Tuesday, July 26, 2011

Συγκυριότητα και χρησικτησία- Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

Τα εκατομμύρια των Ελλήνων ομογενών που ζουν μονίμως εκτός Ελλάδος, αλλά έχουν περιουσία στην Πατρίδα, μας υποχρεώνουν να επιμένουμε σε θέματα χρησικτησίας, δεδομένου του τεράστιου ενδιαφέροντός τους για το θέμα.
Οι κύριοι ακινήτων στην Ελλάδα, που δεν έχουν την δυνατότητα να τα επισκέπτονται συχνά, πρέπει να γνωρίζουν ότι εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία. Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.
Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι ένας ομογενής που έχει αγοράσει με συμβόλαιο ένα οικόπεδο ή έχει κληρονομήσει με δήλωση φόρου κληρονομίας ένα αγροτεμάχιο ή μία μονοκατοικία στην Ελλάδα και έχει μεταγράψει το συμβόλαιο στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, είναι κατ’ αρχάς κατοχυρωμένος νομικώς.
Ωστόσο, δεν αρκεί να έχει στο συρτάρι του τα συμβόλαια αγοράς, αποδοχής κληρονομίας, δωρεάς, γονικής παροχής κλπ. Πρέπει κατά τακτά χρονικά διαστήματα να επισκέπτεται ο ίδιος το ακίνητο που έχει στην Ελλάδα, να το φωτογραφίζει ώστε να αποδεικνύεται η κατάστασή του σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, να ελέγχει εάν κάποιος αμφισβητεί τα όριά του, ή τουλάχιστον να αναθέτει σε άλλο, έμπιστο πρόσωπο, τον έλεγχο της περιουσίας του, όταν ο ίδιος δεν δύναται να επιβλέπει αυτοπροσώπως την ιδιοκτησία του.
Η επίβλεψη και ο έλεγχος του ακινήτου του είναι εκ των βασικών υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη ενός ακινήτου, ώστε να διασφαλίζει ότι αυτό δεν γίνεται αντικείμενο κατοχής, ή νομής, από τρίτα πρόσωπα, που ενεργούν χωρίς την εξουσιοδότησή του. Διαφορετικά, εάν δηλαδή ο κύριος του ακινήτου δεν ασκεί τον απαιτούμενο έλεγχο, υφίσταται κίνδυνος άλλοι, μη δικαιούχοι, να καταλάβουν το ακίνητο ασκούντες πράξεις νομής, δηλαδή κατοχής με την πεποίθηση ότι εκείνοι είναι οι ιδιοκτήτες.
Η κατάληψη του ακινήτου δεν αφαιρεί αμέσως την κυριότητα αυτού από τον πραγματικό ιδιοκτήτη του, εάν γίνει αντιληπτή εγκαίρως και ασκηθούν οι απαιτούμενες νομικές ενέργειες ώστε να εκδιωχθούν οι μη δικαιούχοι και να αποκατασταθεί η νομή του πραγματικού κυρίου.
Εάν όμως, περάσουν αρκετά χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ο κύριος δεν επισκέπτεται το ακίνητό του στην Ελλάδα, ούτε δίδει εντολή σε έμπιστα πρόσωπα να το εποπτεύσουν για λογαριασμό του, οι τρίτοι, που έχουν καταλάβει τη νομή του ακινήτου, μπορεί, έστω και ανακριβώς, να ισχυρισθούν ότι βρίσκονται στη νομή επί 20 ή και περισσότερα έτη και κατά συνέπεια να διεκδικήσουν την κυριότητα με χρησικτησία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κίνδυνο απωλείας της κυριότητος ενός ακινήτου του στην Ελλάδα διατρέχει ο μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και από τον ή τους συγκυρίους του ακινήτου του, που ζουν στην Ελλάδα. Συχνή είναι η περίπτωση όπου ο ομογενής έχει αγοράσει, ή κληρονομήσει ακίνητο στην Ελλάδα, μαζί με συγγενείς του (αδέλφια, θείους, ξαδέλφια). Ο ομογενής γνωρίζει ότι ο συγγενής – συγκύριος του ακινήτου έχει την κατοχή του, αλλά πιστεύει ότι το κάνει όχι μόνο για δικό του λογαριασμό, αλλά και ως αντιπρόσωπος του ομογενούς συγκυρίου, που ζει στο εξωτερικό.
Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι ακριβές, ο ομογενής πρέπει πάντοτε να είναι υποψιασμένος ότι ο συγγενής – συγκύριος μπορεί κάποια στιγμή να αντιποιηθεί τη νομή του και να διεκδικήσει το 100% του ακινήτου ως αποκλειστικώς δικό του. Βεβαίως, ο συγκύριος που ζει στην Ελλάδα, για να διεκδικήσει με χρησικτησία το μερίδιο του ομογενούς που ζει στο εξωτερικό έχει την πρόσθετη υποχρέωση να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του περί αντιποιήσεως της νομής του ομογενούς και μετά να αρχίσει να τρέχει η 20ετία για την χρησικτησία.
Καλό είναι όμως ο ομογενής να εξασφαλίζει κάθε λίγα χρόνια δηλώσεις του συγκυρίου του, παρουσία μαρτύρων, ότι το ακίνητο είναι κοινό και ανήκει και στους δύο, να δηλώνει το μερίδιό του στην εφορία στην Ελλάδα (Ε9), να επιβεβαιώνει ότι και ο συγκύριος που ζει στην Ελλάδα δηλώνει επίσης στο Ε9 το δικό του μερίδιο και όχι ολόκληρο το ακίνητο ως δικό του, ενώ εάν γίνεται εκμίσθωση του ακινήτου σε τρίτον μισθωτή, το μισθωτήριο να αναφέρει και τον ομογενή ως συγκύριο και συνεκμισθωτή του ακινήτου.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά η υπ΄αριθ. 815/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που διαλαμβάνει ότι: «…ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο συγκληρονόμος, λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα επ' ονόματι και των λοιπών κοινωνών και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ' αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο πριν λάβει γνώση της αντιποίησης αυτής (Ολ.ΑΠ 485/1982)».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, July 12, 2011

Αγωγή διανομής κατά συγκληρονόμου που δεν αποδέχεται

Κατά την βασική αρχή που ισχύει στο ελληνικό δίκαιο, όταν περισσότεροι έχουν συγκυριότητα επί του αυτού ακινήτου, έκαστος των συγκυρίων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο διανομή του κοινού ακινήτου, ώστε είτε αυτό να χωρισθεί σε τόσα τμήματα, όσοι είναι και οι συγκύριοι και μάλιστα έκαστο τμήμα αξίας αναλόγου της μερίδος εκάστου συγκυρίου, είτε, εάν η αυτούσια διανομή δεν είναι δυνατή, να πωληθεί σε πλειστηριασμό και οι συγκύριοι να λάβουν εις χρήμα την αξία της μερίδος τους.
Διανομή δύναται να αξιώσει δικαστικώς ακόμα και ο συγκύριος που έχει μερίδα μικρότερη του 50%, ακόμα και εκείνος που έχει ένα πολύ μικρό ποσοστό του ακινήτου. Η αγωγή διανομής στρέφεται κατά όλων των συγκυρίων, ή τουλάχιστον στην δίκη της διανομή όλοι οι συγκύριοι πρέπει να είναι διάδικοι, δηλαδή είτε στην πλευρά του ενάγοντος, είτε σε εκείνη του εναγομένου. Εάν ο συγκύριος ασκήσει αγωγή διανομής που δεν έχει συμπεριλάβει, είτε στους ενάγοντες, είτε στους εναγομένους, κάποιον εκ των συγκυρίων, η αγωγή θα απορριφθεί.
Ερώτημα ανακύπτει όταν κάποιος εκ των δικαιουμένων να αποδεχθούν μία κληρονομία, παραλείπει να προβεί στις ενέργειες της αποδοχής κληρονομίας, δηλαδή δεν υποβάλει δήλωση φόρου κληρονομίας, εάν απαιτείται, ούτε υπογράφει πράξη αποδοχής σε συμβολαιογράφο, ούτε την μεταγράφει στο υποθηκοφυλακείο/κτηματολόγιο.
Σε μία τέτοια περίπτωση ο συγκύριος που έχει αποδεχθεί το δικό του μερίδιο από την κληρονομία δικαιούται να προβεί αυτός, για λογαριασμό του άλλου συγκληρονόμου, που δεν αποδέχεται το κληρονομικό μερίδιό του, σε αναγκαστική αποδοχή κληρονομίας, ώστε να γίνει κι εκείνος συγκύριος του κοινού κληρονομιαίου ακινήτου και να καταστεί ακολούθως δικονομικώς εφικτή η άσκηση της αγωγής διανομής.
Η αναγκαστική αυτή αποδοχή γίνεται με την έκδοση από το δικαστήριο πιστοποιητικού περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης ή περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης, από τον Δήμο πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών και κυρίως, πιστοποιητικού περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας.
Αυτά τα έγγραφα δύνανται να μεταγραφούν στο υποθηκοφυλακείο/κτηματολόγιο της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο, με αποτέλεσμα ο συγκληρονόμος που μέχρι τώρα απέφευγε να αποδεχθεί το μερίδιό του, να καταστεί συγκύριος του ακινήτου και να δύναται πλέον να ασκηθεί εναντίον του η αγωγή διανομής του κοινού ακινήτου.
Στην υπ’ αριθ. 10/1994 απόφασή του το Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε μάλιστα κρίνει ότι ο ενάγων, που είχε ασκήσει αγωγή διανομής κοινού ακινήτου κατά συγκληρονόμου του, ισχυριζόμενος στην αγωγή ότι η αντίδικος έχει μερίδιο επί του ακινήτου, χωρίς να έχει ακόμα μεταγράψει το πιστοποιητικό ότι η αντίδικος δεν έχει αποποιηθεί της κληρονομίας, δικαιούται να προβεί σ’ αυτήν την μεταγραφή μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως και πριν την συζήτηση της κατ’ εφεσιν δίκης.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι: «Η αγωγή [διανομής] είναι ορισμένη, διότι για την παθητική νομιμοποίηση της αγωγής αρκεί το ότι ο ενάγων, με την αγωγή του, ομολογεί τη συγκυριότητα της εναγομένης, ενώ, στην παρούσα δευτοροβάθμια δίκη, εξαιτίας της άρνησης της αγωγής, επιτρεπτώς, με τις προτάσεις του, βελτιώνει την ιστορική βάση της αγωγής του, διευκρινίζοντας ότι μετά την πρωτόδικη δίκη αυτός μετέγραψε το πιστοποιητικό του αρμοδίου γραμματέα για μη αποποίηση της κληρονομίας από την εναγομένη και επομένως η μεταγραφή ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, από τον οποίο θεωρείται η εναγομένη ως συγκύρια του ακινήτου της κληρονομίας».


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Monday, July 4, 2011

Ευθύνη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου σε ατύχημα

Εάν συμβεί αυτοκινητικό ατύχημα στην Ελλάδα, κατά το νόμο ευθύνη έχει όχι μόνο εκείνος που οδηγεί το αυτοκίνητο που προκάλεσε την ζημία, αλλά και ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του. Ακόμα δηλαδή κι αν ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου δεν είναι παρών στο ατύχημα και δεν οδηγεί το αυτοκίνητο, ούτε έχει άλλη συμμετοχή στο συμβάν, έχει αντικειμενική ευθύνη, επειδή είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος.
Σύμφωνα με νόμο του 1911 εάν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δεν ήταν κάτοχος ή οδηγός αυτού όταν συνέβη το ατύχημα, η ευθύνη του περιορίζεται στην αξία του αυτοκινήτου. Εάν δηλαδή προκληθεί ατύχημα και ζημία σε άλλο αυτοκίνητο, οδηγό ή σε πεζό, ύψους 45.000 ευρώ, ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου που δεν ήταν και κάτοχος ή οδηγός αυτού κατά την στιγμή του ατυχήματος, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και την ένσταση ότι ευθύνεται αντικειμενικώς μόνο μέχρι το ποσό της αξίας του αυτοκινήτου του.
Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει στην ένστασή του να εξειδικεύσει το ύψος στο οποίο ανέρχεται η αξία του αυτοκινήτου του. Στο ανωτέρω παράδειγμα, μπορεί να ισχυρισθεί ότι το αυτοκίνητό του έχει αξία 8.000 ευρώ (ως μεταχειρισμένο πλέον των δέκα ετών, με αρχική αξία κτήσεως το 2001 ποσού 29.000 ευρώ) και να ζητήσει η ευθύνη του να περιορισθεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, ήτοι στην αξία του αυτοκινήτου και να μην υποχρεωθεί να καλύψει ολόκληρη την ζημία των 45.000 ευρώ.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες η ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος δεν περιορίζεται μόνο στην αξία του αυτοκινήτου, αλλά εκτείνεται σε όλο το ύψος της ζημίας. Αυτό σημαίνει ότι η ευθύνη βασίζεται στο άρθρο 914 του Αστικού Κώδικος, όταν υπάρχει σχέση προστήσεως μεταξύ οδηγού που προκάλεσε το ατύχημα και ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Σχέση προστήσεως υφίσταται όταν ο οδηγός είναι υπάλληλος του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ή γενικώς ενεργεί υπό τις εντολές και οδηγίες του. Σχέση προστήσεως υπάρχει όμως και όταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου εμπιστεύεται την οδήγησή του σε συγγενή ή φίλο του, όπως ο πατέρας στο υιό του.
Στην υπ’ αριθ. 1228/2010 απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε την ένσταση των δύο ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου, ότι ευθύνονται μόνο μέχρι την αξία του. Στην υπόθεση αυτή, ο οδηγός, που προκάλεσε το ατύχημα ήταν υιός της πρώτης και ανεψιός της δεύτερης των ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου. Ο οδηγός πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα οποία ήταν εκτεθειμένα χωρίς καμία προφύλαξη και χρησιμοποιώντας αυτά, οδήγησε το αυτοκίνητο, παρά το ότι εστερείτο αδείας οδηγήσεως και παρά το ότι είχε κάνει χρήση ουσιών, προκαλώντας ατύχημα.
Τόσο το Εφετείο, όσο και ο Άρειος Πάγος απέρριψαν την ένσταση των δύο ιδιοκτητριών του αυτοκινήτου για περιορισμό της ευθύνης τους μέχρι του ύψους της αξίας του αυτοκινήτου τους. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι ιδιοκτήτριες του αυτοκινήτου έχουν ευθύνη για ολόκληρο το ποσό της ζημίας και όχι μόνο μέχρι το την αξία του οχήματός τους, διότι υπήρξε σχέση προστήσεως μεταξύ αυτών και του υιού / ανεψιού τους.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr