Sunday, March 20, 2011

Τα δικαστήρια απορρίπτουν έγγραφα μη μεταφρασμένα στην ελληνική του Χρήστου Ηλιόπουλου

Τα δικαστήρια στην Ελλάδα είναι όργανα του ελληνικού κράτους, αποτελούντα μάλιστα μία εκ των τριών βασικών λειτουργιών, δηλαδή της δικαστικής εξουσίας, η οποία είναι, ή πρέπει να είναι, ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, δηλ. την εκτελεστική (κυβέρνηση – διοίκηση) και τη νομοθετική (κοινοβούλιο).
Τα δικαστήρια δικάζουν με βάση νόμους, ισχυρισμούς και αποδείξεις, οι οποίες, όταν είναι έγγραφα, πρέπει να προσκομίζονται μόνο στην ελληνική γλώσσα. Εάν το πρωτότυπο έγγραφο έχει συνταχθεί σε άλλη γλώσσα, για να ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο πρέπει να έχει επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική.
Επίσημη μετάφραση γίνεται είτε από δικηγόρο Ελλάδος, που γνωρίζει την ξένη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί πρωτοτύπως το έγγραφο, είτε από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε από επίσημο μεταφραστή στο εξωτερικό, αφού όμως η μετάφρασή του έχει επικυρωθεί από Προξενείο της Ελλάδος σε χώρα του εξωτερικού.
Για να λάβει χώρα η συζήτηση μίας υπόθεσης ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου πρέπει είτε άπαντες οι διάδικοι να παρίστανται, είτε εκείνος που δεν παρίσταται να έχει κλητευθεί νομίμως, δηλαδή με επίσημη κοινοποίηση του δικογράφου στην κατοικία του. Εάν δεν έχει γίνει νόμιμη και εμπρόθεσμη κοινοποίηση της δίκης στον αντίδικο και αυτός δεν παρίσταται, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ εάν έχει γίνει η νόμιμη κοινοποίηση και παρά ταύτα ο αντίδικος δεν παρίσταται, τότε η δίκη προχωρά κανονικά και ο μη εμφανιζόμενος διάδικος δικάζεται ερήμην (in absence, in absentia).
Όταν ο εναγόμενος κατοικεί στο εξωτερικό, η επίδοση πρέπει να γίνεται όχι μόνο σύμφωνα με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, αλλά και σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις, που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Για την νόμιμη επίδοση στο εξωτερικό δεν αρκεί δηλαδή απλώς η επίδοση στον Εισαγγελέα, κατά το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά απαιτείται και πραγματική επίδοση στο εξωτερικό, είτε σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης, είτε σύμφωνα με τον Κανονισμό 1348/2000 του Συμβουλίου για τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Το αν έχει επιδοθεί η αγωγή στο εξωτερικό, τον χρόνο της επιδόσεως και τις συνθήκες αυτής, αν δηλαδή την παρέλαβε ο ίδιος ο εναγόμενος ή κάποιος συγγενής, οικείος ή φίλος του, ή εάν δεν ευρέθη ο εναγόμενος στην διεύθυνσή του στην χώρα του εξωτερικού, βεβαιώνεται με σχετικό έγγραφο της ξένης χώρας, που προσκομίζεται ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου σε νόμιμη μετάφραση. Εάν δεν προσκομισθεί σε νόμιμη μετάφραση, το έγγραφο δεν λαμβάνεται υπόψιν και η αγωγή θεωρείται ότι δεν επιδόθηκε στην αλλοδαπή, παρά το γεγονός ότι η αγωγή έχει επιδοθεί και το έγγραφο που το αποδεικνύει στην ξένη γλώσσα υπάρχει στον φάκελλο του δικαστηρίου.
Στην υπ’ αριθ. 154/2008 απόφασή του ο Άρειος Πάγος απέρριψε ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως, επειδή ο αναιρεσίβλητος, κάτοικος Γερμανίας σε γνωστή διεύθυνση, δεν εμφανίσθηκε στον Άρειο Πάγο κατά την συζήτηση της υποθέσεως. Στην δικογραφία υπήρχε έγγραφο των αρμοδίων γερμανικών αρχών περί της κοινοποιήσεως της δίκης στον αναιρεσίβλητο, το έγγραφο όμως αυτό δεν ήταν νομίμως μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα ο Άρειος Πάγος να μην δύναται να το λάβει υπόψιν και η αναίρεση να απορριφθεί, λόγω μη προσήκουσας κοινοποιήσεως της δίκης στον αντίδικο που ήταν κάτοικος Γερμανίας.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Sunday, March 13, 2011

Διάρκεια και λήξη εμπορικής μίσθωσης του Χρήστου Ηλιόπουλου

Εμπορική είναι η μίσθωση ακινήτου στην Ελλάδα όταν ο μισθωτής (ενοικιαστής) το χρησιμοποιεί για εμπορία ή γενικώς για επαγγελματική δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή με την μίσθωση κατοικίας, όπου ο μισθωτής χρησιμοποιεί το μίσθιο για κατοικία.
Η ελάχιστη διάρκεια της εμπορικής – επαγγελματικής μισθώσεως είναι δώδεκα έτη. Ακόμα κι αν ιδιοκτήτης και ενοικιαστής γράψουν στο συμβόλαιο ότι η μίσθωση θα έχει διάρκεια μικρότερη των δώδεκα ετών, ο μισθωτής (ενοικιαστής) δικαιούται να κάνει χρήση το μισθίου δώδεκα έτη κατ’ ελάχιστον, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τηρεί το σύνολο των υποχρεώσεών του από την σύμβαση, δηλ. καταβάλλει εμπροθέσμως το μίσθωμα, διατηρεί το μίσθιο σε καλή κατάσταση, δεν παραβιάζει το νόμο ως προς τις σχέσεις του με τους γείτονες, το κράτος κλπ.
Όταν ο ιδιοκτήτης ζητήσει την απόδοση του μισθίου λόγω παρόδου της δωδεκαετίας, υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτή ποσό ίσο με 24 μισθώματα. Αυτό καταβάλλεται για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας του μισθίου, διότι ο μισθωτής έχει δημιουργήσει κατά τα 12 έτη λειτουργίας του καταστήματός του μία φήμη, πελατεία και εμπορική δραστηριότητα, την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να εκμεταλλευθεί με το να εκμισθώσει το κατάστημά του σε καινούργιο μισθωτή με το ίδιο ή παραπλήσιο εμπορικό αντικείμενο.
Για να λήξει η μίσθωση στα δώδεκα έτη πρέπει ο ιδιοκτήτης, εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την συμπλήρωση της δωδεκαετίας, να ασκήσει στο δικαστήριο αγωγή αποδόσεως του μισθίου, οπότε με την άσκηση και μόνο της αγωγής (κατάθεση στο δικαστήριο αγωγής και επίδοση αυτής με δικαστικό επιμελητή στον μισθωτή), η μίσθωση λήγει και ο μισθωτής υποχρεούται να αποδώσει το κατάστημα στον ιδιοκτήτη, δικαιούται όμως να λάβει ποσό 24 μισθωμάτων από τον τελευταίο.
Για να λήξει η μίσθωση στα δώδεκα έτη αρκεί η άσκηση της αγωγής και δεν απαιτείται να περιμένουμε να εκδοθεί η δικαστική απόφαση, ενώ η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί προληπτικώς και πριν την συμπλήρωση των δώδεκα ετών, αλλά πάντως ποτέ μετά την πάροδο της εννεάμηνης προθεσμίας, όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος στην υπ΄αριθ. 288/2010 απόφασή του.
Η ελάχιστη διάρκεια της μισθώσεως παρατείνεται αυτομάτως από τα δώδεκα στα δεκαέξι έτη, εφόσον μετά την πάροδο εννέα μηνών από την συμπλήρωση των δώδεκα ετών ο ιδιοκτήτης – εκμισθωτής δεν ασκήσει αγωγή κατά του μισθωτή – ενοικιαστή με την οποία θα του ζητάει να ελευθερώσει το μίσθιο λόγω λήξεως της μισθώσεως.
Μετά την άπρακτη πάροδο του εννεαμήνου η μίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια, μετά δε την λήξη της τετραετίας δεν οφείλεται το ποσό των 24 μισθωμάτων. Επομένως μετά την συμπλήρωση 16 συνολικώς ετών παραμονής του μισθωτή – ενοικιαστή στο μίσθιο, ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει την απόδοση του μισθίου χωρίς να υποχρεούται πλέον να του καταβάλει τα 24 μισθώματα, όπως υποχρεούται να κάνει όταν ζητήσει την απόδοση του μισθίου με την συμπλήρωση των 12 ετών.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr

Tuesday, March 1, 2011

Μεταβίβαση και διανομή αυθαιρέτου του Χρήστου Ηλιόπουλου

Η ανέγερση αυθαιρέτων είναι στην Ελλάδα μία εκτεταμένη πρακτική, κατά της οποίας το κράτος έχει στραφεί με πολλούς νόμους, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Συνέπεια της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει την αυθαίρετη δόμηση είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η άναρχη διαμόρφωση πόλεων και χωριών και η εξοικείωση μεγάλου μέρους των πολιτών με την καταστρατήγηση των νόμων και την αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού το βραχυχρόνιο ατομικό συμφέρον υπερισχύει του μακροχρόνιου σχεδιασμού και την προστασίας του γενικού καλού.
Με τον νόμο 1337/1983 απαγορεύθηκε η μεταβίβαση αυθαιρέτων με στόχο να καταστήσουμε ουσιαστικώς μη εμπορεύσιμο ένα αυθαίρετο, εάν αυτό δεν μπορεί να μεταβιβασθεί νομικά. Ο στόχος έχει εν μέρει επιτευχθεί, διότι μετά την ισχύ του εν λόγω νόμου το οικόπεδο/αγροτεμάχιο στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο μπορεί να μεταβιβασθεί μόνο με κληρονομιά και πάλι χωρίς επίσημη δήλωση του κτίσματος στην εφορία και στο συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας.
Συχνά επιχειρείται η μεταβίβαση αυθαιρέτων κτισμάτων με πώληση ή γονική παροχή, χωρίς την απεικόνιση του αυθαιρέτου στο επισυναπτόμενο στο συμβόλαιο τοπογραφικό, με κίνδυνο όμως όλων των εμπλεκομένων να παραπεμφθούν για σωρεία ποινικών αδικημάτων, αφού υπογράφουν ψευδώς ότι μεταβιβάζεται «γυμνό» οικόπεδο, ενώ γνωρίζουν ότι υπάρχει και κτίσμα, το οποίο αποκρύπτεται από το τοπογραφικό (ευθύνη μηχανικού) και από το συμβόλαιο (ευθύνη αγοραστή και πωλητή, ενώ ο συμβολαιογράφος επισήμως δεν γνωρίζει).
Ειδικώτερη περίπτωση απαγορεύσεως μεταβιβάσεως αυθαιρέτου αποτελεί η αγωγή διανομής ακινήτου στο οποίο υφίσταται αυθαίρετη οικοδομή. Εδώ το δικαστήριο καλείται να διανείμει αυτουσίως ή να διατάξει την πώληση σε πλειστηριασμό ενός ακινήτου που ανήκει σε περισσοτέρους του ενός, το οποίο όμως είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αυθαίρετο. Το ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν το δικαστήριο να διανείμει ή να διατάξει τον πλειστηριασμό (που είναι πώληση), ενός οικοπέδου με αυθαίρετο, όταν κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται να το πράξει ο συμβολαιογράφος.
Η τάση που έχει διαμορφωθεί στα δικαστήρια είναι να διατάσσεται η διανομή εάν α) το αρχικό κτίσμα ήταν νόμιμο, με άδεια από την πολεοδομία, αλλά έχουν γίνει αυθαίρετες προσθήκες και β) οι αυθαίρετες προσθήκες/κατασκευές να μην έχουν διαπιστωθεί επισήμως με αυτοψία και σχετική έκθεση αυθαιρέτου από την πολεοδομία.
Εφόσον συντρέχουν οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις, τα δικαστήρια φαίνεται ότι δέχονται την άποψη ότι μπορεί να διαταχθεί διανομή, εφόσον «… οι έννομες συνέπειες του αυθαίρετου χαρακτήρα μιας κατασκευής, μεταξύ των οποίων και οι, κατ` άρθρο 17 παρ. 10 ν. 1337/1983, απαγορεύσεις μεταβιβάσεως κλπ., δεν επέρχονται, αν δεν προηγηθεί η ανωτέρω έκθεση αυτοψίας, η οποία συνιστά διαπιστωτική ατομική διοικητική πράξη», όπως έχει κρίνει η υπ’αριθ. 73/2006 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων.
Η ίδια απόφαση διαλαμβάνει επίσης ότι η απαγόρευση μεταβίβασης ή σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων ισχύει μόνον εφόσον έχει προηγηθεί αυτοψία από υπάλληλο της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και σύνταξη σχετικής έκθεσης. Η απαγόρευση μεταβίβασης ή σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων δεν αφορά εκείνα τα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί με βάση οικοδομική άδεια, αλλά, στη συνέχεια, έγιναν σ’ αυτά μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες, χωρίς τις απαιτούμενες για το σκοπό αυτό οικοδομικές άδειες.
Ένα άλλο δικαστήριο, το Εφετείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθ. 2007/2006 απόφασή του έκρινε ότι «η ως άνω απαγόρευση διαθέσεως ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος δεν εκτείνεται και στα οικοδομήματα εκείνα, τα οποία έχουν ανεγερθεί νομίμως, αλλά μεταγενέστερα, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο προορίζονταν από την κατασκευή τους, έγιναν σ` αυτά διαρρυθμίσεις ή προσθήκες χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια». Στην υπόθεση αυτή ο τελευταίος όροφος του κτίσματος ήταν αυθαίρετος, όπως είχε ήδη διαπιστωθεί από την πολεοδομία, πράγμα που οδήγησε το δικαστήριο στην απόρριψη της αγωγής διανομής εξαιτίας τις ύπαρξης αυθαιρέτου ορόφου που είχε ήδη περιέλθει σε γνώση της πολεοδομίας.
Τέλος, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθ. 3808/2010 απόφασή του έκρινε ότι «η κατ' άρθρ. 17 παρ. 10 ν. 1337/1983 απαγόρευση μεταβίβασης αυθαίρετων κτισμάτων … δεν εκτείνεται στα οικοδομήματα τα οποία έχουν μεν νομίμως ανεγερθεί, αλλά μεταγενέστερα έγιναν σε αυτά μεταβολές, διαρρυθμίσεις ή προσθήκες (όπως είναι η αλλαγή χρήσης ενός χώρου αποθήκης σε διαμέρισμα)».

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
bm-bioxoi@otenet.gr
ktimatologiolaw@yahoo.gr