληρονομική διαδοχή ολοκληρώνεται, με την δήλωση της κληρονομίας στην εφορία και την λήψη των σχετικών πιστοποιητικών, συχνά δε και δικαστικής απόφασης που ονομάζεται κληρονομητήριο, η τράπεζα εκταμιεύει το χρηματικό ποσό που αναλογεί στον κληρονόμο. Μέχρι πριν δύο χρόνια, ο δικηγόρος που ολοκλήρωνε την υπόθεση στην Ελλάδα, ή ο συγγενής του κληρονόμου, με το πληρεξούσιο, μπορούσαν να λάβουν τα χρήματα από την ελληνική τράπεζα και μετά τα έστελναν με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό του κληρονόμου στο εξωτερικό. Ή του έστελναν μία τραπεζική επιταγή εκδοθείσα από την ελληνική τράπεζα, η οποία εξαργυρωνόταν από οποιαδήποτε τράπεζα του εξωτερικού. Το ίδιο συνέβαινε με κάθε ομογενή που πούλαγε το ακίνητό του στην Ελλάδα και ο ίδιος ή ο πληρεξούσιός του, μπορούσαν να στείλουν στο εξωτερικό τα χρήματα που είχε πληρώσει ο αγοραστής για να αγοράσει το ακίνητο του ομογενούς. Σήμερα, τόσο τα χρήματα από κληρονομιές, όσο και χρήματα από την πώληση ακινήτων ομογενών, λιμνάζουν σε λογαριασμούς στην Ελλάδα και απαγορεύεται να σταλούν στο εξωτερικό! Διότι η ευχέρεια που δίνουν τα capital controls για αποστολή κάθε μήνα ποσού μέχρι χίλια ευρώ δεν αποτελεί λύση, όταν ο ομογενής έχει ένα αρκετά μεγαλύτερο ποσό στην τράπεζα στην Ελλάδα και ο πληρεξούσιός του δεν μπορεί να πηγαίνει κάθε μήνα στην τράπεζα και να χάνει μία έως δύο ώρες το λιγότερο, για να του στείλει χίλια ευρώ. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του πόσο μεγάλη οπισθοδρόμηση έχει προκληθεί στην ελληνική οικονομία από την επιβολή των τραπεζικών περιορισμών στις ελεύθερες συναλλαγές. Αρκετοί εκ των ομογενών δεν πιστεύουν ή δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι δυνατόν το κράτος στην Ελλάδα να απαγορεύει τόσο βασικές και καθημερινές συναλλαγές, που γίνονται σε κάθε άλλη πολιτισμένη χώρα του κόσμου, εκτός από την Ελλάδα. Οι διαμαρτυρίες τους είναι συχνά έντονες, διότι στερούνται της περιουσίας τους. Αλλά ο δικηγόρος τους στην Ελλάδα λίγα πράγματα μπορεί να κάνει, διότι οι περιορισμοί είναι αυστηροί και η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται να επιτρέψει την κατ’ εξαίρεση αποστολή μεγαλυτέρων χρηματικών ποσών στους ομογενείς, οι οποίοι θεωρητικώς μεν δικαιούνται κατά το νόμο να λάβουν και να διαθέσουν ελευθέρως τα χρήματά τους, αλλά στην πράξη το ελληνικό κράτος τους στερεί αυτό το δικαίωμα. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr

Monday, June 12, 2017

Διαθήκη χωρίς ημερομηνία είναι άκυρη

Διαθήκη χωρίς ημερομηνία είναι άκυρη Του Χρήστου Ηλιόπουλου* Η δημόσια διαθήκη που συντάσσεται σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή ενώπιον Προξένου σε κάποιο Προξενείο της Ελλάδος στο εξωτερικό, έχει τα βασικά στοιχεία που προβλέπει ο νόμος, διότι συντάσσεται από συμβολαιογράφο ή Πρόξενο, που γνωρίζουν τι πρέπει να γράφει το κείμενο, από πλευράς τυπικών στοιχείων. Όταν όμως κάποιος συντάσσει μόνος του ιδιόγραφη διαθήκη και γράφει το κείμενο με το χέρι του από την αρχή μέχρι το τέλος, εάν ο ίδιος δεν είναι δικηγόρος ή γενικώς νομικός, μπορεί εκ λάθους να παραλείψει να γράψει τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ισχύ της ιδιογράφου διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν. Η χρονολογία, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται, για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βούλησής του και των τυχόν ελαττωμάτων της. Δηλαδή είναι αναγκαία η αναγραφή της ημερομηνίας, για να γνωρίζουμε εάν τότε ο διαθέτης είχε ακόμα την χρήση της λογικής και ήταν σε θέση να γράψει, ή εάν ήταν σε χρονική στιγμή όπου ήταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο ασθενείας που του στερούσε την διανοητική επάρκεια. Η ημερομηνία στο χειρόγραφο κείμενο της ιδιογράφου διαθήκης είναι πολύ σημαντική επίσης για να μπορεί να καθορισθεί η ισχύς της διαθήκης, όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες, ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Εάν υπάρχουν περισσότερες διαθήκες, ισχύουν βεβαίως όλες. Αν όμως υπάρχει αντίφαση ή σύγκρουση των διατάξεων της μίας με την άλλη, υπερισχύει η χρονικώς πιο πρόσφατη, δηλ. η μεταγενέστερη. Εάν δεν υπάρχει ημερομηνία στο κείμενο της ιδιογράφου, πώς είναι δυνατόν να τοποθετηθεί χρονικώς εν σχέσει με τυχόν άλλη διαθήκη, για να δούμε ποιά είναι η τελευταία και άρα αυτή που θα ισχύσει; Η έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω στοιχεία συνεπάγεται την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Αν επομένως η ιδιόγραφη διαθήκη δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, αλλά αυτός απλώς έχει βάλει την υπογραφή του στο τέλος ενός εκτυπωμένου ή δακτυλογραφημένου κειμένου, η διαθήκη είναι άκυρη. Επίσης, εάν δεν έχει υπογραφή στο τέλος του κειμένου, εάν δεν έχει ημεροχρονολογία και εάν δεν γράφει το όνομά του, η διαθήκη είναι μη ισχυρή. Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ελέγχεται η γνησιότητα της γραφής μίας διαθήκης, εξετάζεται όχι μόνο η υπογραφή στο τέλος του κειμένου, αλλά και η γραφή του ιδίου του κειμένου και πρέπει αμφότερα τα στοιχεία να συνηγορούν στην γνησιότητα αυτής. Εάν η υπογραφή και το κείμενο είναι γνήσια, η ημεροχρονολογία όμως είναι πλαστογραφημένη, τότε η διαθήκη είναι άκυρη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν μία ιδιόγραφη διαθήκη είναι επί παραδείγματι γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον διαθέτη, είναι δηλαδή γνήσια, λείπει όμως η ημεροχρονολογία επειδή ο διαθέτης ξέχασε να την γράψει και κάποιος άλλος προσέθεσε μετά με το δικό του χέρι την ελλείπουσα ημεροχρονολογία. Στην περίπτωση αυτή η διαθήκη θα θεωρηθεί ότι δεν έχει ημερομηνία, διότι η τεθείσα ημερομηνία είναι πλαστογραφημένη. Τα ανωτέρω έκρινε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 726/2016 (Γ’ Τμήμα) απόφασή του, ακολουθώντας την βασική νομολογία εδώ και πολλά χρόνια. Εναλλακτικό σενάριο γνησιότητος διαθήκης, που δεν γράφει ρητώς την ημερομηνία σύνταξής της, είναι η περίπτωση όπου από το κείμενο της διαθήκης μπορεί να συναχθεί εμμέσως πλην σαφώς πότε εγράφη. Εάν δηλαδή η διαθήκη δεν έχει ημερομηνία, όμως ο διαθέτης γράφει φράσεις όπως «σήμερα είναι Χριστούγεννα και χαιρόμαστε που γεννήθηκε το πρώτο εγγόνι μου», ή «γράφω αυτή την διαθήκη με ικανοποίηση που η κόρη μου μπήκε πριν από ένα μήνα στο πανεπιστήμιο», μπορεί ίσως να διασωθεί η γνησιότητα της διαθήκης με έμμεσο προσδιορισμό της ημεροχρονολογίας σύνταξής της. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr

Saturday, June 3, 2017

Ελληνική Ιθαγένεια και Διαβατήριο για Γεννηθέντες Εκτός Ελλάδος

Ελληνική Ιθαγένεια και Διαβατήριο για Γεννηθέντες Εκτός Ελλάδος Του Χρήστου Ηλιόπουλου* . Ομογενείς ονομάζουμε τα πρόσωπα που έχουν γεννηθεί εκτός των συνόρων της Ελλάδος, από έναν τουλάχιστον Έλληνα γονέα, ή έστω πρόγονο, ήτοι παππού, γιαγιά, προπάππου, προγιαγιά κ.ο.κ. Τα τελευταία χρόνια πολλοί ομογενείς γεννηθέντες εκτός Ελλάδος επιθυμούν να λάβουν ελληνικό διαβατήριο, κυρίως για να έχουν απεριόριστη διαμονή σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ίσα δικαιώματα με τους πολίτες των χωρών αυτών, αλλά και διότι επιθυμούν να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με την μητέρα Πατρίδα. Η βάση για κτήση ελληνικού διαβατηρίου για κάποιον που έχει γεννηθεί εκτός Ελλάδος είναι η εύρεση εγγράφων σε κάποιον Δήμο στην Ελλάδα που να πιστοποιούν την γέννηση στην Ελλάδα του γονέα ή προγόνου του ενδιαφερομένου και την συνακόλουθη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από την γέννηση. Για τους άνδρες τέτοια έγγραφα είναι η εγγραφή στο Δημοτολόγιο (πιστοποιητικό γεννήσεως ή οικογενειακής καταστάσεως) ή η εγγραφή στο Μητρώο Αρρένων. Εάν βρεθεί η εγγραφή σε ένα από τα δύο, Δημοτολόγιο ή Μητρώο Αρρένων, συνήθως αρκεί. Για τις γυναίκες η εγγραφή εξευρίσκεται μόνο στο Δημοτολόγιο. Εάν ο ενήλικος αιτών έχει παππού Έλληνα και γιαγιά αλλοδαπή, ο γάμος του παππού πρέπει να ήταν θρησκευτικός, του δόγματος που ακολουθούσε ο παππούς. Συνήθως ο γάμος αυτός πρέπει να ήταν χριστιανικός ορθόδοξος, μπορεί όμως και να πρέπει να ήταν εβραϊκός, ή άλλου δόγματος, εάν ο παππούς ήταν εβραίος στο θρήσκευμα ή κάποιου άλλου δόγματος. Εάν, αντιθέτως, ο ενήλικος αιτών έχει γιαγιά Ελληνίδα και παππού αλλοδαπό, ο γάμος της γιαγιάς πρέπει να ήταν πολιτικός, προφανώς εκτός Ελλάδος, διότι προ του 1983 πολιτικός γάμος δεν μπορούσε να τελεσθεί στην Ελλάδα. Εφόσον έχουμε τον σωστό γάμο του παππού και της γιαγιάς, χρειαζόμαστε την γέννηση του γονέα, (πατέρα ή μητέρας) και τον γάμο των γονέων, που συνήθως δεν έχει σημασία για την κτήση της ιθαγενείας, εάν ήταν πολιτικός ή θρησκευτικός. Τέλος, θα χρειασθούμε και την γέννηση του σημερινού αιτούντος την ιθαγένεια. Για όσους έχουν γεννηθεί μετά το 1984, το αν οι γονείς τους τέλεσαν θρησκευτικό ή πολιτικό γάμο δεν έχει πλέον σημασία και αποκτούν ούτως ή άλλως την ελληνική ιθαγένεια από γεννήσεως, εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Επίσης, για όσους έχουν γεννηθεί εκτός γάμου μετά το 1984 είναι ευκολώτερο να λάβουν την ελληνική ιθαγένεια, παρά το ότι ο πατέρας τους δεν είχε παντρευτεί ποτέ την μητέρα τους, διότι δεν απαιτείται να αποδείξουν ότι ο πατέρας τους είχε αποκτήσει και την ιθαγένεια της χώρας στην οποία είχε μεταναστεύσει και στην οποία γεννήθηκε το παιδί του. Εάν όμως ο αιτών έχει γεννηθεί προ του 1984 και είναι εκτός γάμου τέκνο Έλληνα πατέρα και αλλοδαπής μητέρας, ο αιτών για να πάρει την ελληνική ιθαγένεια πρέπει να αποδείξει ότι ο πατέρας του είχε αποκτήσει την αλλοδαπή ιθαγένεια και τον είχε αναγνωρίσει με την αναγραφή του ονόματος τους πατρός στο πιστοποιητικό γεννήσεως του εξωγάμου. Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr