Tuesday, February 21, 2012

Ελλείψει κληρονόμου, δικαιούχος το Δημόσιο του Χρήστου Ηλιόπουλου

Το ποιός ή ποιοί είναι οι κληρονόμοι κατά το ελληνικό δίκαιο ορίζεται από την διαθήκη. Αν δεν υπάρχει διαθήκη, ισχύει η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, που σημαίνει ότι κληρονομούν τέκνα (ή εγγόνια) και επιζών σύζυγος, ή μόνο τέκνα ή εγγόνια εάν δεν υπάρχει σύζυγος, ή σύζυγος, γονείς και αδέλφια του θανόντος αν δεν υπάρχουν τέκνα ούτε εγγόνια, ή σύζυγος και ανήψια του θανόντος, εάν δεν ζουν τα αδέλφια του, ή σειρά άλλων λιγότερο στενών συγγενών.
Από την διαθήκη αλλά και τη νόμιμη μοίρα μπορεί να προκύπτει συνδυασμός ποσοστών των κληρονόμων, διότι τέκνα ή εγγόνια, σύζυγος και γονείς του κληρονομουμένου κληρονομούν πάντοτε ένα ελάχιστο μερίδιο, ακόμα κι αν δεν αναφέρονται καθόλου στην διαθήκη.
Εάν δεν υπάρχει κανένας κληρονόμος, ή όσοι υπήρχαν έχουν αποποιηθεί, εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το Δημόσιο. Η αναγνώριση ότι κληρονόμος είναι το Δημόσιο γίνεται με δικαστική απόφαση. Συμφέρον για την έκδοση της αποφάσεως αυτής μπορεί να έχει εκτός από το Δημόσιο και κάποιος συγκύριος, που έχει κληρονομήσει ποσοστό της κληρονομίας και ενδιαφέρεται για την αξιοποίηση του κοινού περιουσιακού στοιχείου.
Μία περίπτωση κατά την οποία τρίτος επιδιώκει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που να αναγνωρίζει το Δημόσιο ως κληρονόμο είναι όταν ο εκμισθωτής, δηλ. ο ιδιοκτήτης ενός μισθωμένου ακινήτου ενδιαφέρεται να λάβει τα χρήματα που του οφείλονται από την μίσθωση του ακινήτου του.
Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο ενοικιαστής απεβίωσε και είτε χρώσταγε πριν το θάνατό του ενοίκια, είτε μετά τον θάνατό του δεν έχουν καταβληθεί ενοίκια και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου χάνει χρήματα.
Στην υπ’ αριθ. 607/2011 απόφαση του ο Άρειος Πάγος έκρινε υπόθεση στην οποία ο ενοικιαστής είχε αποβιώσει και οι εγγύτεροι συγγενείς του αποποιήθηκαν της κληρονομίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας κληρονόμος πλην του Δημοσίου, που κληρονομεί εξ αδιαθέτου.
Εάν αποβιώσει ο μισθωτής (ενοικιαστής) δεν λήγει η μίσθωση, αλλά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του μισθωτή, που στην υπόθεση αυτή ήταν το Δημόσιο. Ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο, μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει, ως αποζημίωση, το συμφωνημένο μίσθωμα.
Ο ιδιοκτήτης του μισθωμένου ακινήτου για να λάβει τα μισθώματα που εδικαιούτο προσέφυγε στο δικαστήριο, πρώτα για να αναγνωρισθεί ότι κληρονόμος του θανόντος αρχικού μισθωτή είναι το Δημόσιο και επέτυχε την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως. Το Δημόσιο εφεσίβαλε την απόφαση, το Εφετείο όμως απέρριψε την έφεση του Δημοσίου και τελικώς το Δημόσιο απεδέχθη την δικαστική απόφαση που το ανεγνώριζε ως κληρονόμο.
Ακολούθως ο ιδιοκτήτης προσέφυγε εκ νέου σε δικαστήριο για να πετύχει αυτή την φορά την καταδίκη του Δημοσίου στην καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων. Το δικαστήριο για μία ακόμη φορά δικαίωσε τον ιδιοκτήτη και υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, το Δημόσιο υπέβαλε εκ νέου έφεση, η οποία πάλι απερρίφθη και το Δημόσιο άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο.
Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε τον ιδιοκτήτη του μισθωμένου ακινήτου κρίνοντας ότι το Δημόσιο όφειλε να καταβάλει τα μισθώματα, τα οποία δεν αποτελούσαν χρέος της κληρονομίας, δηλαδή δεν οφείλοντο πριν τον θάνατο του αρχικού μισθωτή, ώστε το Δημόσιο να θεωρείται αποδεχόμενο την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής (να μην πληρώνει αν δεν αρκεί το ενεργητικό της κληρονομίας), αλλά το χρέος προερχόταν από τις ενέργειες του ιδίου του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, μετά την υπεισέλευσή του ως κληρονόμου του αρχικού μισθωτή, στη μισθωτική σχέση, παρακρατούσε το μίσθιο χωρίς να πληρώνει το μίσθωμα.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Ακυρώνεται η γονική παροχή λόγω νομίμου μοίρας; του Χρήστου Ηλιόπουλου

Οι γονείς μπορούν κατά το ελληνικό δίκαιο να μεταβιβάζουν στα παιδιά τους ακίνητα με γονική παροχή, απολαμβάνοντας μάλιστα υψηλού αφορολογήτου (150.000 ευρώ σήμερα) ανά τέκνο. Όταν οι γονικές παροχές γίνονται περίπου ισομερώς προς όλα τα τέκνα, δεν αναμένεται να προκύψουν αντιδικίες αναφορικώς με την κληρονομία του γονέα.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου για διάφορους λόγους ο γονέας έχει προβεί σε γονική παροχή ακινήτου προς το ένα τέκνο του, ενώ προς το άλλο ενδεχομένως να είχε προβεί σε άλλους είδους παροχές κατά το παρελθόν. Όταν αποβιώσει ο γονέας, το παιδί που δεν είχε λάβει γονική παροχή μπορεί να δικαιούται, υπό προϋποθέσεις, να ακυρώσει την γονική παροχή, ή τμήμα αυτής, που είχε κάνει ο γονέας του προς τον αδελφό ή την αδελφή του, κυρίως αν η κληρονομία δεν επαρκεί για την νόμιμη μοίρα.
Γονική παροχή που έλαβε χώρα μέχρι δέκα έτη προ του θανάτου του γονέα μπορεί να ακυρωθεί προκειμένου να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του τέκνου, εφόσον θεωρηθεί ότι η γονική παροχή αποτελεί δωρεά. Η γονική παροχή θεωρείται ότι δεν αποτελεί δωρεά όταν έχει γίνει από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Επίσης, ο νόμος ορίζει ότι η γονική παροχή στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, ή για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Όταν η περιουσία του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του τέκνου, αυτό δικαιούται να ασκήσει αγωγή για να προσπαθήσει να ακυρώσει τη γονική παροχή, στο μέτρο που η γονική παροχή θα θεωρηθεί δωρεά. Εάν επί παραδείγματι ο γονέας έκανε γονική παροχή στο ένα από τα δύο του τέκνα, δύο χρόνια πριν αποβιώσει, ακίνητο αξίας 100.000 ευρώ, ενώ όταν απεβίωσε δεν άφησε περιουσία και οι πλησιέστεροι συγγενείς του είναι τα δύο τέκνα του, η νόμιμη μοίρα του άλλου τέκνου είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, είναι δηλαδή το 1/4 της κληρονομίας.
Ο θανών γονέας όμως δεν άφησε καθόλου περιουσιακά στοιχεία κατά τον θάνατό του, με αποτέλεσμα το τέκνο που δεν έλαβε νόμιμη μοίρα να επιχειρήσει με αγωγή στα δικαστήρια κατά του αδελφού του να ακυρώσει το γονική παροχή αξίας 100.000 ευρώ, όχι για να λάβει όλο αυτό το ποσό, αλλά για να λάβει το 1/4, δηλ. 25.000 ευρώ.
Σημαντικό μέρος της δίκης θα κριθεί από το σε ποιόν βαθμό η γονική παροχή θα θεωρηθεί δωρεά. Αν κριθεί ότι ήταν δωρεά στο συνολό της, τότε ο ενάγων θα λάβει το 1/4 της αξίας της, δηλ. 25.000 ευρώ. Αν όμως κριθεί ότι ήταν δωρεά μόνο κατά το ήμισυ αυτής, δηλαδή κατά τις 50.000 ευρώ, τότε θα λάβει το 1/4 των 50.000 ευρώ, ήτοι 12.500 ευρώ.
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό, καθώς η κάθε υπόθεση έχει ειδικές περιστάσεις και πολλά οικογενειακά δεδομένα, που παίζουν σημαντικό ρόλο στο τι θα θεωρηθεί δωρεά, τι θα θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το μέτρο και ποιά περιστατικά θα κρίνει το δικαστήριο ότι αποτελούν λόγους ευπρεπείας ή ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος, ποιές ήταν οι αξίας παροχών των γονέων προς τα τέκνα τους κλπ.
Πάντως τα δικαστήρια έχουν παγίως κρίνει, όπως και η υπ’ αριθ. 1769/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι η αγωγή με την οποία ο ένας αδελφός διεκδικεί την ακύρωση της γονικής παροχής ή της δωρεάς για να λάβει τη νόμιμη μοίρα του πρέπει να αναφέρει την αξία της κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα. Αυτό διευκολύνει και τον εναγόμενο, δηλαδή τον αδελφό που έχει λάβει την γονική παροχή, διότι σε περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή και κληθεί να επιστρέψει στον αδελφό του επί παραδείγματι το 1/4 της κληρονομίας, αντί να ακυρώσει την γονική παροχή και να ανατρέψει ένα συμβόλαιο, δηλ. έναν τίτλο ακινήτου, δύναται να επιλέξει να καταβάλει την αξία εις χρήμα του 1/4 και να αποφύγει την ακύρωση του συμβολαίου του ακινήτου. Αν στην αγωγή δεν αναφέρεται η αξία της δωρεάς, η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Άκυρη η καταδίκη, αν δεν εξετάσθηκε μάρτυρας του Χρήστου Ηλιόπουλου

Στο ποινικό δικαστήριο στην Ελλάδα, δηλ. στο δικαστήριο που επιβάλλει κυρίως ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης, ο κατηγορούμενος έχει σειρά δικαιωμάτων που δικαιούται να ασκήσει, ώστε η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί να παρέχει τα εχέγγυα της αμεροληψίας, της δίκαιης δίκης, της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ.
Δικαίωμα του κατηγορουμένου είναι να προτείνει μάρτυρες υπερασπίσεως, που πρέπει να προσέλθουν ενώπιον του Δικαστηρίου και να καταθέσουν όσα γνωρίζουν για την υπόθεση.
Εάν κάποιος μάρτυς υπερασπίσεως δεν βρίσκεται στο ακροατήριο του Δικαστηρίου όταν λαμβάνει χώρα η δίκη, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για άλλη ημερομηνία, ώστε να καταστεί δυνατόν να εμφανισθεί τότε ο συγκεκριμένος μάρτυς υπερασπίσεως και να καταθέσει υπέρ του κατηγορουμένου.
Το ποινικό Δικαστήριο έχει υποχρέωση εκ του νόμου να απαντήσει επί του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή λόγω απουσίας ενός σημαντικού μάρτυρος υπερασπίσεως. Το Δικαστήριο δηλαδή υποχρεούται να κρίνει επί της αιτήσεως, είτε αρνητικώς, οπότε και απορρίπτει το σχετικό αίτημα, είτε θετικώς, οπότε και αναβάλλει την δίκη για άλλη μέρα, προκειμένου να εμφανισθεί ο μάρτυς υπερασπίσεως που λείπει.
Εάν το Δικαστήριο δεν απαντήσει επί του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή λόγω απουσίας μάρτυρος υπερασπίσεως, η απόφαση που θα εκδοθεί θα πάσχει νομικώς, δηλαδή θα έχει προκληθεί ακυρότητα λόγω ελλείψεως ακροάσεως. Το άρθρο 170 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζητήσουν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητώς τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα.
Ένα τέτοιο δικαίωμα είναι και εκείνο του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 352 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας να υποβάλλει αίτημα αναβολής της δίκης για να κληθούν και να εξετασθούν μάρτυρες στο ακροατήριο και στο αίτημα αυτό το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει, άλλως προκαλείται ακυρότητα.
Βεβαίως, το αίτημα του κατηγορουμένου πρέπει να προβάλλεται στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο και η ακυρότητα θα προκύψει μόνο αν ο κατηγορούμενος επέμεινε στο αίτημά του και το Δικαστήριο δεν απήντησε.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την υπ’ αριθ. 7/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε αναίρεση του κατηγορουμένου που ισχυριζόταν ότι υπήρξε ακυρότητα της αποφάσεως που τον κατεδίκασε, διότι είχε ζητήσει την εξέταση μάρτυρα και το Δικαστήριο (Εφετείο) δεν απήντησε επί τους αιτήματος αυτού.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ναι μεν ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει στην δίκη στο Εφετείο να αναβληθεί η διαδικασία για να προσέλθει κάποιος μάρτυς, όμως ο κατηγορούμενος απέσυρε το αίτημά του αυτό, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν επέμεινε σ’ αυτό.
Φαίνεται λοιπόν από την συγκεκριμένη απόφαση του Αρείου Πάγου ότι το αίτημα για αναβολή της δίκης σε άλλη ημερομηνία, για να προσέλθει μάρτυς υπερασπίσεως πρέπει να προβάλλεται από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου κατά τρόπο όχι απλώς σαφή, αλλά και επιτακτικό και ότι θα πρέπει το αίτημα να υποβάλλεται επανειλημμένως και σοβαρώς, διότι άλλως, αν το αίτημα υποβληθεί μόνον άπαξ και ακολούθως ο κατηγορούμενος ή η υπεράσπισή του δεν επανέλθει στο αίτημα και δεν επιμείνει, το Δικαστήριο θα ερμηνεύσει αυτή την στάση ως απόσυρση του αιτήματος για αναβολή.


Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr