Tuesday, January 20, 2009

Τα περιουσιακά των συζύγων μετά το διαζύγιο του Χρήστου Ηλιόπουλου

Όλο και πιο πολλά είναι τα διαζύγια στην Ελλάδα, επομένως όλο και πιο συχνά εμφανίζεται η ανάγκη της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μετά το διαζύγιο. Ο κάθε σύζυγος δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικαστήριο κατά του άλλου συζύγου ζητώντας μέρος της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου εντός προθεσμίας δύο ετών από τότε που λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Εάν παρέλθει η προθεσμία αυτή, τότε ο σύζυγος χάνει το δικαιώμά του να ζητήσει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου.
Η βασική αρχή στην ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων των (πρώην) συζύγων είναι ότι ο σύζυγος που συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, όσο διήρκεσε ο μεταξύ τους γάμος, δικαιούται να λάβει πίσω όσα ωφελήθηκε ο άλλος σύζυγος από την συμβολή αυτή.
Η μέτρηση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου γίνεται ως εξής: Υπολογίζεται πρώτα ποιά ήταν η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του κατά την ημέρα που έλαβε χώρα ο γάμος. Ακολούθως, υπολογίζεται η αξία της περιουσίας του κατά τον χρόνο της λύσης του γάμου, δηλ. του διαζυγίου. Εάν έχει προκύψει αύξηση, τότε ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει ένα μέρος της αυξήσεως αυτής, αναλόγως του πόσο συνέβαλε στην αύξηση αυτή. Δεν υπολογίζονται στην αύξηση κληρονομιές ή δωρεές που έλαβε ο σύζυγος όσο διαρκούσε ο γάμος, ούτε τα χρήματα που τυχόν εισέπραξε από την πώληση περιουσίας που είχε λάβει από κληρονομιά ή δωρεά.
Επί παραδείγματι, εάν κατά τον χρόνο του γάμου του ο ένας σύζυγος είχε περιουσία, ήτοι κινητά, ακίνητα, τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές κλπ. αξίας 180.000 ευρώ, ενώ κατά τον χρόνο του διαζυγίου η περιουσία του αποτιμάται σε 330.000 ευρώ, η αύξηση της περιουσίας του είναι 330.000 μείον 180.000 = 150.000 ευρώ. Επί των 150.000 ευρώ ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει το ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.
Ο νόμος στην Ελλάδα ξεκινάει από το ότι ο κάθε σύζυγος δικαιούται το 1/3 επί της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά την διάρκεια του γάμου. Επομένως, στο παράδειγμά μας, εάν η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ήταν 150.000 ευρώ, ο νόμος επιτρέπει στον άλλον να αξιώσει κατ’ αρχάς το 1/3, δηλ. 50.000 ευρώ. Αυτό όμως δεν απαγορεύει στον κάθε σύζυγο να αποδείξει ότι η συμμετοχή του άλλου συζύγου ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 1/3. Ο σύζυγος του οποίου η περιουσία αυξήθηκε μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος σύζυγος δεν τον βοήθησε καθόλου κατά την διάρκεια της κοινής ζωής τους, άρα ότι ο άλλος δεν δικαιούται ούτε το 1/3. Ο άλλος σύζυγος, αντιθέτως, θα επιδιώξει να αποδείξει ότι συνέβαλε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, άρα δικαιούται ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3, πχ. δικαιούται το μισό της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου.
Στην υπ΄αριθ. 1105/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου προέκυψε ζήτημα εάν στην αξία της περιουσίας που έχει ο ένας σύζυγος κατά τον χρόνο του διαζυγίου πρέπει να υπολογισθεί και ο κοινός λογαριασμός που έχει με κάποιον τρίτον, π.χ. έναν συνεταίρο του, ή ένα συγγενικό του πρόσωπο.
Το δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα κατ’ αρχάς καταφατικώς, λέγοντας ότι αφού ο σύζυγος δικαιούται να πάρει από την τράπεζα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ακόμα και ολόκληρο το ποσό του λογαριασμού, ασφαλώς και πρέπει αυτό το ποσό να προστεθεί στην αξία της περιουσίας τους. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διευκρίνισε ότι ο σύζυγος που έχει τον κοινό λογαριασμό με τον τρίτον, μπορεί να αποδείξει ότι από τα χρήματα του κοινού λογαρισμού δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό, αλλά μόνο ένα τμήμα του. Μπορεί δηλαδή να αποδείξει ότι ο κοινός λογαριασμός είναι με τον συνεταίρο του σε μία εταιρεία, ότι ο κοινός λογαριασμός περιλαμβάνει τα κέρδη τους από την κοινή τους επιχείρηση και ότι κατά το καταστατικό της εταιρείας τους ο σύζυγος έχει λαμβάνειν μόνο το 35% των κερδών.
Εάν ο ισχυρισμός αυτός αποδειχθεί αληθής, τότε στην περιουσία του συζύγου δεν θα υπολογισθεί ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού, αλλά μόνο το 35% του ποσού αυτού. Το 35% του κοινού λογαριασμού θα προστεθεί στα άλλα περιουσιακά στοιχεία που έχει κατά τον χρόνο του διαζυγίου ο σύζυγος και αφού αφαιρεθεί η αξία της περιουσίας που είχε όταν έγινε ο γάμος, θα εξευρεθεί το πόσο αυξήθηκε η περιουσία του. Επί του ποσού της αυξήσεως, ο άλλος σύζυγος θα επιδιώξει να λάβει όσο μεγαλύτερο τμήμα, ακόμα και πάνω από το 1/3, ενώ ο σύζυγος του οποίου αυξήθηκε η περιουσία θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την συμμετοχή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.

e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr

Monday, January 12, 2009

Δικαίωμα κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις σε μάρτυρα του Χρήστου Ηλιόπουλου

Ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη, (και στην Ελλάδα, όπως στις περισσότερες ανεπτυγμένες με νομικό πολιτισμό χώρες), είναι ιερό πρόσωπο, κατά την έννοια ότι, πρώτον, θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως την ενοχής του και, δεύτερον, για να καταδικασθεί πρέπει να τηρηθούν ευλαβικώς σειρά διαδικασιών που εξασφαλίζουν την δίκαιη δίκη και την τήρηση των δικαιωμάτων του στην υπεράσπιση.
Μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν είναι η απόδειξη της ενοχής του στην ακροαματική διαδικασία με αποδεικτικά στοιχεία. Στα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας εξετάζονται αρχικώς στην προδικασία, δηλαδή όταν αρχίζει η εξέταση της υποθέσεως από την δικαιοσύνη πολύ πριν γίνει το δικαστήριο. Η κατάθεση των μαρτύρων καταγράφεται από τον ανακριτή στην ένορκη κατάθεση, που αποτελεί μέρος της δικογραφίας.
Όταν έρθει η ώρα της δίκης, το ποινικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα, εφόσον αποτελεί μέρος της δικογραφίας. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει ο μάρτυρας κατηγορίας να εμφανισθεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου για να του υποβληθούν ερωτήσεις τόσο από τους δικαστές και τον εισαγγελέα, όσο και, κυρίως, από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορο υπερασπίσεως.
Εάν ο κατηγορούμενος ζητήσει να έρθει στο ακροατήριο του δικαστηρίου ο μάρτυρας κατηγορίας που είχε στην προδικασία καταθέσει εναντίον του και το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου δεν ικανοποιηθεί από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα ο μάρτυρας κατηγορίας να μην εξετασθεί στο δικαστήριο, αλλά μόνο να αναγνωσθεί η ένορκη κατάθεσή του που είχε ληφθεί μήνες ή χρόνια πριν κατά την προδικασία, τότε η τυχόν καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί από το δικαστήριο θα πάσχει ακυρότητα και ο κατηγορούμενος θα μπορεί να ασκήσει έφεση ή αναίρεση στον Άρειο Πάγο, για παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Ασφαλώς, η ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας του μάρτυρος κατηγορίας στο δικαστήριο επιβάλλεται από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει τον μάρτυρα κατηγορίας στην βάσανο των ερωτήσεων από την πλευρά της υπερασπίσεως. Ο μάρτυρας κατηγορίας μπορεί να έχει καταθέσει επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο γεγονότα μήνες ή χρόνια πριν, κατά την αρχική έρευνα της υποθέσεως από την δικαιοσύνη, στο γραφείο του ανακριτή, χωρίς την παρουσία του συνηγόρου υπερασπίσεως, ο οποίος θα μπορούσε να του υποβάλει σημαντικές ερωτήσεις για την διαλεύκανση της υποθέσεως.
Αυτές τις ερωτήσεις δικαιούνται, ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, να υποβάλουν στον μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ώστε οι δικαστές να διαμορφώσουν ιδίαν αντίληψη περί των απαντήσεων και της γενικής αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρος. Ουδείς δύναται να αρνηθεί ότι άλλο είναι να διαβάζεις την στεγνή κατάθεση ενός μάρτυρος από το έγγραφο της ενόρκου καταθέσεως του και άλλο είναι να τον έχεις ενώπιόν σου, να κρίνεις συνολικώς την αξιοπιστία του και τον τρόπο που απαντά στις ερωτήσεις, την ευθύτητα ή την διστακτικότητά του, τόν τόνο της φωνής του, το πόσο κατηγορηματικός είναι, ή εάν αντιθέτως από τις απαντήσεις του συνάγεται αβεβαιότητα ή έλλειψη σιγουριάς για όσα καταθέτει εις βάρος του κατηγορουμένου.
Άλλωστε, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας παρέχει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελεί ελληνικό δίκαιο και εφαρμόζεται από όλα τα δικαστήρια στην Ελλάδα. (Απόφαση Αρείου Πάγου υπ’ αριθ. 1953/2007).
Κατ’ εξαίρεση, η κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας αναγιγνώσκεται στο δικαστήριο και δεν απαιτείται η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο ακροατήριο μόνο όταν είναι αδύνατη η εμφάνιση εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.
e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr

Tuesday, January 6, 2009

Προστασία δικαιωμάτων ομογενών για ακίνητα στην Ελλάδα του Χρήστου Ηλιόπουλου

Ο μεγαλύτερος ίσως φόβος των Ελλήνων ομογενών που διαμένουν μονίμως εκτός Ελλάδος και έχουν ακίνητα στην Πατρίδα είναι μήπως απωλέσουν την κυριότητα των ακινήτων τους ή γενικώς τα δικαιώματά τους, εξαιτίας της απουσίας τους από την Ελλαδα. Είναι αλήθεια ότι η μακροχρόνια απουσία του ιδιοκτήτη από τον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητό του μπορεί να του δημιουργήσει νομικά προβλήματα, ιδιαιτέρως εάν οι γείτονες ή οι συγγενείς που βρίσκονται κοντά στο ακίνητο επιβουλεύονται τα δικαιώματα του ομογενούς και επιδιώκουν να κάνουν το ακίνητο δικό τους.
Με ποιόν όμως τρόπο μπορεί ένας ομογενής να χάσει την κυριότητα του ακινήτου του στην Ελλάδα; Δεν αρκεί ότι έχει συμβόλαιο στο όνομά του που αποδεικνύει ότι το ακίνητο είναι δικό του;
Ασφαλώς και η σύνταξη συμβολαίων (αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή αποδοχής κληρονομίας) είναι η ορθή και νόμιμη οδός για να αποκτήσει ο ομογενής την κυριότητα του ακινήτου και να αισθάνεται ασφάλεια ότι η περουσία αυτή του ανήκει.
Ωστόσο, η μακρά απουσία του ομογενούς από τον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο και η συνακόλουθη έλλειψη επιτήρησης, επίβλεψης και χρήσης του ακινήτου για μεγάλα χρονικά διαστήματα μπορεί να αποτελέσουν επιχείρημα για ισχυρισμό χρησικτησίας από κάποιους που επιβουλεύονται το ακίνητο. Ο νόμος στην Ελλάδα ορίζει ότι εάν κάποιος κατέχει το ακίνητο για τουλάχιστον είκοσι έτη με πρόθεση να το κάνει δικό του, αποκτά την κυριότητα αυτού, ακόμα κι αν ο πραγματικός (αρχικός) ιδιοκτήτης είχε συμβόλαιο στο όνομά του.
Ο νόμος αυτός ισχύει προκειμένου να αποτρέπεται η εγκατάλειψη των ακινήτων από τους ιδιοκτήτες τους, δηλ. η απόσυρση των ιδιοκτησιών από την οικονομική ζωή, προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου. Με απλά λόγια, ο νόμος παρέχει ασφάλεια στον ιδιοκτήτη με το συμβόλαιο, ωστόσο επικρίνει τον αμελή ιδιοκτήτη που δεν εξουσιάζει και δεν εκμεταλλεύεται το ακίνητο του. Αντιθέτως, ο νόμος επιβραβεύει εκείνον που χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το ακίνητο και μετά από είκοσι χρόνια, υπό προϋποθέσεις, του το δίνει ως δικό του.
Οι Έλληνες ομογενείς συνεπώς πρέπει να ενδιαφέρονται για τα ακίνητά τους στην Ελλάδα, να τα παρακολουθούν έστω και σε αραιά χρονικά διαστήματα, να τα επιβλέπουν και να τα προστατεύουν από τυχόν καταπατητές.
Υπάρχει μία ειδική περίπωση όπου ο ομογενής που ζει εκτός Ελλάδος δεν είναι ιδιοκτήτης του 100% ενός ακινήτου, αλλά έχει ένα ιδανικό μερίδιο σ’ αυτό, π.χ. έχει το 1/3. Τα άλλα 2/3 τα έχουν τα δύο αδέλφια του ή συγγενείς στην Ελλάδα που καλλιεργούν το ακίνητο. Συμβαίνει συχνά οι συγγενείς στην Ελλάδα να ιδιοποιούνται το ακίνητο, λέγοντας στον ομογενή ότι έχασε τα δικαιώματά του επειδή επί είκοσι έτη δεν άσκησε τα δικαιώματά του στο ακίνητο.
Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ομογενής δεν μένει απροστάτευτος από το νόμο. Όταν ο ομογενής έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί ενός ακινήτου, ο άλλος συγκύριος του ακινήτου δεν δικαιούται να ισχυρισθεί ότι απέκτησε το ακίνητο με χρησικτησία επειδή επί είκοσι χρόνια καλλιεργεί ή χρησιμοποιεί γενικώς το ακίνητο. Ο συγκύριος που βρίσκεται στην Ελλάδα θα έπρεπε πρώτα να έχει γνωστοποιήσει στον ομογενή συγκύριο την πρόθεσή του να κατέχει το ακίνητο για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό και μόνο αν μετά την γνωστοποίηση αυτή περάσουν 20 χρόνια ο συγκύριος που βρίσκεται στην Ελλαδα αποκτά το ακίνητο με χρησικτησία και ο ομογενής χάνει το ποσοστό του.
Διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν έχει γνωστοποιηθεί στον ομογενή η πρόθεση από τον συγγενή του στην Ελλάδα να πάρει όλο το ακίνητο δικό του, ο ομογενής δεν χάνει την ιδιοκτησία του, ακόμα κι αν έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο συγγενής στην Ελλάδα καλλιεργεί το ακίνητο.
Αυτό συμβαίνει διότι ο ομογενής αφήνει τον συγγενή ή τον συγκύριο του ακινήτου στην Ελλάδα να το καλλιεργεί με την πεποίθηση ότι το καλλιεργεί όχι μόνο για δικό του αποκλειστικώς λογαριασμό, αλλά και για λογαριασμό του ομογενούς που ζει εκτός Ελλάδος. Ο ομογενής δεν έχει τρόπο να καταλάβει τις προθέσεις του συγγενούς ή του συγκυρίου του ακινήτου περί αποκλειστικής χρήσεως του ακινήτου, άρα δεν μπορεί ο χρόνος της εικοσαετούς χρησικτησίας να αρχίσει να μετράει κατά του ομογενούς, προτού γνωστοποιηθεί στον τελευταίο η πρόθεση αποκλειστικής χρήσεως και ιδιοκτησίας του ακινήτου από τον συγκύριο που βρίσκεται στην Ελλάδα.
Προσοχή όμως. Ο ομογενής προστατεύεται κατά τον ανωτερώ tρόπο μόνο κατά την χρησικτησίας του συγκυρίου του ακινήτου. Δεν προστατεύεται από την χρησικτησία ενός ξένου, τρίτου, που δεν έχει καθόλου συγκυριότητα επί του ακινήτου και το καταπατά. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται γνωστοποίηση και ο ξένος μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με εικοσαετή νομή (χρησικτησία), διότι ο ομογενής θα έπρεπε να επιβλέπει το ακίνητό του και να μαθαίνει για το τι συμβαίνει σ’ αυτό αν όχι κάθε χρόνο, τουλάχιστον κάθε δύο ή τρία χρόνια, είτε προσωπικώς, ή τουλάχιστον μέσω εμπίστου εκπροσώπου στην Ελλάδα.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.