Thursday, July 3, 2014

Ανήλικοι και ανίκανοι προστατεύονται από την χρησικτησία

Όταν κάποιος μπορεί να αποδείξει ότι κατέχει ένα ακίνητο με την πεποίθηση ότι είναι δικό του για χρονικό διάστημα πάνω από είκοσι χρόνια, μπορεί να αποκτήσει την κυριότητά του, δηλαδή να γίνει ο ιδιοκτήτης του με (έκτακτη) χρησικτησία. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν έχει συμβόλαιο στο όνομά του, μπορεί να αποκτήσει νόμιμο τίτλο επί του συγκεκριμένου ακινήτου, εφόσον αποδείξει ότι ασκούσε επί τουλάχιστον εικοσαετία νομή, που σημαίνει χρήση του ακινήτου με την γνώση και την πίστη ότι αυτό του ανήκει. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ένα ακίνητο ανήκει ή θεωρείται ότι ανήκει σε κάποιον αδύναμο, που χρήζει προστασίας από το κράτος, όπως είναι ο ανήλικος ή εκείνος που έχει κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση; Σ' αυτή την περίπτωση ο νόμος προστατεύει τον αδύναμο, δηλαδή το ανήλικο και εκείνον που έχει κηρυχθεί σε δικαστική συμπαράσταση, έναντι εκείνου που διεκδικεί το ακίνητο με χρησικτησία. Το άρθρο 1055 του Αστικού Κώδικος ορίζει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του ισχυρισμού περί χρησικτησίας έναντι ανηλίκου ή εκείνου που τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι καταστάσεις αυτές, δηλ μέχρι την ενηλικίωση του ανηλίκου και για το χρονικό διάστημα από την έκδοση της αποφάσεως περί δικαστικής συμπαραστάσεως και μετά. Αυτό σημαίνει ότι εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι έγινε κύριος ενός ακινήτου διότι ασκεί νομή επ' αυτού για 21 χρόνια και συνυπολογίζει χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αντίδικός του ήταν ανήλικος, εφόσον προβληθεί η σχετική ένσταση, τα χρόνια που ο αντίδικος ήταν ανήλικος δεν θα προσμετρηθούν στην χρησικτησία. Επομένως, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι νέμεται το ακίνητο από το 1990 έως το 2011 και άρα έγινε κύριος με χρησικτησία διαρκείας 21 ετών, έναντι αντιδίκου που ήταν ανήλικος (11 ετών) το 1990, στην χρησικτησία δεν μπορούν να προσμετρηθούν τα έτη από το 1990 έως το 1997, διότι ο αντίδικος που ήταν 11 ετών το 1990, ενηλικιώθηκε το 1997 και μόνο μετά το 1997 μπορεί να προσμετρηθούν τα χρόνια για να αντιταχθεί εναντίον του χρησικτησία. Στην υπ' αριθ. 944/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία ο κύριος ακινήτων τα πώλησε σε αγοραστές. Ο πωλητής των ακινήτων λίγα χρόνια αργότερα κηρύχθηκε από το δικαστήριο σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής νόσου. Λίγα χρόνια μετέπειτα, η δικαστική συμπαραστάτης του πωλητή των ακινήτων, μητέρα του, άσκησε αγωγή στα δικαστήρια κατά των αγοραστών και επέτυχε την ακύρωση των συμβολαίων πωλήσεως των ακινήτων, με το σκεπτικό ότι ο υιός της κατά τον χρόνο που πώλησε τα ακίνητά του έπεσε θύμα εκμετάλλευσης της απειρίας και της αδυναμίας του περί τις συναλλαγές από τους αγοραστές των ακινήτων. Μετά την ακύρωση των συμβολαίων πωλήσεως των ακινήτων, οι αγοραστές που στο μεταξύ είχαν οικοδομήσει κατοικίες εντός αυτών, αλλά βρέθηκαν τα συμβόλαιά τους να ακυρώνονται λόγω του ότι είχαν εκμεταλλευθεί την ανικανότητα περί τις συναλλαγές του πωλήτη, προέβαλαν ισχυρισμό περί κτήσεως των ακινήτων δυνάμει χρησικτησίας, αφού από τον χρόνο αγοράς των ακινήτων είχαν παρέλθει ούτως ή άλλως πάνω από είκοσι έτη. Τα δικαστήρια της ουσίας και ο Άρειος Πάγος απέρριψαν τον ισχυρισμό τους περί χρησικτησίας, διότι εφήρμοσαν το νόμο που ορίζει ότι χρησικτησία κατά ανηλίκου ή δικαστικώς συμπαραστατούμενου δεν υπολογίζεται για τα έτη που κρατάει η κατάσταση αυτή. Επομένως, στον χρόνο χρησικτησίας των αγοραστών δεν μπορεί να υπολογισθεί ο χρόνος που ο αντίδικός τους ήταν υπό δικαστική συμπαράσταση και ο υπόλοιπος χρόνος δεν τους επαρκεί για να συμπληρώσουν την απαιτούμενη για χρησικτησία εικοσαετία. Παρόμοια υπόθεση έκρινε ο Άρειος Πάγος και στην 142/2013 απόφασή του, στην οποία το ανώτατο δικαστήριο απεφάνθη ότι χρησικτησία έναντι διαδίκου για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι ανήλικος δεν μπορεί να υπολογισθεί. Σε αμφότερες τις αποφάσεις ο Άρειος Πάγος απεφάσισε ωστόσο, ότι ο ισχυρισμός ότι συγκεκριμένος διάδικος ήταν ανήλικος ή ανίκανος προς δικαιοπραξία λόγω δικαστικής συμπαραστάσεως, πρέπει να προβάλλεται με ένσταση και δεν λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως, ούτε είναι υποχρέωση του ενάγοντος να ισχυρισθεί πρώτος εκείνος ότι η χρησικτησία δεν προβάλλεται κατά ανηλίκου ή δικαστικώς συμπαραστατούμενου. Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr

Το πληρεξούσιο ισχύει όσο ζει ο εντολέας

Το πληρεξούσιο είναι ένα νομικό έγγραφο που παρέχει λύσεις στις περιπτώσεις συντάξεως πλήθους νομικών πράξεων ή δικαστικών ενεργειών, όταν εκείνος που πρέπει να υπογράψει δεν μπορεί να βρίσκεται στον τόπο όπου πρέπει να υπογραφεί ένα έγγραφο ή να συζητηθεί μία υπόθεση στο δικαστήριο. Εκείνος που βρίσκεται σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα, ή εκείνος που δεν μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως σε συμβολαιογράφο, στην εφορία, στο δικαστήριο κλπ. για λόγους επαγγελματικούς, υγείας ή άλλους, δύναται να υπογράψει πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση, ώστε κάποιο άλλο πρόσωπο, στο οποίο έχει πλήρη εμπιστοσύνη, να εργήσει την πράξη για λογαριασμό του. Για σοβαρές νομικές πράξεις, όπως κάθε δικαιοπραξία που αφορά ακίνητα, για παράσταση στον Άρειο Πάγο ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και σε περιπτώσεις λύσεως γάμου (αγωγή διαζυγίου), απαιτείται πληρεξούσιο που έχει συνταχθεί σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα, ή στο Προξενείο της Ελλάδος σε ξένη χώρα, ή σε συμβολαιογράφο άλλης χώρας, εφόσος έχει την επικύρωση της Χάγης (Αποστίλη), όταν αυτό απαιτείται, ή την επικύρωση του Προξενείου της Ελλάδος, εάν η ξένη χώρα δεν έχει κυρώσει την σύμβαση της Χάγης. Κάποιες άλλες φορές, πληρεξουσιότητα δίδεται με απλή εξουσιοδότηση, που υπογράφει ο εξουσιοδοτών στο ΚΕΠ, στο Αστυνομικό Τμήμα, στο Προξενείο ή σε δημόσια αρχή που βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής. Η ισχύς του ειδικού πληρεξουσίου θεωρητικώς δεν λήγει, παρά μόνο με την ανάκλησή του ή τον θάνατο του εντολέως. Μετά τον θάνατο του εντολέως το πληρεξούσιο παύει να ισχύει. Γι' αυτό και κατά την υπογραφή της νομικής πράξεως από τον πληρεξούσιο στο όνομα του εντολέως, ο πληρεξούσιος συνήθως καλείται να δηλώσει εγγράφως ότι το πληρεξούσιο δυνάμει του οποίου ενεργεί δεν έχει ανακληθεί και ότι είναι σε ισχύ. Εάν ο πληρεξούσιος γνωρίζει ότι εκείνος που του έχει χορηγήσει την πληρεξουσιότητα έχει αποβιώσει θα πρέπει να απόσχει από την υπογραφή οιασδήποτε πράξεως και να το δηλώσει σε εκείνον που πρόκειται να κάνει χρήση του πληρεξουσίου. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση στην οποία το πληρεξούσιο που υπεγράφη περιλαμβάνει και ρητή διάταξη ότι θα ισχύει και μετά τον θάνατο του εντολέως. Θεωρητικώς, ο νόμος προβλέπει τέτοια δυνατότητα, στην πράξη ωστόσο σπανίως γίνεται χρήση αυτής, δεδομένου ότι μετά τον θάνατο εκείνου που υπέγραψε το πληρεξούσιο (εντολέας), δημιουργούνται εύλογες και σοβαρές αμφιβολίες περί του κύρους της πληρεξουσιότητος και σπανίως θα βρεθεί συμβολαιογράφος, δικαστήριο ή δημόσια αργή που θα δεχθεί πληρεξούσιο, σε χρόνο που ο εντολέας δεν βρίσκεται πλέον στην ζωή. Στην υπ' αριθ. 1241/2012 απόφασή του ο Άρειος Πάγος ανήρεσε απόφαση του Εφετείου με το σκεπτικό ότι δεν περιείχε επαρκείς αιτιολογίες για την ισχύ ή μη πληρεξουσίου που αφορούσε μεταβιβάσεις ακινήτων, μετά τον θάνατο του εντολέως. Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr