Wednesday, October 26, 2011

Η νέα γραφειοκρατία στις μεταβιβάσεις παραλύει την αγορά ακινήτων . Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Συνηθίζεται να σχολιάζεται (όχι αδίκως) μεταξύ των συμβαλλομένων στις μεταβιβάσεις ακινήτων (αγοραπωλησίες, δωρεές, γονικές παροχές, αποδοχές κληρονομίας), ιδίως από τους αλλοδαπούς ή τους ομογενείς που συναλλάσσονται στην Ελλάδα, ότι η γραφειοκρατία στα συμβόλαια είναι παροιμειώδης.
Είναι αληθές ότι για να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση ενός ακινήτου στην Ελλάδα απαιτούνται πολλά πιστοποιητικά που εκδίδονται από διαφορετικές κρατικές αρχές, που συχνά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δυσχεραίνοντας την ζωή των συμβαλλομένων. Θα ανέμενε κάποιος, συνεπώς, ότι οι αναγγελθείσες ενέργειες των δύο τελευταίων ετών από την ηγεσία της χώρας περί πατάξεως της γραφειοκρατίας και ενισχύσεως του υγιούς ανταγωνισμού, θα οδηγούσαν στην μείωση των πιστοποιητικών και των διαδικασιών που απαιτούνται για να υπογραφεί ένα συμβόλαιο.
Κι όμως, η αλήθεια, δυστυχώς, είναι ότι η γραφειοκρατία αντί να μειωθεί, τελικώς αυξάνεται, με πρόσθετες υπουργικές αποφάσεις και νόμους που απαιτούν ακόμη περισσότερα πιστοποιητικά, δηλαδή αλυσοδένουν ακόμη περισσότερο τον πολίτη στα δεσμά του κρατικού τέρατος της γραφειοκρατίας.
Μόλις προ ολίγων μηνών το κράτος επέβαλε ένα ακόμα πιστοποιητικό που απαιτείται για την μεταβίβαση, αλλά και για την εκμίσθωση κατοικιών. Πρόκειται για το πιστοποιητικό ενεργειακής επάρκειας, που εκδίδεται από μηχανικούς που βεβαιώνουν εάν η προς πώληση κατοικία έχει καλή θερμομόνωση κλπ. Η αμοιβή ενός μηχανικού για να εκδώσει ένα τέτοιο πιστοποιητικό είναι από 150 έως 500 ευρώ, περίπου. Αυτό σημαίνει ότι στα έξοδα του πωλητή προστίθεται μία ακόμα αμοιβή που πρέπει να καταβάλει για πωλήσει το δικό του ακίνητο.
Ως να μην έφθανε αυτό, προ τριών εβδομάδων η κυβέρνηση απεφάσισε να προσθέσει ένα ακόμα πιστοποιητικό που καθίσταται αναγκαίο για την μεταβίβαση ακινήτων, αυτό της βεβαίωσης ενός μηχανικού (πάλι), ότι το πωλούμενο κτίσμα δεν είναι αυθαίρετο. Το κόστος της βεβαίωσης κυμαίνεται από 200 ή 300 ευρώ αν το κτίσμα δεν έχει παρανομία, έως λίγες χιλιάδες (!) ευρώ, αν υπάρχουν μία ή περισσότερες παρανομίες.
Η αναφορά της λέξεως παρανομία δεν πρέπει να δημιουργεί εντυπώσεις, διότι στην ελληνική πολεοδομική πραγματικότητα, τι είναι παράνομο και τι όχι δεν αποδεικνύεται μόνο από τους κανόνες της επιστήμης, αλλά και από τους κανόνες της σχετικότητος. Μπορεί δηλαδή ένα κτίσμα στην Σίκινο να έχει ένα μικρό γκαράζ, μία στέρνα και ένα μικρό τμήμα της κατοικίας χωρίς άδεια ή με κάποιες τροποποιήσεις και το πρόσθετο κόστος για τον ιδιοκτήτη να το μεταβιβάσει στα παιδιά του να ανέρχεται σε 4.000 ευρώ, μονο εξαιτίας του νέου πιστοποιητικού που επέβαλε η κυβέρνηση!
Προσοχή, δεν μιλάμε για το κόστος των συμβολαίων, της μεταγραφής, του φόρου, του ΤΑΠ, που μπορεί να είναι π.χ 3.500 ευρώ. Μιλάμε για ένα πρόσθετο κόστος 4.000 ευρώ επιπλέον, δηλαδή σύνολο για τον ιδιοκτήτη 7.500 ευρώ, μόνο με το νέο μέτρο της κυβέρνησης, για την νομιμοποίηση των «παρανόμων» τμημάτων του ακινήτου.
Επιπροσθέτως, η μεταβίβαση μπορεί να καθυστερήσει λόγω της νομιμοποιήσεως έως και τέσσερις μήνες! Θα ανταπαντήσει κάποιος ότι το νέο μέτρο βάζει σε τάξη τις μεταβιβάσεις αυθαιρέτων κτισμάτων. Μα η απαγόρευση μεταβιβάσεως αυθαιρέτου κτίσματος προβλέπεται ήδη από το νόμο Τρίτση 1337 του έτους 1983. Το νέο πιστοποιητικό επιτυγχάνει πρόσθετα έσοδα για το κράτος, για τους μηχανικούς και πρόσθετη αφαίμαξη των ιδιοκτητών ακινήτων, με επιβαρύνσεις που μπορεί να φθάνουν τις χιλιάδες ευρώ και μία καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της μεταβίβασης κάποιων μηνών.
Εάν αυτό λέγεται πάταξη της γραφειοκρατίας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητος και της ευελιξίας των συναλλαγών, τότε κάτι σάπιο (συνεχίζει να) υπάρχει στο βασίλειο της ελληνικής εκτελεστικής εξουσίας.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Thursday, October 6, 2011

Υπαιτιότητα σε αυτοκινητικό ατύχημα

Το Σύνταγμα της Ελλάδος στο άρθρο 93 παρ. 3 ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και μάλιστα η αιτιολογία τους να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Σε απόφαση του Εφετείου επί αυτοκινητικού ατυχήματος, το σύμπέρασμα περί της υπαιτιότητος του ενός ή του άλλου οδηγού ή της συνυπαιτιότητος αυτών πρέπει να προκύπτει από αιτιολογίες διατυπωθείσες με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις.
Στην συγκεκριμένη απόφασή του το Εφετείο Αθηνών έκρινε υπόθεση υπαιτιότητος σε αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο ο οδηγός μοτοσυκλέτας εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε με αντιθέτως κινούμενο αυτοκίνητο.
Για να διαγνώσει ποιός είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος το Εφετείο περιέγραψε τα πραγματικά περιστατικά αναφέροντας την ώρα του ατυχήματος, το ακριβές σημείο της συγκρούσεως και το ότι αμφότερα τα οχήματα ήταν ασφαλισμένα. Επίσης, έκρινε ότι η σύγκρουση οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, ο οποίος όλως αμελώς περί την οδήγηση και κατά παράβαση συγκεκριμένου άρθρου του νόμου, ενώ εκινείτο στο ρεύμα πορείας του, εισήλθε αιφνιδιαστικώς και απροειδοποιήτως στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε μετωπικώς με το με κανονική ταχύτητα κινούμενο επιβατηγό, ο οδηγός του οποίου δεν μπόρεσε να αντιδράσει, λόγω του ότι η μοτοσυκλέτα παρενεβλήθη στην πορεία του σε μικρή απόσταση από αυτόν.
Βάσει των ανωτέρω το Εφετείο εδέχθη ότι αποκλειστικώς υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την υπ΄αριθ. 2327/2009 απόφασή του, ανήρεσε την απόφαση του Εφετείου, διαγιγνώσκοντας σφάλμα στις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες εκρίθησαν από τον Άρειο Πάγο ως ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές.
Συγκεκριμένα, το ανώτατο δικαστήριο διέγνωσε ότι στην απόφαση του Εφετείου δεν γίνεται αναφορά της ταχύτητος που είχαν τα οχήματα κατά την στιγμή της συγκρούσεώς τους, ούτε στο πλάτος της οδού, αλλά ούτε και στην απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων κατά την στιγμή εισόδου του οχήματος (μοτοσυκλέτας) στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.
Επιπροσθέτως, δεν αναφέρεται η απόσταση που κατά την στιγμή της συγκρούσεως τα δύο οχήματα είχαν από το ρείθρο του πεζοδρομίου και αν αυτά μπορούσαν και έπρεπε να εκινούντο δεξιότερα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των ελλείψεων είναι, κατά τον Άρειο Πάγο, να μην δύναται να ελεχθεί εάν ο νόμος εφαρμόσθηκε ορθώς από το Εφετείο και γι’ αυτό ανήρεσε την εφετειακή απόφαση και έστειλε την υπόθεση πίσω στο Εφετείο Αθηνών, για να ξαναδικασθεί στην ουσία της, από δικαστές διαφορετικούς από εκείνους που είχαν δικάσει την προηγούμενη φορά.
Αναφορικώς με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου σχολιάζεται από νομομαθείς ότι ενώ είναι αναμφιβόλως κατά «τύπον» ορθή, μπορεί ωστόσο να οδηγήσει τα δικαστήρια σε απαιτήσεις σχολαστικής αιτιολόγησης των αποφάσεών τους ακόμα και σε δευτερεύουσας αξίας ζητήματα. Συγκεκριμένα, ο αρεοπαγίτης επί τιμή Μιχαήλ Π. Μαργαρίτης έγραψε για την εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου: «Διερωτάται εδώ κανείς: πώς θα μπορεί να υπάρξει έστω και συνυπαιτιότητα του οδηγού που ... οδηγούσε στο ρεύμα πορείας του, με κανονική ταχύτητα επιβατηγό αυτοκίνητο και ο άλλος οδηγός που οδηγούσε μοτοσυκλέτα, ενώ εκινείτο στο ρεύμα πορείας του, μπήκε αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε μετωπικά με το επιβατηγό, ο οδηγός του οποίου δεν μπόρεσε να αντιδράσει, λόγω του ότι η μοτοσυκλέτα παρενεβλήθηκε στην πορεία του σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr