Tuesday, August 30, 2011

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από συγκύριο ακινήτου -

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από συγκύριο ακινήτου


Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

30-8-2011

Όταν περισσότεροι του ενός μοιράζονται την κυριότητα ενός ακινήτου, ο καθένας τους έχει δικαίωμα να λαμβάνει μερίδιο από την απόλαυση του ακινήτου, π.χ. να διαμένει σ’ αυτό, ή από την εκμετάλλευση αυτού, π.χ. να λαμβάνει το ποσοστό του από το μίσθωμα που αποφέρει. Εάν δηλαδή το ακίνητο, που είναι μισθωμένο με μηνιαίο μίσθωμα 800 ευρώ, ανήκει στον πατέρα κατά το 2/8 εξ αδιαιρέτου και από 3/8 στο καθένα από τα δύο του παιδιά, ο πατέρας δικαιούται 200 ευρώ, ενώ το κάθε τέκνο από 300 ευρώ μηνιαίως.
Εάν το ακίνητο δεν είναι μισθωμένο, αλλά διαμένει σ’ αυτό ένας μόνο εκ των συγκυρίων, οι άλλοι δικαιούνται, εάν το ζητήσουν, να λάβουν από τον συγκύριο που χρησιμοποιεί αποκλειστικώς το κοινό ακίνητο, το ποσοστό τους από την αξία χρήσεως του ακινήτου, δηλ. από την αξία που θα απέφερε, εάν αυτό μισθωνόταν ή αποτελούσε αντικείμενο άλλης εκμεταλλεύσεως.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις κατά τις οποίες η αξίωση του μεριδίου ενός εκ των συγκυρίων, έναντι του άλλου, ο οποίος κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, θεωρείται καταχρηστική και άρα μη νόμιμη. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει όταν επί παραδείγματι ο συνδικαιούχος έχει με πράξεις ή δηλώσεις του στο παρελθόν δημιουργήσει την σαφή εντύπωση ότι δεν θα διεκδικήσει το μερίδιό του, ή όταν ηθικοί ή άλλοι λόγοι καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος μη ανεκτή κατά το δίκαιο.
Στην υπ’ αριθ. 448/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία η θυγατέρα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της τα 3/4 (75%) ισογείου διαμερίσματος και των υπογείων αποθηκών του, ενώ η μητέρα της είχε κληρονομήσει το 1/4 (25%), ως χήρα του εκλιπόντος συζύγου της. Στο διαμέρισμα διέμενε από τον θάνατο του άνδρα της η μητέρα, ενώ η κόρη είχε στην κυριότητά της τον Α’ όροφο του κτηρίου.
Η θυγατέρα, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του πατρός της άσκησε αγωγή κατά της μητρός της, ζητώντας ποσοστό 75% επί της αξίας χρήσεως του ισογείου διαμερίσματος, στο οποίο διέμενε η μητέρα της.
Κατ’ αρχάς, η θυγατέρα είχε το δικαίωμα να αξιώσει το ποσοστό της επί της αξίας χρήσεως του ακινήτου. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος εκτίμησε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις που υπήρχαν στην υπόθεση.
Συγκεκριμένα, το οικόπεδο επί του οποίου ανηγέρθη το κτήριο και η ανέγερση του κτηρίου είχαν γίνει προ δεκαετιών με χρήματα από την προίκα της μητρός. Το επίδικο διαμέρισμα ήταν η οικογενειακή στέγη της μητρός με τον άνδρα της (πατέρα της ενάγουσας θυγατέρας), επί σαράντα και πλέον έτη. Η ενάγουσα διαμένει στον Α’ όροφο, που ανηγέρθη με δαπάνες των γονέων της και της παραχωρήθηκε δωρεάν.
Επίσης, ο πατέρας είχε συντάξει διαθήκη με την οποία άφηνε την επικαρπία του διαμέρισματος του ισογείου στην σύζυγό του, αλλά η διαθήκη δεν ευρέθη μετά τον θάνατό του. Η μητέρα (εναγομένη) ήταν 73 ετών, χωρίς άλλους πόρους, παρά μόνο την σύνταξη του συζύγου της, ενώ η ενάγουσα (θυγατέρα), ήταν σε ακμαία ηλικία, επιτυχημένη ελεύθερη επαγγελματίας, ιδιοκτήτρια και άλλων ακινήτων που της είχαν αγοράσει ή μεταβιβάσει οι γονείς της.
Τέλος, τα τελευταία πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του πατρός της, η ενάγουσα θυγατέρα δεν είχε προβεί σε κάποια δήλωση από την οποία να προκύπτει ότι θα διεκδικήσει από την μητέρα της το ποσοστό της από την μισθωτική αξία του ισογείου, με αποτέλεσμα, μετά την πάροδο τόσο μακρού χρόνου, να καθίσταται ιδιαίτερα δυσβάσταχτη για την μητέρα της η καταβολή του 75% ενοικίων πέντε περίπου ετών, την στιγμή που η μητέρα δεν είχε κανένα λόγο να αναμένει ότι θα της εζητείτο από τον κόρη της να της καταβάλει ποσοστό 75% της μισθωτικής αξίας του ισογείου.
Σε αντίθεση με τον Εφετείο, που είχε απορρίψει την ένσταση της μητρός περί καταχρηστικότητος, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «τα περιστατικά αυτά, αν είναι αληθή, καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής» και ότι «η άσκηση του δικαιώματος αυτού καθίσταται μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου», με αποτέλεσμα ένα δικαίωμα που κατ’ αρχάς ήταν υπαρκτό κατά το νόμο, (η αξίωση από την συγκύριο θυγατέρα ποσοστού 75% επί της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου), να καθίσταται τελικώς ανενεργό και μη εφαρμόσιμο, λόγω καταχρηστικής ασκήσεώς του.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, August 15, 2011

Άκυρη η εικονική πώληση ακινήτου - Του Χρήστου Ηλιόπουλου

Για την μεταβίβαση (πώληση, δωρεά, κλπ.) ακινήτου απαιτειται συμβολαιογραφικό εγγραφο και μεταγραφή αυτού στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο. Απαιτείται επίσης οι δηλώσεις βουλήσεως των συναλλασσομένων να είναι αληθείς. Στο συμβόλαιο τόσο ο μεταβιβάζων (πωλητής, δωρητής) όσο και ο προς ον η μεταβίβαση (αγοραστής, δωρεοδόχος) δηλώνουν γραπτώς, ως βεβαιώνει ο συμβολαιογράφος, ότι επιθυμούν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία, ενώ στην πώληση γίνεται δήλωση βουλήσεως και για την καταβολή ή πίστωση τιμήματος.
Σε κάποιες, ωστόσο, περιπτώσεις η μεταβίβαση είναι εικονική, δηλαδή τα δύο μέρη, παρά το γεγονός ότι επισήμως δηλώνουν στον συμβολαιογράφο ότι θέλουν την μεταβίβαση, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την πώληση ή την δωρεά, ή επιθυμούν μία άλλη δικαιοπραξία, η οποία δεν αναφέρεται επισήμως.
Εάν αποδειχθεί ότι τα μέρη δεν δήλωσαν στο συμβόλαιο την πραγματική τους βούληση, αλλά ότι μόνο φαινομενικώς προέβησαν στην μεταβίβαση, η συγκεκριμένη δικαιοπραξία είναι άκυρη και μπορεί όποιος έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει στο δικαστήριο και να την ακυρώσει.
Η εικονική μεταβίβαση μπορεί να γίνεται για διάφορους λόγους. Μπορεί επί παραδείγματι ο μεταβιβάζων πωλητής να έχει χρέη και να επιδιώκει εικονικώς να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του σε άλλον, ώστε να τα προστατεύσει από τους δανειστές του, παρά το ότι σε μία τέτοια περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταδολίευσης δανειστών, που ενέχει αστικές συνέπειες και ποινικές ευθύνες.
Άλλη περίπτωση εικονικότητος είναι η πώληση ακινήτου που γίνεται από γονέα σε τέκνο ή από παππού / γιαγιά σε εγγόνι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί δωρεάς. Ενώ δηλαδή το συμβόλαιο αναγράφει ότι συνεφωνήθη και κατεβλήθη τίμημα, στην πράξη τέτοιο τίμημα δεν έχει ποτέ καταβληθεί.
Εικονική μεταβίβαση ακινήτου μπορεί να λαμβάνει χώρα και όταν κάποιος πωλεί ακίνητο, όχι αληθώς, αλλά φαινομενικώς, για να μην έχει επισήμως στην κατοχή του κατοικία και να δύναται να λάβει απαλλαγή φόρου για κτήση πρώτης κατοικίας.
Στην υπ’ αριθ. 223/2009 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι «για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται».
Η μεταβίβαση που έχει λάβει χώρα εικονικώς αναγνωρίζεται ως άκυρη με αγωγή στο δικαστήριο και δικαστική απόφαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η βούληση των συμβαλλομένων δεν ήταν αυτή που φαινομενικώς δηλώθηκε στο συμβόλαιο, είτε περί της μεταβιβάσεως, είτε περί της καταβολής του τιμήματος, καθώς και η εικονικότητα περί του τιμήματος αρκεί από μόνη της για την κήρυξη μίας δικαιοπραξίας ως άκυρης.
Αυτός που ισχυρίζεται ότι η μεταβίβαση είναι άκυρη, μπορεί να υποστηρίξει ότι υποκρύπτεται μία άλλη δικαιοπραξία, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να ισχύσει, εφόσον συντρέχουν τα στοιχεία και οι προϋποθέσεις της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας. Μπορεί δηλαδή να είναι άκυρη η πώληση, αλλά να ισχύσει ως δωρεά.
Μπορεί όμως και να μην υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία και απλώς η συγκεκριμένη εικονική να είναι άκυρη. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι εκείνος που μεταβίβασε δεν ήθελε αληθώς να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου και εκείνος στον οποίο έγινε η μεταβίβαση ούτε τίμημα κατέβαλε, ούτε ήθελε να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου, η μεταβίβαση ακυρώνεται με δικαστική απόφαση και το ακίνητο θεωρείται ότι ποτέ δεν έφυγε από την κυριότητα του εικονικού πωλητού, που μετά την αναγνώριση της εικονικότητος παραμένει κύριος του ακινήτου.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, August 2, 2011

Πώς διεκδικείτε καταπατημένο ακίνητό σας του Χρήστου Ηλιόπουλου

Η διαμάχη μεταξύ περισσοτέρων περί της κυριότητας του ιδίου ακινήτου δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στην ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα. Η φύση των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα εδώ και αιώνες, η μορφολογία του εδάφους, η μετανάστευση, ακόμα και η πολιτική κατάσταση της χώρας μέχρι και την τουρκοκρατία έχουν διαμορφώσει σε πολλά τμήματα του εδάφους μικρούς ή και ακαθορίστου σχήματος κλήρους, συχνά αμφιβόλου κυριότητος, δηλαδή καθεστώς αβεβαιότητας που ευνοεί αμφισβητήσεις περί της ιδιοκτησίας ενός ακινήτου.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο κύριος ενός ακινήτου υποχρεούται να προσφύγει στο δικαστήριο, όταν τρίτος το καταπατά, ή αμφισβητεί την κυριότητά του επ’ αυτού.
Το ελληνικό δίκαιο προσφέρει πλήρη δυνατότητα προσφυγής στην δικαιοσύνη για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του θιγομένου, αναλόγως της φύσεως και της εκτάσεως της προσβολής του δικαιώματος επί του ακινήτου.
Οι βασικές μορφές δικαστικής προστασίας είναι η διεκδικητική αγωγή, η αγωγή νομής και τα ασφαλιστικά μέτρα. Για να ευοδωθούν οι δικαστικές ενέργειες απαιτείται πλήθος προϋποθέσεων, από την ορθή δικονομική προβολή της αξιώσεως έως την ουσιαστική απόδειξη του δικαιώματος.
Μία βασική προϋπόθεση ώστε η αγωγή διεκδικήσεως του ακινήτου να γίνει δεκτή από το δικαστήριο είναι η ακριβής περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία περί της ταυτότητός του, ήτοι της θέσεως, της εκτάσεως, των ορίων, του προσανατολισμού του, αλλά και τους είδους αυτού, αν δηλαδή είναι αστικό (οικόπεδο), ή αγροτεμάχιο, αν είναι κτίσμα, η επιφάνεια, οι όρφοι αυτού κλπ.
Επίσης, πρέπει να γίνεται πλήρης αναφορά στον τρόπο και στους τίτλους κτήσεως αυτού και εάν υπάρξει αμφισβήτηση από τον αντίδικο, η απόξειξη αυτή πρέπει να άγεται μέχρι της κτήσεως πρωτοτύπου κυριότητος.
Για να μην κριθεί ως απαράδεκτη η αγωγή, λόγω αοριστίας της περιγραφής του ακινήτου, ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 503/2009 απόφασή του επανέλαβε, όπως έχει πράξει σε πλήθος άλλες αποφάσεις του, ότι «προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής περί κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, ... και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του».
Ωστόσο έκρινέ ότι «δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου και ο καθ' όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων», όπως είχε επίσης κρίνει και στην υπ’ αριθ. 493/2007 απόφασή του.
Στην ίδια απόφασή του ο Άρειος Πάγος εξήτασε και την περίπτωση στην οποία ο κύριος του ακινήτου δεν το διεκδικεί ολόκληρο, διότι δεν το έχουν καταπατήσει ολόκληρο, αλλά μόνο ένα τμήμα αυτού. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι «όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτελέσεως».
Για την καλύτερη αποτύπωση του τμήματος που διεκδικείται, καλό είναι στην αγωγή να επισυνάπτεται τοπογραφική απεικόνιση υπό κλίμακα τόσο του μεγαλυτέρου ακινήτου, όσο και του τμήματος αυτού επί του οποίου υφίσταται η καταπάτηση.
Τέλος, όταν ο ενάγων έχει ποσοστό μόνο του ακινήτου, (π.χ. το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού), στην αγωγή θα ζητεί την απόδοση του 1/4 και όχι ολοκλήρου του ακινήτου. Εάν, παρά ταύτα διεκδικεί ολόκληρο το ακίνητο, ενώ έχει συγκυριότητα μόνο στο 1/4, οφείλει στην αγωγή να κατονομάσει τους υπολοίπους συγκυρίους των 3/4, καθώς και τον νομικό τρόπο κτήσεως από αυτούς της κυριότητας του υπολοίπου ποσοστού αυτού. (Άρειος Πάγος, Γ’ Πολιτικό Τμήμα, 503/2009).

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr